βασιλιάς της Αραγωνίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιάκωβος Α΄ της Αραγώνας, γνωστός και ως Ιάκωβος ο Κατακτητής (ισπανικά: Jaime I de Aragón el Conquistador, αραγωνικά: Chaime I d'Aragón, καταλανικά: Jaume I el Conqueridor, 2 Φεβρουαρίου 1208 - 27 Ιουλίου 1276) ήταν Βασιλιάς της Αραγωνίας, Κόμης της Βαρκελώνης και κύριος του Μονπελιέ (1213 - 1276), Βασιλιάς της Μαγιόρκας (1231 - 1276), Βασιλιάς της Βαλένθια (1238 - 1276), Κόμης της Σερδάνια (1212 - 1242) και Κόμης της Ουρζέλ (1231 - 1236). Η βασιλεία του ξεκίνησε στο δέκατο έτος της ηλικίας του και μετά τον θάνατό του θάφτηκε στο βασιλικό μοναστήρι της Αγίας Μαρίας του Πομπλέτ.
Ιάκωβος Α΄ | |
---|---|
Περίοδος | 12 Σεπτεμβρίου 1213 - 27 Ιουλίου 1276 |
Προκάτοχος | Πέτρος Β΄ της Αραγωνίας |
Διάδοχος | Πέτρος Γ΄ της Αραγωνίας |
Βασιλιάς της Μαγιόρκας | |
Κύριος του Μονπελιέ | |
Γέννηση | 2 Φεβρουαρίου 1208 Μονπελιέ |
Θάνατος | 27 Ιουλίου 1276 (68 ετών) Αλθίρα, Βασίλειο της Βαλένθια |
Τόπος ταφής | Μονή Πομπλέτ |
Σύζυγος | Ελεονώρα της Καστίλης Γιολάνδη της Ουγγαρίας Τερέσα Χιλ δε Βιδάουρε |
Επίγονοι | Γιολάντα Κωνσταντία Πέτρος Γ΄ της Αραγωνίας Ιάκωβος Β΄ της Μαγιόρκας Ισαβέλλα Σάντσο |
Οίκος | Οίκος της Βαρκελώνης |
Πατέρας | Πέτρος Β΄ της Αραγωνίας |
Μητέρα | Μαρία του Μονπελιέ |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Υπέταξε τη μουσουλμανική Βαλένθια και τις Βαλεαρίδες νήσους και ίδρυσε αντίστοιχα τα βασίλεια της Βαλένθια και της Μαγιόρκας, που εντάχθηκαν στην ευρύτερη συνομοσπονδία του Στέμματος της Αραγώνας. Ήταν ο μονάρχης που έθεσε τέλος στην παραδοσιακή Οξιτανική πολιτική των Κόμητων της Βαρκελώνης με τη Συνθήκη του Κορμπέιγ επιτρέποντας στην Ανδεγαυική Γαλλία να ενσωματώσει τα Οξιτανικά εδάφη και να αποκτήσει ισχυρό έρεισμα στη Μεσόγειο. Η διαθήκη του διέσπασε την ενότητα των εδαφών του Στέμματος και δημιούργησε το Βασίλειο της Μαγιόρκας, που με πρωτεύουσα τη βορειοκαταλανική πόλη Περπινιάν έζησε για περίπου ογδόντα χρόνια ημι-ανεξάρτητο από τις λοιπές Αραγωνικές κτήσεις.
Είναι ο συγγραφέας ενός εκ των τεσσάρων μεγάλων χρονικών του Στέμματος της Αραγώνας. του 'Βιβλίου των Πράξεων' (Llibre dels feys) στο οποίο περιγράφει μεγάλο μέρος της ζωής του.
Ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αραγώνας και τιτλούχου του ομώνυμου στέμματος, Πέτρου Β΄ και της Μαρίας του Μονπελιέ, από τους οποίους έμεινε στα πέντε του το 1213. Υπήρξε ο πατέρας του Πέτρου του Μέγα της Αραγωνίας και του Ιάκωβου Β΄ της Μαγιόρκας.
Ο Ιάκωβος Α΄ γεννήθηκε στο Παλάτι των Τορναμίρα στο Μονπελιέ τη νύχτα της 1ης Φεβρουαρίου 1208. Αρχικά του δόθηκε το όνομα Πέτρος, παραδοσιακό όνομα των βασιλέων της Αραγώνας. Έτσι αναφέρεται στα γαμήλια συμβόλαια που υπέγραψε ο πατέρας του και ως Πέτρος Ιάκωβος αναφέρεται στο βιβλίο Gesta comitum Barchinonensium et Regum Aragonum. Το όνομα Ιάκωβος δεν είχε ποτέ άλλοτε χρησιμοποιηθεί ούτε από τον οίκο της Βαρκελώνης μα ούτε και από τους προγόνους της μητέρας του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η τελευταία ήταν αυτή που τον ονόμασε Ιάκωβο, όταν, αφού είχε τοποθετήσει δώδεκα κεριά με τα ονόματα των μαθητών του Ιησού Χριστού, αυτό με το όνομα του αποστόλου Ιακώβου ήταν αυτό που έσβησε τελευταίο.
Μετά τη νίκη των χριστιανικών στρατευμάτων εναντίον των Αλμοαδών στη μάχη στην τοποθεσία Νάβας ντε Τολόσα, ο Πέτρος Β΄ της Αραγωνίας βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα που προέκυψε από την αντικαθαρική σταυροφορία στην ευρύτερη περιοχή της Οξιτανίας. Παρότι ο ίδιος ήταν επίσημα υποτελής στον Πάπα, εξ’ ου και το προσωνύμιό του «Καθολικός», αναγκάστηκε να τρέξει σε βοήθεια των φιλικών προς την αίρεση των Καθαρών, οξιτανικών κομητειών της Τουλούζης, του Φουά, του Κομένζ και του Μπεάρν, που πρόσφατα είχαν γίνει υποτελής του Στέμματος της Αραγώνας. Οι κομητείες αυτές βρίσκονταν αντιμέτωπες με τα σταυροφορικά στρατεύματα υπό τον Σιμόν ντε Μονφόρ. Αρχικά, ο βασιλιάς της Αραγώνας προσπάθησε να βρει μια ειρηνική λύση στη διένεξη με τους σταυροφόρους και στα πλαίσια αυτής της πολιτικής παρέδωσε ως εγγύηση τον μοναδικό του γιο και διάδοχο, Ιάκωβο. Ωστόσο, οι σταυροφόροι, αφού έθεσαν το νεαρό διάδοχο όμηρο στην Καρκασόν, συνέχισαν τις εχθροπραξίες εναντίον των υποτελών του Στέμματος. Τέτοιες ενέργειες οδήγησαν στη μάχη του Μυρέτ, όπου τα αραγωνικά στρατεύματα ηττήθηκαν και ο βασιλιάς Πέτρος πέθανε στη μάχη.
Η υποτέλεια του Στέμματος στον Πάπα, ήταν αυτό που έσωσε τον διάδοχο στο θρόνο. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, τον οποίο η Μαρία του Μονπελιέ είχε ορίσει πριν τον θάνατό της προστάτη του γιου της,[1] ανέλαβε τον ανήλικο Ιάκωβο και όρισε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας για να διοικεί το Στέμμα μέχρι την ενηλικίωσή του. Παρά την αρχική άρνηση του Σιμόν ντε Μονφόρ, ο Ιάκωβος παραδόθηκε στον παπικό απεσταλμένο, Πιέρ ντε Ντουαί,[1] στη Ναρμπόν στις 25 Απριλίου του 1214. Στα μέσα Αυγούστου του ίδιου έτους, ο διάδοχος παρουσιάστηκε στους ισχυρούς ευγενείς και κληρικούς του Στέμματος στη Λιέιδα, οι οποίοι και του απέδωσαν τις ανάλογες τιμές. Ο νεαρός Ιάκωβος από τα έξι μέχρι τα εννιά του τέθηκε υπό την εποπτεία των Ναϊτών, και διέμεινε στο Κάστρο του Μονθόν, μαζί με τον ξάδελφό του και μελλοντικό κόμη της Προβηγκίας, πρίγκηπα Ραϊμούνδο Βερεγγάριο.
Ο παπικός απεσταλμένος όρισε εξαρχής τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για να μην κυριαρχήσει το χάος στα εδάφη του Στέμματος. Αφού υπέγραψε εκεχειρία με τους μουσουλμάνους του νότου, προχώρησε στην εκλογή αντιβασιλέα. Πρώτος ορίστηκε ο εξηντάχρονος Σάντσο της Αραγώνας, κόμης του Ροσελιό, της Προβηγκίας και της Σερδάνια, τρίτος γιος του Ραϋμόνδου Βερεγγάριου Δ΄ και της Πετρονίλας. Θα ασκούσε το ρόλο αυτό μέχρι το 1218, έχοντας παράλληλα τη βοήθεια ενός Συμβουλίου Προστασίας, που αποτελείτο από ισχυρές προσωπικότητες του Στέμματος. Ο επίσκοπος της Ταραθόνας, ο σταυλάρχης του βασιλείου της Αραγωνίας, ο αρχιεπίσκοπος της Ταραγόνας και οι ευγενείς Ουλιέλμος της Καρδόνα και Ουλιέλμος Δ΄ της Σερβέρα ήταν μεταξύ αυτών· κύριος δάσκαλος του διαδόχου ορίστηκε ο Κύριος των Ναϊτών ιπποτών, Ουλιέλμος του Μον-Ροντόν. Αντίθετος σε αυτή τη σύσταση της αντιβασιλείας, ήταν ο Φερδινάνδος της Αραγώνας, θείος του Ιακώβου, ένας ευγενής που είχε βλέψεις μέχρι και στο στέμμα.[2]
Ο αντιβασιλέας συνέχισε την πολιτική του αποθανόντος Πέτρου Β΄: υπεράσπιση των οξιτανών υποτελών του Στέμματος και εκδίκηση για το θάνατο του μονάρχη. Ο νέος πάπας, Ονώριος Γ΄, προστάτης του Σιμόν ντε Μονφόρ, απείλησε με σταυροφορία εναντίον του ίδιου του Στέμματος και έθεσε ως όρο την παύση παροχής βοήθειας στις οξιτανικές κομητείες. Οι εξωτερικές εντάσεις προκάλεσαν ρήγματα στην αντιβασιλεία και εν τέλει, το 1218, ο αντιβασιλέας Σάντσο παραιτήθηκε και αποχώρησε στην Προβηγκία, από όπου συνέχισε την υποστήριξη των οξιτανικών κομητειών. Ο ίδιος ο Ιάκωβος φαίνεται να μην ενδιαφέρθηκε για την οξιτανική πολιτική του πατέρα του· η επιρροή που ασκούσαν οι Ναΐτες ιππότες και ο Πάπας απέκλεισαν τις παραπάνω κομητείες από τις βλέψεις του ανήλικου μονάρχη, μια στάση που θα παρέμενε σταθερή σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.[3] Τέτοια κίνησε ώθησε πολλούς ευγενείς στο να προσπαθήσουν να καταλάβουν ένοπλα στην εξουσία.
Η βασιλεία του Ιακώβου Α΄ ξεκίνησε επίσημα το 1218, υπό την εποπτεία του Συμβουλίου Αντιβασιλείας, μέσα σε κλίμα εμφυλίων συγκρούσεων με τους ευγενείς του Στέμματος. Το 1220, ο ανήλικος μονάρχης αντιμετώπισε την πρώτη εξέγερση ευγενών, όταν ο Ροδρίγο δε Λισάνα, κύριος του ομώνυμου φέουδου αρνήθηκε να εκπληρώσει τη διαταγή του βασιλιά να ελευθερώσει τον Λόπε δε Αλβέρο, έναν έτερο ευγενή που του χρωστούσε χρήματα. Τα στρατεύματα του μονάρχη κατέλαβαν το φέουδο του εξεγερμένου ευγενή και τον κυνήγησαν μέχρι την Κυριότητα του Αλβαρασί, ενός ανεξάρτητου χριστιανικού εδάφους στα σύνορα των Στεμμάτων της Καστίλης και της Αραγώνας. Η αποτυχία κατάληψης του οχυρού και η χορήγηση γενικής αμνηστίας έληξε την πρώτη αυτή διαμάχη.
Το 1221, σε ηλικία δεκατριών ετών νυμφεύτηκε την Ελεονόρα της Καστίλης. Ένας τέτοιος πρόωρος γάμος δικαιολογήθηκε βάσει του γεγονότος ότι εάν κάποιος παντρευόταν στα δεκατέσσερά του θεωρείτο ενήλικος, κι επομένως μπορούσε να λάβει στα χέρια του την κληρονομιά του, το Στέμμα της Αραγώνας στην προκειμένη περίπτωση. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στην Άγρεδα στις 6 Φεβρουαρίου 1221. Στη συνέχεια ο Ιάκωβος ορκίστηκε ιππότης στην Ταραθόνα και όδευσε προς την Ουέσκα όπου συγκάλεσε το πρώτο αντιπροσωπευτικό σώμα των Γενικών Τάξεων (cortes) του βασιλείου της Αραγώνας.
Στα μέσα του 1222, ο νέος μονάρχης αντιμετώπισε μια δεύτερη εξέγερση από τους ευγενείς. Όταν ο Ουλιέλμος Β΄ της Μονκάδα και του Μπεάρν κατέλαβε με τη βία τα εδάφη του πρώην αντιβασιλέα, Σάντσο της Αραγώνας, ο αραγωνέζος μονάρχης αναγκάστηκε να πάρει το μέρος του τελευταίου, προκαλώντας μια ευρεία αντίδραση από την καταλανική κυρίως αριστοκρατία. Τα μοναρχικά στρατεύματα προκάλεσαν ευρείες καταστροφές στα φέουδα των Μονκάδα στην Καταλονία αλλά ο μονάρχης αιχμαλωτίστηκε και αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό στους ευγενείς ως αποζημίωση. Έτσι έληξε και η δεύτερη αυτή εσωτερική διαμάχη.
Οι ευγενείς διατήρησαν την εχθρική τους στάση έναντι του μονάρχη. Παρά το κάλεσμα του Ιακώβου για επανέναρξη της κατάκτησης μουσουλμανικών εδαφών στο νότο, η αδιαφορία των ευγενών καταδίκασε σε αποτυχία την πολιορκία της Πενίσκολα το 1225 και την εκστρατεία εναντίον της μουσουλμανικής Βαλένθια το 1226.
Το 1227 μέρος των ευγενών υπό τον Φερδινάνδο της Αραγώνας εξεγέρθηκαν εκ νέου εναντίον του βασιλιά αλλά μετά από τον επιτυχή περιορισμό τους και την υπογραφή της προνομιακής για τη βασιλεία Συμφωνίας του Αλκαλά, ο Ιάκωβος Α΄ φάνηκε να βρίσκεται πλέον σε θέση να κατευθύνει τις δυνάμεις του προς την κατάκτηση μουσουλμανικών εδαφών. Πριν από αυτό ωστόσο, κατάφερε να παύσει τις εσωτερικές εντάσεις στην κομητεία του Ουρζέλ και να το ενσωματώσει ως υποτελές του Στέμματος.
Η κατάκτηση της Μαγιόρκας υπήρξε μια κατεξοχήν καταλανική υπόθεση. Τα κύρια στρατεύματα του μονάρχη προέρχονταν από τους καταλανούς ευγενείς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, που ανέμεναν αντίστοιχα με τα έξοδά τους ανταλλάγματα στο νησί ενώ ένας από τους σκοπούς της ήταν να ηρεμήσει τις ανησυχίες των καταλανών εμπόρων σχετικές με τους μουσουλμάνους πειρατές.[4] O καταλανικός στόλος απέπλευσε από το Σαλόου, το Καμπρίλς και την Ταραγόνα και αποβιβάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1229 στη Σάντα Πόνσα. Μετά τη νίκη στο Πορτοπί και την κατάκτηση της Μαδίνα Μαγιούρκα, προχώρησε στον εποικισμό της με χωρικούς από το Ενπορδά[4] και επέβαλε τους νόμους της Βαρκελώνης.[5] Το άλλο μεγάλο νησί των Βαλεαρίδων, η Μενόρκα, έγινε υποτελές του Στέμματος· κατακτήθηκε από τον εγγονό του Ιακώβου, Αλφόνσο Γ΄ το 1287. Οι Πιτιούσες νήσοι, Εϊβίσα και Φορμεντέρα κατακτήθηκαν έξι χρόνια μετά από τη Μαγιόρκα, το 1235.
Το επόμενο βήμα ήταν η κατάκτηση του μουσουλμανικού βασιλείου της Βαλένθια. Η αραγωνική αριστοκρατία ήταν η κύρια ομάδα που πίεσε τον μονάρχη προς αυτή την κατεύθυνση.[5] Μεταξύ 1232 και 1238, τα καταλανικά και αραγωνικά στρατεύματα του Ιακώβου Α΄, μα και πολλοί ξένοι που ακολούθησαν το κάλεσμα του Πάπα για σταυροφορία, κατάφεραν να κατακτήσουν όλη τη βόρεια βαλενθιανική γη και να εισέλθουν στην πρωτεύουσα. Η κίνηση αυτή επέφερε την αντίδραση του βασιλιά της Καστίλης, Αλφόνσου Ι΄, που φοβήθηκε την ότι η αραγωνική επέκταση θα απέκλειε την Καστίλη από μελλοντικές κατακτήσεις στην ανατολή. Με τη συνθήκη της Αλμίζρα το 1244, ο Ιάκωβος Α΄ επιβεβαίωσε το νότιο σύνορο του Βασιλείου της Βαλένθια και του Στέμματος, αφήνοντας στους καστιλιανούς την κατάκτηση της περιοχής της Μούρθια.[6]
Το 1264, όταν η μουσουλμανική Μούρθια, υποτελής της Καστίλης, εξεγέρθηκε, η αδυναμία των καστιλιανών ώθησε τη σύζυγο του Αλφόνσου Ι΄ να ζητήσει βοήθεια από τον πατέρα της.[7] Τα στρατεύματα του Ιακώβου Α΄ κάτω από την ηγεσία του πρίγκηπα Πέτρου, που προήλθαν αποκλειστικά από την Καταλονία, κατέπνιξαν την εξέγερση και απέδωσαν την περιοχή στην Καστίλη, χωρίς να αποφευχθούν οι αντιδράσεις από τους αραγωνέζους που είδαν τον βασιλιά τους να μάχεται έναν καστιλιανικό πόλεμο που δεν του απέφερε τίποτα. Ο ίδιος ο Ιάκωβος είχε οδηγηθεί στην υπεράσπιση των κατά τα άλλα εχθρικών προς την Αραγώνα συμφερόντων του Αλφόνσου Ι΄ τόσο λόγω του φόβου του περί ξεσηκωμού των βαλενθιανών μουσουλμάνων μα και η διπλωματική ισορροπία που θα προέκυπτε από μια τέτοια κίνηση μεταξύ των δύο Στεμμάτων.[7]
Το νέο βασίλειο της Βαλένθια (de iure από 1239), αντίθετα με τις προβλέψεις και τη θέληση της αριστοκρατίας της Αραγώνας εποικίστηκε κυρίως από κατοίκους της Νέας Καταλονίας (Πεδιάδα του Ουρζέλ και περιοχή της Λιέιδα) και απέκτησε έναν ισχυρό καταλανικό χαρακτήρα.[8] Ωστόσο το κυρίαρχο στοιχείο συνέχισε να είναι οι μουσουλμάνοι (mudéjars).
Η κακομεταχείριση των μουσουλμάνων κατοίκων του βασιλείου, που ήταν και η πλειοψηφία, προκάλεσε δύο σημαντικές εξεγέρσεις. Η πρώτη, το 1244, με την υποστήριξη του εμιράτου της Γρανάδα και της Καστίλης,[9] κατάφερε να αποσπάσει από το Στέμμα τις νότιες επαρχίες του βασιλείου και να ανεξαρτητοποιηθεί. Η οικονομική βοήθεια που παραχώρησε ο πάπας Κλήμης Δ΄ στον Αραγωνέζο μονάρχη είχε ως όρο την απέλαση των μουσουλμανικών πληθυσμών και ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αντίστασή τους, αν και εκατό χιλιάδες από αυτούς αποδέχθηκαν ειρηνικά την απόφαση αυτή και οδηγήθηκαν στη Μούρθια. Η δεύτερη μουσουλμανική εξέγερση (1248-1258) έληξε με την απόλυτη επιβολή της μοναρχικής εξουσίας στα εξεγερμένα εδάφη μα δεν συνδυάστηκε από ευρύτερους διωγμούς του μουσουλμανικού στοιχείου, όπως είχε διατάξει η Ρώμη, λόγω φόβου περί οικονομικής αποσάθρωσης του βασιλείου.
Με τη συνθήκη του Κορμπέιγ του 1258, ο Ιάκωβος Α΄ και ο Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας έθεσαν τέλος στις εκατέρωθεν αξιώσεις σε εδάφη στα οποία εκ των πραγμάτων δύσκολα θα μπορούσαν να επιβληθούν. Ο γαλλικός θρόνος παραιτήθηκε από τα ονομαστικά του δικαιώματα στις καταλανικές κομητείες, που ανάγονταν στην εποχή του Φραγκικού Βασιλείου ενώ ταυτόχρονα οι βασιλείς της Αραγώνας και κόμητες της Βαρκελώνης γύρισαν την πλάτη στις οξιτανικές κομητείες που, αν και θεωρητικά υποτελείς τους, αφέθηκαν στην κατακτητική ορμή των Γάλλων.
Το 1269 ο Ιάκωβος Α΄ συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των Μογγόλων και του βασιλιά της Γαλλίας για τη σύσταση κοινού μετώπου εναντίον των μουσουλμάνων στη Μέση Ανατολή. Μια ένατη σταυροφορία με κύριο πρωταγωνιστή το Στέμμα της Αραγώνας ήταν πολύ κοντά στην πραγματοποίησή της όταν οι καιρικές συνθήκες απέτρεψαν τον κύριο όγκο του αραγωνικού στόλου να διαπλεύσει τη Μεσόγειο και μόνο έντεκα πλοία έφτασαν στην Άκρα.[10] Τα υπόλοιπα, αφού παρασύρθηκαν μέχρι το λιμάνι Αιγκ Μορτ κοντά στο Μονπελιέ, επέστρεψαν στην Καταλονία.
Η τρίτη εξέγερση των ευγενών ήταν έκφραση της αντιπαλότητας του μπάσταρδου γιου του μονάρχη, Φεράν Σαντσίς δε Κάστρε που είχε την υποστήριξη πολλών άλλων ευγενών από την Καταλονία και την Αραγωνία, με τον νόμιμο διάδοχό του, Πέτρο. Η επίθεση των στρατευμάτων του διαδόχου Πέτρου στο κάστρο του στο Πομάρ δεν του άφησε πολλά περιθώρια και παρότι αρχικά διέφυγε μεταμφιεσμένος σε βοσκό, τον ανακάλυψαν και μετά από διαταγή του διαδόχου, τον έπνιξαν στον ποταμό Σίνκα.
Η τελευταία μουσουλμανική εξέγερση που αντιμετώπισε ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς υπήρξε μια πολύ σοβαρή απειλή για το βασίλειο της Βαλένθια. Αρχικά, τα πιστά στον αιώνιο στρατιωτικό αρχηγό των μουσουλμάνων του βασιλείου, εξόριστο Αλ Αζράκ, κατέλυσαν τη χριστιανική αντίσταση στο Αλκόι και τη Σάτιβα και κινήθηκαν εναντίον της πρωτεύουσας. Με το θάνατο του Ιακώβου στις 27 Ιουλίου 1276, την εκστρατεία ανέλαβε ο διάδοχος Πέτρος και ειρηνοποίησε την περιοχή, παραχωρώντας προνόμια στους μουσουλμάνους. Ο έτερος διάδοχος του αποθανόντος βασιλιά ήταν ο γιος του Ιάκωβος, που κληρονόμησε το Βασίλειο της Μαγιόρκας.
Ο Ιάκωβος Α΄ εξέφρασε από την αρχή τη θέλησή του να έχει ο κάθε γιος του εδάφη και τον βασιλικό τίτλο, αντιμετωπίζοντας το Στέμμα ως μια ομοσπονδία εδαφών που ανήκαν προσωπικά στον ίδιο.[11] Στις τέσσερις διαθήκες που συνέταξε σε όλη του τη ζωή, ο αριθμός των διαδόχων και τα εδάφη που θα αναλάμβανε ο κάθε ένας τους άλλαζε ανάλογα με τον αριθμό των ζωντανών γιων του. Εν τέλει, στην τελική του διαθήκη το 1262, τα εδάφη του Στέμματος μοιράστηκαν μεταξύ του κύριου διαδόχου του, Πέτρου, και του έτερου γιου του, Ιακώβου. Ο πρώτος έλαβε τα ηπειρωτικά εδάφη του Στέμματος στην Ιβηρική χερσόνησο (Βασίλεια της Αραγώνας και της Βαλένθια, Κομητεία της Βαρκελώνης) και ο δεύτερος τις υπόλοιπες κτήσεις στη Βόρεια Καταλονία (Κομητείες του Ροσελιό και της Σερδάνια), στην Οξιτανία (Μονπελιέ, Υποκομητεία του Καρλάτ, Βαρονία του Ομελαδές) και τις Βαλεαρίδες νήσους. Από τη μία επομένως το Στέμμα της Αραγωνίας συνεχιζόταν στο πρόσωπο του Πέτρου και από την άλλη δημιουργείτο ένα έτερο Στέμμα, αυτό της Μαγιόρκας με πρωτεύουσα το Περπινιάν,[12] που θα αποδεικνυόταν ένας αδύναμος παίκτης στην περιοχή και θα ενσωματωνόταν μετά από δύο γενιές και πάλι στην Αραγωνία.
Ο Ιάκωβος Α΄ έθεσε τις βάσεις της δημοτικής διακυβέρνησης της Βαρκελώνης με την ίδρυση του Συμβουλίου των Εκατό το 1265.[13] Αυτό το Συμβούλιο ήταν υπεύθυνο για την εκλογή τριών Συμβούλων, που θα είχαν την πλήρη εξουσία στην πόλη. Όσον αφορά τους νόμους της επικράτειας του Στέμματος, συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά οι διάφοροι νόμοι που ίσχυαν στο βασίλειο της Αραγώνας (Vidal Mayor) και στην Καταλονία (Customs de Lleida και Usatges de Barcelona), που εφαρμόστηκαν και στις κομητείες της Σερδάνια και του Ροσελιό, τότε μέρος του Βασιλείο της Μαγιόρκας. Από το 1261 συντάχθηκαν και οι νόμοι του βασιλείου της Βαλένθια (furs de València) που επιβεβαίωσαν την κυριαρχία του καταλανικού στοιχείου στην περιοχή.[13] Οι νόμοι σχετικοί με τις ναυτικές δραστηριότητες που αργότερα θα γίνονταν η βάση της σύγχρονης σχετικής νομοθεσίας συγκεντρώθηκαν γύρω στο 1250 στη Βαρκελώνη.[14] Σχετικά με τη διακυβέρνηση των εδαφών του, ο Ιάκωβος Α΄ ήταν ο μονάρχης που αντιλήφθηκε πρώτος τη σημασία των γενικών συνελεύσεων (corts) για την πολιτική διαχείριση των εδαφών του Στέμματος.[15]
Το '"Βιβλίο των Πράξεων" ή "Χρονικό του Ιακώβου Α΄" (Llibre dels feyts) είναι το πρώτο από τα τέσσερα μεγάλα χρονικά του Στέμματος της Αραγώνας. Είναι γραμμένο στα καταλανικά από τον ίδιο τον μονάρχη και περιγράφει με ένα αυτοβιογραφικό ύφος τη ζωή και τα έργα του επικεντρώνοντας την προσοχή του στην κατάκτηση της Μαγιόρκα και της Βαλένθια. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της καταλανικής λογοτεχνίας BRU, και κύρια πηγή πληροφοριών για τη διαχρονική εξέλιξη της καταλανικής γλώσσας.[16]
Ο πρώτος γάμος του Ιάκωβου Α΄ έγινε με την Ελεονώρα των Ιβρέα-Βουργουνδίας, κόρη του Αλφόνσου Η΄ της Καστίλης στις 6 Ιουνίου του 1221 στην Άγρεδα. Διαζεύχθηκαν το 1229. Είχαν τέκνο:
Παράλληλα διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με την Έλο Άλβαρεθ και την Αουρεμπιάις του Ουρζέλ.
Ο δεύτερος γάμος του Ιακώβου Α΄ πραγματοποιήθηκε το 1235 με τη Γιολάντα των Άρπαντ, κόρη του Ανδρέα Β΄ της Ουγγαρίας στη Βαρκελώνη. Απέκτησαν παιδιά:
Ο Ιάκωβος Α΄ έκανε τρίτο γάμο με την Τερέσα Χιλ δε Βιδάουρε. Είχε τέκνα:
Με την ερωμένη του Μπλάνκα της Αντιγιόν απέκτησε τέκνο:
Άλλες ερωμένες του ήταν οι: Ουλιέλμα Καβρέρα και η Μπερενγκέλα Φεράντις. Με την τελευταία απέκτησε τέκνο:
Από άλλη ερωμένη του, την Ελβίρα Σαρόκα, είχε παιδί:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.