Γάλλος κληρικός, ευγενής και πολιτικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Καρδινάλιος Ρισελιέ (Αρμάν Ζαν ντυ Πλεσί, δούκας του Ρισελιέ και του Φρονσάκ, Armand Jean du Plessis, cardinal-duc de Richelieu et de Fronsac, 9 Σεπτεμβρίου 1585 – 4 Δεκεμβρίου 1642) ήταν Γάλλος κληρικός, ευγενής και πολιτικός.
Η Αυτού Μεγάλη Μακαριότητα Αρμάν Ζαν ντυ Πλεσί του Ρισελιέ | |
---|---|
Επίσκοπος της Λουσόν | |
Προσωπογραφία του καρδιναλίου Ρισελιέ από τον Φιλίπ ντε Σαμπαίν (1637) | |
Από | 18 Δεκεμβρίου 1606 |
Έως | 29 Απριλίου 1624 |
Προκάτοχος | Αλφόνς Λουί ντυ Πλεσί του Ρισελιέ |
Διάδοχος | Καρδινάλιος Μαζαρέν |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 9 Σεπτεμβρίου 1585 Παρίσι, Βασίλειο της Γαλλίας |
Θάνατος | 4 Δεκεμβρίου 1642 (57 ετών) Παρίσι, Βασίλειο της Γαλλίας |
Υπογραφή | |
Δόγμα | Καθολική Εκκλησία |
Προσφωνήσεις του Αρμάν Ζαν ντυ Πλεσί, Καρδιναλίου του Ρισελιέ | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Μακαριότατος |
Προφορική προσφώνηση | Μακαριότατε |
Εναλλακτική προσφώνηση | Καρδινάλιος |
Το 1608, σε ηλικία 23 ετών, χειροτονήθηκε επίσκοπος και αργότερα ασχολήθηκε με την πολιτική. Σύντομα αναρριχήθηκε τόσο στην Καθολική Εκκλησία όσο και στη γαλλική κυβέρνηση, καθώς το 1622 έγινε καρδινάλιος και το 1624 πρωθυπουργός του Λουδοβίκου ΙΓ'. Παρέμεινε στη θέση του μέχρι τον θάνατό του το 1642, οπότε τον διαδέχθηκε ο Καρδινάλιος Μαζαρέν.
Ως πρωθυπουργός επιχείρησε να κάνει μεγάλη τη Γαλλία με το να συγκεντρώσει όλη την εξουσία και την κρατική δύναμη στα χέρια του βασιλιά και στα δικά του. Δεν προσποιήθηκε καθόλου ότι κυβερνά συνταγματικά και χρησιμοποίησε τη δύναμή του για να ακολουθήσει επιθετική εξωτερική πολιτική. Ήταν ο πραγματικός ιδρυτής της δεσποτικής μοναρχίας, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με τον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Σπουδαίος προστάτης της γαλλικής λογοτεχνίας, αυτός ίδρυσε τη Γαλλική Ακαδημία το 1635.
Γεννημένος στο Παρίσι, ο Αρμάν ντυ Πλεσί (Armand du Plessis) (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά και ο τελευταίος από τους τρεις υιούς του Φρανσουά ντυ Πλεσί και της Συζάν ντε λα Πορτ. Τα μέλη της οικογενείας του ήταν μικροευγενείς από την επαρχία του Πουατού[1]. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και αυλικός και υπηρέτησε ως Μέγας Κοσμήτορας της Γαλλίας[2]. Το 1590, όταν ο Ρισελιέ ήταν 5 ετών, ο πατέρας του σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων αφήνοντας την οικογένεια σε δεινή οικονομική κατάσταση[3]. Εξαιτίας της κακοδιαχείρισης αλλά και των συνεπειών των θρησκευτικών πολέμων (1562-1598) οι πόροι της οικογένειας Ντυ Πλεσί είχαν περιοριστεί στα έσοδα από την Επισκοπή της Λυσόν, την οποία είχε παραχωρήσει στον πατέρα Ντυ Πλεσί ο βασιλιάς Ερρίκος Γ΄[4].
Στην ηλικία των 9 ετών, ο Ρισελιέ γράφτηκε σε κολλέγιο για να σπουδάσει φιλοσοφία[5] και στη συνέχεια άρχισε να εκπαιδεύεται για στρατιωτική καριέρα[6]. Όμως για να διατηρηθεί το κληρονομικό δικαίωμα της οικογένειας στα έσοδα της επισκοπής έπρεπε ένας από τους γιους να ακολουθήσει τον ιερατικό κλάδο. Ο πρώτος γιος, ο Ανρί Ντυ Πλεσί, ήταν δικαιωματικά κληρονόμος του φέουδου του Ρισελιέ. Έτσι, η μητέρα του Ρισελιέ πρότεινε στον δεύτερο γιο της, τον Αλφόνς, να γίνει επίσκοπος της Λυσόν[7]. Όμως ο Αλφόνς, καθώς δεν είχε καμία επιθυμία να γίνει επίσκοπος, επέλεξε τον μοναστικό βίο[8]. Έτσι, το 1608, σε ηλικία 23 ετών, ο Ρισελιέ χειροτονήθηκε επίσκοπος και αμέσως έδωσε δείγματα της στιβαρής πυγμής του στην επισκοπή του καθότι έγινε ο πρώτος επίσκοπος στη Γαλλία που εφάρμοσε τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που ορίστηκαν από τη Σύνοδο του Τρέντο[9].
Υπέρμετρα φιλόδοξος αλλά ταυτόχρονα προικισμένος με ατσάλινη θέληση και ακούραστη εργατικότητα, ο Ρισελιέ παρά την εύθραυστη υγεία του κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της επαρχίας.
Με τη δολοφονία του Ερρίκου Δ' το 1610 οι θρησκευτικές έριδες που εξακολουθούσαν να ταλανίζουν τη Γαλλία οξύνθηκαν. Η αντιβασιλεία της Μαρίας των Μεδίκων, μητέρας του ανηλίκου Λουδοβίκου ΙΓ΄, αποδείχθηκε ανίκανη και διεφθαρμένη και οι διάφοροι ευγενείς και αξιωματούχοι προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τις προσωπικές τους επιδιώξεις σε βάρος των συμφερόντων της χώρας.
Το 1614 παρουσιάστηκε η μεγάλη ευκαιρία για τον νεαρό επίσκοπο της Λυσόν. Τότε οι κληρικοί της επαρχίας Πουατού ζήτησαν από τον Ρισελιέ να τους εκπροσωπήσει στη Συνέλευση των Τριών Τάξεων. Εκεί ο Ρισελιέ αποδείχθηκε ο πιο εξέχων κληρικός, υποστηρίζοντας την υιοθέτηση των διαταγμάτων της Συνόδου του Τρέντο σε όλη τη Γαλλία[10] και αναλαμβάνοντας τη δύσκολη αποστολή να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα. Στο τέλος της συνέλευσης, η τάξη των κληρικών τον επέλεξε για να εκφωνήσει τις αποφάσεις της[11]. Ευφυής, εύστροφος και καλός ρήτορας, ο Ρισελιέ εντυπωσίασε όχι μόνο τα μέλη της συνέλευσης αλλά και την ίδια τη βασιλομήτορα, τη Μαρία των Μεδίκων, που ήταν και αντιβασίλισσα. Με την επιρροή τη δική της, ο Ρισελιέ κέρδισε μια θέση στην Αυλή ως προσωπικός πνευματικός της βασίλισσας Άννας της Αυστριακής, συζύγου του Λουδοβίκου ΙΓ'[12].
Ωστόσο η ιεροσύνη δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τον Ρισελιέ. Πολύ σύντομα τα καθήκοντα του πνευματικού αντικαταστάθηκαν με τα καθήκοντα του γραμματέα (υπουργού) του Πολέμου και των Εξωτερικών. Ο Ρισελιέ ανέβηκε πολιτικά υπηρετώντας πιστά τον Κοντσίνο Κοντσίνι, τον πιο ισχυρό υπουργό του βασιλείου[13]. Όμως τον Απρίλιο του 1617, μετά από δολοπλοκία ευγενών και κυρίως του ευνοούμενου του Λουδοβίκου ΙΓ΄ Σαρλ ντ'Αλμπέρ, ο Κοντσίνι δολοφονήθηκε και η Μαρία των Μεδίκων ανατράπηκε με εντολή του γιου της, Λουδοβίκου ΙΓ΄. Με τον προστάτη του νεκρό, ο Ρισελιέ έχασε την εξουσία του και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Λυσόν. Στη συνέχεια ο βασιλιάς τον εξόρισε στην παπική πόλη της Αβινιόν, όπου ο Ρισελιέ, για να καταπραΰνει την πίκρα του και την οργή του άρχισε να συγγράφει, δραστηριότητα που τη συνέχισε κατά καιρούς ως το τέλος της ζωής του.
Το 1619 η Μαρία των Μεδίκων δραπέτευσε από το ανάκτορο του Μπλουά, όπου ήταν αιχμάλωτη, και ηγήθηκε μία αριστοκρατικής επανάστασης ενάντια στον γιο της, βασιλιά Λουδοβίκο ΙΓ΄. Τότε ο βασιλιάς, με ανάμεικτα αισθήματα προς τον Ρισελιέ, τον ανακάλεσε στην Αυλή πιστεύοντας ότι ήταν σε θέση να μεταπείσει τη μητέρα του. Ο Ρισελιέ πέτυχε στην αποστολή του, συμφιλιώνοντας τον βασιλιά με τη μητέρα του[14].
Ο Ρισελιέ άρχισε σιγά σιγά να γίνεται παντοδύναμος. Το 1622 ο βασιλιάς τον πρότεινε για καρδινάλιο και ο Πάπας Γρηγόριος ΙΕ΄ συμφώνησε χρίζοντάς τον καρδινάλιο στις 19 Απριλίου 1622[15]. Στις 29 Απριλίου του 1624 ο Ρισελιέ διορίστηκε στο υπουργικό συμβούλιο του βασιλιά ως γραμματέας του Ναυτικού και του Εμπορίου[16]. Στις 13 Αυγούστου του ίδιου έτους, και σε ηλικία 39 ετών, ο καρδινάλιος Ρισελιέ έγινε πρωθυπουργός (όμως διορίστηκε επίσημα πρόεδρος του συμβουλίου τον Νοέμβριο του 1629)[17].
Ο Ρισελιέ κατάλαβε ότι το στέμμα της Γαλλίας είχε χάσει μεγάλο μέρος από το κύρος του από την εποχή που βασίλευε ο Ερρίκος Δ΄. Πιστεύοντας ότι "οι βασιλιάδες είναι η ζωντανή εικόνα του Θεού", έβαλε σαν πρώτο του σκοπό να αποκαταστήσει τη μοναρχία στην παλιά της αίγλη. Σ' όλο το διάστημα της πρωθυπουργίας του δεν κάλεσε ούτε μία φορά τα μέλη του Κοινοβουλίου σε σύσκεψη, και καθώς ο Λουδοβίκος ήταν αδύνατος και άβουλος, ο Ρισελιέ έμεινε ο απόλυτος κυβερνήτης της Γαλλίας[18].
Η πολιτική του καρδινάλιου Ρισελιέ περιλάμβανε δύο πρωταρχικούς στόχους: τη συγκεντρωτική διοίκηση στη Γαλλία[19] και την αντίθεση στη δυναστεία των Αψβούργων (η οποία κυβερνούσε την Αυστρία και την Ισπανία)[20].
Το 1626 διέταξε να γκρεμιστούν όλα τα οχυρωμένα κάστρα, με μόνη εξαίρεση εκείνων που ήταν απαραίτητα για την άμυνα ενάντια σε εισβολείς[21]. Έτσι στέρησε από τους πρίγκιπες, τους δούκες και άλλους αριστοκράτες, σημαντικές αμυντικές θέσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ενάντια στα στρατεύματα του βασιλιά σε περίπτωση εξέγερσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο Ρισελιέ να γίνει μισητός από την πλειοψηφία της αριστοκρατίας.
Ένα άλλο εμπόδιο για τη συγκέντρωση της εξουσίας ήταν ο θρησκευτικός διχασμός στη Γαλλία. Οι Ουγενότοι, μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές και θρησκευτικές παρατάξεις στη χώρα, έλεγχαν μία σημαντική στρατιωτική δύναμη και ήταν σε εξέγερση[22]. Το 1627, ο Ρισελιέ διέταξε τον στρατό να πολιορκήσει την πόλη Λα Ροσέλ, όπου, με τη βοήθεια του βασιλιά της Αγγλίας Καρόλου A΄, είχαν οχυρωθεί οι επαναστατημένοι Ουγενότοι[23]. Η πόλη έπεσε μετά από ένα χρόνο (το 1628) αλλά οι Ουγενότοι συνέχισαν τον αγώνα. Ύστερα, αφού κατέστειλε και τις άλλες εξεγέρσεις τους, ο Ρισελιέ, χωρίς να θίξει τα θρησκευτικά τους δικαιώματα τα οποία τους είχε παραχωρήσει ο Ερρίκος Δ' το 1598 με το Έδικτο της Νάντης, πρότεινε στον Λουδοβίκο και τον έπεισε να υπογράψει άλλο διάταγμα (28 Ιουνίου 1629) το οποίο στερούσε από τους Ουγενότους τα πολιτικά και τα στρατιωτικά τους δικαιώματα.
Αφού αφόπλισε τους Ουγενότους, ο Ρισελιέ στράφηκε προς τους μεγαλοευγενείς και εξουδετέρωσε όλους εκείνους που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την απόλυτη βασιλική εξουσία. Το 1630 ματαίωσε μία προσπάθεια της βασιλομήτορος και των ευγενών να πείσουν τον βασιλιά να τον διώξει[24]. Η Μαρία των Μεδίκων εξορίστηκε στην Κομπιέν και πολλοί από τους ευγενείς φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν. Ο Ρισελιέ εξακολούθησε να καταπνίγει με μεγάλη σκληρότητα διάφορες τέτοιες συνωμοσίες. Το 1632, λόγου χάρη, καρατομήθηκε ο Ερρίκος Β΄ του Μονμορανσύ, ο οποίος είχε τολμήσει να εξεγερθεί κατά του θρόνου. Εξουδετερώνοντας τους ισχυρούς ευγενείς και επανδρώνοντας τον μηχανισμό της διοίκησης με ανθρώπους του, ο Ρισελιέ κατόρθωσε να διασφαλίσει την εσωτερική συνοχή της χώρας και να σταθεροποιήσει την απόλυτη εξουσία του βασιλιά.
Η εξωτερική πολιτική του Ρισελιέ είχε σκοπό να αποκαταστήσει την επιρροή και τη δύναμη της Γαλλίας στην Ευρώπη και κυρίως στην Αυστρία και την Ισπανία. Πριν την άνοδο του Ρισελιέ στην εξουσία, οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης είχαν εμπλακεί στον Τριακονταετή Πόλεμο. Η Γαλλία δεν ήταν ανοιχτά σε πόλεμο με τους Αψβούργους, ο οποίοι κυβερνούσαν την Ισπανία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και γι' αυτό οι βοήθειες και οι ενισχύσεις δίνονταν στους αντιπάλους τους κρυφά[25].
Το 1629 ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπέταξε πολλούς από τους Προτεστάντες αντιπάλους του στη Γερμανία. Ο Ρισελιέ, θορυβημένος από την επιρροή του Φερδινάνδου, και παρότι καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δεν δίστασε να προτρέψει τους Σουηδούς προτεστάντες να εισβάλλουν στη Γερμανία, ενισχύοντάς τους οικονομικά[26]. Για να αντιμετωπίσει τα στρατιωτικά έξοδα, ο Ρισελιέ επέβαλε φόρο στο αλάτι και στην ακίνητη περιουσία[27]. Για να κάνει πιο αποτελεσματική την είσπραξη των φόρων και για να περιορίσει τη διαφθορά στο ελάχιστο δυνατό, παρέκαμψε τους τοπικούς εφοριακούς αντικαθιστώντας τους με υπαλλήλους στην άμεση υπηρεσία του στέμματος[28]. Η οικονομική πολιτική του Ρισελιέ προκάλεσε διάφορες εξεγέρσεις, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με αγριότητα[29].
Ο Ρισελιέ συνέβαλε σημαντικά στη μετατροπή του Τριακονταετούς Πολέμου από μία σύγκρουση Προτεσταντών εναντίον Καθολικών σε πόλεμο εναντίον της ηγεμονίας των Αψβούργων[30]. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του πέτυχε μεγάλες νίκες εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού της Γερμανίας. Σ' αυτή τη διαμάχη η Γαλλία στράγγιξε αποτελεσματικά τους πόρους της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και την οδήγησε αμείλικτα στην πτώχευση[31]. Ο ίδιος ωστόσο δεν μπόρεσε να δρέψει τους καρπούς των κόπων του. Το όραμά του υλοποιήθηκε μετά τον θάνατό του, με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, το 1648.
Ο Ρισελιέ δυσαρεστήθηκε από την άρνηση του Πάπα Ουρβανού Η΄ να τον ονομάσει απεσταλμένο του Πάπα στη Γαλλία[32]. Όμως παρά τις ταραγμένες σχέσεις του με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ο Ρισελιέ δεν υποστήριξε την αποκήρυξη της παπικής εξουσίας στη Γαλλία[33].
Ο Ρισελιέ υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος πολιτικός στην ιστορία της Γαλλίας. Ωστόσο τον μίσησαν οι πάντες. Γλίτωσε από δεκάδες απόπειρες δολοφονίας, και παρά την κακή υγεία του κατόρθωσε να ζήσει 57 χρόνια.
Από την παιδική ηλικία, η υγεία του Ρισελιέ ήταν εύθραυστη με αποτέλεσμα ο ίδιος να περνά συχνά περιόδους κακής υγείας. Για πολλά χρόνια υπέφερε από πυρετούς (ενδεχομένως ελονοσία), φυματίωση με συρίγγιο και ημικρανίες. Τελικά πέθανε από μόλυνση λόγω σταφυλόκοκκου στις 4 Αυγούστου 1642. Ωστόσο πρόλαβε να υποδείξει ως διάδοχό του τον Μαζαρέν, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο πιστούς οπαδούς του[34].
Το Παρεκκλήσιο της Σορβόνης, το οποίο χτίστηκε από τον Ζακ Λεμερσιέ, αποτελεί μνημείο αφιερωμένο στον Ρισελιέ, του οποίου το οικόσημο βρίσκεται στα στηρίγματα του τρούλου και στον μαρμάρινο τάφο του.
Ο Ρισελιέ ήταν διάσημος προστάτης των τεχνών. Ο ίδιος ήταν συγγραφέας διάφορων θρησκευτικών και πολιτικών έργων και αρκετά καλός ζωγράφος και μουσικός. Επιπλέον έστειλε αντιπροσώπους του στο εξωτερικό[35] προς αναζήτηση βιβλίων και χειρογράφων για να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη του. Στη διαθήκη του όρισε πως η βιβλιοθήκη του θα πρέπει να είναι χρήσιμη όχι μόνο για την οικογένειά του, αλλά να είναι ανοικτή σε σταθερές ώρες για τους μελετητές. Η βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στη Σορβόνη το 1660[36]. Ο Ρισελιέ υπήρξε μέντορας πολλών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και του περίφημου θεατρικού συγγραφέα Πιέρ Κορνέιγ[37]. Επίσης, το 1635 ίδρυσε τη Γαλλική Ακαδημία[38].
Ο Ρισελιέ επέβλεψε την κατασκευή του δικού του παλατιού στο Παρίσι, του Παλαί Καρντινάλ[39], το οποίο το 1642 κληροδοτήθηκε στον βασιλιά και είναι το γνωστό σήμερα Παλαί Ρουαγιάλ.
Η θητεία του Ρισελιέ ήταν μία κρίσιμη περίοδος για τη μεταρρύθμιση στη Γαλλία. Πριν απ' αυτόν, η πολιτική δομή της χώρας ήταν σε μεγάλο βαθμό φεουδαρχική, με ισχυρούς ευγενείς και ευρεία ποικιλία νόμων σε διάφορες περιοχές[40]. Κατά περιόδους, ορισμένα τμήματα της αριστοκρατίας συνωμότησαν εναντίον του βασιλιά, ανέπτυξαν ιδιωτικούς στρατούς και συμμάχησαν με ξένες δυνάμεις. Το σύστημα αυτό έδωσε τη θέση του στην κεντρική εξουσία υπό τον Ρισελιέ[41].
Ο Ρισελιέ, αμείλικτος στους εχθρούς του, αλλά και μεγάλος πολιτικός με εξαιρετικές ικανότητες, αποκατέστησε την ισχύ του γαλλικού στέμματος, χάρισε τάξη και ενότητα στη χώρα, εξασφάλισε για τη Γαλλία μιαν ηγετική θέση στα ζητήματα της Ευρώπης και προστάτεψε τις Καλές Τέχνες. Πίστευε ότι ο σκοπός για την ανάπτυξη του έθνους δικαιολογούσε τα μέσα, και αυτό τον οδήγησε να καταστρέψει χωρίς οίκτο πολλές από τις τοπικές ελευθερίες της Γαλλίας, να καταπιέσει τη χώρα με φόρους και να συντρίψει κάθε μορφή συνταγματικής διακυβέρνησης. Λογόκρινε τον Τύπο[42], θέσπισε ένα μεγάλο δίκτυο εσωτερικών κατασκόπων, απαγόρευσε τη συζήτηση πολιτικών θεμάτων στις δημόσιες συνελεύσεις, και όσοι τόλμησαν να συνωμοτήσουν εναντίον του οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη και εκτελέστηκαν.
Ωστόσο κανένα από τα συμφέροντα της Γαλλίας δε θυσιάστηκε ποτέ στις προσωπικές του φιλοδοξίες. "Υπήρξα αυστηρός σε μερικούς", έλεγε, "για να είμαι καλός σε όλους". Και πραγματικά, φαίνεται ότι ταύτιζε τον εαυτό του ολοκληρωτικά με το κράτος. Το 1642, λίγο πριν τον θάνατό του, είπε: "Δεν είχα ποτέ κανέναν άλλον εχθρό, παρά μόνον τους εχθρούς του κράτους".
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.