ἀστυάναξ
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀστῠᾰνακτ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀστυάναξ | οἱ | ἀστυάνακτες | |
γενική | τοῦ | ἀστυάνακτος | τῶν | ἀστυανάκτων | |
δοτική | τῷ | ἀστυάνακτῐ | τοῖς | ἀστυάναξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἀστυάνακτᾰ | τοὺς | ἀστυάνακτᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀστυάναξ | ἀστυάνακτες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀστυάνακτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀστυανάκτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἀστυάναξ αρσενικό
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.