πόλη της Βουλγαρίας From Wikipedia, the free encyclopedia
To Ασένοβγκραντ ή Στενήμαχος (βουλγαρικά: Асеновград, έως το 1934 Станимака, Στανίμακα) είναι πόλη της νοτιοκεντρικής Βουλγαρίας. Έχει πληθυσμό 60.270 κατοίκων και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη, μετά τη Φιλιππούπολη, πόλη στην Περιφέρεια της Φιλιππούπολης. Απέχει 19 χιλιόμετρα νότια από τη Φιλιππούπολη και 150 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της χώρας Σόφια.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ασένοβγκραντ | ||
---|---|---|
| ||
Χώρα | Βουλγαρία[1] | |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Ασένοβγκραντ[2] | |
Έκταση | 78,012 km² | |
Υψόμετρο | 269 μέτρα | |
Πληθυσμός | 59.031 (15 Μαρτίου 2024)[3] | |
Ταχ. κωδ. | 4230 | |
Τηλ. κωδ. | 0331 | |
Ζώνη ώρας | Ώρα Ανατολικής Ευρώπης | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
To Ασένοβγκραντ ιδρύθηκε από τους Θράκες ως Στενήμαχος περί το 400-300 π.Χ. Κατά το 342 π.Χ. η περιοχή κατελήφθη από τους Μακεδόνες του Φίλιππου Β'. Το 72 π.Χ. η πόλη καταλήφθηκε από στρατεύματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής εξάπλωσης προς τη Μαύρη θάλασσα. Μετά από μακρά περίοδο ειρήνης, η πόλη καταστράφηκε από τους Γότθους το 251, αλλά ξαναχτίστηκε αργότερα. Το 395 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε δύο μέρη και η πόλη πέρασε στον έλεγχο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κατόπιν, οι Σλαβικές φυλές πλημμύρισαν την περιοχή (έως περίπου το 700) και κατέστησαν πλειοψηφία του πληθυσμού.
Κατά τη διάρκεια των πολέμων ανάμεσα στη Βουλγαρική και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η πόλη έγινε μείζον στρατιωτικό οχυρό των Βουλγάρων κυβερνητών. Εξαιτίας της όξυνσης των σχέσεων με τη Λατινική Αυτοκρατορία, το 1230 ο Βούλγαρος Τσάρος Ιβάν Ασέν Β' ενδυνάμωσε το τοπικό φρούριο Στανίμαχα και για αυτό η πόλη πήρε το όνομά του το 1934 (επί λέξει Πόλη του Ασέν). Μετά την κατάληψη της Βουλγαρίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εγκαταστάθηκαν στη Στενήμαχο Ρομά και Τούρκοι, που σήμερα αποτελούν το 15% του πληθυσμού του δήμου του Ασένοβγκραντ. Το 75% είναι Βούλγαροι και οι υπόλοιποι άγνωστης προέλευσης και άλλοι.
Μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη κατοικείτο κυρίως από Έλληνες[4]. Βούλγαροι από διάφορες περιοχές της Ελλάδας εγκαταστάθηκαν στο Ασένοβγκραντ, ενώ οι Έλληνες κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς, τη Δράμα, τη Θέρμη και τη Νάουσα στη Μακεδονία. Σήμερα λίγο έξω από την πόλη της Νάουσας υπάρχει χωριό με το όνομα Στενήμαχος, του οποίου οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους έλκουν τις ρίζες τους από τη Στενήμαχο της Βουλγαρίας καθώς το χωριό ιδρύθηκε από 115 οικογένειες Ελλήνων που έφυγαν με την συνθήκη του Νειγύ από την περιοχή εκείνη, ενώ η Νάουσα και το Κιλκίς έχουν αδελφοποιηθεί με το Ασένοβγκραντ. Επίσης, πρόσφυγες από την Στενήμαχο εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Δράμας όπου δημιούργησαν τον συνοικισμό Νέα Στενήμαχος ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Θέρμη Θεσσαλονίκης[5].
Στo Ασένοβγκραντ γεννήθηκαν:
Η πόλη είναι προορισμός θρησκευτικού και πολιτιστικού τουρισμού. Τα κύρια αξιοθέατά της είναι τα μοναστήρια Μπάτσκοβο, Αγίας Πέτκα, Αράποβ και Αγ.Κίρικ. Γύρω από την πόλη υπάρχουν 5 μοναστήρια, 18 εκκλησίες και 58 παρεκκλήσια (από τα οποία η πόλη πήρε το προσωνύμιο "ΜΙκρή Ιερουσαλήμ"), υπάρχουν επίσης ιστορικό, εθνογραφικό και παλαιοντολογικό μουσείο και 2 χιλιόμετρα από την πόλη το Κάστρο του Ασέν.
Έξω από την πόλη είναι οι 40 Πηγές, κυνηγετικό και αλιευτικό θέρετρο. Το κλίμα είναι πολύ ευχάριστο το χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι, πράγμα που έκανε την πόλη και τα περίχωρά της πολύ ελκυστική για τον τουρισμό. Τα νοτιοανατολικά τμήματα της πόλης είναι γνωστά ως τουριστικός προορισμός και για την αστική τους ανάπτυξη, όπως το Παρακόλοβο και το σύνολο των 40 Πηγών.
Στα τέλη του 20ού αιώνα η πόλη ήταν γνωστή για μια από τις πρώτες Βουλγαρικές ντίσκο, τη Τζουμμπάρε, με 600 θέσεις και κυκλική πίστα, που ολοκληρώθηκε το 1977 και βρισκόταν στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Ασένοβετς, που έχει πλήρως ανακάμψει, αλλά η ντίσκο δεν υπάρχει πια.
Το Παλαιοντολογικό μουσείο της πόλης υπάγεται στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βουλγαρίας. Ιδρύθηκε το 1990 και έχει μια από τις μεγαλύτερες παλαιοντολογικές συλλογές της χώρας. Μεταξύ των εκθεμάτων είναι τίγρη με κυνόδοντες, τίγρη μεταϊλούριος, δεινοθηρίο, αρκούδα-ινδάρκτος και άλλα.
Το Κάστρο του Ασέν βρίσκεται 2 χιλιόμετρα νότια τη κυρίως πόλης, στη Ροδόπη, σε μια βραχώδη κορυφογραμμή, στην αριστερή όχθη του Ποταμού Ασένιτσα.
Τα αρχαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούνται από την εποχή των Θρακών, ενώ η περιοχή του κάστρου είχε κατοικηθεί επίσης κατά την Αρχαία Ρωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Το κάστρο απέκτησε μεγαλύτερη σημασία το Μεσαίωνα, αναφερόμενο για πρώτη φορά στο καταστατικό του Μοναστηριού Μπάτσκοβο ως Πέτριτς τον 11ο αιώνα. Το κάστρο καταλήφθηκε από τις στρατιές της Γ΄ Σταυροφορίας.
Ανακαινίσθηκε σε μεγάλο βαθμό το 13ο αιώνα (για την ακρίβεια το 1231), επί της βασιλείας του Βούλγαρου Τσάρου Ιβάν Ασέν Β΄, για να λειτουργεί ως οχύρωση των συνόρων έναντι των Λατινικών επιδρομών, όπως προκύπτει από μια επίτοιχη επιγραφή οκτώ γραμμών. Από την περίοδο αυτή έχουν ανασκαφεί τα θεμέλια οχυρωματικών τειχών (τα εξωτερικά πάχους 2,9 μ., διατηρημένα σε ύψος 3 μ., αρχικού ύψους 9-12 μ.), ενός φεουδαρχικού πύργου, 30 δωματίων και 3 υδατοδεξαμενών.
Το καλύτερα διατηρημένο και σημαντικότερο στοιχείο του Κάστρου του Ασέν είναι η Εκκλησία της Θεομήτορος από το 12ο-13ο αιώνα. Είναι μια διώροφη μονόκλιτη σταυροειδής με τρούλο κατασκευή, με ένα μεγάλο νάρθηκα και ένα μεγάλο ορθογώνιο πύργο και διαθέτει τοιχογραφίες από το 14ο αιώνα. Οι εργασίες συντήρησης και μερικής αποκατάστασης στην εκκλησία ολοκληρώθηκαν το 1991 (ολόκληρο το κάστρο αφέθηκε να ρημάξει μετά την Οθωμανική κατάκτηση το 14ο αιώνα και μόνο η εκκλησία παρέμεινε όρθια στην αρχική της μορφή, καθώς χρησιμοποιείτο από τους ντόπιους Χριστιανούς) και τώρα λειτουργεί κανονικά ως Βουλγαρική Ορθόδοξη εκκλησία.
Καταληφθέν από τους Βυζαντινούς μετά το θάνατου του Ιβάν Ασέν Β΄, το κάστρο πέρασε πάλι στα χέρια των Βουλγάρων την εποχή του Ιβάν Αλεξάνταρ το 1344, για να καταληφθεί και να καταστραφεί από τους Οθωμανούς κατά την κυριαρχία τους στη Βουλγαρία.
Το Μοναστήρι Μπάτσκοβο, αρχικά Μοναστήρι Πετριτσόνι ή Μοναστήρι Θεομήτορος Πετριτσονίτισας, είναι σημαντικό μνημείο Χριστιανικής αρχιτεκτονικής και ένα από τα μεγαλύτερα και αρχαιότερα Ορθόδοξα μοναστήρια στην Ευρώπη. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Ποταμού Ασένιτσα (ή Τσεπελάρε), 189 χλμ. από τη Σόφια και 10 χλμ. νότια του Ασένοβγκραντ και υπάγεται άμεσα στην Ιερά Σύνοδο της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το μοναστήρι είναι γνωστό και θεωρείται ως μοναδικός συνδυασμός Βυζαντινού, Γεωργιανού και Βουλγαρικού πολιτισμού, ενωμένων από την κοινή πίστη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.