δυϊκός
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυϊκός | η | δυϊκή | το | δυϊκό |
γενική | του | δυϊκού | της | δυϊκής | του | δυϊκού |
αιτιατική | τον | δυϊκό | τη | δυϊκή | το | δυϊκό |
κλητική | δυϊκέ | δυϊκή | δυϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυϊκοί | οι | δυϊκές | τα | δυϊκά |
γενική | των | δυϊκών | των | δυϊκών | των | δυϊκών |
αιτιατική | τους | δυϊκούς | τις | δυϊκές | τα | δυϊκά |
κλητική | δυϊκοί | δυϊκές | δυϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
δυϊκός, -ή, -ό
δυϊκός αρσενικό
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.