Ιταλοαμερικανός γκάνγκστερ From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Σαλβατόρε Μαραντζάνο (αγγλικά: Salvatore Maranzano), (Καστελαμάρε ντελ Γκόλφο, 31 Ιουλίου 1886 - Νέα Υόρκη, 10 Σεπτεμβρίου 1931) ήταν Ιταλοαμερικανός γκάνγκστερ και μία από τις πιο διάσημες προσωπικότητες του οργανωμένου εγκλήματος το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, πρώτα στη Σικελία και έπειτα στην Αμερική, όπου έγινε ένα από τα πρώτα αφεντικά της Κόζα Νόστρα.[1]
Σαλβατόρε Μαραντζάνο | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 31 Ιουλίου 1886 Καστελαμάρε ντελ Γκόλφο |
Θάνατος | 10 Σεπτεμβρίου 1931 (45 ετών) Νέα Υόρκη |
Αιτία θανάτου | τραύμα από μαχαίρι και τραύμα από πυροβολισμό |
Συνθήκες θανάτου | ανθρωποκτονία |
Τόπος ταφής | κοιμητήριο του Αγίου Ιωάννου στο Κουίνς |
Εθνικότητα | Ιταλία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Ιταλίας Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Θρησκεία | Χριστιανισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | εγκληματίας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Αφεντικό όλων των αφεντικών, αρχιαφεντικό |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μαραντζάνο διέθετε μια πολύ επιβλητική παρουσία και ήταν σεβαστός από τους εγκληματίες του υποκόσμου. Γοητευμένος από τον Ιούλιο Καίσαρα και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Μαραντζάνο απολάμβανε να μιλάει με τους λιγότερο μορφωμένους ομολόγους του από την Αμερικανική Μαφία για αυτά τα θέματα. Εξαιτίας αυτού, απέκτησε το παρατσούκλι «Μικρός Καίσαρας» από τους ομολόγους του στον υπόκοσμο.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Καστελαμάρε ντελ Γκόλφο της Σικελίας, και επρόκειτο να γίνει ιερέας, αλλά έπειτα σε νεαρη ηλικία εντάχθηκε στη μαφία. Μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1925, έχοντας εγκατασταθεί στο Μπρούκλιν[2] και επίσημα ασχολήθηκε με μια νομική επιχείρηση ακινήτων, ενώ ασχολήθηκε επίσης με την παράνομη εμφιάλωση αλκοολ κατά την διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης.[3] Χρησιμοποιώντας την εταιρεία ακινήτων ως βιτρίνα για τις παράνομες δραστηριότητές του, ο Μαραντζάνο σύντομα ασχολήθηκε με την πορνεία και το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών.[2]
Για να προστατεύσει την εγκληματική αυτοκρατορία που είχε δημιουργήσει ο Μαραντζάνο, κήρυξε πόλεμο εναντίον του αντιπάλου του Τζο Μασερία, του τότε αφεντικού της Ιταλοαμερικανικής μαφίας, το 1930, ξεκινώντας μια αιματηρή σύγκρουση που έγινε γνωστή ως ο Πόλεμος του Καστελαμαρέζε.[2]
Στις αρχές του 1931, ο Λάκι Λουτσιάνο αποφάσισε να δολοφονήσει το αφεντικό του, Τζο Μασερία. Σε μια μυστική συμφωνία που εκανε με τον Μαραντζάνο, ο Λουτσιάνο συμφώνησε να οργανώσει το θάνατο του Μασερία σε αντάλλαγμα την παραλαβή εγκληματικών δραστηριοτήτων του Μασερία και ως δεύτερου αφεντικού του Μαραντζάνο.[2] Στις 15 Απριλίου, ο Λουτσιάνο προσκάλεσε τον Μασερία και δύο άλλους συνεργάτες του για να γευματίσουν στο εστιατόριο του Coney Island. Αφού τελείωσαν το γεύμα τους, οι γκάνγκστερς αποφάσισαν να παίξουν χαρτιά. Σε εκείνο το σημείο, σύμφωνα με τον θρύλο, ο Λουτσιάνο πήγε στο μπάνιο και τότε έκαναν την εμφάνιση τους τέσσερις ένοπλοι (Βίτο Τζενοβέζε, Άλμπερτ Αναστάζια, Τζο Άντονις και Μπάγκσυ Σίγκελ), όπου στη συνέχεια μπήκαν στην τραπεζαρία και πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Τζο Μασερία. Με την ευλογία του Μαραντζάνο, ο Λουτσιάνο ανέλαβε την αρχηγία της συμμορίας του Μασερία και έγινε υπολοχαγός του Μαραντζάνο.[2]
Με τον Μασερία να απομακρύνεται, ο Μαραντζάνο αναδιοργάνωσε τις ιταλικές αμερικανικές συμμορίες στη Νέα Υόρκη σε πέντε οικογένειες με επικεφαλής τους Λουτσιάνο, Προφάτσι, Γκαλιάνο, Μανγκάνο και την δικιά του.[2] Κάθε οικογένεια θα απαρτιζόνταν από ένα αφεντικό, τον υπαρχηγό, τους λοχαγούς, τους στρατιώτες και τους συνεργάτες, και θα πρέπει να αποτελούνταν μόνο από αντρες ιταλο-Αμερικανούς, ενώ οι συνεργάτες θα μπορούσε να προέλθουν από οποιοδήποτε υπόβαθρο.[2]
Ωστόσο, ο Μαραντζάνο κάλεσε μια συνάντηση των αφεντικών του εγκλήματος στο Wappingers Falls της Νέας Υόρκης και ανακήρυξε τον εαυτό του ως capo dei capi ("αφεντικό όλων των αφεντικών").[2] Ο Μαραντζάνο απέκτησε σημαντικές περιοχές ελέγχου επίσης από τις αντίπαλες οικογένειες υπέρ της δικιάς του. Ο Λουτσιάνο φάνηκε στην αρχή να δέχεται αυτές τις αλλαγές, αλλά απλώς προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να οργανωσει την δολοφονία του Μαραντζάνο.[2] Αν και ο Μαραντζάνο ήταν ελαφρώς πιο προνοητικός από τον Μασερία, ο Λουτσιάνο πιστεύε ότι ο Μαραντζάνο ήταν ακόμη πιο άπληστος και κρυμμένος από ό, τι ήταν ο Μασερία.[4]
Το σχέδιο του Μαραντζάνο, η αλαζονική του μεταχείριση των υφισταμένων του και η επιθυμία του να συγκρίνει την οργάνωσή του με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (προσπάθησε να μοντελοποιήσει την μαφία με την στρατιωτική διοίκηση του Καίσαρα) δεν διατηρησε καλές σχεσεις με τον Λουτσιάνο και τους φιλόδοξους φίλους του, όπως ο Βίτο Τζενοβέζε, ο Φρανκ Κοστέλο και άλλοι.[4] Παρά την υπεράσπισή του για τις σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμάτων στρατιωτών που κάνουν το μεγαλύτερο μέρος της παράνομης δραστηριοτητας μιας οικογένειας υπό την επίβλεψη ενός υπαρχηγού, κατά βάθος ο Μαραντζάνο ήταν ένας «μουστάς Πιτ» (όρος που αναφέρεται ως μαφιόζος παλιάς σχολής). Ήταν αντίθετος στη συνεργασία του Λουτσιάνο με εβραίους γκάνγκστερ όπως ο Μέγερ Λάνσκι και ο Μπεντζάμιν "Μπάγκσυ" Σίγκελ. Ο Λουτσιάνο και οι συνάδελφοί του είχαν την πρόθεση να οργανώσουν τις συμμορίες τους πριν απαλλαγούν από τον Μαραντζάνο.[4]
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1931, ο Μαραντζάνο συνειδητοποίησε ότι ο Λουτσιάνο ήταν απειλή για την Μαφία και προσέλαβε τον Βίνσεντ "Mad Dog" Κολ, έναν Ιρλανδό γκάνγκστερ, για να τον σκοτώσει. Ωστόσο, ο Τόμι Λουτσέζε προειδοποίησε τον Λουτσιάνο. Στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Μαραντζάνο διέταξε τον Λουτσιάνο και τον Τζενοβέζε να έρθουν στο γραφείο του στην 230 Park Avenue στο Μανχάταν. Ξέροντας ότι ο Μαραντζάνο σχεδίαζε να τους δολοφονήσει, ο Λουτσιάνο αποφάσισε να δράσει πρώτος. Έστειλε στο γραφείο του Μαραντζάνο τέσσερις Εβραίους γκάνγκστερ των οποίων τα πρόσωπα ήταν άγνωστα στους ανθρώπους του Μαραντζάνο. Είχαν εξασφαλιστεί με τη βοήθεια των Λάνσκυ και Σίγκελ.[5] Μεταμφιεσμένοι ως κυβερνητικοί πράκτορες, δύο από τους γκάνγκστερ αφόπλισαν τους σωματοφύλακες του Μαραντζάνο. Οι άλλοι δύο, με τη βοήθεια του Λουτσέζε, μαχαίρωσαν το αφεντικό της μαφίας πολλές φορές πριν τον πυροβολήσουν.[6] Αυτή η δολοφονία ήταν η πρώτη από αυτήν που αργότερα θα ονομαζόταν ως η «Νύχτα των Σικελικών Εσπερινών».
Αν και θα υπήρχαν λίγες αντιρρήσεις από τους μαφιοζους ο Λουτσιάνο να αποκτήσει τον τιτλο του capo di tutti capi, αυτός όμως κατάργησε τον τίτλο, πιστεύοντας ότι η θέση δημιούργησε προβλήματα μεταξύ των οικογενειών και θα έκανε τον εαυτό του στόχο για έναν άλλο φιλόδοξο αντίπαλο..[2] Ο Λουτσιάνο δημιούργησε στη συνέχεια την διαβόητη Επιτροπή για να λειτουργήσει ως κυβερνητικό όργανο για το οργανωμένο έγκλημα.[2]
Ο Μαραντζάνο είναι θαμμένος στο νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη, στο Κουίνς, της Νέας Υόρκης, κοντά στον τάφο του Λουτσιάνο.[7]
Οι μόνες γνωστές φωτογραφίες του Μαραντζάνο είναι από τη σκηνή του θανάτου του. Το 2009, ο συγγραφέας David Critchley είχε εντοπίσει την φωτογραφία που κάποτε ισχυριζόταν ότι ήταν του Μαραντζάνο, όπως αυτή του γκάνγκστερ Salvatore Messina με έδρα το Λονδίνο.[8] Τον Αύγουστο του 2019, ο Informer είχε εκδώσει μια άλλη φωτογραφία που πιστεύεται ότι ήταν του Μαραντζάνο, αλλά αργότερα απέσυρε τη δημοσιευση τον Σεπτέμβριο λόγω των ευρωπαίων ιστορικών που προσδιόρισαν την φωτογραφία ως αυτή του γερμανικού εγκληματία Peter Kurten.[9]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.