Ταινία του Τέρενς Γιανγκ 1972 From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Φάκελος Βαλάτσι (αγγλικά: The Valachi Papers) είναι μια γκανγκστερική δραματική ταινία Ιταλο-Αμερικανικής παραγωγής του 1972 σε σκηνοθεσία Τέρενς Γιανγκ και σενάριο του Στίβεν Γκέλερ, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του 1968 του Πίτερ Μάας, που αφηγείται την ιστορία του Τζόζεφ Βαλάτσι, ενός πληροφοριοδότη της Αμερικανικής Μαφίας στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο οποίος ήταν ο πρώτος μαφιόζος που αναγνώρισε την ύπαρξη της οργάνωσης. Πρωταγωνιστούν οι Τσαρλς Μπρόνσον, Λίνο Βεντούρα, Τζιλ Αΐρλαντ, Τζόζεφ Γουάισμαν και Γκουίντο Λεοντίνι.
Η ταινία αρχίζει στη Ομοσπονδιακή Σωφρονιστική φυλακή της Ατλάντα, όπου ο γέρος κρατούμενος Τζο Βαλάτσι έχει φυλακιστεί για εμπόριο ηρωίνης. Το αφεντικό της εγκληματικής οικογένειας Τζενοβέζε, ο Βίτο Τζενοβέζε, είναι φυλακισμένος επίσης εκεί, ο οποίος πιστεύει ότι ο Βαλάτσι είναι ένας πληροφοριοδότης του FBI, και του δίνει το «φιλί του θανάτου», όποτε και ο Βαλάτσι του ανταποδίδει το ίδιο.
Ο Βαλάτσι σκοτώνει κατά λάθος έναν συγκρατούμενο του μέσα στη φυλακή, που λανθασμένα πιστεύει ότι είναι ένας πληρωμένος εκτελεστής από τον Τζενοβέζε. Στην συνέχεια θα πει αυτό το λάθος του στους ομοσπονδιακούς πράκτορες του FBI, που βρισκόνται στη φυλακή για να τον ανακρίνουν. Έτσι ο Βαλάτσι γίνεται πληροφοριοδότης με σκοπό να προστατέψει την ζωή του από την μαφία, με αποτελέσμα να είναι ο πρώτος γκάνγκστερ που θα γίνει πληροφοριοδότης στην ιστορία της αμερικανικής μαφίας.
Κατά την διάρκεια της ανακρισής του θα πει την ιστορία της ζωής του, κανόντας αναδρομές στο παρελθόν. Οι αναδρομές θα ξεκινήσουν από τότε που ο Τζο Βαλάτσι ήταν ένας νεαρός καποποιός, που στη συνέχεια θα συνδεθεί με το αφεντικό της Κόζα Νόστρα, Σαλβατόρε Μαραντζάνο. Έπειτα θα γνωρίσει και θα παντρευτεί την κόρη του αφεντικού του Γκαέτανο Ρέινα, την Μαρία Ρέινα.
Η άνοδος του Βαλάτσι στη μαφία παρεμποδίζεται από τις κακές σχέσεις του με τον υπαρχηγό της Οικογένειας Ρέινα, Τόνι Μπέντερ (Γκουίντο Λεοντίνι). Ό Μπέντερ εμφανιζέται στην ταινία όταν θα προχωρήσει στον ευνουχισμό ενός μαφιόζου για το γεγονός ότι είχε σχέση με τη γυναίκα ενός άλλου μαφιόζου. Ο Βαλάτσι τότε πυροβολεί το θύμα για να τον βγάλει από τη δυστυχία του. Κατά την διάρκεια της ανακρισής του από τους πρακτόρες του FBI, θα πιεστεί ψυχολογικά και θα κάνει μια απόπειρα αυτοκτονίας, για να αποφύγει να καταθέσει ενώπιον της Επιτροπής της Γερουσίας, αλλά τελικά θα παραβρεθεί και θα μιλήσει, αποκαλύπτοντας τα μυστικά της μαφίας.
Ο παραγωγός Ντίνο ντε Λαουρέντις έπρεπε να πείσει τον Τσαρλς Μπρόνσον να αναλάβει το ρόλο του Τζο Βαλάτσι, ο οποίος φημολογείται ότι είχε απορρίψει τον ρόλο δυο φορές. Στον Μπρόνσον δόθηκε επίσης ένα συμβόλαιο τριών ταινιών που του εξασφάλιζε 1 εκατομμύριο δολάρια ανά ταινία συν ένα ποσοστό του ακαθάριστων εσόδων.[11]
Η ταινία γυρίστηκε στη Νέα Υόρκη και στα στούντιο του Ντε Λαουρέντις στη Ρώμη.[12] Η ταινία δείχνει μια νυχτερινή σκηνή του δρόμου της δεκαετίας του 1930, στην οποία πολλά μοντέλα αυτοκινήτων της δεκαετίας του 1960 είναι παρκαρισμένα και περνούν από εκεί. Σε μια άλλη σκηνή που απεικονίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Βαλάτσι, διαφεύγοντας την καταδίωξη της αστυνομίας, οδηγεί ένα αυτοκίνητο στο Ήστ Ρίβερ ακριβώς βόρεια της Γέφυρας του Μπρούκλιν, όπου οι Δίδυμοι Πύργοι του World Trade Center είναι καθαρά ορατά στον ουρανό. Οι Πύργοι είχαν μόλις ολοκληρώθηκαν πρόσφατα όταν η ταινία κυκλοφόρησε το 1972.
Η Paramount Pictures, ο αρχικός διανομέας της ταινίας, είχε σχεδιάσει να κυκλοφορήσει την ταινία τον Φεβρουάριο του 1973, αλλά η ημερομηνία πρεμιέρας μετατέθηκε για να αξιοποιηθεί η δημοτικότητα του Νονού που είχε παρόμοιο θέμα.[11]
Ο Μπρόνσον είχε αναφέρει για το γκανγκστερικό έπος του Φράνσις Φορντ Κόπολα, παρόλο που θαύμαζε την ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο, ότι «αυτή ήταν η πιο χάλια ταινία που έχω δει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή μου».[13] Ωστόσο, στο The Dick Cavett Show αποκάλεσε τον Νονό μια καλή ταινία. [14]
Η ταινία απομακρύνθηκε από την αληθινή ιστορία του Τζόζεφ Βαλάτσι, όπως αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο του Πίτερ Μάας, με διάφορους τρόπους. Αν και χρησιμοποιούσε πραγματικά ονόματα και απεικόνιζε πραγματικά γεγονότα, η ταινία περιείχε επίσης πολλά φανταστικά γεγονότα. Ανάμεσά τους ήταν η σκηνή του ευνουχισμού (ο εν λόγω μαφιόζος διατάχθηκε να δολοφονηθεί, όχι να ευνουχιστεί).[11]
Οι κριτικές ήταν ως επί το πλείστον αρνητικές, καθώς πολλοί κριτικοί αναπόφευκτα συνέκριναν δυσμενώς την ταινία με τον Νονό.[11] Ο Ρότζερ Γκρίνσπουν των New York Times έγραψε: «Συχνά γελοίο και συχνά απλώς βαρετό, το Φάκελος Βαλάτσι του Τέρενς Γιανγκ έχει την όψη ενός κινηματογραφικού έργου που δεν είχε ιδέες πριν τελειώσει και σχεδόν τελείωσε πριν ξεκινήσει».[15]
Μια θετική κριτική στο περιοδικό Variety ονόμασε την ταινία ως «ένα σκληρό, κατακλυσμένο από βία τεκμηριωμένο μελόδραμα του υποκόσμου» που «φέρει μια ωραία αφήγηση που την προβάλλει αμέσως ως μια σημαντική εγκληματική ταινία».[16] Ο Ρότζερ Ίμπερτ των Chicago Sun-Times έδωσε στην ταινία δυόμισι από τα τέσσερα αστέρια του και την αποκάλεσε «μια φιλόδοξη αλλά όχι εμπνευσμένη ταινία για την μαφία».[17]
Ο Τζιν Σίσκελ του Chicago Tribune απένειμε δύο από τα τέσσερα αστέρια και έγραψε: «Γενικά, το Φάκελος Βαλάτσι προσπαθεί να καλύψει πάρα πολλά χρόνια, και έτσι παρέχει λεπτή αναφορά σε κάθε εκδήλωση. Ως αποτέλεσμα, η ταινία υπονοεί δύναμη και βία, αλλά σπάνια το δείχνει. Η οπτική δύναμη του Νονού έχει αντικατασταθεί με ονόματα και ημερομηνίες χωρίς νόημα».[18] Ο Κέβιν Τόμας των Los Angeles Times απέρριψε την ταινία ως «δύο ώρες αδυσώπητης ταλαιπωρίας, που διακόπτεται από καιρό σε καιρό από άγρια βία».[19] Ο Γκάρι Άρνολντ της Washington Post δήλωσε ότι «η ταινία είναι δύσκαμπτη. Μπορεί να είναι δυνατό να φτιάξεις ένα πιο θαμπό γκανγκστερικό μελόδραμα, αλλά δεν θα ήθελα να παραμείνω στην προσπάθεια... Χρειάζεται μεγάλη ανικανότητα για να παραχθεί μια γκανγκστερική ταινία τόσο συναρπαστική». [20] Ο Τζον Ράισμπεκ έγραψε στο Μηνιαίο Κινηματογραφικό Δελτίο: «Προκαλώντας αναπόφευκτες συγκρίσεις με τον Νονό, η ταινία του Τέρενς Γιανγκ αποδεικνύεται αισθητά, ακόμη και εκπληκτικά, κατώτερη από αυτή του Κόπολα σε κάθε επίπεδο. Ο Γιάνγκ και ο σεναριογράφος του Στίβεν Γκέλερ, αν και πιστοί στο βιβλίο του Πίτερ Μάας, αναφερόμενοι σε έναν κατάλογο γεγονότων, και ονομάτων, αλλά αποτυγχάνοντας να αντιμετωπίσει το υλικό με οποιαδήποτε συνέπεια μορφής ή θέματος».[21]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.