Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κσίστοφ Κιεσλόφσκι (πολωνικά: Krzysztof Kieślowski , προφέρεται: [ˈkʂɨʂtɔf kʲɛɕˈlɔfskʲi]) ήταν Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Είναι γνωστός διεθνώς για τα έργα του, Dekalog (1989), Η διπλή ζωή της Βερόνικα (1991) και την τριλογία Τρία χρώματα (1993-1994). Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, έλαβε πολλά βραβεία, όπως το Βραβείο Κριτικής Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών (1988), το Βραβείο FIPRESCI (1988, 1991), το Βραβείο της Οικουμενικής Κριτικής Επιτροπής (1991), το βραβείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας FIPRESCI (1989), το Χρυσό Λέοντα (1993) και το βραβείο OCIC (1993), καθώς και το Βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, Silver Bear (1994). Το 1995, ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερου Σκηνοθέτη και Καλύτερης Συγγραφής.[11]
Κριστόφ Κισλόφσκι | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Krzysztof Kieślowski (Πολωνικά) |
Γέννηση | 27 Ιουνίου 1941[1][2][3] Βαρσοβία[4] |
Θάνατος | 13 Μαρτίου 1996[1][2][3] Βαρσοβία[5] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Ποβόνσκι[6] |
Χώρα πολιτογράφησης | Πολωνία[7] |
Σπουδές | Εθνική Σχολή Κινηματογράφου του Λοτζ |
Ιδιότητα | σκηνοθέτης κινηματογράφου, σεναριογράφος, δημιουργός γραπτών έργων και σκηνοθέτης[8] |
Βραβεύσεις | βραβείο ευρωπαϊκού κινηματογράφου καλύτερης ταινίας (1988)[9] και Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων[10] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το 2002, κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση στον κατάλογο Sight & Sound του Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου μεταξύ των δέκα κορυφαίων σκηνοθετών της σύγχρονης εποχής.
Γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1941 στη Βαρσοβία. Ήταν γιος της Μπαρμπάρα (το γένος Σόνερτ) και του Ρόμαν Κιεσλόφσκι.[12] Μετακόμιζε, συχνά, σε άλλη πόλη, καθώς ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επειδή χρειαζόταν θεραπεία λόγω της φυματίωσης του. Ανατράφηκε ως Ρωμαιοκαθολικός και, έπειτα, η σχέση του με τον Θεό ήταν «προσωπική και ιδιωτική», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.[13]
Στα δεκαέξι, ξεκίνησε να εκπαιδεύεται ως πυροσβέστης, αλλά αποχώρησε μετά από τρεις μήνες. Χωρίς να έχει στόχους, γράφτηκε το 1957 στο Κολέγιο για Τεχνικούς Θεάτρου της Βαρσοβίας, επειδή το διεύθυνε ένας συγγενής του. Ήθελε να γίνει θεατρικός σκηνοθέτης, αλλά δεν είχε το απαιτούμενο προπτυχιακό τίτλο για το τμήμα θεάτρου. Οπότε, επέλεξε να σπουδάσει κινηματογραφία, ως ενδιάμεσο βήμα.
Φεύγοντας από το κολέγιο, εργάστηκε ως θεατρικός ενδυματολόγος κι υπέβαλε αίτηση στην Κρατική Ανωτέρα Σχολή Κινηματογραφίας του Λοτζ. Η αίτησή του απορρίφθηκε δύο φορές. Για να αποφύγει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγινε φοιτητής τέχνης και ακολουθούσε δραστική διατροφή, ώστε να γίνει ιατρικά ακατάλληλος για θητεία. Μετά από αρκετούς μήνες, το 1964, έγινε δεκτός στο τμήμα Σκηνοθεσίας.[14] Παρακολούθησε τη Σχολή μέχρι το 1968 και, παρά την κρατική λογοκρισία και την απαγόρευση των ταξιδιών στο εξωτερικό, κατάφερε να ταξιδέψει στην Πολωνία για την έρευνα και τη μαγνητοσκόπησή του.[14] Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, έχασε το ενδιαφέρον του για το θέατρο και αποφάσισε να κάνει ντοκιμαντέρ.
Παντρεύτηκε την μεγάλη αγάπη του, τη Μάρια (Μαρίσια) Καουτίλο, στις 21 Ιανουαρίου 1967, στο τελευταίο έτος φοίτησης του στη Σχολή Κινηματογράφου. Απέκτησαν μια κόρη, τη Μάρτα (8 Ιανουαρίου 1972), και παρέμειναν παντρεμένοι μέχρι το θάνατό του. Στις 13 Μαρτίου 1996, λιγότερο από δύο χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του, πέθανε σε ηλικία 54 ετών κατά τη διάρκεια εγχείρησης ανοικτής καρδιάς μετά από καρδιακή προσβολή.[15] Τάφηκε στο κοιμητήριο Ποβόνσκι της Βαρσοβίας. Ο τάφος του έχει ένα γλυπτό που απεικονίζει τον αντίχειρα και τους δείκτες των δύο χεριών σχηματίζοντας έναν επιμήκη χώρο. Την κλασική προβολή, δηλαδή, μέσα από μια φωτογραφική μηχανή. Το μικρό γλυπτό είναι τοποθετημένο πάνω σε ένα βάθρο ύψους πάνω από ένα μέτρο, από μαύρο μάρμαρο.[16]
Τα πρώτα ντοκιμαντέρ του Κιεσλόφσκι επικεντρώθηκαν στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλης, των εργαζομένων και των στρατιωτών. Αν και δεν εξέφραζε πολιτικές πεποιθήσεις, σύντομα διαπίστωσε ότι η προσπάθεια απεικόνισης της πολωνικής ζωής τον έφερε σε σύγκρουση με τις Αρχές. Η τηλεοπτική του ταινία Workers '71, που οι εργαζόμενοι συζητούσαν τους λόγους που οδήγησαν στις μαζικές απεργίες του 1970, προβλήθηκε με αυστηρή λογοκρισία. Μετά το Workers '71, έστρεψε την προσοχή του στις Αρχές με το Curriculum Vitae, μια ταινία που συνδύαζε πληροφορίες από συναντήσεις του Politburo με μια φανταστική ιστορία για έναν άντρα που ελεγχόταν από αξιωματούχους. Παρόλο που ο Κιεσλόφσκι πίστευε ότι το μήνυμα της ταινίας ήταν αντι-αυταρχικό, επικρίθηκε από τους συναδέλφους του για συνεργασία με την κυβέρνηση ως προς την παραγωγή της.[17]
Ο Κιεσλόφσκι αργότερα είπε ότι εγκατέλειψε τη δημιουργία ντοκιμαντέρ λόγω δύο εμπειριών. Η πρώτη αφορούσε τη λογοκρισία του Workers '71, η οποία τον έκανε να αμφιβάλλει αν η αλήθεια θα μπορούσε να ειπωθεί κυριολεκτικά υπό αυταρχικό καθεστώς. Η δεύτερη σχετιζόταν με ένα περιστατικό κατά τη μαγνητοσκόπηση του Station (1981), του οποίου κάποια από τα πλάνα του χρησιμοποιήθηκαν, σχεδόν, ως απόδειξη σε ποινική υπόθεση. Αποφάσισε, επομένως, ότι η μυθοπλασία όχι μόνο επέτρεπε περισσότερη καλλιτεχνική ελευθερία, αλλά θα μπορούσε να απεικονίσει την καθημερινή ζωή πιο αληθινά.[18][19]
Το Personnel (1975), δημιουργήθηκε για την τηλεόραση και του χάρισε το πρώτο βραβείο στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Mannheim. Τόσο το Personnel όσο και το The Scar (1976), ήταν έργα κοινωνικού ρεαλισμού με μεγάλα καστ. Το πρώτο αφορούσε τους τεχνικούς που δούλευαν στη σκηνική παραγωγή και βασιζόταν στην πρώιμη εμπειρία του από το κολέγιο. Ενώ το δεύτερο, έδειχνε την αναταραχή μιας μικρής πόλης από ένα κακώς σχεδιασμένο βιομηχανικό έργο. Αυτές οι ταινίες γυρίστηκαν σε στιλ ντοκιμαντέρ με πολλούς μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Όπως και οι προηγούμενες ταινίες του, απεικόνισαν την καθημερινή ζωή υπό το βάρος ενός καταπιεστικού συστήματος, αλλά χωρίς εμφανή σχολιασμό. Το Camera Buff (1979) και το Blind Chance (1981) είχαν παρόμοιο περιεχόμενο, αλλά επικεντρώθηκαν περισσότερο στις ηθικές επιλογές που αντιμετωπίζει ένας μόνο χαρακτήρας παρά μια κοινότητα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Κιεσλόφσκι θεωρήθηκε μέρος ενός κινήματος με άλλους Πολωνούς σκηνοθέτες της εποχής, συμπεριλαμβανομένων των Janusz Kijowski, Andrzej Wajda και Agnieszka Holland, που ονομάζεται Cinema of Moral Anxiety. Οι δεσμοί του με αυτούς τους σκηνοθέτες, ειδικότερα με την Holland, προκάλεσαν ανησυχίες στην πολωνική κυβέρνηση, και κάθε μια από τις πρώτες ταινίες του υποβλήθηκε σε λογοκρισία και επιβλήθηκαν εκ νέου γυρίσματα και εκ νέου επεξεργασία, αν δεν απαγορεύτηκαν εντελώς. Για παράδειγμα, το Blind Chance κυκλοφόρησε το 1987, σχεδόν έξι χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του.
Το No End (1984) ήταν η πιο πολιτικοποιημένη ταινία του, γιατί απεικόνιζε τις πολιτικές δίκες στην Πολωνία κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού νόμου, από την ασυνήθιστη οπτική του φαντάσματος ενός δικηγόρου και της χήρας συζύγου του. Εκείνη την εποχή επικρίθηκε σκληρά τόσο από την κυβέρνηση, τους αντιφρονούντες όσο και από την εκκλησία.[20] Το Dekalog (1988), μια σειρά από δέκα ταινίες μικρού μήκους που δημιουργήθηκαν σε πύργους της Βαρσοβίας, ήταν βασισμένο σε κάθε μία από τις δέκα εντολές. Δημιουργήθηκε για την πολωνική τηλεόραση με χρηματοδότηση από τη Δυτική Γερμανία. Στη σύγχρονη εποχή, αποτελεί έναν από τους πιο αναγνωρισμένους κύκλους ταινιών όλων των εποχών. Τα δέκα επεισόδια, διάρκειας μίας ώρας, είχαν αρχικά προοριστεί για δέκα διαφορετικούς σκηνοθέτες, αλλά ο Κιεσλόφσκι δεν μπορούσε να παραιτηθεί από τον έλεγχο του έργου και σκηνοθέτησε ο ίδιος όλα τα επεισόδια.
Οι τέσσερις τελευταίες ταινίες του Κιεσλόφσκι, και οι πιο επιτυχημένες στο εμπόριο, ήταν ξένες συμπαραγωγές που έγιναν, κυρίως, με χρήματα από τη Γαλλία και, συγκεκριμένα, από τον Ρουμάνο παραγωγό Μαρίν Κάρμιτζ. Επικεντρώθηκαν σε ηθικά και μεταφυσικά ζητήματα, παρόμοια με του Dekalog και του Blind Chance, αλλά σε πιο αφηρημένο επίπεδο, με μικρότερα καστ, περισσότερες εσωτερικές ιστορίες και λιγότερο ενδιαφέρον προς τις κοινότητες. Η Πολωνία παρουσιάστηκε σε αυτές τις ταινίες, κυρίως, από την οπτική των Ευρωπαίων ξένων.[21]
Η πρώτη από αυτές ήταν το The Double Life of Veronique (1990), με πρωταγωνίστρια την Ιρέν Ζακόμπ (Irène Jacob). Η εμπορική επιτυχία αυτής της ταινίας έδωσε στον Κιεσλόφσκι τη χρηματοδότηση για τις ταινίες του 1993–94, την τριλογία Three Colors (Μπλε, Λευκό, Κόκκινο), η οποία διερευνά τις αρετές που συμβολίζονται από τη γαλλική σημαία. Οι τρεις ταινίες κέρδισαν Διεθνή βραβεία, όπως το Golden Lion για την Καλύτερη Ταινία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και την Silver Bear για τον Καλύτερο Σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου αλλά προτάθηκε και για τρεις υποψηφιότητες των Βραβείων Όσκαρ.
Μετά την πρεμιέρα της Κόκκινης ταινίας, στο Φεστιβάλ των Καννών του 1994, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τον χώρο της σκηνοθεσίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.