άστυ
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άστυ | τα | άστη |
γενική | του | άστεως | των | άστεων |
αιτιατική | το | άστυ | τα | άστη |
κλητική | άστυ | άστη | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
άστυ ουδέτερο
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.