είδος ηλεκτρονικής μουσικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ντραμ εντ μπέις (αγγλικά: drum and bass· γνωστή και ως drum 'n' bass, drum & bass ή, συντομογραφημένα, D&Β, DnB και D'n'B) είναι είδος ηλεκτρονικής μουσικής που αναδείχτηκε στη Βρετανία από τη ρέιβ σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του 1990.[1] Η μουσική drum and bass στο σύνολό της χαρακτηρίζεται από γρήγορους ρυθμικούς χτύπους (κατ’ εξοχήν 160-180 χτύπους ανά λεπτό),[2][3] με ισχυρά μπάσα και υπο-μπάσα.[4][5] Αποτελεί τον άμεσο διάδοχο της jungle μουσικής,[6] με την οποία θεωρούνται κατ' άλλους απλώς συγγενή[7][8] και κατ' άλλους συνώνυμα[8][9][10][5] είδη.
Καταγωγή | Oldschool jungle, techno, breakbeat hardcore, darkcore, industrial, ηλεκτρονικό rock, electronica, μουσική house breakbeat |
---|---|
Τόπος γέννησης | Αρχές/μέσα δεκαετίας 1990· Μπρίστολ και Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο |
Μουσικά όργανα | synthsizer, drum machine, ντραμς, πλήκτρα, sampler, υπολογιστής, digital audio workstation |
Συναφή είδη | Breakcore, digital hardcore, raggacore, technoid |
Είδη | |
Darkstep, hardstep, atmospheric, drumfunk, funkstep, jazzstep, dancefloor, jump up, drumstep, liquid funk, neurofunk, techstep, intelligent jungle/drum and bass, sambass | |
Ο ήχος της drum and bass, εξαιτίας του ευρέος φάσματος συχνοτήτων που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του, απαιτεί ιδιαίτερα ισχυρό ηχοσύστημα για την πλήρη αναπαραγωγή του.[9] Το μπάσο μαζί με τα ντραμς αποτελούν τα κυριότερα στοιχεία του είδους. Κατά την παραγωγή drum and bass κομματιών, η δομή τους διαμορφώνεται έτσι από τους καλλιτέχνες, ώστε η μουσική να επικεντρώνεται κατά πολύ περισσότερο σε αυτά τα δύο μουσικά στοιχεία σε σύγκριση με άλλα ηλεκτρονικά χορευτικά είδη μουσικής.[10]
Η ιστορική ρίζα της drum and bass (ακόμα γνωστής μόνο ως jungle) εντοπίζεται στη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, όταν στη ρέιβ σκηνή έχει πλέον πλήρως ωριμάσει ο ήχος της breakbeat hardcore,[11] ως παράγωγο της acid house και της techno. Η hardcore ήταν η απάντηση της νέας γενιάς στη rave μουσική των 1980s που ήταν προσκολλημένη σε εύπεπτες, συμβατικές μελωδίες:[12] έστρεψε την προσοχή της στο μπάσο και τα συγκεκομμένα breakbeats[lower-greek 1], υιοθετώντας ένα πολύ υψηλότερο tempo σε σύγκριση με εκείνο της καθιερωμένης house και techno μουσικής.[15] Ήδη τα πρώτα σημάδια μεταβολής διακρίνονται το 1990 με τα proto-jungle κομμάτια των Shut Up and Dance (PJ και Smiley) να χρησιμοποιούν breakbeats και hip hop κομμάτια ανεβασμένα σε tempo, ωσάν σημερινή jungle σε αργή ταχύτητα.[16] Σύντομα το «αιρετικό» αυτό μουσικό ρεύμα αποστασιοποιήθηκε από την υπόλοιπη σκηνή, αναζητώντας ένα σκληρότερο, ταχύτερο και πιο επιθετικό ήχο,[17] με αποτέλεσμα πολλοί παραγωγοί να οδηγηθούν σε μουσικούς πειραματισμούς: στα τέλη του 1991, με επιρροές από τη hip hop,[18][19][20][21] εμφανίζονται οι πρώτες απόπειρες εισαγωγής πολυρυθμικών στοιχείων στη μουσική, υιοθετώντας πολύπλοκα breaks που, αν και εξακολουθούσαν να είναι σε ρυθμό 4/4,[22][23] ήταν τελείως ασύμβατα με το καθιερωμένο μοτίβο four-on-the-floor της house και της techno.[24][25][26][27] Επρόκειτο για μια αλλαγή εντελώς ριζοσπαστική που ουσιαστικά διχοτόμησε τη ρέιβ σκηνή σε δύο κατηγορίες: τη house και την techno σκηνή από τη μία (μην ακολουθώντας τη νέα τάση των breakbeats), και την breakbeat hardcore από την άλλη.[21]
Μέχρι τα μέσα του 1992, η "jungle techno"[lower-greek 2] είχε ήδη αντικαταστήσει στο λεξιλόγιο των ravers τον όρο «hardcore» ως ένδειξη της μεταστροφής της μουσικής στα breakbeats,[30] αλλά και λόγω της ολοένα αυξανόμενης επιρροής της μουσικής από την raggamuffin[lower-greek 3], συνδυάζοντας breaks με μπασογραμμές της reggae.[33][34] Ακριβώς αυτά τα στοιχεία προσέλκυσαν μαζικά την έγχρωμη νεολαία της Βρετανίας, η οποία (αδυνατώντας να ενστερνιστεί την κουλτούρα της house και της techno, μιας σκηνής κυριαρχούμενης κατ' εξοχήν από τη λευκή νεολαία) αναζητούσε μεν έναν ήχο συγγενή με τη hip hop και τη ragga, αλλά ταυτόχρονα επιζητούσε μια βρετανική σκηνή αντάξια να ανταγωνιστεί την αμερικάνικη hip hop.[34][35][36] Ως εκ τούτου, η jungle έχει χαρακτηριστεί ως «η πρώτη βρετανική μουσική των μαύρων» ή «ακριβέστερα, πολυπολιτισμική μουσική»,[27][lower-greek 4] καθώς και «η απάντηση της Βρετανίας στην αμερικάνικη hip hop»[18][38] ή ακόμα και «το hip hop της Βρετανίας».[39]
Προς τα τέλη του 1992, η εγγενής αντιδραστικότητα της breakbeat hardcore μετουσιώθηκε εν πολλοίς σε μία δυστοπική αντίληψη της αστικής ζωής, αποκύημα κατά τον Simon Reynolds ενός λανθάνοντα νιχιλισμού που υποδαύλιζε την εκφυλισμένη κουλτούρα των ναρκωτικών της ρέιβ σκηνής.[40] Τόσο θεματικά (χρησιμοποιώντας συχνά samples[lower-greek 5] από ταινίες τρόμου) όσο και ηχητικά (απορρίπτοντας παντελώς τις εύπεπτες μελωδίες και προάγοντας αλλόκοτα ηχοτοπία), γεννιέται σύντομα ένα νέο στιλ, η λεγόμενη darkcore ή darkside.[40][42][43] Η απότομη αυτή αλλαγή συνίστατο αφενός στην ανάγκη αντιπαράθεσης της σκηνής προς τη δημοφιλή εμπορική μουσική, και αφετέρου στην προσπάθεια συσπείρωσης ενός «γνήσιου» κοινού, πρόθυμου να ακολουθήσει τη σκηνή προς αυτή την κατεύθυνση.[44][45][12] Στον αντίποδα, το 1993, μερίδα του κοινού (κυρίως λευκοί έφηβοι) επέμεινε στις εύπεπτες μελωδίες και, νοσταλγώντας την ευφορία του 1991, δημιούργησε ως αντίδραση τη δική της ξεχωριστή σκηνή, εκείνη της happy hardcore, ή αλλιώς, 4 beat,[46] η οποία αρχικά διατήρησε τα breakbeats, συνδυάζοντάς τα με το καθιερωμένο four-on-the-floor μοτίβο, ωστόσο μέχρι το 1996 τα απέβαλε και συγχωνεύτηκε με την techno.[47] Έτσι, η breakbeat hardcore διασπάστηκε ουσιαστικά από τη μία στη σκηνή της happy hardcore, επηρεασμένη από τη house και την techno, και από την άλλη στη σκηνή της darkcore/jungle techno, άμεσο προκάτοχο της jungle, υιοθετώντας στοιχεία κυρίως της hip hop και της reggae και επικεντρώνοντας την προσοχή της στο μπάσο.[48]
Μέχρι το φθινόπωρο του 1993, αποβάλλοντας την πεσιμιστική τους αύρα, οι πρωτοπόροι της darkcore είχαν αρχίσει να βαδίζουν προς άλλα μουσικά μονοπάτια: πρώτα ο ξεφαντωτικός ήχος της ragga jungle και στη συνέχεια η ατμοσφαιρική μουσική της drum and bass.[49]
Στο προηγούμενο διάστημα, όσο η hardcore βρισκόταν σε διαδικασία αναζήτησης του μουσικού της προσανατολισμού και εν μέσω έντονης κοινωνικής αντιπαράθεσης, ο τύπος αντιμετώπιζε μάλλον απαξιωτικά τη μουσική της, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στην ήδη καταξιωμένη ηλεκτρονική μουσική, την οποία αντιπροσώπευαν τότε οι ταυτόχρονα αναδυόμενες progressive house και intelligent techno.[50] Η κυκλοφορία της μουσικής βασιζόταν αποκλειστικά σε ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες και πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.[51] Το καλοκαίρι του 1994 αυτό έμελλε να αλλάξει:[52] η jungle απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα όταν ο τύπος, η βρετανική μουσική βιομηχανία και οι νόμιμοι ραδιοφωνικοί σταθμοί ηλεκτρονικής μουσικής (όπως το Kiss FM) προώθησαν το hit 'Incredible' του σταρ της ragga MC General Levy με παραγωγό τον M Beat,[53] φτάνοντας μέχρι και το νούμερο 8 στα τσαρτς,[54] καθώς και, λίγους μήνες αργότερα, το εξίσου πετυχημένο[55] 'Original Nuttah' των Shy FX και UK Apache.[56] Η ξαφνική επιτυχία οφειλόταν στο αίσθημα κορεσμού που δημιουργήθηκε στο κοινό από τον «σκοτεινό» ήχο της hardcore· έτσι η συνακόλουθη ανάγκη του κοινού να ξεσπάσει βρήκε έρεισμα στο φρενήρη συνδυασμό της ragga με την jungle,[57][56] ενός είδους που δίνει έμφαση στα φωνητικά των MC και στα reggae samples παρά στον ορχηστρικό τομέα.[58] Ωστόσο, στα μάτια πολλών μελών της σκηνής, η εικόνα που έδωσε ο τύπος στο φαινόμενο της jungle στόχευσε στο θυμικό της βρετανικής κοινής γνώμης, εντείνοντας την πιο εμφανή και έξαλλη πλευρά του κοινού που συνδεόταν με τη ragga και την επαναστατικότητα της έγχρωμης νεολαίας,[59] προάγοντας ρατσιστικά στερεότυπα και αγνοώντας το πολυπολιτισμικό υπόβαθρο της σκηνής.[60] Κατηγορίες υπήρξαν επίσης πως ο κίτρινος τύπος έφτασε στο σημείο να προσάπτει στη σκηνή εγκληματικά στοιχεία που στηρίζονταν σε αναπόδεικτες φήμες.[61]
Πάντως το ότι σημειώθηκε αύξηση της βίας και των ναρκωτικών στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης όπου παιζόταν jungle δεν είναι αναληθές.[62] Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στους εξής παράγοντες: πρώτον, την εποχή αυτή το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής ατασθαλίας (μετα-Θάτσερ εποχή) με την ανεργία και το αποδομημένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας να έχει άμεσο αντίκτυπο στη μικροαστή νεολαία·[63][64] δεύτερον, μετά τα γεγονότα του Castlemorton Common Festival,[lower-greek 6] το 1994 θεσπίστηκε από το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου ο Νόμος περί Ποινικής Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης[68] που προέβλεπε ιδιαίτερα αυστηρά μέτρα, και ιδίως τη δυνατότητα των αστυνομικών οργάνων να παρεμποδίζουν τη διεξαγωγή των ρέιβς σε εξωτερικούς χώρους,[69] στρέφοντας ως εκ τούτου σημαντική μερίδα του κόσμου προς τους εσωτερικούς χώρους·[70] τρίτον, η διαρκής μετατόπιση του ύφους της μουσικής προς το «σκοτεινό» αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την κοινωνικά ανταγωνιστική κουλτούρα της dancehall που χαρακτήριζε το κυρίαρχο στη σκηνή ragga κοινό[70] —το στοιχείο αυτό είχε δημιουργήσει από πριν αμηχανία στους λευκούς που είδαν τα κλαμπ να κατακλύζονται από την έγχρωμη νεολαία·[71] τέταρτον, η απουσία της αστυνομίας και η έλλειψη μέτρων ασφαλείας άφηνε το πεδίο ελεύθερο στις συμμορίες και στους εμπόρους ναρκωτικών που αναζητούσαν εύκολα θύματα.[72][70] Πολύς κόσμος (ιδιαίτερα γυναίκες) απομακρύνθηκε από τη σκηνή ως συνέπεια των παραπάνω.[73]
Συνολικά, η κυριαρχία της ragga στην jungle (εξού και η ονομασία ragga jungle που αποδόθηκε σε αυτό το στιλ) βοήθησε μεν στη διεύρυνση του κοινού και στη δημοσιότητα της σκηνής, από την άλλη όμως προκάλεσε δυσφορία σε εκείνους που επιθυμούσαν άλλη αισθητική στη μουσική τους.[53] Για παράδειγμα, ο Rob Playford θεωρούσε ότι η δημοσιότητα της ragga jungle οφειλόταν στη μετατόπιση της προσοχής από τον παραγωγό προς τον φρόντμαν (δηλαδή τον MC), καθιστώντας τη μουσική όμοια με κάθε άλλο είδος εμπορικής μουσικής, μη σεβομένη τις πραγματικές της ρίζες (δηλαδή στη house και την techno, όπου το επίκεντρο ήταν πάντοτε το beat).[59][74] Η εκ των έσω αντίδραση έγινε πιο έντονη όταν ο General Levy, ένας MC που προερχόταν από διαφορετική μουσική σκηνή, μετά την επιτυχία του 'Incredible' δήλωσε σε συνέντευξη του μουσικού περιοδικού The Face ότι αυτός «τρέχει την jungle».[75][76] Αυτό είχε ως συνέπεια την αγανάκτηση πολλών μελών της σκηνής, θεωρώντας ότι η στάση του Levy ήταν προσβλητική και υποτιμητική προς τους παλαιότερους.[77] Συστάθηκε μάλιστα προς το τέλος του 1994 μια προσωρινή επιτροπή μεταξύ των πιο καταξιωμένων καλλιτεχνών και προωθητών, σε μια προσπάθεια επαναφοράς της σκηνής στις ρίζες της. Αποφασίστηκε, έτσι, ο πλήρης αποκλεισμός του 'Incredible' και άλλων ragga jungle κομματιών από τις μουσικές επιλογές των DJs, καθώς και το μποϊκοτάζ κατά οποιωνδήποτε εξακολουθούσαν να στηρίζουν τον Levy.[78][77][79][80] Σύντομα επακολούθησε μια επιστολή απολογίας του Levy στο The Face, υποστηρίζοντας ότι ο δημοσιογράφος παρερμήνευσε τα λεγόμενά του.[76][81][lower-greek 7]
Στις αρχές του 1995 παρατηρείται μια εντυπωσιακή στροφή από τα ξέφρενα φωνητικά της ragga προς τα ορχηστρικά, μπρέικμπιτ-βασιζόμενα ατμοσφαιρικά κομμάτια.[83] Η intelligent drum and bass, όπως ονομάστηκε, ήταν η απάντηση της σκηνής στη ragga jungle, κατ' ακριβολογία όμως επρόκειτο περισσότερο για ξαφνική ανάδειξη ενός στιλ που είχε σφυρηλατηθεί στην αφάνεια αρκετά χρόνια νωρίτερα από τον πρωτοπόρο LTJ Bukem και τη δισκογραφική του εταιρία Good Looking,[84][85] ως ambient jungle·[86] ένα είδος-υβρίδιο (μεταξύ jungle και ambient) με επιρροές από την τζαζ, τη σόουλ και τη φανκ, το οποίο αξιοποιεί τα φρενήρη κρουστά της jungle αλλά ταυτόχρονα αποβάλλει την επιθετικότητά τους με αρμονικές ακολουθίες παραγόμενες από συνθεσάιζερς.[87][88] Από τεχνική άποψη, ο ήχος του είδους αυτού βασίστηκε στην έλευση του Akai S1000 sampler στα μικρά στούντιο, καθώς προσέφερε νέες τεχνολογικές δυνατότητες σε επίπεδο παραγωγής· χαρακτηριστικά, το audio time stretching —μια τεχνική που επιτρέπει στους παραγωγούς να παρεμβαίνουν στην ταχύτητα ενός sample χωρίς να επηρεάζεται το pitch του— βοήθησε στο να χρησιμοποιούνται φωνητικά σε υψηλότερη ταχύτητα χωρίς να παραμορφώνεται ο ήχος, συμβάλλοντας στη μελωδικότητα των κομματιών και συνακόλουθα προσεγγίζοντας τη συμβατική μουσική.[89][90] Πάντως, παρότι αρχικά προσανατολισμένη ως άκουσμα για το σπίτι,[90] η ambient jungle βρήκε στέγη από τον Οκτώβριο του 1994 στη βραδιά Speed που φιλοξενούσαν στο Mars Bar του Λονδίνου οι LTJ Bukem και Fabio σε συνεργασία με τις Kemistry και Storm, προσφέροντας μια ήρεμη ατμόσφαιρα ως εναλλακτική στην κυριαρχία των ragga jungle ρέιβς.[91][92] Στην ιστορική συνέχεια του όλου φάσματος jungle/hardcore, η ambient jungle, όπως αυτή εξελίχθηκε σε αυτό το χρονικό διάστημα, υιοθετώντας απλούστερους ρυθμούς και δίνοντας έμφαση στις τεχνικές παραγωγής, σηματοδοτεί για πρώτη φορά τη χρήση του ονόματος «drum and bass».[88]
Σύντομα, αρκετοί παραγωγοί θέλησαν να εξελίξουν τον ήχο της ambient jungle χρησιμοποιώντας αληθινά όργανα (όπως για παράδειγμα σαξόφωνα), επιζητώντας καλλιτεχνική αναγνώριση της μουσικής τους.[93] Έτσι, πράγματι, σε αυτό το χρονικό σημείο η jungle αποκτά αναγνωρισιμότητα στο μουσικό κόσμο, προωθείται η μελωδική της πλευρά και παύει να θεωρείται τμήμα της υποκόσμιας (underground) μουσικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1996 τα δημοφιλέστερα τζαζ περιοδικά στη Γερμανία, Jazzthetik και Jazzthing άρχισαν να προβάλλουν τακτικά drum and bass δίσκους.[94]
Το είδος αυτό εξερεύνησαν επίσης οι Goldie, Omni Trio, Foul Play και 4 Hero, ωστόσο η συγκυρία το έφερε να αποτελέσει σημαία ενός μουσικού ελιτισμού:[59] η εμφανής αντίθεση της ambient jungle με τη ragga jungle (ειδικά μετά το «φιλτράρισμα» του κοινού στην πρώτη) έγινε η αφορμή για πολλούς να εισαγάγουν όρους παραγκωνισμού, όπως το επίθετο «intelligent» και για ένα χρονικό διάστημα το όνομα «drum and bass».[91] Συγκεκριμένα, ο όρος «intelligent», όπως στην περίπτωση της IDM με αντίστοιχη κριτική του ονόματός της,[95] κατηγορήθηκε από τους βετεράνους της jungle ότι έκανε διαχωρισμό μεταξύ δήθεν έξυπνης και ηλίθιας εκδοχής της μουσικής,[96][97][83] ενώ λίγο αργότερα αποκήρυξε τον όρο και ο ίδιος ο LTJ Bukem.[98] Κατά τον Simon Reynolds, ο όρος «intelligent» υποδήλωνε κατ' ουσίαν την εισαγωγή λιγότερο χορευτικών και περισσότερο ατμοσφαιρικών στοιχείων που ωθούσαν στον καθιστικό στοχασμό παρά τον έξαλλο σωματικό χορό του ακροατή, χωρίς απαραίτητα να αποτελούν πιο «έξυπνες» συνθέσεις σε σχέση με τη ragga jungle.[99] Από την άλλη, ο τύπος, τα μίντια και η μουσική βιομηχανία χρησιμοποίησαν το όνομα «drum and bass» επίσης ως διαχωριστικό όρο από την jungle, προκειμένου να προωθήσουν μουσική που έκριναν εμπορική και επομένως προσοδοφόρα.[100] Τελικά, ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκαν οι δύο όροι υποδήλωνε τη λανθάνουσα φυλετική αντιπαράθεση της βρετανικής κοινωνίας: η jungle, στιγματισμένη από το αντικοινωνικό κοινό της περιθωριοποιήθηκε από τη βιομηχανία, ως η μουσική της εργατικής τάξης και των μαύρων, ενώ η drum and bass έμελλε να κυριαρχήσει ως η μουσική της μεσοαστικής λευκής τάξης.[101]
Η drum and bass ενσωματώνει μια τεράστια ποικιλία ήχων και στυλ από πολλές σκηνές, από τους βαθύτατα ηλεκτρονικούς, industrial ήχους της techstep, μέχρι τη χρήση συμβατικών, κλασσικών οργάνων, κλίνοντας προς την jazz και τη funk μουσική. Οι ήχοι της drum and bass είναι εξαιρετικά ποικίλοι χάρη στις συνεχείς επιρροές των καλλιτεχνών.
Η drum and bass θα μπορούσε να οριστεί κάποτε ως ένα απόλυτα ηλεκτρονικό είδος μουσικής, καθώς ο μόνος τρόπος που μπορούσε να εκτελεστεί ζωντανά ήταν το DJing, όμως ζωντανές συναυλίες του είδους πραγματοποιήθηκαν καθοδόν.
Το είδος δίνει μεγάλη σημασία στο μπάσο (γνωστό ως “bass line”) το οποίο μπορεί να γίνει αισθητό μέσα από ισχυρά ηχοσυστήματα. Οι παραγωγοί, στην προσπάθειά τους να βρουν τον δικό τους χαρακτηριστικό ήχο, συνήθιζαν να εξερευνούν και να δοκιμάζουν διαφορετικά ηχοχρώματα όσον αφορά τα μπάσα που χρησιμοποιούσαν, ειδικά στην techstep, που ήταν κατ’ εξοχήν ένα είδος που προέκυψε από πειραματισμούς. Κατά την εξέλιξη του είδους, αρκετοί τύποι μπάσων άρχισαν να αποκτούν ιδιαίτερη φήμη, όπως για παράδειγμα το “Reese", το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα και στις μέρες μας. Τα μπάσα των παραγωγών προέρχονταν κατά κύριο λόγο από samples ή synthesizers. Τα μουσικά όργανα μπάσα, είτε αυτά ήταν ακουστικά, ηλεκτρικά ή κοντραμπάσα, χρησιμοποιούνταν από συγκροτήματα όπως τους Shapeshifter, Squarepusher, Roni Size και STS9.
Από την άλλη πλευρά, η πολύπλοκη συγκοπή των ντραμς μοτίβων είναι μια άλλη πτυχή της παραγωγής, στο οποίο οι καλλιτέχνες μπορούν να αφιερώσουν πολλές ώρες μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Το πιο κλασσικό παράδειγμα αποτελεί το Amen break, το οποίο θεωρείται συνώνυμο των πρώτων κομματιών του είδους, ενώ επίσης είναι το πιο πολυχρησιμοποιημένο μοτίβο ντραμς. Αξίζει να αναφερθούν και άλλα breaks τα οποία είχαν ιδιαίτερη επίδραση στην drum and bass, όπως το Apache, Funky Drummer, “Soul Pride”, “Scorpio” και το “Think (About It)”.
Ωστόσο οι παραγωγοί δεν περιορίζονταν στη χρήση ενός μόνο break, αλλά αντίθετα συνήθιζαν να πειραματίζονται με δύο ή και τρία samples, συγχέοντάς τα, κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το “Your Sound” του J Majik.
Οι σχετικά γρήγοροι ρυθμοί στη μουσική drum and bass δίνουν τη δυνατότητα στον παραγωγό να δημιουργήσει ήχους που είναι ελκυστικοί σχεδόν σε κάθε γούστο και αποτελούν μόνο το παρασκήνιο σε σχέση με τα άλλα στοιχεία της μουσικής. Τα συγκεκομμένα breakbeats παραμένουν το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του είδους, καθώς χωρίς αυτά οποιοδήποτε χορευτικό κομμάτι σε tempo 120 χτύπων ανά λεπτό θα οριζόταν ως techno ή hardcore.
Η drum and bass κυμαίνεται στους 160-180 χτύπους ανά λεπτό, σε αντίθεση με άλλα breakbeat-βασιζόμενα στυλ χορευτικής μουσικής, όπως το nu school breaks, το οποίο διατηρεί τους 130-140 χτύπους ανά λεπτό. Κατά την εξέλιξη της drum and bass έχει παρατηρηθεί μια γενικότερη τάση για επιτάχυνση του ρυθμού. Στα πρώτα βήματα του είδους, η drum and bass κυμαινόταν στους 130 χτύπους ανά λεπτό γύρω στο 1990-1991, αργότερα το 1993 επιταχύνεται στους 155-165 χτύπους ανά λεπτό, ενώ από το 1996 έως και σήμερα διατηρείται στους 170-180 χτύπους ανά λεπτό.
Στα αρχικά στάδια διαμόρφωσης του ήχου της jungle και της drum and bass πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η τζαμαϊκανής καταγωγής dub και reggae, χάρη στους King Rubby, Peter Tosh, Sly & Robbie, Bill Laswell, Lee Perry, Mad Professor, Roots Radics, Bob Marley και Buju Banton. Η επιρροή αυτή είναι εν μέρει αισθητή και σήμερα, καθώς σε πολλά κομμάτια περιλαμβάνονται ragga στίχοι.
Ως ένα μουσικό είδος το οποίο βασίστηκε στη funk και σε συγκεκομμένα rock and roll ντραμς μοτίβα, ο James Brown, Al Green, Marvin Gaye, Εlla Fitzgerald, Gladys Knight & The Pips, Billie Holiday, Aretha Franklin, Otis Redding, The Supremes, The Commodores, Jerry Lee Lewis ή ακόμα και ο Michael Jackson είναι όλοι funk επιρροές στη μουσική. Ο πρωτοπόρος της jazz Miles Davis έχει αναφερθεί ως πιθανή επιρροή. Καλλιτέχνες της blues, όπως ο Lead Belly, Robert Johnson, Charlie Patton, Muddy Waters και B.B King έχουν επίσης επισημανθεί από παραγωγούς ως πηγές έμπνευσης. Παρ’ όλα αυτά, μία από τις πιο σημαντικές, αν όχι η σημαντικότερη επιρροή στο είδος αποτέλεσε το “Amen Brother” από τους The Winstons, το οποίο περιέχει ένα ντραμ σολο που έκτοτε έγινε γνωστό ως το Amen break. To Amen break, αφού χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα στη hip hop, έμελλε να γίνει το μοντέλο για τους ρυθμούς που χρησιμοποιήθηκαν στην drum and bass.
Επιπρόσθετα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Kevin Saunderson έκδωσε το Reese/The Reese Project, μια σειρά από μινιμαλιστικούς techno ήχους με ισχυρά μπάσα, οι οποίοι αποτέλεσαν τεράστια επιρροή στην drum and bass. Ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια του (Reese – “Just Want Another Chance”, Incognito Records, 1988) χρησιμοποιήθηκε ως sample (το οποίο στη συνέχεια έγινε γνωστό ως το μπάσο "Reese") σε αναρίθμητες drum and bass παραγωγές. Ένας άλλος σημαντικός καλλιτέχνης είναι ο Carl Craig, του οποίου το jazz ντραμς μοτίβο στο κομμάτι του “Bug in the Bassbin” επηρέασε επίσης τον επερχόμενο ήχο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η εκτεταμένη χρήση breakbeat στη hip hop επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την breakbeat hardcore και αργότερα την jungle και την drum and bass. Η drum and bass έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τη hip hop, αν και περιορίζεται στη χρήση στίχων με τη μορφή sample.
Γενικότερα η drum and bass έχει επηρεαστεί από άλλα μουσικά είδη, αν και τυχόν επιρροές που δεν προέρχονται από την ηλεκτρονική χορευτική μουσική σκηνή άρχισαν να περιορίζονται κατά τη μεταβατική περίοδο της jungle σε drum and bass. Καλλιτέχνες, προερχόμενοι από διάφορες μουσικές σκηνές, επηρεάστηκαν από ποικίλα είδη μουσικής και γι’ αυτόν τον λόγο αναπτύχθηκαν εντελώς διαφορετικά στυλ στην drum and bass. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ακόμα οι διαφορετικές ερμηνείες των παραγωγών για το είδος. Για παράδειγμα, ο DJ των Pendulum El Hornet προέρχεται από την punk σκηνή, και δήλωσε ότι η drum and bass για αυτόν είναι η ηλεκτρονική εκδοχή της punk rock. Αντίθετα, ο συνεργάτης του MC Verse και άλλοι καλλιτέχνες που έχουν ρίζες στη hip hop βλέπουν την drum and bass με μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, δύο παρόμοια και αλληλοεπηρεαζόμενα στυλ ηλεκτρονικής μουσικής, η breakcore και η digital hardcore γεννιόνταν έχοντας ρίζες κυρίως στην jungle. Στη συνέχεια, παρακλάδι της breakcore αποτέλεσε η raggacore, η οποία, όντας επηρεασμένη από την ragga jungle, χαρακτηριζόταν από ragga στίχους και φιλικούς dancehall ρυθμούς. Ακόμη, η drum and bass υπήρξε άμεση επιρροή για την darkcore, η οποία μάλιστα θεωρείται η πρόγονος της darkstep. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι παραγωγοί διασταύρωναν όλα αυτά τα στυλ και κατέληγαν σε ήχους με ρευστά όρια.
Η drum and bass είχε επίσης έμμεσες επιρροές σε πολλά άλλα μουσικά είδη, όπως στη hip hop, big beat, dubstep, house, trip hop, ambient, techno, rock και pop, με καλλιτέχνες όπως ο Bill Laswell, Incubus, Pitchshifter, Linkin Park, The Roots, Talvin Singh, MIDIval Punditz, Missy Elliott, The Freestylers, Nine Inch Nails και David Bowie (εκ των οποίων οι δύο τελευταίοι έχουν χρησιμοποιήσει στοιχεία από το "Timeless" του Goldie) και άλλους που έχουν αναφέρει στο παρελθόν το είδος ως πηγή έμπνευσης. Τέλος, παρόμοια στοιχεία παρουσιάζει και το ghettotech των ΗΠΑ.
Οι MCs (αρχικά του Master of Ceremonies) ενσωματώθηκαν στην κουλτούρα του είδους στα μέσα της δεκαετίας του 1990, καθώς το κοινό ήταν βαθύτατα επηρεασμένο από τη reggae και τη ragga hip hop σκηνή. Αν και σήμερα -σε σύγκριση με τότε- η παρουσία τους στα κλαμπ έχει περιοριστεί κατά πολύ, αποτελούν ακόμα αναπόσπαστο κομμάτι της σκηνής, ειδικά στην Αγγλία. Οι MCs τείνουν να μην αποκτούν τόσο μεγάλη φήμη όσο οι DJs, ενώ τελευταία αρκετά κλαμπ δεν δέχονται καθόλου την παρουσία τους. Ωστόσο, σήμερα υπάρχουν μερικοί αρκετά γνωστοί (στα πλαίσια της drum and bass σκηνής) MCs, όπως ο Stevie Hyper D, MC GQ, Dynamite MC, MC Fats, MC Conrad, Shabba D, Skibadee, Bassman, MC Stamina, MC Fun, Evil B, Trigga, Harry Shotta, Fatman D και MC Infinity.
Ρόλος των MCs σε ζωντανές συναυλίες είναι να προσφέρουν με τον ρυθμό και τους στίχους τους όσο περισσότερο δυνατόν ενέργεια στη μουσική, ώστε το κοινό να χορεύει αδιάκοπα. Φωνάζουν στο κοινό και αλληλεπιδρούν διαρκώς με αυτό, ενώ ζητάνε συχνά την αναπαραγωγή του κομματιού που παίζει εκείνη τη στιγμή (γνωστό ως reload ή rewind). Επιπλέον, οι παλιότεροι MCs, δηλαδή εκείνοι που πρόλαβαν την επιρροή της ragga hip hop στην drum and bass, συχνά τραγουδάνε κλασσικούς reggae στίχους. Γενικότερα, κάθε MC αποκτάει το δικό του στυλ και μαθαίνει να ραπάρει σε ένα συγκεκριμένο στυλ της drum and bass, γι’ αυτό και διαφορετικοί MCs καλούνται σε διαφορετικά κλαμπ. Για παράδειγμα, ο MC Coppa συνεργάζεται με παραγωγούς neurofunk, ενώ ο MC Eksman είναι γνωστός στην jump up σκηνή.
Όμως η συνεισφορά τους στη σκηνή δεν σταματάει εκεί. Δεν είναι λίγες οι φορές που MCs καλούνται από καλλιτέχνες για να συνεργαστούν και να παράγουν ή να εκδώσουν από κοινού ένα κομμάτι. Επίσης, πολλοί MCs (όπως και DJs) καλούνται ως φιλοξενούμενοι ή κάνουν εμφανίσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς για να κάνουν το έργο τους ζωντανά. Τέτοιοι σταθμοί είναι το Rough Tempo και το Kool London.
Πολλοί μουσικοί έχουν προσαρμόσει την drum and bass έτσι, ώστε να είναι δυνατή η ζωντανή εκτέλεσή της με όργανα όπως τα ντραμς, συνθεσάιζερ, πικάπ, μπάσο και κιθάρες. Για να επιτεύξουν τη ζωντανή αναπαραγωγή των samples, χρησιμοποιούν σε αρκετές συναυλίες samplers, ενώ συχνή είναι και η παρουσία των MCs. Καλλιτέχνες που είναι γνωστοί για τις ζωντανές συναυλίες τους περιλαμβάνουν τους Pendulum, Modestep, La Phaze, Netsky, Chase & Status, London Elektricity, DJ Fresh, Roni Size, Salmonella Dub και Shapeshifter.
Στα πλαίσια της κοινότητας της drum and bass μικρότερες σκηνές έχουν σχηματιστεί και το είδος στο σύνολό της έχει χωριστεί σε συγκεκριμένα υποείδη. Ειδικότερα:
Άλλα, λιγότερο γνωστά (ή με λίγες έως ελάχιστες διαφορές με τα προαναφερθέντα) στυλ που αναπτύχθηκαν είναι η hardstep, darkstep, intelligent jungle/drum and bass, jazzstep, drumfunk, funkstep και sambass (ή brazilian drum and bass).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.