Έλληνας σκηνοθέτης και θεατρικός κριτικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Φώτος Πολίτης (1890 - 1934) ήταν από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του νεοελληνικού θεάτρου, που καθοδήγησε όχι μόνο τους ηθοποιούς, ως σκηνοθέτης, και τους σπουδαστές δραματικών σχολών, ως θεατρικός δάσκαλος, αλλά και τους θεατρικούς συγγραφείς, ως θεωρητικός του θεάτρου, και το αμύητο κοινό στα αριστουργήματα της αρχαίας τραγωδίας και του κλασικού θεάτρου και στα αξιόλογα έργα του νεοελληνικού θεάτρου. Υπήρξε, όμως, και επιφανής κριτικός της λογοτεχνίας, της θεατρικής τέχνης και της πνευματικής ζωής με συνολικά 1.103 άρθρα, επιφυλλίδες και κριτικές από το 1914 έως το 1934, όπου "εκδηλώνεται η προσωπικότητά του κι από αυτά μπορούμε να παρακολουθήσουμε το πως ο Φώτος Πολίτης προβάλλει το όραμά του".[1]
Φώτος Πολίτης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1890 Αθήνα |
Θάνατος | 1934 Αθήνα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Σπουδές | Δραματική Σχολή Ωδείου Αθηνών (1906–1908) Πανεπιστήμιο της Ιένας (1908–1909) Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Βίλχελμ (1909–1910) Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1910–1911) Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1911–1912) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεατρικός σκηνοθέτης σκηνοθέτης κριτικός θεάτρου |
Εργοδότης | Κτήριο Τσίλερ (1930–1934) |
Οικογένεια | |
Γονείς | Νικόλαος Πολίτης |
Αδέλφια | Λίνος Πολίτης |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γιος του λαογράφου και καθηγητή Νικολάου Πολίτη και αδελφός του νεοελληνιστή, καθηγητή και ακαδημαϊκού Λίνου Πολίτη, γεννήθηκε στην Αθήνα και από πολύ νέος συμμετείχε στην πνευματική ζωή του τόπου. Το 1905 δημοσίευσε τα πρώτα ολιγόστιχα ποιήματά του στο μαχητικό περιοδικό Ο Νουμάς, του Δημήτρη Ταγκόπουλου, που αποτελούσε το προπύργιο των δημοτικιστών. Το 1907, συμμετείχε στην παρέα των νεαρών ποιητών του μηνιαίου περιοδικού Ηγησώ, όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Νίκος Καρβούνης, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Ρώμος Φιλύρας κ.ά.[2] δημοσιεύοντας δικά του ποιήματα. Για δύο χρόνια (1906-1908) φοίτησε στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών και το 1908 έλαβε το δεύτερο βραβείο στον Παντελίδειο Δραματικό Διαγωνισμό, με το έργο του Ο Βρυκόλακας (δράμα). Στο τέλος του 1908 έφυγε για τέσσερα χρόνια στη Γερμανία να σπουδάσει νομικά. Τον πρώτο χρόνο, 1908-1909, παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας μαζί με τον αδελφό του Γιώργο. Τον επόμενο χρόνο, 1909-1910, ήταν στο Βερολίνο, όπου σπούδαζε και ο εξάδελφός του Γιάννης Αποστολάκης. Την τρίτη χρονιά στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και την τέταρτη στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Σύντομα εγκατέλειψε τα νομικά για να αφοσιωθεί στη φιλοσοφία και το θέατρο, αν και επέστρεψε στα νομικά μετά από πιέσεις της οικογένειάς του.[3] Μαζί με τον εξάδελφό του Γιάννη Αποστολάκη μελέτησαν και επηρεάστηκαν από τον Γερμανικό Ιδεαλισμό. Η δεύτερη σημαντική επιρροή στον Πολίτη ήταν οι σκηνοθετικές και θεατρολογικές απόψεις του μεγάλου Αυστριακού σκηνοθέτη Max Reinhardt (Μαξ Ράινχαρντ), που μεσουρανούσε τότε στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Ήταν η εποχή που ο ρόλος του σκηνοθέτη αρχίζει να επιβάλλεται στα βεντετοκρατούμενα θέατρα της Ευρώπης. Στις αρχές του 1913, κλητεύεται λόγω Βαλκανικών Πολέμων, και επιστρέφει στην Ελλάδα να καταταγεί στο στρατό.
Όπως έγραψε ο Κωστής Μπαστιάς για την επιστροφή του Πολίτη:
Τον καιρό που γύρισε από τη Γερμανία ο Πολίτης, βρήκε το Θέατρο υποδουλωμένο στους εύκολους καρπούς του Γαλλικού βουλεβάρτου. Κατασκευαστές διαλόγων και όχι ποιητές είχαν καταλάβει το Θέατρο. Και τόσο είχαν κυριαρχήσει ώστε να χρησιμεύουν τα έργα τους για πρότυπα στην πλειάδα των δραματικών συγγραφέων μας και να κουβεντιάζονται σοβαρά από τους κριτικούς μας.[4]
Ενώ, η θεατρολόγος Δρ. Ελένη Γουλή παρατήρησε:
Από την αρχή της σταδιοδρομίας του, ως κριτικός, αρνήθηκε την ύπαρξη γνήσιας λογοτεχνίας και τέχνης στην Ελλάδα και στάθηκε αμείλικτος για την ελαφρότητα της θεατρικής πρακτικής του καιρού του. Στηλίτευσε τον μιμητισμό και την άκριτη μεταφορά των ευρωπαϊκών προτύπων στην ελληνική θεατρική και πνευματική ζωή και προέτρεψε την αναβάπτιση στις εθνικές πηγές, έχοντας βαθιά πίστη στη δύναμη της νεοελληνικής παράδοσης. Επηρέασε σημαντικά τη νεοελληνική κριτική του Μεσοπολέμου, εκπροσωπώντας έναν ασυμβίβαστο ιδεαλισμό.[5]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Φώτος Πολίτης ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1915 το κριτικό και δημοσιογραφικό του έργο στη βενιζελική εφημερίδα Νέα Ελλάς του Θαλή Κουτούπη με διευθυντή σύνταξης τον Θεόδωρο Συναδινό. Μετά την αποχώρηση του Συναδινού το καλοκαίρι του 1917, αναλαμβάνει και τη διεύθυνση σύνταξης έως το Δεκέμβριο του 1918[6] και παράλληλα συνεργάζεται και με την εφημερίδα Πρόοδος όπου ο Συναδινός έχει αναλάβει εκεί τη διεύθυνση σύνταξης. Στην πρώτη του ενυπόγραφη κριτική[7] σχολιάζει μία γερμανική μετάφραση αρχαίων θεατρικών κειμένων, όπου με ενδιαφέρον ανακαλύπτουμε ότι κατά την παραμονή του στη Γερμανία είχε παρακολουθήσει όλες τις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας που είχε σκηνοθετήσει ο πρωτοπόρος Αυστριακός σκηνοθέτης Max Reinhardt (Μαξ Ράινχαρντ). Πολύτιμη πληροφορία, διότι ενώ αναγνωρίζουμε την επιρροή του Reinhardt στην μετέπειτα σκηνοθετική εργασία του Πολίτη, λίγα στοιχεία υπάρχουν για τις επαφές τους στην περίοδο 1908-1912, που σπουδάζει ο Πολίτης.
Ακολουθούν συνεχώς νέες κριτικές, έως το τέλος του 1918. Από το τέλος του 1919, ξεκινάει συνεργασία με την αντιβενιζελική εφημερίδα Πολιτεία του Θεολόγου Νικολούδη.[8] Από την Πολιτεία αποχώρησε το Σεπτέμβριο του 1927 για να ενταχθεί στο επιτελείο του βενιζελικού Ελευθέρου Βήματος του Δημήτρη Λαμπράκη και δύο χρόνια αργότερα δέχθηκε την πρόταση του αρχισυντάκτη της αντιβενιζελικής Πρωΐας Κωνσταντίνου Παπαλεξάνδρου και ανέλαβε τη θεατρική κριτική έως τον πρόωρο θάνατό του. Ταυτοχρόνως συνεργάστηκε με το περιοδικό Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1927. Εκεί, συμμετέχει στον μικρό ιδεολογικό κύκλο του περιοδικού —Κωστής Μπαστιάς, Γιάννης Αποστολάκης (εξάδελφος του Πολίτη), Αλέξανδρος Δελμούζος, Κ. Θ. Δημαράς, Γ. Ν. Πολίτης (μεγαλύτερος αδελφός του Πολίτη)—, που υποστήριζαν τον Γερμανικό Ιδεαλισμό, τον "εθνισμό" αντί του άκρατου "εθνικισμού", και τον αντικομμουνισμό. Από το 1929 συνεργάστηκε με το περιοδικό Πειθαρχία του Γεράσιμου Λύχνου, όπου συνεργάζεται και ο Μπαστιάς, με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Αχιλλέα Κύρου, τον Πάνο Καραβία κ.ά.
Το 1918 συμμετέχει στη δημιουργία της Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου, από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, με διευθυντή τον Μιλτιάδη Λιδωρίκη. Είναι μέλος της κριτικής επιτροπής, με τον Λιδωρίκη, τον Παύλο Νιρβάνα και τον Σπύρο Μελά και καθηγητής στη Δραματική Σχολή της Εταιρείας. Αρχίζει την έμμετρη μετάφραση της τραγωδίας του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος, σε στρωτή δημοτική καθώς δεν υπήρχε άλλη δημοτική μετάφραση, και καλεί τον Αιμίλιο Βεάκη να ερμηνεύσει τον ομώνυμο ρόλο. Στις 20 Μαΐου 1919 δόθηκε η πρεμιέρα στα παλαιά Ολύμπια της οδού Ακαδημίας σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Η παράσταση υπήρξε σταθμός "για την αναβίωση του αρχαίου δράματος, όπου αποτυπώνεται η επίδραση των απόψεων του Max Reinhardt",[9] και καθιέρωσε τον Πολίτη ως σκηνοθέτη. Ο Μάριος Πλωρίτης έχει γράψει ότι ήταν "Η πρώτη σοβαρή αντιμετώπιση της ερμηνείας του αρχαίου δράματος" και η "οριστική καθιέρωση" του Βεάκη[10] και επιπλέον υπήρξε και εμπορική επιτυχία. Ο σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου Μήτσος Λυγίζος συμπλήρωσε για την προσφορά της "Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου", δίνοντάς μας μία εικόνα της κατάστασης του θεάτρου εκείνη την εποχή:
Ιδρύθηκε για να βάλει κάποιο φραγμό στις «κωμικές παρωδίες, στις ασεβείς βεβηλώσεις και στα μασκαρεύματα» του Σοφοκλή, του Σαίξπηρ και του Ίψεν απ' τα διάφορα θεατρικά συγκροτήματα της εποχής εκείνης".[11]
Ο Πολίτης σκηνοθέτησε άλλο ένα έργο, τον Επιθεωρητή του Νικολάι Γκόγκολ, πριν παραιτηθεί από την Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου τον Ιούλιο του 1919, λόγω διαφωνιών. Στο τέλος του ίδιου έτους διορίζεται τμηματάρχης στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Το 1924, εκδίδει το τρίτο θεατρικό του έργο, τη σάτιρα Καραγκιόζης ο Μέγας. Και το 1925, όταν με πρωτοβουλία του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ), δημιουργείται η Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου με πρόεδρο τον Θεόδωρο Συναδινό, ο Φώτος Πολίτης διορίζεται καθηγητής δραματολογίας και υποκριτικής. Από το 1927, η Σχολή αρχίζει παραστάσεις με σκηνοθέτη τον Πολίτη: Ο Βασιλικός του Αντώνη Μάτεση (1927), ο Έμπορος της Βενετίας του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1927), Γιάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν του Χένρικ Ίψεν (1928), Η θυσία του Αβραάμ (1929) κ.ά. Παράλληλα, δοκιμάζει και την πρώτη του παράσταση αρχαίου δράματος σε υπαίθριο χώρο, την Εκάβη του Ευριπίδη στο Παναθηναϊκό Στάδιο με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το θίασό της (1927), την πιο ονομαστή, όπως την αποκαλεί ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός.[12]
Το όραμα του υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Βενιζέλου (1928-1932) Γεωργίου Παπανδρέου (1930-1932), που ανέλαβε καθήκοντα στις 2 Ιανουαρίου 1930, για την δημιουργία ενός Εθνικού Θεάτρου, ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που εφήρμοσε τελικά ο αυστηρός και άμεμπτος θεμελιωτής του Φώτος Πολίτης. Ο Παπανδρέου ήθελε "να ανεγερθεί [σε εποχή οικονομικής κρίσης] ένα μεγαλοπρεπές νέο χειμερινό θέατρο στο βάθος της πλατείας Κλαυθμώνος, που να αντικρίζει το κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών μέσω της οδού Κοραή, και ένα θερινό, πιθανόν στο Πεδίον του Άρεως, ενώ το παλαιό Βασιλικό της οδού Αγίου Κωνσταντίνου θα μπορούσε να επισκευασθεί και να χρησιμοποιηθεί στο μεσοδιάστημα. Για σκηνοθέτη [...] προόριζε τον Σπύρο Μελά [...]. Στο θίασο θα έπρεπε να συμμετέχουν απαραιτήτως η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Αιμίλιος Βεάκης".[13]
Η πραγματοποίηση, όμως, του οράματος Παπανδρέου δεν ήταν εύκολη. Βέβαια, είχε τη γνώση και τη συμπαράσταση του Ιωάννη Γρυπάρη, που από το 1922 και την Επανάσταση, είχε τοποθετηθεί διευθυντής "Γραμμάτων και Τεχνών" του υπουργείου Παιδείας, με μόνη διακοπή την εποχή της δικτατορίας Παγκάλου, και είχε παλέψει χρόνια για να ετοιμάσει όλη τη μελέτη ιδρύσεως ενός κρατικού θεάτρου. Είχε και τη σύμφωνο γνώμη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, που είχε αντιληφθεί την επιθυμία του πνευματικού κόσμου και είχε υποστεί την επιμονή της συζύγου του Παπανδρέου και ιέρειας του Κόμματος Φιλελευθέρων Κυβέλης, που τον επισκέφτηκε για να τον πείσει.[14] Συνέταξε με τον Γρυπάρη το νόμο "Περί ιδρύσεως Εθνικού Θεάτρου" που δημοσιεύθηκε στις 5 Μαΐου 1930. Χρόνος ρεκόρ! Και προσλήφθηκαν ο Γρυπάρης, ως διευθυντής, ο Κωστής Μπαστιάς, ως γενικός γραμματέας, και ο Φώτος Πολίτης, ως σκηνοθέτης, αλλά όχι ακόμα ως πρώτος ή μοναδικός σκηνοθέτης, θέση που προοριζόταν για τον Σπύρο Μελά. Πρόεδρος του 15-μελούς Δ.Σ. έγινε ο ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Νικόλαος Λάσκαρης και στην Εκτελεστική Επιτροπή, εκτός από τον Γρυπάρη και τον Πολίτη, συμμετείχαν επίσης ο Παύλος Νιρβάνας, ο Θεόδωρος Συναδινός, και ο εκδότης της Πρωΐας Γεώργιος Πεσμαζόγλου.
Τα προβλήματα άρχισαν αμέσως. Ο υπουργός Οικονομικών αρνήθηκε να καταβάλει τους πόρους που υπολόγιζε ο Παπανδρέου και τα μεγαλεπήβολα κτιριακά σχέδια εγκαταλείφθηκαν. Ο Σπύρος Μελάς, διαβάζοντας το νόμο, συνειδητοποίησε ότι ο σκηνοθέτης δεν θα έχει όλες τις εξουσίες και αρνήθηκε να συνεργαστεί και οι δύο μεγάλες πρωταγωνίστριες, Κυβέλη και Κοτοπούλη, συμφώνησαν να μη συμμετέχουν. Η Κοτοπούλη, μάλιστα, δήλωσε σε συνέντευξη ότι "δεν νοείται συνεργασία και υποταγή σε ερασιτέχνες σκηνοθέτες",[15] προς μεγάλη απογοήτευση του Παπανδρέου, που είδε τη σύζυγό του να συμπλέει με την Κοτοπούλη. Οι θεατρικοί συγγραφείς, με επί κεφαλής τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, διαμαρτύρονταν στις εφημερίδες ότι δεν νοείται εθνικό θέατρο που το 70% του δραματολογίου να μην αποτελείται από ελληνικά έργα. Και οι μεγάλες εφημερίδες επιτέθηκαν στο νέο θέατρο και προσωπικά στον Φώτο Πολίτη.
Στα τέλη Δεκεμβρίου 1930, μετά την άρνηση του Μελά, προσλήφθηκε ως σκηνοθέτης ο Μίλτος Λιδωρίκης και τον Ιανουάριο του 1931, οι πρώτοι ηθοποιοί: Αιμίλιος Βεάκης, Ελένη Παπαδάκη, Γιώργος Γληνός, Σαπφώ Αλκαίου, Χρήστος Ευθυμίου, Μάνος Κατράκης κ.ά. Εκείνο τον μήνα ξέσπασε θύελλα στις εφημερίδες, με αποκορύφωση τα συντονισμένα άρθρα του βενιζελικού Ελευθέρου Βήματος του Δημήτρη Λαμπράκη και της αντιβενιζελικής Καθημερινής. Ο εκδότης της Καθημερινής Γεώργιος Α. Βλάχος, ο θρυλικός Γ.Α.Β., έγραψε δύο άρθρα-λίβελλους αποκαλώντας τα μέλη του συμβουλίου "γέροντες ή λιμοκοντόρους φίλους του υπoυργού Παιδείας", τον Γρυπάρη "μαλλιαρό" και τον Πολίτη "η άρνηση του παντός". Για τον Λιδωρίκη παρατήρησε ότι το σύνολο της σκηνοθετικής του σοφίας "περιορίζεται εις την μεταφοράν ενός καναπέ από το βάθος εις το προσκήνιον", ενώ δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι:
[...]το θέατρο έγινε για την κ. Κυβέλην [...] την ιέρειαν του κόμματος. [...] Το θέατρο δεν ανήκει ούτε εις τους προωδευμένους, ούτε εις τους αριστερούς, ούτε εις τους γλωσσοπλάστας, ούτε εις τους μαλλιαρούς, ούτε εις τους αποτελούντας την πνευματικήν και γλωσσικήν πρωτοπορείαν του τόπου. Ανήκει εις ημάς τους αστούς. Τους "Μπουρζουά".[16]
Ως αποτέλεσμα, περίπου τον Ιανουάριο 1931 ο Λιδωρίκης παραιτήθηκε, οι πρώτοι ηθοποιοί απολύθηκαν, η έναρξη λειτουργίας του θεάτρου αναβλήθηκε για το 1932, οι κατηγορίες για υψηλούς μισθούς γέμισαν τον τύπο, που βάφτισε το Εθνικό, ως "το θνησιγενές θέατρον του κ. Παπανδρέου" και η πρώτη προπαρασκευαστική περίοδος έληξε.
Η δεύτερη προπαρασκευαστική και ουσιαστική περίοδος άρχισε από το Φεβρουάριο 1931 έως τα εγκαίνια στις 19 Μαρτίου 1932. Μέσα σε αυτήν την περίοδο, το Δ.Σ. του Θεάτρου στέλνει τον Πολίτη στη Γερμανία και την Αυστρία τον Αύγουστο 1931, για μία τελευταία ενημέρωσή του, ειδικά στις παραστάσεις του Μαξ Ράινχαρντ, που ο Πολίτης παρακολουθεί όσες μπόρεσε. Στο ίδιο διάστημα υποβαθμίζονται οι εξουσίες του 15-μελούς Δ.Σ., που καταργείται στις 10 Φεβρουαρίου 1932, όταν διορίζεται νέο επταμελές. Τότε καταργείται και η Εκτελεστική Επιτροπή και δημιουργείται μία πενταμελής Καλλιτεχνική Επιτροπή με συμβουλευτικές μόνο αρμοδιότητες. Ήδη, από το Νοέμβριο του 1931, ο πρόεδρος του Δ.Σ. Νικόλαος Λάσκαρης είχε παραιτηθεί αισθανόμενος παραμερισμένος. Οι αποφάσεις παίρνονται από τον γενικό διευθυντή Ι. Γρυπάρη, τον σκηνοθέτη Φώτο Πολίτη, τον γενικό γραμματέα Κωστή Μπαστιά, που δίνει τη μάχη στις εφημερίδες κατά των κατηγόρων του θεάτρου και τον Παύλο Νιρβάνα, ενώ ο Θόδωρος Συναδινός, που διορίζεται αργότερα στην Καλλιτεχνική Επιτροπή, αποτελεί την εσωτερική αντιπολίτευση στους προηγούμενους, κατηγορώντας τους συχνά στον Παπανδρέου. Ο θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Μπόγρης αναφέρθηκε σε άρθρο του στην "κλίκα των δικτατορίσκων του Εθνικού",[17] ενώ ο πρώην αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη και διευθυντής του μαρξιστικού περιοδικού Πρωτοπόροι Πέτρος Πικρός επιτίθεται και αυτός στο Εθνικό. Ο Μπαστιάς απαντάει στον Πικρό με δύο άρθρα, "Το Εθνικό Θέατρο και η Μαρξική Θεωρία",[18] γράφοντας:
Είνε λάθος, φαίνεται, αλλά συνηθίσαμε να σεβόμαστε τους τεχνίτες, το ταλέντο, όπου κι' αν ανθή: είτε στα θερμοκήπια των πλουσίων, είτε στις καλύβες των πτωχών, και το σεβόμαστε και όταν λέγεται Γκαίτε και όταν λέγεται Γκόρκυ. Μας φτάνει να υπάρχη.
Στις 19 Μαρτίου 1932, Σάββατο βράδυ, δόθηκε η εναρκτήρια παράσταση του Εθνικού Θεάτρου με την τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων και τη μονόπρακτη κωμωδία του Ξενόπουλου Θείος Όνειρος. Οι Αθηναίοι, οι περισσότεροι με σμόκιν και οι κυρίες με βραδυνές τουαλέτες, είχαν πλημμυρίσει το θέατρο έως το τελευταίο κάθισμα — ένα θέατρο που ο Φώτος Πολίτης έβαλε τα θεμέλια δημιουργώντας μια νέα θεατρική παράδοση και προσθέτοντας στο ελληνικό θέατρο τον τρίτο παράγοντα μετά το συγγραφέα και τον ηθοποιό, το σκηνοθέτη. Έτσι μείωσε τη σημασία των πρωταγωνιστών, δημιουργώντας αρμονικά και πειθαρχημένα σύνολα, μακριά από τη προχειρότητα που επικρατούσε έως τότε. Αλλά, για να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, πέραν των γνώσεών του χρειάστηκε και εξοντωτική διδασκαλία. Και αφού ο Πολίτης απόφευγε να γράφει ή να μιλάει για τον εαυτό του, επιστρέφουμε στον Κωστή Μπαστιά που βρισκόταν δίπλα του και έγραψε:
Με τα κυνικά καύματα του Ιουλίου και του Αυγούστου, οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου έκαμναν τρεις δοκιμάς την ημέραν, ουδέ των Κυριακών εξαιρουμένων. Μίαν το πρωΐ 10-1, μίαν το απόγευμα 5-8 και μίαν την νύκτα 10-12½. Αν εις τας εννέα αυτάς ώρας προστεθούν και αι ώραι της ιδιαιτέρας μελέτης των έργων δια την καλλιτέραν των κατανόησιν και την αποστήθισιν των ρόλων, είνε εύκολον ν' αντιληφθή ο καθείς εις ποίον πραγματικόν μόχθον [υπεβλήθη τόσον ο σκηνοθέτης κ. Φ. Πολίτης] όσον και οι ηθοποιοί και υποβολείς του ιδρύματος.[19]
Σε 32 μήνες, από την εναρκτήρια παράσταση του Αγαμέμνονος έως τον πρόωρο θάνατό του τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου 1934, ο Φώτος Πολίτης ανέβασε τριάντα πέντε έργα των σημαντικότερων δημιουργών όπως οι Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Σαίξπηρ, Μολιέρος, Γκολντόνι, Σίλλερ, Μυσσέ, Ίψεν, Τσβάιχ, Σω, Ο'Νηλ, αλλά και Δ. Βυζάντιος, Γρ. Ξενόπουλος, Π. Χορν, Σπ. Μελάς, και Αλ. Λιδωρίκης εκπληρώνοντας τους παιδευτικούς σκοπούς του να φέρει το θεατή σε επαφή με τα αριστουργήματα της παγκόσμιας θεατρικής τέχνης, από τους αρχαίους τραγικούς έως τους σύγχρονους συγγραφείς, και να τον βοηθήσουν, μέσω της σκηνοθεσίας, να πλησιάσει την ουσία του κάθε έργου. Αυτή τη σκηνοθεσία του Πολίτη σχολιάζει ο Μπαστιάς παρατηρώντας:
Την ονόμασε μάλιστα [ο Πολίτης] εσωτερική σκηνοθεσία για να την ξεχωρίσει από την άλλη, την εξωτερική, την σκηνοθεσία που δεν φιλοδοξούσε να ξεπεράσει τα όρια ενός καλαίσθητου σαλονιού [...] και ο σκηνοθέτης μεταφράζει το έργο του ποιητή στην γλώσσα της σκηνής. Βρίσκει δηλαδή τον τρόπο ώστε να φέρει στην επιφάνεια το βαθύτερο νόημα του έργου, να φωτίσει καλύτερα τους χαρακτήρες κι' έτσι να φέρει όσο γίνεται σιμώτερα το θεατή προς το συγγραφέα. Τούτος είναι ο σκοπός του και για να φτάση σ' αυτόν γίνονται τα πάντα απλά στα χέρια του: ο ηθοποιός, ο σκηνογράφος, το ρούχο, ο μουσικός, ο χορευτής. Τα πάντα επιστρατεύονται για να υπηρετήσουν τον ποιητή και το έργο του.[20]
Και ο μεγάλος σκηνοθέτης και ηθοποιός Αλέξης Μινωτής, που τόλμησε να παίξει Άμλετ στο Λονδίνο με το "Βασιλικό Θέατρο της Ελλάδος" το 1939 και να συγκριθεί από τους Άγγλους κριτικούς ως εφάμιλλος με τα ιερά τέρατα του βρετανικού θεάτρου, όπως ο Άλεκ Γκίνες και ο Τζον Γκίλγκουντ, στον σημαντικότερο ρόλο του δραματολογίου τους, έγραψε ότι ο Φώτος Πολίτης έλεγε:
«Όταν η σκηνοθεσία είναι ορατή, παράσταση δεν υπάρχει». Εσωτερική σκηνοθεσία [είναι] το έργο της πνευματικής αγωγής, που εφάρμοζε για να διαμορφώση καλλιτεχνική συνείδηση και πόθο δημιουργίας στους ηθοποιούς [...]
Και ο Μινωτής συνεχίζει:
Με τον αξέχαστο συνάδελφο Βαγγέλη Μαμία καθόμαστε συχνά στην κουΐντα και παρακολουθούσαμε την πρόβα [του Φώτου Πολίτη] περιμένοντας τη σειρά μας.[...] [Ο Μαμίας] άκουγε τον Πολίτη να διδάσκει, να εξηγεί, να ερμηνεύει, άνοιγε διάπλατα τα τρεμάμενα πελώρια μάτια του, που δάκρυζαν με το παραμικρό, και μούλεγε ασθμαίνοντας: «Βρε μυστήριο! Όλα τα καταλαβαίνω! Εσύ; Τούτος παιδί μου, τα ξέρει του βάθους και του πλάτους! Και είδες πως σε μπάζει στο νόημα; Με το πρώτο! Και χωρίς να σου κάνει τον καμπόσο. Αυτός, αδελφέ μου, θα μας κάνει ανθρώπους!»[21]
Για τις δραματολογικές και σκηνοθετικές επιλογές, αλλά και για τη θεατρική κριτική του Πολίτη, ο πεζογράφος και επιφυλλιδογράφος Άγγελος Τερζάκης, που από το 1937 ανέλαβε πολλά αξιώματα στο Εθνικό (Βασιλικό) Θέατρο (γραμματέας, εισηγητής δραματολογίου, γενικός διευθυντής), παρατηρεί ότι είχε συγκεκριμένους σκοπούς:
Χτύπημα ανελέητο του βουλεβάρτου, που εξισώνει τη σκηνή με την πίστα ενός νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεων. Χτύπημα αδυσώπητο του βεντεττισμού, που μεταβάλλει το θέατρο σε στίβο ταπεινό για να ικανοποιούνται προσωπικές, ναρκισσικές ματαιοδοξίες. Χτύπημα των συγγραφέων που εξαγοράζονται, συνθηκολογούν, εμπορεύονται τα κατώτερα ένστικτα και γούστα του όχλου.[22]
Γι' αυτό η "κλίκα" του Εθνικού, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που τους απέδωσε ο Δημήτρης Μπόγρης (βλ. προηγούμενη ενότητα, "Ο Φώτος Πολίτης επιβάλλεται στο Εθνικό"), δηλαδή η ιδεολογική ομάδα των Γρυπάρη, Πολίτη, Μπαστιά, Νιρβάνα, κ.ά., πολέμησαν το βουλεβάρτο (Théâtre de boulevard)[23] και τον βεντετισμό των μεγάλων πρωταγωνιστριών και δέχτηκαν αμέτρητες επιθέσεις για τις δραματολογικές επιλογές τους.
Αρχές Οκτωβρίου 1932, ο Μπαστιάς θα παρουσιάσει στην Πρωΐα τη νέα σαιζόν του Εθνικού και το έργο του Φώτου Πολίτη, με την εναρκτήρια παράσταση στις 8 Οκτωβρίου 1932 της τραγωδίας του Σαίξπηρ, Ο έμπορος της Βενετίας:
...πόση μελάνη και πόσος χάρτης δεν κατηναλώθησαν δια να πολεμηθή και η ιδέα του Εθνικού Θεάτρου και η Διοίκησίς του. Ήλθεν όμως ο περασμένος Μάρτιος, ήλθεν η αλησμόνητος παράστασις του "Αγαμέμνονος", ο "Ιούλιος Καίσαρ", η "Βαβυλωνία" [...] Εκατό σχεδόν παραστάσεις, τας οποίας ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος της πρωτευούσης παρηκολούθησε με ενθουσιασμό [...] Όσοι παρηκολούθησαν την εμπνευσμένη σκηνοθετικήν εργασίαν του Φώτου Πολίτη, είνε εις θέσιν να γνωρίζουν καλά πόσος μόχθος και πόση ειλικρίνεια υπάρχει εις το έργον του Εθνικού Θεάτρου. [...] Διά να κατανοηθή αυτό αρκεί να προσέξη κανείς τον τρόπον της εργασίας που ηκολουθείτο μέχρι σήμερον. Η πρόχειρος αναβίβασις των έργων, η έλλειψις σκηνοθέτου ικανού να συλλάβη την πνευματικήν ουσίαν των μεγάλων έργων, η ταχύτης με την οποίαν ανεβιβάζοντο, σπανιώτατα επέτρεπαν εις τον ηθοποιόν να φύγει από τον εαυτό του και να εισέλθη εις τον ρόλον, να μπη εις το πετσί του προσώπου που υπεδύετο. [...] Με άλλους λόγους, αντί να προέχει ο θεατρικός τύπος προείχεν ο ηθοποιός. Ιδού η πηγή, η αφορμή του καθεστώτος των πρωταγωνιστών, ο βεντετισμός. Εναντίον όμως της μακράς αυτής τακτικής, του αντιθεατρικού αυτού συστήματος έχει εκστρατεύσει ο κ. Φ. Πολίτης.[24]
Με την παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου στις 26 Μαΐου 1932, το Εθνικό Θέατρο χάνει τον ιδρυτή-υπουργό του Γεώργιο Παπανδρέου, δύο μήνες και μία εβδομάδα μετά την έναρξη των παραστάσεων. Όταν, δέκα μέρες αργότερα, ο Βενιζέλος σχηματίζει νέα κυβέρνηση, ο Παπανδρέου δεν μετέχει πλέον του νέου σχήματος. Η κυβέρνηση θα παραμείνει έως τις 4 Νοεμβρίου 1932 και θα παραιτηθεί οδηγώντας στην εξουσία τον Παναγή Τσαλδάρη. Ήταν η τελευταία πρωθυπουργία του Ελευθέριου Βενιζέλου, πριν από το θάνατό του το 1936.
Σχεδόν δέκα μέρες μετά την αποχώρηση του Βενιζέλου από την πολιτική σκηνή, στις 13 Νοεμβρίου 1932, ξεκίνησε από την μεταξική εφημερίδα Πολιτεία του Θεολόγου Νικολούδη, που εκείνη την εποχή υποστήριζε τον Γεώργιο Καφαντάρη, η πιο οργανωμένη και ισχυρή επίθεση κατά του Φώτου Πολίτη και του Εθνικού Θεάτρου, σε όλη την εποχή Πολίτη, με τον απειλητικό τίτλο, "Μεγάλη έρευνα της «Πολιτείας». Το Εθνικό Θέατρο εκπληρεί τον προορισμό του;". Επί κεφαλής της καμπάνιας ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, όπου στην εναρκτήρια συνέντευξή του[25] κατηγορεί το Εθνικό ότι παρέκκλινε από τις αρχικές κατευθύνσεις, φυσικά τις δικές του, στρέφεται εναντίον του Φώτου Πολίτη και προτείνει ως μόνη λύση την επαναφορά του Σπύρου Μελά και των πρωταγωνιστριών Κυβέλη και Κοτοπούλη — την είσοδο δηλαδή του βεντετισμού σε ένα θέατρο που ακριβώς αυτό προσπαθούσε να καταπολεμήσει. Το μόνο που αναγκάστηκε να παραδεχθεί ήταν τη λαϊκή συρροή στις παραστάσεις από την πλατεία έως το υπερώο.
Ακολουθεί η Μαρίκα Κοτοπούλη, όπου ισχυρίζεται ότι ο Πολίτης εξευτελίζει τον Σαίξπηρ, μιλάει για τον νεοπλουτικό φόρτο των σκηνικών του Κλώνη και καταλήγει: "Αν εξακολουθήση να παραμένη ρεζισέρ, σίγουρα σε έξι μήνες θα το κλείσει το θέατρο [...] Να φύγη ο κ. Πολίτης".[26] Η Κυβέλη θα χαρακτηρίσει την εργασία του Πολίτη, ότι της "λείπει η πνοή".[27] Ο Σπύρος Μελάς, που προόριζε ο Παπανδρέου για σκηνοθέτη αντί του Πολίτη, είπε: "Εις το Εθνικόν δεν έχω πατήσει ακόμη. Απέφυγα να πάω από λεπτότητα".[28] Ενώ, ούτε ο πρόεδρος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων και Διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου Θεόδωρος Συναδινός είχε πάει ακόμη στο Εθνικό: "Δυστυχώς δεν παρακολούθησα καμμίαν από τας παραστάσεις".[29] Αλλά, και ο πρώην πρόεδρος του Εθνικού Νικόλαος Λάσκαρης βεβαιώνει σε τρεις συνεχόμενες συνεντεύξεις, πως δεν παρευρέθηκε σε καμιάν παράσταση και αυτός, επιτίθεται στη διοίκηση και την οργάνωση, αποκαλεί τον Πολίτη "...μισέλλην", λόγω διεθνούς δραματολογίου, και για τον μόνο που έχει καλή κουβέντα να πει είναι για τον Μπαστιά.[30] Και ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Θέμος Αθανασιάδης-Νόβας, θεατρικός κριτικός της Πολιτείας, που το 1927 είχε διαδεχτεί τον Πολίτη στη θέση του, όταν ο τελευταίος μετακόμισε στο Ελεύθερον Βήμα, ήταν δηλωμένος εχθρός του Εθνικού, όπως ήταν εμφανές στη συνέντευξή του,[31] καθώς και ο δεύτερος θεατρικός κριτικός της Πολιτείας Τάκης Μπαρλάς, που συνδεόταν με τον Γεώργιο Παπανδρέου και έχοντας οργανώσει την όλη σειρά, είχε πάρει και τις συνεντεύξεις.
Ως ομοβροντία εμφανίστηκαν τότε τα άρθρα του Γρηγορίου Ξενόπουλου, "Η εκστρατεία εναντίον του Εθνικού Θεάτρου" στην Νέα Εστία και του Σπύρου Μελά, "Δικαιοσύνη" στο Ελεύθερον Βήμα, στηρίζοντας το Εθνικό Θέατρο και τον Φώτο Πολίτη στον αγώνα τους. Ο Ξενόπουλος μίλησε για τους εχθρούς του Εθνικού, που:
–για προσωπικούς λόγους οι περισσότεροι– επιστρατεύθηκαν για να πουν τη γνώμη τους, δηλαδή να χύσουν τη χολή τους. [...] Ένα χρονογράφημα του κ. Σπύρου Μελά [...] βάζει τα πράγματα στη θέση τους. [...] Μόνο που από μέρους του κ. Μελά η υπεράσπιση αυτή έχει μεγαλύτερη σημασία, γιατί προέρχεται από έναν που δεν συνδέεται με το Εθνικό Θέατρο [...]. Απεναντίας πολλοί νομίζουν και πως το εχθρεύεται. [...] Κι' ιδού τα κυριώτερα μέρη απ' αυτό το χρονογράφημα: «Οι άνθρωποι που ανέλαβαν τη διοίκησι και την καλλιτεχνική διεύθυνσι του Εθνικού Θεάτρου είναι πρόσωπα μ' αναμφισβήτητη αξία και αρμοδιότητα. [...] Το δραματολόγιό τους τιμά το θέατρο. Έπαιξαν έργα ως επί το πλείστον κλασικά, και από τα πιο δύσκολα. [...] Προτιμώ τα λάθη ενός που υπερασπίζεται ιδέα –όπως ο κ. Πολίτης– από την οχλαγωγία των αχαλινώτων φιλοδοξιών και των συμφερόντων. Καθαρές κουβέντες.» Αυτά έγραψε ο κ. Μελάς.[32]
Η μονόπλευρη και "αχαρακτήριστη", όπως την αποκάλεσε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, εκστρατεία της Πολιτείας εναντίον του Εθνικού Θεάτρου και του σκηνοθέτη του Φώτου Πολίτη ανησύχησε τον εκδότη της Θεολόγο Νικολούδη και τον ανάγκασε να ζητήσει από τον Μπαρλά να συμπεριλάβει στην έρευνα και υποστηρικτές του Εθνικού, για να μην κατηγορηθεί η εφημερίδα ότι δημιούργησε "ατμόσφαιρα μνησικακίας" διοχετεύοντας τις κακολογίες των δυσαρεστημένων, όπως έγραψε ο Μελάς στο Ελεύθερον Βήμα, αποστασιοποιούμενος πλέον από τον κύκλο της Πολιτείας. Πιθανόν η σημαντικότερη απάντηση στην Πολιτεία ήταν του εκδότη της Εστίας και γενικού γραμματέως του Δ.Σ. του θεάτρου Αχιλλέως Κύρου, που στην ίδια την Πολιτεία έγραψε δίνοντας μία νηφάλια ιστορική αναδρομή, χωρίς να θίξει τις μεγάλες πρωταγωνίστριες:
Το σοβαρόν θέατρον είχε εκλείψει από τας Αθήνας [πριν από την ίδρυσιν του Εθνικού]. Οι ειδικοί το είχαν κηρύξει ως οριστικώς καταδικασθέν εις θάνατον από την επιθεώρησιν και τον κινηματογράφον. Άθλια θεάματα, του είδους των λεγομένων "ελαφρών", προσφέροντο ως μόνη θεατρική απόλαυσις εις τους Αθηναίους ενώ οι καλοί μας ηθοποιοί –άξιοι κατά την πεποίθησίν μου ν' αναμετρηθούν με τους καλύτερους ηθοποιούς του κόσμου– εσύροντο με πρόχειρα μπουλούκια από της μιας πολίχνης της επαρχίας εις την άλλην. Και σήμερα... Σήμερα το σοβαρόν θέατρον εργάζεται εις τας Αθήνας καλύτερα από την επιθεώρησιν. Οι ηθοποιοί ανέκτησαν την εμπιστοσύνην προς τον εαυτό των. Το Αθηναϊκόν κοινόν απέδειξε την αγάπη του προς το σοβαρό θέαμα. Και υπάρχει το Εθνικόν, προς το οποίον όλος ο κόσμος εκδηλώνει με κάθε δυνατόν τρόπον την αγάπη του, υπάρχει ο λαμπρός θίασος της κ. Μαρίκας (Κοτοπούλη) και της κ. Κυβέλης, υπάρχουν και άλλοι αξιόλογοι σοβαροί θίασοι. Όλη αυτή η αναγέννησις του Ελληνικού θεάτρου, οφείλεται εις το Εθνικόν.[33]
Η έρευνα της Πολιτείας για το Εθνικό κράτησε τρεις εβδομάδες, και ο σάλος που προξένησε μάλλον δικαίωσε το κρατικό θέατρο στην κοινή γνώμη παρά το έβλαψε, όπως ήταν η αρχική πρόθεση της εφημερίδας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, με την πολιτική όσφρηση που τον χαρακτήριζε, ζήτησε από τον Θ. Νικολούδη να κλείσει ο ίδιος τη σειρά επανεμφανιζόμενος με την τελευταία συνέντευξη, και κάνοντας στροφή δήλωσε για το Εθνικό Θέατρο ότι "Έχει επιτύχει" και "Η επιτυχία του μάλιστα υπερέβη τας κοινάς προσδοκίας".[34] Οι Γρυπάρης, Πολίτης και ο λαλίστατος Μπαστιάς δεν θεώρησαν απαραίτητο ούτε καν να απαντήσουν.
Το έργο του Φώτου Πολίτη ήταν όντως πολύ μεγάλο, παρά τον πρόωρο θάνατό του. Επέβαλε ένα θεατρικό επίπεδο πολύ ανώτερο εκείνου που βρήκε όταν άρχισε να σκηνοθετεί. Πολέμησε την προχειρότητα που επικρατούσε, το ελεεινό δραματολόγιο βασισμένο στο γαλλικό βουλεβάρτο, τον βεντετισμό των πρωταγωνιστών. Υποστήριξε την επικράτηση της δημοτικής, την πιστή απόδοση του κειμένου, την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, της οποίας είχε βαθιά γνώση, την επικράτηση του σκηνοθέτη, ως του απόλυτου αρχηγού του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι, που ερμηνεύει τον συγγραφέα και με την μπαγκέτα του διευθύνει τους ηθοποιούς, σκηνογράφους, ενδυματολόγους, μουσικούς, χορογράφους, για να επιφέρει το ποθητό αποτέλεσμα. Όπως παρατηρεί η καθηγήτρια Κατερίνα Αρβανίτη:[35]
Ο Πολίτης υπήρξε σημαντικότατος σκηνοθέτης με τον οποίο η τραγωδία αναγνωρίστηκε ως είδος θεατρικό που διαφέρει. Υπήρξε επίσης θεμελιωτής της παράδοσης του Εθνικού Θεάτρου.
Η θεμελίωση μιας θεατρικής παράδοσης, όπως αυτής του Εθνικού Θεάτρου, δεν είναι απλό γεγονός. Συνήθως χρειάζεται πολυετή προσπάθεια. Τώρα γίνεται κατανοητή η εμμονή του Πολίτη σε εκατοντάδες εξαντλητικές πρόβες.[36] Η διδασκαλία της εκφοράς του λόγου, του ρυθμού της παράστασης, της κίνησης του Χορού, όπου κάθε στάση και κάθε κίνηση είναι σχολαστικά καταγραμμένη με σχέδια και σχεδιαγράμματα από τον Πολίτη, όπως έκανε και ο Μαξ Ράινχαρντ, οι λεπτομερείς οδηγίες στους ηθοποιούς των ήχων της παράστασης συνδυαζόμενοι με τη μουσική, στον σκηνογράφο για το πνεύμα των σκηνικών, που ο εξαίρετος καλλιτέχνης Κλεόβουλος Κλώνης, γνώστης και αυτός της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας της εποχής, ερμήνευε με τους εξπρεσιονιστικούς αρχιτεκτονικούς όγκους του και τις σκάλες του Jessner,[37] στους μοντερνιστές ζωγράφους, όπως ο Σπύρος Παπαλουκάς και ο Φώτης Κόντογλου, που χρησιμοποίησε για να διακοσμίσουν τα σκηνικά, στους τεχνικούς σκηνής για τον φωτισμό και άλλα εφέ — όλα μαζί δημιουργούν το πολύπλοκο παζλ, που μελετάται σήμερα για να κατανοήσουμε πως εργάζεται ένας σπουδαίος σκηνοθέτης και τι γνώσεις θα έπρεπε να έχει.
Την παράδοση του δημιούργησε ο Φώτος Πολίτης στο Εθνικό Θέατρο, συνέχισαν μετά τον θάνατό του το 1934 ο Κωστής Μπαστιάς και ο Δημήτρης Ροντήρης. Ο μεν Μπαστιάς, από γενικός γραμματέας του Θεάτρου, έγινε το επόμενο έτος Εισηγητής Δραματολογίου, ένας νέος θεσμός, και συνέταξε μία εισηγητική έκθεση και ένα σχέδιο δραματολογίου 68 σελίδων, που αποτέλεσε για το Εθνικό Θέατρο έναν βασικό οδηγό τόσο των θεωρητικών αρχών του, όσο και των συγκεκριμένων έργων του. Ο θεατρικός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραψε για την έκθεση αυτή:
Ένα σημαντικότατο κείμενο για τα θεατρικά μας πράγματα, που θεμελιώνει ότι ο φυσικός χώρος της αρχαίας τραγωδίας είναι το ύπαιθρο, καθώς επίσης και ως μία θεατρική άποψη σχεδόν πρωτοποριακή, της οποίας τους καρπούς σήμερα γευόμαστε.[38]
Ο δε Δημήτρης Ροντήρης, που σπούδαζε στο Reinhardt Seminar και είχε εργαστεί και ως βοηθός του Reinhardt, ιδρυτή του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, είχε κληθεί από το Δ.Σ. του Εθνικού να επιστρέψει στην Ελλάδα ως βοηθός του Πολίτη. Διαδέχθηκε τον Πολίτη ως πρώτος σκηνοθέτης του Εθνικού, και μετά τον πόλεμο έγινε και γενικός διευθυντής, συνεχίζοντας την παράδοση του Εθνικού, εμπλουτίζοντάς την και προσθέτοντας, μαζί με τον Μπαστιά, την άποψη ότι οι τραγωδίες των αρχαίων ποιητών ανεβάζονται μόνον στα υπαίθρια αρχαία θέατρα και όχι στα αναγεννησιακά κλειστά θέατρα, κάτι που ο Φώτος Πολίτης δεν είχε υιοθετήσει. Η παράδοση του Εθνικού θέριεψε στην υπόλοιπη δεκαετία του '30, με τον Μπαστιά γενικό διευθυντή, με εξουσίες που ποτέ έως τότε δεν είχε αποκτήσει κανείς άλλος διευθυντής και τον Ροντήρη με την αυστηρή και εξαντλητική διδασκαλία του και την μοναδική σκηνοθετική του έμπνευση να φθάσουν το Θέατρο και το καλλιτεχνικό προσωπικό σε ύψη που πιθανόν να μην ξαναείδαν έκτοτε.
Στην τουρνέ της Αγγλίας το 1939 με Ηλέκτρα και Άμλετ, ο κριτικός Richard Prentis σύστησε στο Συμβούλιο του υπό ίδρυση Βρετανικού Εθνικού Θεάτρου, ότι θα ωφεληθεί αν μελετήσει τι έπραξε το Ελληνικό Εθνικό (Βασιλικό) Θέατρο στο σύντομο χρόνο της ύπαρξής του,[39] ενώ άλλοι κριτικοί το τοποθέτησαν στο ίδιο επίπεδο με τα σημαντικότερα θέατρα της εποχής, όπως η Κομεντί Φρανσαίζ και το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Post mortem δικαίωση του Φώτου Πολίτη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.