ἄστυ
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀστῠ- ἀστε- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἄστῠ | τὰ | ἄστη - ἄστεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἄστεως | τῶν | ἄστεων | |
δοτική | τῷ | ἄστει | τοῖς | ἄστεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἄστῠ | τὰ | ἄστη - ἄστεᾰ | |
κλητική ὦ! | ἄστῠ | ἄστη - ἄστεᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄστει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀστέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄστυ' όπως «ἄστυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἄστυ ουδέτερο
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.