From Wikipedia, the free encyclopedia
Φιλοσοφία της γλώσσας ονομάζεται η λογική διερεύνηση της φύσης, των απαρχών και της χρήσης της γλώσσας. Ως θέμα, η φιλοσοφία της γλώσσας για τους αναλυτικούς φιλοσόφους ασχολείται με τέσσερα θεμελιώδη προβλήματα: τη φύση της σημασίας, τη χρήση της γλώσσας, τη γνώση της γλώσσας (language cognition), και τη σχέση μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας. Αντίθετα, οι Ηπειρωτικοί φιλόσοφοι, τείνουν να μη θεωρούν τη φιλοσοφία της γλώσσας ως ξεχωριστό αντικείμενο αλλά ως μέρος της λογικής, της ιστορίας ή της πολιτικής. (Δείτε και την ενότητα "Γλώσσα και Ηπειρωτική Φιλοσοφία" παρακάτω.)
Αρχικά οι φιλόσοφοι της γλώσσας διερευνούν τη φύση της σημασίας και προσπαθούν να εξηγήσουν τι σημαίνει να "σημαίνει" κάτι. Θέματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η φύση της συνωνυμίας, η προέλευση της ίδιας της σημασίας, και πώς μπορεί κάθε σημασία τελικά να γίνει γνωστή. Οι αναλυτικοί φιλόσοφοι της γλώσσας δείχνουν επίσης ειδικό ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο μια πρόταση συντίθεται σε κάτι που συνολικά έχει μια σημασία, μέσω των σημασιών των τμημάτων της.
Στη συνέχεια, προσπαθούν να καταλάβουν τι κάνουν οι ομιλητές και οι ακροατές με τη γλώσσα κατά την επικοινωνία, και πώς αυτή χρησιμοποιείται σε κοινωνικό επίπεδο. Ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα θέματα της εκμάθησης της γλώσσας, της δημιουργίας της γλώσσας, και των δράσεων ομιλίας (speech acts).
Τρίτον, ερευνάται η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη, τόσο του ομιλητή όσο και του διερμηνέα. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί σε αυτή βασίζεται η επιτυχής μετάφραση των λέξεων σε άλλες λέξεις.
Τέλος, ερευνούν πώς η γλώσσα και η σημασία σχετίζονται με την αλήθεια και τον κόσμο. Οι φιλόσοφοι τείνουν να ασχολούνται λιγότερο με το ερώτημα ποιες προτάσεις είναι πραγματικά αληθείς και περισσότερο με το τι είδους σημασίες μπορούν να είναι αληθείς ή ψευδείς. Ένας φιλόσοφος της γλώσσας που ασχολείται με την αλήθεια, αντί να ασχολείται με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται οι προτάσεις, μπορεί να ρωτά αν μια πρόταση χωρίς νόημα μπορεί να είναι αληθής ή όχι, ή αν οι προτάσεις μπορούν να εκφράζουν ιδιότητες πραγμάτων που δεν υπάρχουν.
Υπάρχουν γλωσσολογικές υποθέσεις (linguistic speculation) για την Ινδία από τη βεδική περίοδο (περίπου το 1500 π.Χ.) με τη θεοποίηση του vāk, του "λόγου". Στη Δύση η έρευνα πάνω στη γλώσσα εμφανίζεται από τον 5ο αιώνα π.Χ. με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους Στωικούς.[1] Και στην Ινδία και στην Ελλάδα, οι γλωσσολογικές υποθέσεις εμφανίζονται πριν τις γραμματικές παραδόσεις της συστηματικής περιγραφής της γλώσσας, που ανάγονται στον 7ο αιώνα π.Χ. στην Ινδία (βλ. Yaska), και στον 3ο αιώνα π.Χ. στην Ελλάδα (βλ. Ριανός).
Στον διάλογο Κρατύλος ο Πλάτωνας ασχολήθηκε με την ερώτηση αν τα ονόματα των πραγμάτων ορίζονται από σύμβαση ή από τη φύση. Άσκησε κριτική στις συμβάσεις (conventionalism) γιατί οδηγούσε στο περίεργο αποτέλεσμα ότι σε όλα τα πράγματα μπορούσε να αποδοθεί ένα όνομα από σύμβαση. Επομένως δεν μπορούν να χειριστούν την ορθή ή λανθασμένη εφαρμογή ενός ονόματος. Ισχυρίστηκε ότι υπάρχει μια φυσική ορθότητα στα ονόματα, δείχνοντας ότι οι σύνθετες λέξεις και φράσεις έχουν ένα εύρος ορθότητας. Υποστήριξε επίσης ότι τα πρωτογενή ονόματα έχουν μια φυσική ορθότητα, γιατί κάθε φώνημα εκφράζει μια βασική ιδέα ή ένα συναίσθημα. Για παράδειγμα κατά τον Πλάτωνα το γράμμα λ και ο ήχος τους αναπαριστούσαν την ιδέα "μαλακό". Μέχρι όμως το τέλος του "Κρατύλου" είχε παραδεχτεί ότι συνεισφέρουν κάποιες κοινωνικές συμβάσεις και ότι η ιδέα των φωνημάτων που έχουν ξεχωριστές σημασίες έχει κάποια λάθη.[2]
Ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με θέματα λογικής, κατηγοριών, καθώς και με τη δημιουργία της σημασίας. Χώρισε όλα τα πράγματα σε κατηγορίες με βάση το είδος (species) και το γένος (genus). Πίστευε ότι η σημασία ενός κατηγορήματος οριζόταν από μια αφαίρεση των ομοιοτήτων μεταξύ διαφορετικών πραγμάτων. Αυτή η θεωρία αργότερα αποκλήθηκε νομιναλισμός.[3] Επειδή όμως ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι αυτές οι ομοιότητες αποτελούνταν από μια πραγματική ομοιότητα της φόρμας, συχνά θεωρείται οπαδός του "μετριοπαθούς ρεαλισμού" ("moderate realism").
Οι Στωικοί φιλόσοφοι προσέφεραν πολλά στην ανάλυση της γραμματικής, διακρίνοντας ανάμεσα σε πέντε είδη του λόγου: τα ουσιαστικά, τα ρήματα, τα ονομαστικά (ονόματα ή επίθετα), τους συνδέσμους και τα άρθρα. Ανέπτυξαν επίσης μια θεωρία για το λεκτόν αντιστοιχιζόμενη με κάθε σημείο της γλώσσας, και διαφέρει από το σημείο και από τον κόσμο στον οποίο αναφέρεται. Αυτό το λεκτόν ήταν η σημασία (ή η αντίληψη, αγγλ. sense) κάθε όρου. Το λεκτόν μιας πρότασης είναι αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε τυπικά πρόταση (proposition). Οι τυπικές προτάσεις θεωρούνταν ότι μετέφεραν την αλήθεια (δηλ. μπορούσαν να είναι αληθείς ή ψευδείς) ενώ οι απλές προτάσεις μετέφεραν απλώς τις εκφράσεις. Διαφορετικά λεκτά μπορούσαν να εκφράσουν άλλα πράγματα εκτός προτάσεων, όπως εντολές, ερωτήσεις και επιφωνήματα.[4]
Η κανονική φιλοσοφία της γλωσσολογίας κατάγεται από την πρώιμη μεσαιωνική Ινδική φιλοσοφία (περίπου μεταξύ του 5ου και του 10ου αιώνα) και το διάλογο μεταξύ των διάφορων σχολών σκέψης αυτής. Η "υλιστική" σχολή Mimamsa των Kumārila Bhaṭṭa και Prabhākara έτεινε προς τις συμβάσεις, υποστηρίζοντας ότι η γλωσσική συμπεριφορά και η σημασία διέφεραν. Η ολιστική (sphoṭa) σχολή των "γραμματικών", των Bhartṛhari και Maṇḍana Miśra υποστήριζε ότι η φωνητική διατύπωση και η σημασία ήταν αδιαίρετες και τελικά ταυτίζονταν με το Μπράχμαν (śabda-tattva-brahman), με τον Vācaspati Miśra και τη μεταγενέστερη σχολή Navya-Nyāya.
Οι φιλόσοφοι του μεσαίωνα ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τα λεπτά νοήματα της γλώσσας και της χρήσης της. Για πολλούς Σχολαστικούς, αυτό οφειλόταν στην ανάγκη μετάφρασης ελληνικών κειμένων στα λατινικά. Υπήρξαν αρκετοί σημαντικοί φιλόσοφοι της γλώσσας στην περίοδο του μεσαίων. Σύμφωνα με τον Peter J. King, ο Peter Abelard υπήρξε πρόδρομος των σύγχρονων ιδεών σημασία και σημαινόμενο (sense and reference), η άποψη αυτή όμως έχει αμφισβητηθεί.[5] Επίσης, το Summa Logicae του Γουλιέλμου του Όκαμ ήταν μια από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες να κωδικοποιηθεί μια νοητική γλώσσα.[6]
Οι σχολαστικοί της υψηλής μεσαιωνικής περιόδου, όπως ο Όκαμ και ο John Duns Scotus, θεωρούσαν τη λογική σαν μια scientia sermocinalis (επιστήμη της γλώσσας). Το αποτέλεσμα των ερευνών τους ήταν η ανάπτυξη γλωσσολογικο-φιλοσοφικών εννοιών, η πολυπλοκότητα και η σημασία των οποίων μόλις πρόσφατα αναγνωρίστηκε. Οι φιλόσοφοι του μεσαίωνα ασχολήθηκαν με αρκετά από τα πιο ενδιαφέροντα προβλήματα της σύγχρονης φιλοσοφίας της γλώσσας. Τα φαινόμενα του απροσδιόριστου νοήματος (vagueness) και του διφορούμενου νοήματος (ambiguity) αναλύθηκαν σε μεγάλο βαθμό, και αυτό οδήγησε σε ένα αυξημένο ενδιαφέρον για προβλήματα που είχαν σχέση με συγκατηγορηματικές λέξεις όπως το και, το ή, το μη, το εάν και το κάθε. Αναπτύχθηκε επίσης αρκετά η μελέτη των κατηγορηματικών λέξεων (ή όρων) και των ιδιοτήτων τους.[7] Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα της έρευνας των σχολαστικών σε αυτό το πεδίο ήταν η θεωρία του suppositio.[8] Το suppositio ενός όρου είναι η ερμηνεία που δίνεται σε αυτόν σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον (συμφραζόμενα). Μπορεί να είναι δόκιμο (proper) ή αδόκιμο (improper, π.χ. όταν χρησιμοποιείται στη μεταφορά, στη μετωνυμία και σε άλλες εκφράσεις του λόγου). Ένα δόκιμο suppositio, μπορεί να είναι τυπικό (formal) ή υλικό (material) ανάλογα με το αν αναφέρεται στο συνηθισμένο μη-γλωσσικό του αναφερόμενο (όπως στην πρόταση "ο Κάρολος είναι άνθρωπος"), ή στον εαυτό του ως γλωσσική οντότητα (όπως στην πρόταση "το Κάρολος έχει εφτά γράμματα"). Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι ο πρόδρομος της σύγχρονης διάκρισης μεταξύ χρήσης και αναφοράς (use-mention), και μεταξύ της γλώσσας και της μεταγλώσσας.[8]
Μεταξύ του 11ου και του 13ου αιώνα υπήρξε μια παράδοση που ονομάστηκε υποθετική γραμματική (speculative grammar). Ανάμεσα στους φιλοσόφους της βρίσκονται ο Martin of Dace και ο Thomas of Erfurth.
Οι γλωσσολόγοι της Αναγέννησης και του Μπαρόκ όπως ο Johannes Goropius Becanus, ο Athanasius Kircher και ο John Wilkins, είχαν γοητευθεί από την ιδέα μιας φιλοσοφικής γλώσσας που να εξουδετερώνει την ασυνεννοησία των γλωσσών, λόγω της ανακάλυψης των Κινεζικών χαρακτήρων και των Αιγυπτιακών ιερογλυφικών (έργο Hieroglyphica). Αυτή η σκέψη μπορεί να συγκριθεί με την ιδέα της ύπαρξης μιας παγκόσμιας γλώσσας της μουσικής, μια θεωρία που έχει αποδειχτεί εσφαλμένη.
Οι ηπειρωτικοί φιλόσοφοι άρχισαν να απορροφούν την Ινδική γλωσσολογική παράδοση μόλις από τα μέσα του 18ου αιώνα, αρχικά με τον Jean François Pons και τον Henry Thomas Colebrooke (editio princeps του Varadarāja, ενός γραμματικού Σανσκριτικών του 17ου αιώνα, από το 1849).
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Δανός φιλόσοφος Søren Kierkegaard υποστήριξε ότι η γλώσσα θα έπρεπε να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη Δυτική φιλοσοφία. Θεωρούσε ότι η φιλοσοφία δεν είχε εστιάσει αρκετά στο γνωσιακό ρόλο που παίζει η γλώσσα και ότι η μεταγενέστερη φιλοσοφία θα έπρεπε να ασχολείται συνειδητά με τη γλώσσα.[9]
Επομένως, η γλώσσα άρχισε να έχει έναν κεντρικό ρόλο στη Δυτική φιλοσοφία των τελών του 19ου αιώνα, ειδικά με το Port Royal στη Γαλλία, στον αγγλόφωνο κόσμο και σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Το βασικό έργο ήταν το Cours de linguistique générale, του Ferdinand de Saussure, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1916.
Η φιλοσοφία της γλώσσας έγινε τότε τόσο διαδεδομένη, που στους κύκλους της αναλυτικής φιλοσοφίας, ολόκληρη η φιλοσοφία εμφανιζόταν σαν κάτι που αφορούσε τη φιλοσοφία της γλώσσας. Τον 20ο αιώνα, η "γλώσσα" έγινε ακόμα πιο κεντρικό θέμα ανάμεσα σε πολλά και διαφορετικά παρακλάδια της φιλοσοφίας. Η φράση "η γλωσσολογική στροφή" ("the linguistic turn") χρησιμοποιήθηκε για να περιγραφεί η έμφαση που έδιναν στη γλώσσα οι φιλόσοφοι της εποχής.[10]
Είναι γνωστό ότι υπάρχουν διαφορετικά μέρη του λόγου. Ένα μέρος μιας συνηθισμένης πρότασης είναι η λεκτική μονάδα (lexical unit), η οποία αποτελείται από ουσιαστικά, ρήματα και επίθετα. Ένα σημαντικό ερώτημα του πεδίου - ίσως το σημαντικότερο για όσους σκέφτονται τυπικά ή στρουκτουραλιστικά - είναι, "Πώς η σημασία μιας πρότασης αναδύεται από τα μέρη της;"
Πολλές όψεις του προβλήματος της σύνθεσης στις προτάσεις λύνονται από το γλωσσολογικό πεδίο της σύνταξης. Η φιλοσοφική σημασιολογία τείνει να εστιάζεται στην αρχή της συνθετικότητας (principle of compositionality) για να εξηγήσει τις σχέσεις μεταξύ μερών με σημασία και ολόκληρων προτάσεων, Η αρχή αυτή υποστηρίζει ότι μια πρόταση μπορεί να γίνει κατανοητή με βάση τα μέρη της (δηλ., λέξεις, μορφήματα) και τη δομή της (δηλ., σύνταξη, λογική).[11]
Μια άποψη, από τον επιστήμονα της λογικής Άλφρεντ Τάρσκι, εξηγεί τα λεκτικά μέρη μιας πρότασης λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες ικανοποίησής τους. Αυτό γενικά σημαίνει ότι λαμβάνεται η έκταση (extension) της λέξης - δηλαδή τα αντικείμενα που ορίζονται από μια συγκεκριμένη σημασία.[12]
Οι γλωσσολόγοι έχουν αναπτύξει τουλάχιστον δύο γενικές μεθόδους κατανόησης της σχέσης μεταξύ των μερών μιας γλωσσικής ακολουθίας, καθώς και του τρόπου με τον οποίο τοποθετούνται μαζί: συντακτικά και σημασιολογικά δένδρα. Τα συντακτικά δένδρα παίρνουν πληροφορία από τις λέξεις της πρότασης σύμφωνα με τη γραμματική που χρησιμοποιείται. Τα σημασιολογικά δένδρα εστιάζουν στο ρόλο της σημασίας των λέξεων και πώς αυτές οι σημασίες συνδυάζονται για να παρέχουν πληροφορίες για τη γέννηση των σημασιολογικών γεγονότων.
Η απάντηση στο ερώτημα "Τί είναι σημασία;" δεν είναι εύκολη - με αυτή ασχολείται ένα μέρος της φιλοσοφίας της γλώσσας.
Η θέση του Geoffrey Leech ήταν ότι υπάρχουν δύο διαφορετικοί τύποι γλωσσολογικής σημασίας: η εννοιολογική (conceptual) και η συσχετιστική (associative). Για τον Leech, οι εννοιολογικές σημασίες μιας έκφρασης έχουν να κάνουν με τους ορισμούς των ίδιων των λέξεων και τα χαρακτηριστικά των ορισμών αυτών. Αυτό το είδος σημασίας χειρίζεται μέσω μιας τεχνικής που αποκαλείται ανάλυση σημασιολογικών χαρακτηριστικών (semantic feature analysis). Η εννοιολογική σημασία μιας έκφρασης απαραίτητα χρησιμοποιεί τον ορισμό της (που ονομάζεται και "connotation" ή "νόημα"/"ένταση"/"intension" στη βιβλιογραφία) και την έκτασή της ("extension", που ονομάζεται και "δήλωση" ή "denotation"). Η συσχετιστική σημασία μιας έκφρασης έχει να κάνει με τους ξεχωριστούς τρόπους με τους οποίους μπορεί κατανοήσει ο ομιλητής και οι οποίοι χωρίζονται σε έξι υποτύπους: connotative, collocative, social, affective, reflected και thematic.[13]
Γενικά, έχουν υπάρξει τουλάχιστον έξι διαφορετικές απόπειρες να εξηγηθεί η γλωσσολογική "σημασία" και για κάθε μια υπάρχει η αντίστοιχη βιβλιογραφία.
Οι θεωρίες ιδεών της σημασίας (idea theories of meaning) συνήθως σχετίζονται με την βρετανική παράδοση του εμπειρισμού του Τζων Λοκ, του Τζωρτζ Μπέρκλεϋ και του Ντέιβιντ Χιουμ και υποστηρίζουν ότι οι σημασίες είναι αμιγώς νοητικά περιεχόμενα που προκαλούνται από α σήματα.[14] Αν και αυτή η θεωρία έχει αρκετά προβλήματα, υπάρχει πάλι ενδιαφέρον για αυτήν μέσω του semantic internalism.[15]
Οι θεωρίες συνθηκών αληθείας (truth-conditional theories) θεωρούν ότι η σημασία είναι οι συνθήκες κάτω από τι οποίες μια έκφραση μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής. Αυτή η παράδοση φτάνει μέχρι τον Φρέγκε και συνδέεται με ένα πλούσιο όγκο σύγχρονης δουλειάς με πρωτεργάτες φιλόσοφους όπως ο Άλφρεντ Τάρσκι και ο Donald Davidson.[12][16]
Η άποψη Use theorist θεωρεί ότι η σημασία σχετίζεται με τις δράσεις ομιλίας και με συγκεκριμένα εκφωνήματα (utterances), όχι με τις ίδιες τις εκφράσεις. Ο μεταγενέστερος Βιτγκενστάιν βοήθησε να εγκαινιαστεί η ιδέα της "σημασίας ως χρήσης" και μια άποψη της γλώσσας με βάση την κοινότητα. Ο Βιτγκενστάιν ενδιαφερόταν για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινότητες χρησιμοποιούν τη γλώσσα και πόσο μπορεί αυτό να προχωρήσει.[17] Συνδέεται επίσης με τον P.F. Strawson, τον John Searle, τον Robert Brandom, και άλλους.[18]
Οι αναφορικές θεωρίες της σημασίας (reference theories of meaning), γνωστές γενικά και ως semantic externalism, θεωρούν ότι η σημασία είναι ισοδύναμη με τα πράγματα στον κόσμο που πραγματικά συνδέονται με σημεία. Υπάρχουν δύο είδη της θεωρίας: κοινωνική (social) και περιβαλλοντική (environmental). Η πρώτη είναι στενά συδεδεμένη με τον Tyler Burge και η δεύτερη με τον Hilary Putnam, το Saul Kripke και άλλους.[19][20][21]
Το κίνημα του λογικού θετικισμού των αρχών του 20ου αιώνα συνδέθηκε με τις λεγόμενες Θεωρίες ορθότητας της σημασίας (Verificationist theories of meaning). Σύμφωνα με αυτές η σημασία μιας πρότασης είναι η μέθοδος της απόδειξης της ορθότητας ή της μη ορθότητάς της. Με αυτήν τη μορφή, η θέση τους εγκαταλείφθηκε μετά από την παραδοχή από μέρους των περισσότερων φιλοσόφων της θέσης Duhem-Quine (confirmation holism) μετά τη δημοσίευση του Two Dogmas of Empiricism του Quine.[22] Όμως, ο Michael Dummett έχει υποστηρίξει μια τροποποιημένη μορφή της ορθότητας (verificationism) από τη δεκαετία του 1970. Σε αυτήν την έκδοση, η κατανόηση (και άρα η σημασία) μιας πρότασης βασίζεται στην ικανότητα του ακροατή να αναγνωρίσει την παρουσίαση (μαθηματική, εμπειρική ή άλλη) της αλήθειας της πρότασης.[23]
Η πραγματιστική θεωρία της σημασίας (pragmatist theory of meaning) περιλαμβάνει κάθε θεωρία στην οποία η σημασία (ή κατανόηση) μιας πρότασης καθορίζεται από τις συνέπειες της εφαρμογής της. Ο Dummett αποδίδει μια τέτοια θεωρία της σημασίας στον Τσαρλς Σάντερς Περς και σε άλλους Αμερικανούς πραγματιστές του πρώιμου 20ου αιώνα.[23]
Υπάρχουν επίσης άλλες θεωρίες που ασχολούνται με τη μη-γλωσσολογική σημασία (δηλ. η σημασία όπως μεταδίδεται από τη γλώσσα του σώματος, οι σημασίες ως συνέπειες, κλπ.)[24]
Οι θεωρίες της αναφοράς (theories of reference) ερευνούν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά η γλώσσα με τον κόσμο. Ο Γκότλομπ Φρέγκε υποστήριζε τη θεωρία αναφοράς μέσου (mediated reference theory). Ο Φρέγκε χώρισε το σημασιολογικό περιεχόμενο κάθε έκφρασης, συμπεριλαμβανομένων των προτάσεων, σε δύο μέρη: Το Sinn (συνήθως μεταφράζεται ως "νόημα") και το Bedeutung (εκτός άλλων μεταφράζεται και ως "σημασία", "δήλωση", "nominatum" και "αναφορά"). Το νόημα μιας πρότασης είναι η σκέψη που εκφράζει, η οποία είναι αφηρημένη, παγκόσμια και αντικειμενική. Το νόημα κάθε υπο-προτασιακής έκφρασης αποτελείται από τη συνεισφορά της στη σκέψη που εκφράζει η περιβάλλουσα πρότασή της.
Το νόημα καθορίζει την αναφορά και είναι οι τρόποι (modes) της παρουσίασης των αντικειμένων στα οποία αναφέρονται οι εκφράσεις. Τα αναφερόμενα (referents) είναι τα αντικείμενα του κόσμου που ξεχωρίζονται από τις λέξεις. Κατά αυτόν τον τρόπο, τα αναφερόμενα των φράσεων "το άστρο του πρωινού" και "το άστρο του δειλινού" είναι τα ίδια, ο πλανήτης Αφροδίτη, αλλά αποτελούν δύο διαφορετικούς τρόπους παρουσίασης του ίδιου αντικειμένου και έχουν δύο διαφορετικά νοήματα. Τα νοήματα των προτάσεων είναι σκέψεις, ενώ τα αναφερόμενά τους είναι αληθοτιμές (αληθές ή ψευδές). Τα αναφερόμενα των προτάσεων που ενσωματώνονται σε αποδόσεις προτασιακής αντιμετώπισης (propositional attitude ascriptions) και σε άλλα αδιαφανή συμφραζόμενα είναι τα συνηθισμένα νοήματά τους.[25]
Ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ πρότεινε μια διαφορετική ανάλυση της σχέσης μεταξύ της σημασίας και της αναφοράς. Για αυτόν, αν και υπάρχουν δύο τμήματα στους περισσότερους όρους μιας γλώσσας (υποδήλωση/connotation και δήλωση/denotation), τα κανονικά ονόματα όπως Μπιλ Κλίντον ή Τζον Χόντζμαν έχουν μόνο δήλωση. Επομένως η άποψη του Mill είναι αυτό που αποκαλείται σήμερα θεωρία άμεσης αναφοράς (direct reference theory).[26]
Ο Μπέρτραντ Ράσελ, σε μεταγενέστερα κείμενά του, και για λόγους που έχουν σχέση με τη αισθητηριακή θεωρία του (acquaintance theory) όσον αφορά την επιστημολογία, υποστήριζε ότι οι μόνες άμεσα αναφορικές εκφράσεις είναι αυτές που αποκαλούσε "λογικά κανονικά ονόματα" ("logically proper names"). Τα λογικά κανονικά ονόματα είναι οι όροι όπως το εγώ, το τώρα, το εδώ και άλλα ενδεικτικά (indexicals).[27][28] Θεωρούσε τα κανονικά ονόματα του παραπάνω τύπου "συντομογραφίες οριστικές περιγραφές" ("abbreviated definite descriptions"). Έτσι το Μπαράκ Ομπάμα μπορεί να είναι μια συντομογραφία της φράσης "ο τρέχων Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και σύζυγος της Μισέλ Ομπάμα". Οι οριστικές περιγραφές είναι δηλωτικές φράσεις που αναλύονται από τον Ράσελ σε λογικές κατασκευές με υπαρξιακούς ποσοδείκτες. Το ότι αυτές οι φράσεις δηλώνουν σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο αντικείμενο που ικανοποιεί την περιγραφή. Όμως, αυτά τα αντικείμενα δεν πρέπει να θεωρείται ότι έχουν σημασία από μόνα τους, αλλά έχουν σημασία μόνο μέσα στην τυπική πρόταση (proposition) που εκφράζεται από τις προτάσεις των οποίων αποτελούν μέρη. Επομένως, κατά το Ράσελ, δεν είναι άμεσα αναφορικά με τον ίδιο τρόπο που είναι τα λογικά κανονικά ονόματα.[29][30]
Κατά την άποψη του Φρέγκε, κάθε αναφορική έκφραση έχει νόημα και αναφερόμενο. Η άποψη αυτή του "μέσου αναφοράς" ("mediated reference") έχει κάποια συγκεκριμένα θεωρητικά πλεονεκτήματα σε σχέση με αυτήν του Mill. Για παράδειγμα, τα συν-αναφορικά ονόματα, όπως τα Σάμουελ Κλέμενς και Μαρκ Τουαίην, δημιουργούν προβλήματα σε μια άμεσα αναφορική άποψη γιατί μπορεί κάποιος να ακούσει τη φράση "Ο Μαρκ Τουαίην είναι ο Σάμουελ Κλέμενς" και να εκπλαγεί - επομένως το γνωστικό τους περιεχόμενο μοιάζει διαφορετικό.[25] Οι απόψεις του Mill έχουν επίσης πρόβλημα στο χειρισμό ονομάτων χωρίς αντικείμενα που να τα φέρουν. Η πρόταση "Ο Πήγασος είναι το φτερωτό άλογο της Ελληνικής μυθολογίας" μοιάζει να έχει πλήρη σημασία, ίσως ακόμα και να θεωρηθεί αληθής. Όμως, σύμφωνα με το Mill, ο "Πήγασος" δεν έχει νόημα γιατί δεν αναφέρεται σε κάτι και, ακολουθώντας την αρχή της συνθετικότητας, η πρόταση δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής και δεν έχει κάποια σημασία. Στη βιβλιογραφία έχουν εντοπιστεί και άλλες δυσκολίες.[31]
Παρά τις διαφορές μεταξύ Φρέγκε και Ράσελ, μαζί θεωρούνται συνήθως περιγραφιστές (descriptivists) όσον αφορά τα κανονικά ονόματα. Ο Saul Kripke στο έργο του Naming and Necessity άσκησε κριτική στον περιγραφισμό.
Ο Kripke πρότεινε αυτό που έγινε γνωστό ως "το τροπικό επιχείρημα" ("the modal argument") ή "επιχείρημα αυστηρότητας" ("argument from rigidity"). Έστω το όνομα Αριστοτέλης και οι περιγραφές "ο μεγαλύτερος μαθητής του Πλάτωνα", "ο ιδρυτής της λογικής" και "ο δάσκαλος του Αλέξανδρου". Ο Αριστοτέλης προφανώς ικανοποιεί όλες τις περιγραφές (και πολλές άλλες που του αποδίδουμε συνήθως) αλλά δεν ισχύει απαραίτητα ότι αν ο Αριστοτέλης υπήρξε τότε αυτός ήταν κάποια ή όλες αυτές οι περιγραφές. Ο Αριστοτέλης μπορεί να έχει υπάρξει και να μην έχει κάνει ούτε ένα από τα πράγματα που τα αποδόθηκαν μεταγενέστερα. Μπορεί να υπήρξε και να μην έγινε γνωστός ή μπορεί να πέθανε σε μικρή ηλικία. Έστω ότι ο Αριστοτέλης συνδέθηκε από τη Μαρία με την περιγραφή "ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας" και ο (πραγματικός) Αριστοτέλης πέθανε στην παιδική του ηλικία. Τότε η περιγραφή της Μαρίας θα φαινόταν ότι δείχνει στον Πλάτωνα, κάτι που είναι εντελώς απρόσμενο. Επομένως τα ονόματα είναι αυστηροί περιγραφείς (rigid designators), σύμφωνα με τον Kripke, δηλαδή αναφέρονται στο ίδιο πράγμα σε κάθε πιθανό κόσμο που αυτό μπορεί να υπάρχει. Στο ίδιο έργο, ο Kripke διατύπωσε αρκετά άλλα επιχειρήματα σχετικά με τον περιγραφισμό των "Φρέγκε-Ράσελ".[21]
Κάποια από τα σημαντικότερα θέματα που ανήκουν στην κοινή περιοχή της φιλοσοφίας της γλώσσας και της φιλοσοφίας της σκέψης χειρίζονται από τη σύγχρονη ψυχογλωσσολογία. Κάποια σημαντικά ερωτήματα είναι Τι μέρος της γλώσσας είναι έμφυτο; Η απόκτηση γλώσσας αποτελεί ειδικό μέρος του μυαλού; Πώς συνδέονται η σκέψη και η γλώσσα;
Γενικά υπάρχουν τρεις απόψεις πάνω στο θέμα της μάθησης της γλώσσας. Η πρώτη είναι η οπτική του συμπεριφορισμού (behaviorism) που ισχυρίζεται ότι, όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος της γλώσσας μαθαίνεται, αλλά μαθαίνεται μέσω εξάρτησης. Η δεύτερη είναι η προοπτική δοκιμής υποθέσεων (hypothesis testing perspective), η οποία θεωρεί ότι τη εκμάθηση από το παιδί των συντακτικών κανόνων και των σημασιών περιέχει την προϋπόθεση και τη δοκιμή υποθέσεων, μεσω της χρήσης της ευφυίας. Ο τελευταίος υποψήφιος για εξήγηση είναι η έμφυτη προοπτική (innatist), η οποία δηλώνει ότι τουλάχιστον κάποια από τα συντακτικά χαρακτηριστικά είναι έμφυτα και προκαθορισμένα, με βάση κάποια τμήματα του μυαλού.[32][33]
Υπάρχουν πολλές ιδέες για τη δομή του μυαλού σχετικά με τη γλώσσα. Τα συνδετικά (connectionist) μοντέλα δίνουν έμφαση στην ιδέα ότι το λεξιλόγιο ενός ατόμου και οι ιδέες του λειτουργούν σε ένα είδος κατανεμημένου, βασισμένου στην αντιστοίχιση, δικτύου.[34] Τα μοντέλα Nativist θεωρούν ότι υπάρχουν εξειδικευμένες περιοχές του μυαλού που είναι αφιερωμένες στην απόκτηση της γλώσσας.[33] Τα υπολογιστικά μοντέλα δίνουν έμφαση στην ιδέα μιας αναπαραστατικής γλώσσας της σκέψης και η υπολογιστική επεξεργασία, επηρεασμένη από τη λογική, που κάνει το μυαλό σε αυτά.[35] Τα μοντέλα Emergentist εστιάζουν στην ιδέα ότι οι φυσικές μονάδες που χρησιμοποιεί το μυαλό είναι ένα πολύπλοκο σύστημα που προκύπτει από απλούστερα βιολογικά μέρη. Τα αναγωγιστικά (reductionist) μοντέλα προσπαθούν να εξηγήσουν τις νοητικές διαδικασίες υψηλού επιπέδου με όρους της βασικής νευροφυσιολογικής δραστηριότητας χαμηλού επιπέδου του μυαλού.[36]
Ένα σημαντικό πρόβλημα που αγγίζει τη φιλοσοφία της γλώσσας και τη φιλοσοφία του νου (philosophy of mind) είναι ο βαθμός στον οποίο αυτές οι δύο αλληλεπηρεάζονται. Υπάρχουν διάφορες απόψεις για το θέμα, με διαφορετικές παρατηρήσεις και προτάσεις.
Οι γλωσσολόγοι Sapir και Whorf πρότειναν ότι η γλώσσα περιορίζεται από το βαθμό στον οποίο τα μέλη μιας "γλωσσολογικής κοινότητας" μπορούν να σκεφτούν σχετικά με συγκεκριμένα υποκείμενα (μια υπόθεση συγκρίσιμη με το μυθιστόρημα 1984 του Τζορτζ Όργουελ).[37] Με άλλα λόγια, η γλώσσα υπήρξε αναλυτική πριν από τη σκέψη. Ο φιλόσοφος Michael Dummett είναι επίσης οπαδός της άποψης "πρώτα η γλώσσα" ("language-first").[38]
Το άκρως αντίθετο της θέσης των Sapir-Whorf είναι η ιδέα ότι η σκέψη (και γενικότερα, το νοητικό περιεχόμενο) έχει προτεραιότητα έναντι της γλώσσας. Η θέση "πρώτα η γνώση" ("knowledge-first") συναντάται, μεταξύ άλλων, στο έργο του Paul Grice.[38] Επιπλέον, η άποψη αυτή έχει συνδεθεί με το Jerry Fodor και την υπόθεσή του περί γλώσσας της σκέψης. Το επιχείρημά του είναι ότι η προφορική και η γραπτή γλώσσα αποκτούν την προθετικότητα (intentionality) και τη σημασία τους από μια εσωτερική γλώσσα που είναι κωδικοποιημένη στη σκέψη.[39] Το βασικό επιχείρημα αυτής της άποψης είναι ότι η δομή των σκέψεων και η δομή της γλώσσας φαίνεται ότι μοιράζονται ένα συνθετικό και συστηματικό χαρακτήρα. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι είναι δύσκολο να εξηγηθεί πώς τα σημεία και τα σύμβολα στο χαρτί μπορούν να αναπαριστούν κάτι που έχει σημασία, εκτός και αν τα περιεχόμενα του νου τους έχουν αποδώσει κάποιου είδους νόημα. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα εναντίον της παραπάνω άποψης είναι ότι τέτοια επίπεδα γλώσσας μπορούν να οδηγήσουν σε άπειρες διαδρομές.[39] Σε κάθε περίπτωση, πολλοί φιλόσοφοι της σκέψης και της γλώσσας, όπως η Ruth Millikan, ο Fred Dretske και ο Fodor, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, προσπαθούν να εξηγήσουν απευθείας τις σημασίες των νοητικών περιεχομένων και καταστάσεων.
Κάποιοι άλλοι φιλόσοφοι παραδοσιακά προσπαθούν να δείξουν ότι η γλώσσα και η σκέψη συν-εκτατικές (coextensive) – ότι δεν υπάρχει τρόπος να εξηγηθεί η μια χωρίς την άλλη. Ο Donald Davidson, στο "Thought and Talk", υποστήριξε ότι η έννοια της πίστης μπορεί να προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα της δημόσιας γλωσσικής αλληλεπίδρασης. Ο Daniel Dennett έχει μια παρόμοια ερμηνευτική (interpretationist) άποψη των προτασιακών στάσεων (propositional attitudes).[40] Σε κάποιο βαθμό, το θεωρητικό υπόβαθρο της γνωσιακής σημασιολογίας (cognitive semantics), η οποία περιλαμβάνει την έννοια της σημασιολογικής πλαισίωσης (framing), ενθαρρύνει την άποψη ότι η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη.[41] Η ίδια παράδοση θεωρεί τη σημασία και τη γραμματική ως εννοιολογικές λειτουργίες, επομένως είναι δύσκολο να εκτιμηθούν άμεσα.
Κάποιοι φιλόσοφοι όπως ο αρχαίος σοφιστής Γοργίας, έχουν ασχοληθεί με το ερώτημα αν η γλώσσα μπορεί σε κάποιο βαθμό να συλλάβει τη σκέψη.[42]
Υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν ότι οι γλώσσες διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοείται η αιτιότητα. Για παράδειγμα, οι ομιλητές της Αγγλικής τείνουν να λένε φράσεις σαν την "Ο Γιάννης έσπασε το βάζο", ακόμα και αν πρόκειται για ατυχήματα. Αντίθετα, ομιλητές της Ισπανικής ή της Ιαπωνικής είναι πιο πιθανό να πουν "το βάζο έσπασε τον εαυτό του". Σε μελέτες που έγιναν από την Caitlin Fausey στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ομιλητές της Αγγλικής, της Ισπανικής και της Ιαπωνικής είδαν βίντεο ανθρώπων που έσκαγαν μπαλόνια, έσπαγαν αυγά και έριχναν ποτά, επίτηδες ή κατά λάθος. Αργότερα, ρωτήθηκαν αν μπορούσαν να θυμηθούν ποιος το έκανε. Οι ομιλητές της Ισπανικής και της Ιαπωνικής δε μπορούσαν να θυμηθούν τους δράστες των τυχαίων συμβάντων τόσο καλά όσο οι ομιλητές της Αγγλικής. Σε μια άλλη μελέτη, ομιλητές της Αγγλικής είδαν το διάσημο βίντεο "wardrobe malfunction" της Τζάνετ Τζάκσον, με τη συνοδεία δύο γραπτών κειμένων. Τα κείμενα ήταν ίδια με την εξαίρεση της τελευταίας πρότασης, στην οποία το ένα χρησιμοποιούσε τη φράση "έσκισε το κοστούμι" (δράστης) ενώ η άλλη τη φράση "το κοστούμι σκίστηκε". Οι άνθρωποι που διάβασαν "έσκισε το κοστούμι" κατηγόρησαν τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ σε μεγαλύτερο βαθμό.
Οι ομιλητές της Ρωσικής, που διακρίνουν μεταξύ ανοιχτού και σκούρου μπλε στη γλώσσα τους, μπορούν να διακρίνουν καλύτερα αποχρώσεις του μπλε. Οι Piraha, μια φυλή στη Βραζιλία, των οποίων η γλώσσα έχει λέξεις μόνο για το "λίγα" και "πολλά" αντί για αριθμούς, δε μπορούν να χειριστούν ακριβείς ποσότητες.[43]
Φιλοσοφία της γλώσσας, η φιλοσοφία μέσα στη γλώσσα (φιλοσοφική 'υπερ-επικοινωνία' που γίνεται προσπάθεια να χειριστεί από τη λογοτεχνία για να βρεθεί πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα) ως επιλεγμένο και με αρχή νόημα της ύπαρξης, πηγή των συναισθημάτων, τρόπος επιβίωσης: Observations-Mark K. / See a Quotation from Man and Margot - philo/psychodramatic satire (Márk Káldor) / References to Liquidation Kertész about language/μτφ. από το here-Wikipedia Kaldor about language βλ. περισσότερα για Imre Kertész.
Μια συνηθισμένη άποψη είναι ότι η γλώσσα κυριαρχείται από τις κοινωνικές συμβάσεις και, αναπόφευκτα, εμφανίζονται ερωτήματα για σχετικά θέματα. Ένα τέτοιο ερώτημα είναι "Τι ακριβώς είναι μια σύμβαση και πώς τη μελετούμε;", καθώς και "Σε ποιο βαθμό μπορούν να είναι σημαντικές οι συμβάσεις στη μελέτη της γλώσσας;" Ο David Kellogg Lewis πρότεινε μια καλή απάντηση στην πρώτη ερώτηση με την άποψη ότι μια σύμβαση είναι μια λογικά αναπαραγόμενη κανονικότητα της συμπεριφοράς (rationally self-perpetuating regularity in behavior). Η άποψη αυτή όμως φαίνεται να συγκρούεται με τη θεώρηση του Grice όσον αφορά τη σημασία του ομιλητή, επιβάλλοντας τουλάχιστον η μια από αυτές να γίνει πιο αδύναμη αν είναι και οι δύο να θεωρηθούν αληθείς.[38]
Κάποιο έχουν αμφισβητήσει το κατά πόσο οι συμβάσεις είναι πραγματικά σημαντικές για τη μελέτη της σημασίας. Ο Νόαμ Τσόμσκι πρότεινε ότι η μελέτη της γλώσσας θα μπορούσε να γίνει με όρους της Ι-γλώσσας (I-Language), της εσωτερικής γλώσσας των ατόμων. Αν αυτό ισχύει, τότε αντιτίθεται στην αναζήτηση εξηγήσεων με όρους συμβάσεων, μεταφέροντας αυτές τις εξηγήσεις στο πεδίο της "μετασημασιολογίας". Η μετασημασιολογία είναι όρος που χρησιμοποιείται από το φιλόσοφο της γλώσσας Robert Stainton για να περιγράψει όλα τα πεδία που προσπαθούν να εξηγήσουν πώς εμφανίζονται τα σημασιολογικά γεγονότα.[44] Μια πλούσια πηγή έρευνας είναι η διερεύνηση των κοινωνικών συνθηκών που προκαλούν ή συνδέονται με τη σημασία και τη γλώσσα. Η ετυμολογία (η μελέτης της προέλευσης των λέξεων) και η γλωσσολογία (φιλοσοφική έρευνα για το τί είναι "καλή γραμματική", για κάποια συγκεκριμένη γλώσσα) είναι δύο άλλα παραδείγματα πεδίων που θεωρούνται μετασημασιολογικά.
Τελικά, πολλά ξεχωριστά (αλλά σχετικά μεταξύ τους) πεδία έχουν ερευνήσει τις γλωσσικές συμβάσεις. Οι υποθέσεις στις οποίες βασίζονται οι θεωρίες αυτές ενδιαφέρουν τους φιλοσόφους της γλώσσας. Για παράδειγμα, ένα από τα σημαντικότερα πεδία της κοινωνιολογίας, η συμβολική διαντίδραση (symbolic interactionism), βασίζεται στην ιδέα ότι η ανθρώπινη κοινωνική οργάνωση βασίζεται σχεδόν εξολοκλήρου στη χρήση της σημασίας.[45] Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι κάθε εξήγηση μιας κοινωνικής δομής (όπως ένα θεσμοθετημένο ίδρυμα) να πρέπει να εξηγεί τις κοινές σημασίες που δημιουργούν και διατηρούν τη δομή.
Η ρητορική είναι η μελέτη των συγκεκριμένων λέξεων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να έχουν κάποια συναισθηματική ή λογική επίδραση στον ακροατή, ώστε να πείσουν, να προκαλέσουν, να τραβήξουν την προσοχή, ή να διδάξουν. Σχετικές εφαρμογές του πεδίου περιλαμβάνουν την εξέταση της προπαγάνδας και του διδακτισμού, την εξέταση του σκοπού της εξύβρισης και των υποτιμητικών λέξεων (ειδικά το πώς επιδρά στη συμπεριφορά των άλλων και ορίζει σχέσεις), ή τα αποτελέσματα της γλώσσας που περιέχει γένη. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη της γλωσσικής διαφάνειας ((linguistic transparency) (ή της ομιλίας με προσιτό τρόπο), όπως επίσης και των επιτελεστικών εκφωνημάτων (performative utterances) και των διαφόρων εργασιών που μπορεί να κάνει η γλώσσα (που ονομάζονται "δράσεις ομιλίας"). Έχει επίσης εφαρμογές στη μελέτη και την ερμηνεία των νόμων και βοηθά στη διερεύνηση της λογικής έννοιας του πεδίου αναφοράς (domain of discourse).
Η λογοτεχνική θεωρία (literary theory), κατά κάποιους από τους επιστήμονες που ασχολούνται με αυτήν, επικαλύπτεται με τη φιλοσοφία της γλώσσας. Δίνει έμφαση στις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι αναγνώστες και οι κριτικοί για την κατανόηση ενός κειμένου και ως πεδίο έρευνας αποτελεί παρακλάδι της μελέτης της σωστής ερμηνείας των μηνυμάτων, είναι δηλαδή πολύ κοντά στην αρχαία θεωρία της ερμηνευτικής.
Στην ηπειρωτική φιλοσοφία η γλώσσα δε μελετάται ως ξεχωριστή θεωρία όπως στην αναλυτική φιλοσοφία αλλά αποτελεί βασικό μέρος πολλών άλλων πεδίων όπως η φαινομενολογία, η σημειωτική, η ερμηνευτική, η οντολογία του Χάιντεγκερ, ο υπαρξισμός, ο στρουκτουραλισμός, η αποδόμηση και η κριτική θεωρία. Η ιδέα της γλώσσας συχνά σχετίζεται με τη λογική με την αρχαιοελληνική της έννοια του "Λόγου", εννοώντας συζήτηση ή διαλεκτική. Η γλώσσα και οι έννοιές της επίσης θεωρείται ότι έχουν διαμορφωθεί από την ιστορία ή την πολιτική, ακόμα και από την ίδια την ιστορική φιλοσοφία.
Το πεδίο της ερμηνευτικής, και η θεωρία της διερμηνείας γενικότερα, έχουν παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην ηπειρωτική φιλοσοφία της γλώσσας και στην οντολογία του 20ου αιώνα, με αρχικό πρόσωπο τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ο Χάιντεγκερ συνδυάζει τη φαινομενολογία με την ερμηνευτική του Wilhelm Dilthey. Ο Χάιντεγκερ πίστευε ότι η γλώσσα ήταν μια από τις σημαντικότερες ιδέες του Ντάζαιν (Dasein).[46] Ο Χαίντεγκερ όμως πίστευε ότι η γλώσσα σήμερα έχει φθαρεί λόγω της υπερχρήσης των σημαντικών λέξεων και θα ήταν ανεπαρκής για μια μελέτη σε βάθος της Ύπαρξης (Sein). Για παράδειγμα, το Sein (η ύπαρξη), η ίδια η λέξη, έχει κορεστεί από τις πολλαπλές της έννοιες. Για αυτό εφηύρε νέο λεξιλόγιο και γλωσσικά στυλ, με βάση ετυμολογικές σχέσεις λέξεων από την Αρχαία ελληνική και τη Γερμανική, για να ξεκαθαρίσει το νόημα συχνά χρησιμοποιούμενων λέξεων. Απέφυγε λέξεις όπως το συνειδητό (consciousness), το εγώ, ο άνθρωπος, η φύση, κλπ. και αντί για αυτά μίλησε ολιστικά για την ύπαρξη του κόσμου, το Dasein.[47][48]
Με αυτές τις νέες ιδέες, όπως την ύπαρξη του κόσμου, ο Χάιντεγκερ κατασκεύασε τη θεωρία του για τη γλώσσα, με κέντρο την ομιλία. Πίστευε ότι η ομιλία (προφορικός λόγος, ακρόαση, σιωπή) ήταν η πιο απαραίτητη και αγνή μορφή γλώσσας. Το γράψιμο είναι απλά ένα συμπλήρωμα της ομιλίας γιατί ο αναγνώστης κατασκευάζει ή προσφέρει τη δική του "ομιλία" καθώς διαβάζει. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της γλώσσας ονομάζεται projectivity, η ιδέα ότι η γλώσσα προϋπάρχει της ανθρώπινης ομιλίας. Αυτό σημαίνει ότι όταν κάποιος "ρίχνεται" στον κόσμο, η ύπαρξή του χαρακτηρίζεται από την αρχή από μια συγκεκριμένη προ-κατανόηση του κόσμου. Όμως, μόνο μετά από την απόδοση ονομάτων, μπορεί κανείς να έχει απευθείας πρόσβαση στο Dasein και στην ύπαρξη του κόσμου.[49]
Ο Hans Georg Gadamer επέκτεινε αυτές τις ιδέες του Χάιντεγκερ και πρότεινε μια πλήρη ερμηνευτική οντολογία. Στο Truth and Method ο Gadamer περιγράφει τη γλώσσα ως το μέσο στο οποίο συμβαίνει σημαντική κατανόηση και συμφωνία μεταξύ δύο ατόμων ("the medium in which substantive understanding and agreement take place between two people."[50]). Επιπλέον, ο Gadamer υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι γλωσσολογικά κατασκευασμένος και δε μπορεί να υπάρχει ξεχωριστά από τη γλώσσα. Για παράδειγμα, τα μνημεία και τα αγάλματα δε μπορούν να επικοινωνήσουν χωρίς τη βοήθεια της γλώσσας. Ο Gadamer επίσης υποστηρίζει ότι κάθε γλώσσα αποτελεί μια συγκεκριμένη θέαση του κόσμου, γιατί η γλωσσολογική φύση του κόσμου απελευθερώνει κάθε άνθρωπο από ένα αντικειμενικό περιβάλλον ("... the fact that we have a world at all depends upon [language] and presents itself in it. The world as world exists for man as for no other creature in the world."[50]).
Ο Paul Ricoeur, πρότεινε μια ερμηνευτική, η οποία επανασυνδέθηκε με την αρχική Ελληνική έννοια του όρου και έδωσε έμφαση στην ανακάλυψη των κρυφών σημασιών στους όρους (ή "σύμβολα") της συνηθισμένης γλώσσας. Άλλοι φιλόσοφοι που έχουν εργαστεί σε αυτήν την παράδοση είναι ο Luigi Pareyson και ο Ζακ Ντεριντά.[51]
Ένα θέμα που έχει απασχολήσει τους φιλοσόφους της γλώσσας και της λογικής είναι το πρόβλημα του απροσδιόριστου νοήματος (vagueness: ασάφεια) των λέξεων. Ειδικότερα, οι περισσότεροι φιλόσοφοι ενδιαφέρονται για περιπτώσεις στις οποίες μια πρόταση ακροβατεί μεταξύ των τιμών "αληθές" και "ψευδές". Κλασικά παραδείγματα είναι οι προτάσεις "είναι ψηλός" και "είναι φαλακρός", στις οποίες, για κάποιο συγκεκριμένο άτομο, δε μπορούμε να πούμε ότι είναι ή δεν είναι ψηλός (ή φαλακρός). Αποτέλεσμα αυτού είναι η απροσδιοριστία αυτή να οδηγεί στο Παράδοξο του σωρού (Paradox of the heap). Πολλοί θεωρητικοί προσπάθησαν να λύσουν το παράδοξο μέσω λογικών με n τιμές (n-valued logics), όπως η ασαφής λογική (fuzzy logic), οι οποίες διαφέρουν αισθητά από τις κλασικές λογικές δύο τιμών.[52]
Ένα ζήτημα που ενδιαφέρει πολλούς φιλόσοφους είναι το νόημα των universals. Κάποιος θα μπορούσε για παράδειγμα να ρωτήσει, "Όταν οι άνθρωποι λένε τη λέξη βράχοι, τι αναπαριστά αυτή η λέξη;" Υπάρχουν δύο απαντήσεις σε αυτήν την ερώτηση. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η έκφραση απεικονίζει κάποιο πραγματικό και αφηρημένο universal του κόσμου που ονομάζεται "βράχοι". Άλλοι πιστεύουν ότι η λέξη συμβολίζει κάποιο σύνολο συγκεκριμένων και ξεχωριστών βράχων, που τους έχουμε τοποθετήσει σε μια κοινή κατηγορία. Η πρώτη θέση ονομάζεται φιλοσοφικός ρεαλισμός και η δεύτερη νομιναλισμός.[53]
Το θέμα μπορεί να δειχτεί με την πρόταση "ο Σωκράτης είναι άνθρωπος":
Πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις της γλώσσας αρχίζουν ξεκαθαρίζοντας την ορολογία που θα χρησιμοποιήσουν. Η ίδια η ιδέα της γλώσσας έχει μελετηθεί αρκετά και οι φιλόσοφοι κάνουν δύο σημαντικές ερωτήσεις: "Τι είναι γενικά γλώσσα;", και "Τι είναι μια συγκεκριμένη, ξεχωριστή γλώσσα;".
Κάποιες απόψεις της σημειωτικής τονίζουν ότι η γλώσσα είναι απλός χειρισμός και χρήση συμβόλων για να εστιαστεί το ενδιαφέρον σε συγκεκριμένο περιεχόμενο. Αν αυτό ίσχυε, οι άνθρωποι δε θα ήταν οι μοναδικοί κάτοχοι γλωσσικών δεξιοτήτων.[51] Από την άλλη πλευρά, πολλά έργα του γλωσσολόγου Νόαμ Τσόμσκι έχουν δώσει έμφαση στο ρόλο της σύνταξης ως χαρακτηριστικού κάθε γλώσσας.[54]
Ένα ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα είναι τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τις γλώσσες μεταξύ τους. Τι κάνει την "Ελληνική" ελληνική; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ισπανικών και Γαλλικών; Ο Τσόμσκι λέει ότι η αναζήτηση του τι σημαίνει να είναι κάτι γλώσσα πρέπει να αρχίσει με τη μελέτη της εσωτερικής γλώσσας των ανθρώπων (I-languages), που βασίζονται σε συγκεκριμένους κανόνες (ή αρχές και παραμέτρους) που παράγουν γραμματικές. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται εν μέρει από την παρατήρηση ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη, γενική και τυπική διαφορά μεταξύ οποιωνδήποτε δύο γλωσσών, και μπορεί να εφαρμοστεί στο πεδίο όλων των γλωσσών. Άλλες προσπάθειες, που τις ονομάζει E-languages, έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν μια γλώσσα ως χρήση εντός μιας συγκεκριμένης κοινότητας ομιλίας με βάση ένα συγκεκριμένο σύνολο καλώς ορισμένων (well-formed) εκφωνημάτων (συνήθως συνδέονται με γλωσσολόγους όπως ο Bloomfield).[55]
Ένα άλλο ερώτημα που έχει διχάσει τους φιλόσοφους της γλώσσας είναι το κατά πόσο η τυπική λογική μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδοτικό εργαλείο για την ανάλυση και κατανόηση των φυσικών γλωσσών. Αν και οι πιο πολλοί φιλόσοφοι, όπως ο Γκότλομπ Φρέγκε, ο Άλφρεντ Τάρσκι και ο Rudolf Carnap, έχουν υπάρξει σκεπτικοί όσον αφορά την τυποποίηση των φυσικών γλωσσών, πολλοί από αυτούς ανέπτυξαν τυπικές γλώσσες για επιστημονική χρήση ή τυποποίησαν τμήματα της φυσικής γλώσσας για ερευνητικούς σκοπούς. Κάποιοι από τους πιο σημαντικούς επιστήμονες της τυπικής σημασιολογίας είναι ο Τάρσκι, ο Carnap, ο Ρίτσαρντ Μόνταγκιου και ο Donald Davidson.[56]
Το άλλο στρατόπεδο, που υπήρξε ιδιαίτερα ενεργό κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ήταν οι λεγόμεοι "Φιλόσοφοι της συνηθισμένης γλώσσας" ("Ordinary language philosophers"). Φιλόσοφοι όπως ο P.F. Strawson, ο John Austin και ο Gilbert Ryle τόνισαν τη σημασία της μελέτης της φυσικής γλώσσας χωρίς να ασχολείται κανείς με τις συνθήκες αληθείας των προτάσεων και των αναφορών των όρων. Δεν πίστευαν ότι οι κοινωνικές και πρακτικές διαστάσεις του γλωσσολογικού νοήματος μπορούσαν να εκφραστούν από οποιαδήποτε προσπάθεια τυποποίησής τους με τη χρήση λογικών εργαλείων. Η λογική και η γλώσσα αποτελούν δύο διαφορετικά πράγματα. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι ίδιες οι εκφράσεις αλλά αυτό για το οποίο οι άνθρωποι τις χρησιμοποιούν στην επικοινωνία τους.[57]
Ο Austin ανέπτυξε μια θεωρία δράσεων ομιλίας (speech acts), που περιέγραφε τους τύπους των πραγμάτων που μπορούν να γίνουν με μια πρόταση (βεβαίωση, εντολή, ερώτηση, επιφώνημα) σε διαφορετικά συμφραζόμενα χρήσης σε διαφορετικές περιστάσεις.[58] Ο Strawson υποστήριξε ότι η σημασιολογία πίνακα αληθείας των λογικών συνδέσμων (π.χ., , και ) δεν αρκεί για να εκφράσει τις σημασίες των ομόλογών τους στις φυσικές γλώσσες ("και", "ή" και "αν-τότε").[59] Αν και το κίνημα της "συνηθισμένης γλώσσας" σταμάτησε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του 1970, η επίδρασή του ήταν καταλυτική στην ανάπτυξη των πεδίων της θεωρίας δράσεων ομιλίας (speech-act theory) και στη μελέτη της πραγματολογίας (pragmatics). Αρκετές από τις ιδέες του απορροφήθηκαν από θεωρητικούς όπως ο Kent Bach, ο Robert Brandom, ο Paul Horwich και ο Stephen Neale.[18]
Κρατώντας τις παραπάνω παραδόσεις, ακόμα δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα της καταλληλότητας της τυπικής προσέγγισης. Κάποιοι θεωρητικοί όπως ο Paul Grice, έχουν επιφυλάξεις για το αν υπάρχει πραγματική σύγκρουση μεταξύ λογικής και φυσικής γλώσσας.[60]
Οι φιλόσοφοι της γλώσσας έχουν προσπαθήσει να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της μετάφρασης και της διερμηνείας. Στη δεκαετία του 1950, ο W.V. Quine υποστήριξε ότι η σημασία και η αναφορά δεν μπορούν να οριστούν, με βάση την αρχή της radical translation. Στο Word and Object, ο Quine ζητά από τον αναγνώστη να φανταστεί μια κατάσταση στην οποία αντιμετωπίζει μια πρωτόγονη φυλή που δεν έχει μελετηθεί, και πρέπει να καταλάβει τι σημαίνουν αυτά που λένε ή οι χειρονομίες που κάνουν τα μέλη της. Αυτή είναι η κατάσταση της radical translation.[61]
Ισχυρίστηκε ότι, σε μια τέτοια κατάσταση, είναι θεωρητικά αδύνατο να είναι κανείς απόλυτα βέβαιος για τη σημασία ή την αναφορά που κάποιος ομιλητής της φυλής αποδίδει σε αυτό που λέει ή κάνει. Για παράδειγμα, αν ένας ομιλητής δει ένα λαγό και πει "gavagai", αναφέρεται σε ολόκληρο το λαγό, την ουρά του ή σε κάποιο προσωρινό τμήμα του σώματός του; Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να μελετηθεί το εκφώνημα ως μέρος όλης της γλωσσικής συμπεριφοράς του ατόμου και να χρησιμοποιηθούν αυτές οι παρατηρήσεις για να ερμηνευθεί η σημασία όλων των άλλων εκφωνημάτων. Από αυτήν τη βάση, κάποιος μπορεί να δημιουργήσει ένα εγχειρίδιο μετάφρασης. Αλλά, επειδή η αναφορά δεν έχει οριστεί, θα υπάρχουν πολλά τέτοια εγχειρίδια, κανένα από τα οποία δεν είναι σωστότερο από τα άλλα. Για τον Quine, όπως και για τον Βίτγκενσταιν και τον Austin, η σημασία δεν είναι κάτι που αποδίδεται με μια απλή λέξη ή φράση, αλλά κάτι που, αν μπορεί να θεωρηθεί τελικά, μπορεί να θεωρηθεί μόνο σαν κάτι που αφορά ολόκληρη τη γλώσσα.[61] Από αυτήν την ιδέα προκύπτει ο σημασιολογικός ολισμός (semantic holism).
Εμπνευσμένος από τις συζητήσεις του Quine, ο Donald Davidson προχώρησε την ιδέα της radical translation στην ερμηνεία εκφωνημάτων και συμπεριφοράς μέσα σε μια γλωσσολογική κοινότητα και ονόμασε αυτήν την ιδέα radical interpretation. Πρότεινε κάθε σημασία που κάποιος απέδιδε σε μια πρόταση να ορίζεται μόνο από την απόδοση σε πολλές, ίσως όλες, τις βεβαιώσεις (assertions) του, όπως και τις νοητικές καταστάσεις και ιδιότητές του.[16]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.