From Wikipedia, the free encyclopedia
Σύμφωνα με δεδομένα της σοβιετικής απογραφής του 1989, ο πληθυσμός της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούταν κυρίως από Ανατολικούς Σλάβους (70%), Τουρκικά φύλα (12%) και άλλες εθνικές ομάδες (Βαλτικά φύλα, Κιρκάσιοι και άλλοι, λιγότερο από 10%). Η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν άθεοι (60%), αλλά υπήρχαν μεγάλες μειονότητες Ρώσων Ορθόδοξων Χριστιανών (περίπου 20%) και Μουσουλμάνων (περίπου 15%).
Τα παρακάτω στατιστικά προέρχονται από την έκδοση του CIA World Factbook για το 1990,[1] εκτός αν σημειώνεται διαφορετικό έτος.
Μετά τη Ρωσική Επανάσταση, η Ρωσική Αυτοκρατορία έχασε επικράτειες με 30 εκατομμύρια κατοίκους (18 εκατομμύρια κάτοικοι περιοχών που προσαρτήθηκαν από τη Πολωνία, 3 εκατομμύρια κάτοικοι περιοχών που προσαρτήθηκαν από τη Φινλανδία, 3 εκατομμύρια κάτοικοι περιοχών που προσαρτήθηκαν από τη Ρουμανία, 5 εκατομμύρια κάτοικοι περιοχών που προσαρτήθηκαν στα Βαλτικά κράτη και 400.000 κάτοικοι των περιοχών που παραχωρήθηκαν στη Τουρκία με τη συνθήκη του Καρς). Σύμφωνα με τη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, η Σοβιετική Ένωση είχε 26.6 εκατομμύρια απώλειες κατά τον Β΄ ΠΠ, μαζί με μια αύξηση στη βρεφική θνησιμότητα που έφερε 1.3 εκατομμύριο θανάτους. Οι συνολικές πολεμικές απώλειες περιλαμβάνουν τις περιοχές που προσαρτήθηκαν κατά τον Β΄ ΠΠ από τη Σοβιετική Ένωση.
Οι θάνατοι, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου (συμπεριλαμβανομένου του μεταπολεμικού λιμού), ανήλθαν συνολικά σε 18 εκατομμύρια,[3] περίπου 10 εκατομμύρια στη δεκαετία του 1930, και πάνω από 26 εκατομμύρια το 1941-5. Ο μεταπολεμικός πληθυσμός της Σοβιετικής Ένωσης ήταν 45 με 50 εκατομμύρια μικρότερος, από ό,τι θα ήταν εάν η προπολεμική δημογραφική ανάπτυξη είχε συνεχιστεί. Σύμφωνα με την Κάθριν Μέριντεϊλ, "...εύλογη εκτίμηση θα έθετε το συνολικό αριθμό των, υπερβολικών, θανάτων για ολόκληρη την περίοδο κάπου στα περίπου 60 εκατομμύρια."[4]
Σε περιόδους ειρήνης, παρόλο που ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού μειωνόταν σε όλες τις δημοκρατίες, παρέμεινε, πάλι σε όλες τις δημοκρατίες, θετικός. Ο πληθυσμός αυξανόταν κατά πάνω από 2 εκατομμύρια κατοίκους κάθε χρόνο εκτός από περιόδους πολέμου, λιμών και κολλεκτιβοποίησης.
Έτος | Πληθυσμός |
---|---|
1897 (Ρωσική Αυτοκρατορία): | 125.640.000 |
1911 (Ρωσική Αυτοκρατορία): | 167.003.000 |
1920 (Ρωσική ΣΟΣΔ): | 137.727.000* |
1926 | 148.656.000[5] |
1937 | 162.500.000[5] |
1939 | 168.524.000[5] |
1941 | 196.716.000[5] |
1946 | 170.548.000[5] |
1951 | 182.321.000[5] |
1959 | 209.035.000[5] |
1970 | 241.720.000[6] |
1977 | 257.800.000 |
1982 | 270.000.000 |
1985 | 277.800.000 |
1990 | 290.938.469 |
1991 | 293.047.571 |
Στη Σοβιετική Ένωση ζούσαν πάνω από 100 εθνικότητες.[7] Η Σοβιετική Ένωση συγκαταλεγόταν μεταξύ των πιο πολυεθνικών κρατών του κόσμου.
Δημοκρατία | Πληθυσμός δημοκρατίας το 1979 | Πληθυσμός δημοκρατίας το 1989 | Ποσοστό του αστικού πληθυσμού επί του συνολικού πληθυσμού, 1979 | Δικαιούχα εθνότητα, ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού (1989) | Ποσοστό των Ρώσων επί του συνολικού πληθυσμού (1989) |
---|---|---|---|---|---|
Σοβιετική Ένωση | 262.436.000 | 286.717.000 | 67 | - | 51.4 |
Ρωσική ΣΟΣΔ | 137.551.000 | 147.386.000 | 74 | 81.3 | 81.3 |
ΣΣΔ Ουκρανίας | 49.755.000 | 51.704.000 | 68 | 72.7 | 22.1 |
ΣΣΔ Λευκορωσίας | 9.560.000 | 10.200.000 | 67 | 77.9 | 13.2 |
ΣΣΔ Μολδαβίας | 3.947.000 | 4.341.000 | 47 | 64.5 | 13.0 |
ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν | 6.028.000 | 7.029.000 | 54 | 82.7 | 5.6 |
ΣΣΔ Γεωργίας | 5.015.000 | 5.449.000 | 57 | 70.1 | 6.3 |
ΣΣΔ Αρμενίας | 3.031.000 | 3.283.000 | 68 | 93.3 | 1.6 |
ΣΣΔ Ουζμπεκιστάν | 15.391.000 | 19.906.000 | 42 | 71.4 | 8.3 |
ΣΣΔ Καζακστάν | 14.685.000 | 16.538.000 | 57 | 39.7 | 37.8 |
ΣΣΔ Τατζικιστάν | 3.801.000 | 5.112.000 | 33 | 62.3 | 7.6 |
ΣΣΔ Κιργιστάν | 3.529.000 | 4.291.000 | 38 | 52.4 | 21.5 |
ΣΣΔ Τουρκμενίας | 2.759.000 | 3.534.000 | 45 | 72.0 | 9.5 |
ΣΣΔ Λιθουανίας | 3.398.000 | 3.690.000 | 68 | 79.6 | 9.4 |
ΣΣΔ Λετονίας | 2.521,000 | 2.681.000 | 72 | 52.0 | 34.0 |
ΣΣΔ Εσθονίας | 1.466.000 | 1.573.000 | 72 | 61.5 | 30.3 |
Επίσης, στη χώρα ζούσαν και πολλές άλλες εθνικότητες, όπως: Αμπχάζιοι, Αντίγκε, Ασσύριοι, Αλεούτοι, Άβαροι, Μπασκίρ, Βούλγαροι, Μπουργιάτες, Τσετσένοι, Κινέζοι, Τσουβάς, Κοζάκοι, Εβένκοι, Φινλανδοί, Γκαγκαούζοι, Γερμανοί, Έλληνες, Ούγγροι, Ινγκούς, Ινουίτ, Εβραίοι, Καλμίκοι, Καρακαλπάκοι, Καρέλιοι, Κέτες, Κορεάτες, Λεζγίνοι, Μάρι, Μογγόλοι, Μορδβίνοι, Νενέτσιοι, Οσσέτιοι, Πολωνοί, Ρομά, Ρουμάνοι, Τάτες, Τάταροι, Τουβανοί, Ουντμούρτ, Σαχά.
Η Σοβιετική Ένωση προσκόλλησε στο δόγμα του κρατικού αθεϊσμού από το 1928 έως το 1941, όπου η ενασχόληση με τη θρησκεία αποθαρρύνθηκε και διώχθηκε, ενώ από το 1945 μέχρι τη διάλυση της η ΕΣΣΔ ήταν κοσμικό κράτος. Σύμφωνα με διάφορες σοβιετικές και δυτικές πηγές, πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού ήταν θρησκευόμενο: Ρώσοι Ορθόδοξοι 20%, Μουσουλμάνοι 15%, Προτεστάντες, Γεωργιανοί Ορθόδοξοι, Αρμένιοι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί 7%, Ιουδαϊσμός κάτω από το 1%, άθεοι 60% (εκτίμηση 1990).[1] Στη Σιβηρία και την Άπω Ανατολή εξασκούνταν διάφορες παγανιστικές θρησκείες.
Η ρωσική έγινε επίσημη γλώσσα στη Σοβιετική Ένωση το 1990.[8] Μέχρι τότε ήταν ακόμα απαραίτητη η ύπαρξη μιας γλώσσας κοινής επικοινωνίας. Η επιλογή έπεσε αναπόφευκτα στα ρωσικά, η οποία ήταν η μητρική γλώσσα της πλειοψηφίας των Σοβιετικών πολιτών.[9]
Συνολικά ομιλούνταν πάνω από 200 γλώσσες και διάλεκτοι, από τις οποίες τουλάχιστον 18 είχαν πάνω από 1 εκατομμύριο ομιλητές. Το 75% των κατοίκων μιλούσε σλαβικές γλώσσες, άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες μιλούσε το 8%, το 12% μιλούσε αλταϊκές γλώσσες, ενώ ένα 3% μιλούσε ουραλικές γλώσσες και το υπόλοιπο 2% μίλαγε καυκάσιες γλώσσες. Τα ποσοστά προέρχονται από εκτίμηση του 1990[1].
Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε. Ένα νεογέννητο μωρό του 1926-27 είχε προσδόκιμο ζωής 44.4 χρόνων, αισθητά μεγαλύτερο από τα 32.3 έτη τριάντα χρόνια πριν. Το 1958-59 το προσδόκιμο ζωής για τα νεογέννητα αυξήθηκε στα 68.6 χρόνια. Αυτή η βελτίωση θεωρήθηκε από κάποιους ως άμεση απόδειξη ότι το σοσιαλιστικό σύστημα ήταν ανώτερο του καπιταλιστικού. Το 1959 το προσδόκιμο ζωής στην ΕΣΣΔ (και τα κράτη δορυφόρους στην Ευρώπη), τη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ ήταν περίπου το ίδιο, ωστόσο, ύστερα από συνέχιση της αύξησης του προσδοκίμου ζωής στη δεκαετία του 1960, τα επόμενα 20 χρόνια (από το 1970 μέχρι το 1989) μέχρι την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ το προσδόκιμο ζωής σταθεροποιήθηκε σε σημεία κοντά στα 70 έτη ζωής ή και λίγο παραπάνω ανάλογα με τη χώρα, ενώ η δυτική Ευρώπη και οι ΗΠΑ συνέχιζαν να ανεβαίνουν και να πλησιάζουν τα 80 έτη.[10] Το προσδόκιμο ζωής στη Σοβιετική Ένωση αυξανόταν σταθερά τα περισσότερα χρόνια ύπαρξης της, ωστόσο στη δεκαετία του 1970 μειώθηκε λίγο πιθανότατα λόγω της κατάχρησης αλκοόλ. Οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες κατέγραψαν μια πρόσκαιρη αύξηση στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Σήμερα, το προσδόκιμο ζωής στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες αυξάνεται, ενώ οι βαλτικές δημοκρατίες και ιδιαίτερα η Εσθονία πλησιάζουν τα επίπεδα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η βελτίωση στα επίπεδα της βρεφικής θνησιμότητας μειώθηκε σταδιακά και μετά από κάποιο διάστημα ξεκίνησε να ανεβαίνει. Μετά το 1974 η κυβέρνηση σταμάτησε να αναφέρει στατιστικές για αυτό. Η τάση μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τη δραστική αύξηση των εγκυμοσυνών στο ασιατικό μέρος της Ένωσης όπου τα επίπεδα βρεφικής θνησιμότητας ήταν τα υψηλότερα, ενώ ο αριθμός των εγκυμοσυνών στο πιο ανεπτυγμένο τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης, την ευρωπαϊκή Σοβιετική Ένωση, μειωνόταν. Για παράδειγμα, ο μέρος όρος γεννήσεων ανά πολίτη στο Τατζικιστάν αυξήθηκε από 1,92 το 1958-59 σε 2,91 το 1979-80, ενώ ο αριθμός στη Λετονία είχε μειωθεί σε 1,91 το 1979-80.[10]
Το ποσοστό γεννητικότητας στη Σοβιετική Ένωση μειώθηκε κατά την ιστορία της - από 44.0 ανά χίλια άτομα το 1926 σε 18.0 το 1974, κυρίως λόγο της αστικοποίησης και της αυξανόμενης μέσης ηλικίας των γάμων. Το ποσοστό θνησιμότητας επίσης μειώθηκε σταδιακά - από 23.7 ανά χίλια άτομα 1926 σε 8.7 το 1974.[11] [εκκρεμεί παραπομπή] Ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας δεν διέφεραν πολύ στις περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης στο μεγαλύτερο μέρος της σοβιετικής ιστορίας, τα ποσοστά γεννητικότητας στις δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας και της Κεντρικής Ασίας ήταν πολύ υψηλότερα από αυτά στις βόρειες δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, και σε μερικές περιπτώσεις αυξήθηκαν μετά το τέλους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Για αυτό ευθύνεται εν μέρει η βραδύτερη αστικοποίηση και η παραδοσιακά νωρίτερη ηλικία γάμου στις νότιες δημοκρατίες[11]
Ως αποτέλεσμα, κυρίως λόγω των διαφορετικών ποσοστών γεννητικότητας, καθώς οι Ευρωπαϊκές εθνότητες κινούνταν σε γεννητικότητα υπό της αντικατάστασης ενώ οι Κεντροασιάτικες και οι νότιες εθνότητες είχαν γεννητικότητα αρκετά πάνω από το σημείο αντικατάστασης (2.1) και έτσι το ποσοστό των Ρώσων σταδιακά μειωνόταν. Σύμφωνα με κάποια δυτικά σενάρια της δεκαετίας του 1990, αν η Σοβιετική Ένωση συνέχιζε να υπάρχει τότε οι Ρώσοι θα έπαυαν να είναι η πλειοψηφία του πληθυσμού στη δεκαετία του 2000.[12] Αυτή η διαφορά δεν μπορούσε να καλυφθεί με αφομοίωση μη Ρώσων από Ρώσους, εν μέρει γιατί οι νότιες δημοκρατίες διατηρούσαν μια διακριτή εθνική συνείδηση και δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν εύκολα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρξε μια δραματική αντιστροφή στην έως τότε μειούμενη θνησιμότητα στη Σοβιετική Ένωση, κάτι που ήταν πιο ορατό στους άνδρες σε εργατικές ηλικίες, ειδικά στη Ρωσία και τις περιοχές με πλειοψηφία Σλαβικών πληθυσμών στη χώρα.[13] Ενώ αυτή η τάση δεν ήταν κάτι που εμφανίστηκε μόνο στη Σοβιετική Ένωση (η Ουγγαρία εμφάνιζε μια παρόμοια δημογραφική τάση με τη Ρωσία), αυτή η άνοδος της ανδρικής θνησιμότητας συνοδεύτηκε από μια διακριτή άνοδο στα ποσοστά της βρεφικής θνησιμότητας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τραβώντας την προσοχή Δυτικών δημογράφων και άλλων Σοβιετολόγων της εποχής.[14]
Η ανάλυση των επίσημων δεδομένων από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 έδειξε ότι μετά από μια επιδείνωση στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η κατάσταση της θνησιμότητας των ενηλίκων άρχισε να βελτιώνεται ξανά.[15] Αναφερόμενοι στα δεδομένα των δύο δεκαετιών που τελείωναν στα 1989-90, ενώ είδαν μια κάθοδο στα ποσοστά θνησιμότητας των ενηλίκων στις Σοβιετικές δημοκρατίες στη δεκαετία του 1980, ο Ουόρντ Κίνγκεϊντ και ο Εδουάρδο Αρριάγα χαρακτήρισαν την κατάσταση ως εξής: "Όλες οι πρώην Σοβιετικές χώρες έχουν ακολουθήσει την καθολική τάση μείωσης της θνησιμότητας καθώς οι μολυσματικές ασθένειες έρχονταν υπό έλεγχο ενώ οι θάνατοι από άλλες ασθένειες αυξάνονται. Το εξαιρετικό στις πρώην Σοβιετικές χώρες και μερικούς από τους πρώην Ανατολικοευρωπαίους γείτονές τους είναι μια επακόλουθη άνοδος στη θνησιμότητα από αιτίες άλλες εκτός από τις μολυσματικές ασθένειες έχει φέρει συνολική αύξηση στη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες μαζί. Άλλο ένα διακριτό χαρακτηριστικό της περίπτωσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είναι η παρουσία ασυνήθιστα υψηλών επιπέδων θνησιμότητας από ατυχήματα και άλλες εξωτερικές αιτίες, συνήθως σχετιζόμενες με τον αλκοολισμό."[16]
Τα αυξανόμενα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας στη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του 1970 έγινε σημείο μιας μεγάλης συζήτησης και αντιπαράθεσης μεταξύ των δυτικών δημογράφων. Το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας αυξήθηκε από 24.7 το 1970 σε 27.9 το 1974. Για κάποιους ερευνητές η αύξηση ήταν σε μεγάλο βαθμό πραγματική λόγω της επιδείνωσης των υπηρεσιών και της παροχής υγείας.[17] Άλλη τη θεωρούν τεχνητή λόγω της βελτιωμένης καταγραφής των θανάτων βρεφών, και διαπίστωσαν ότι οι αυξήσεις συγκεντρώνονται στις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας όπου η βελτίωση στην κάλυψη και αναφορά των γεννήσεων και θανάτων ίσως είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στην αύξηση των αναφερόμενων αριθμών.[18]
Η αυξανόμενη αναφερόμενη θνησιμότητα στα βρέφη και τους ενήλικες δεν εξηγήθηκε από τους Σοβιετικούς αξιωματούχους εκείνη την εποχή. Αντ'αυτού σταμάτησαν να δημοσιεύουν τα στατιστικά για τη θνησιμότητα για δέκα χρόνια. Οι Σοβιετικοί δημογράφοι και ειδικοί στην υγεία παρέμειναν σιωπηλοί για τα δεδομένα της θνησιμότητας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 όταν η δημοσίευση αυτών των δεδομένων συνέχισε και οι ερευνητές μπορούσαν να ερευνήσουν τα πραγματικά και τεχνητά αίτια αυτής της αναφερόμενης αύξησης στη θνησιμότητα. Όταν οι ερευνητές άρχισαν να αναφέρουν τα ευρήματα τους δέχτηκαν τις αυξήσεις στη θνησιμότητα των ενηλίκων ανδρών ως πραγματικές και επικεντρώθηκαν στην εξήγηση των αιτιών και την εύρεση λύσεων.[19] Σε αντίθεση, οι έρευνες στην αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αναφερόμενη αύξηση στη βρεφική θνησιμότητα ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος τεχνητή λόγω της καλύτερης αναφοράς των θανάτων βρεφών στις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας τα πραγματικά επίπεδα σε αυτή τη περιοχή ήταν πολύ πιο πάνω από τα επίσημα.[20] Σε αυτό το νόημα η αναφερόμενη αύξηση στη βρεφική θνησιμότητα στη Σοβιετική Ένωση ήταν το αποτέλεσμα της βελτιωμένης στατιστικής αναφοράς, αλλά αντανακλούσε τη πραγματικότητα ενός πολύ πιο μεγαλύτερου ποσοστού βρεφικής θνησιμότητας από αυτό που προηγουμένως αναγνωριζόταν στα επίσημα στατιστικά.
Όπως έδειξε η λεπτομερή σειρά δεδομένων που δημοσιεύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο αναφερόμενος δείκτης της βρεφικής θνησιμότητας στη Σοβιετική Ένωση αυξήθηκε από 24.7 σε 1970 και έφθασε μέχρι το 31.4 το 1976. Μετά ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας άρχισε να πέφτει και το 1989 είχε μειωθεί στο 22.7, το οποίο ήταν το χαμηλότερο ποσοστό που είχε καταγραφεί στη Σοβιετική Ένωση (παρόλο που ήταν σχεδόν το ίδιο με το 22.9 που κατεγράφη το 1971).[21] Το 1989, ο δείκτης της βρεφικής θνησιμότητας κυμαινόταν από το 11.1 στη Λετονική ΣΣΔ έως το 54.7 στην Τουρκμενική ΣΣΔ.[22]
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης η έρευνα που έγινε αποκάλυψε ότι τα ποσοστά θνησιμότητας που αναφέρονταν αρχικά υποεκτιμούσαν πάρα πολύ τα πραγματικά στοιχεία, ειδικά στη βρεφική θνησιμότητα. Αυτό ισχύει κυρίως στις δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας και της Κεντρικής Ασίας.[23][24]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.