Έλληνας συγγραφέας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας (Σάμος, 1922 - Αθήνα, 1987) ήταν Έλληνας ιατρός και ποιητής. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ (1958), μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο στην Ορθοπεδική και εργάστηκε ως ορθοπεδικός στη Σπάρτη, την Καλαμάτα, τη Λέρο, την Πάτμο και την Αθήνα όπου και εργάστηκε σε Ίδρυμα Αναπήρων. Με μόνο κριτήριο τον τόπο γέννησης, ανθολογείται από τον Ηλία Σιμόπουλο στην «Αιγαιοπελαγίτικη ποιητική ανθολογία» ανάμεσα σε άλλους που η ποίησή τους διαπνέεται, όπως αναφέρει, από το μεσογειακό φως και το ειδυλλιακό και γραφικό τοπίο των νησιών.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Δημήτρης Παπαδίτσας | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Δημήτρης Παπαδίτσας (Ελληνικά) |
Γέννηση | 22 Σεπτεμβρίου 1922[1] Σάμος |
Θάνατος | 22 Απριλίου 1987[1] Αθήνα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
Ιδιότητα | ποιητής, συγγραφέας και ιατρός |
Είδος τέχνης | ποίηση |
Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή ''Το φρέαρ με τις φόρμιγγες''. Οι μελετητές της ποίησης τον κατατάσσουν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η κατάταξη αυτή, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή των «Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» της Γ΄ Λυκείου, έχει γίνει με βάση τη χρονολογία της γέννησης των ποιητών – μέχρι δηλαδή το 1928 – καθώς και με το ότι πρωτοεμφανίστηκαν στα γράμματα μετά το 1940. Σύγχρονοί του οι: Τάκης Βαρβιτσιώτης, Άρης Δικταίος, Τάκης Σινόπουλος, Ελένη Βακαλό, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μίλτος Σαχτούρης, Νίκος Καρούζος, Τάσος Λειβαδίτης, Λίνα Κάσδαγλη, Έκτωρ Κακναβάτος κ.ά.
Η πρώτη μεταπολεμική γενιά νεωτερικών ποιητών ακολουθεί αρχικά τα βήματα της γενιάς των νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου. Τα βήματα δηλαδή των: Γιώργου Σεφέρη, Ανδρέα Εμπειρίκου, Νικηφόρου Βρεττάκου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσου, Γιώργου Θέμελη, Γιώργου Σαραντάρη, Νίκου Εγγονόπουλου και τόσων άλλων, οι οποίοι πρώτοι έσπασαν την παράδοση της προκαθορισμένα συμμετρικής εκφοράς του ποιητικού λόγου και έγραψαν σε ελεύθερο στίχο, όπως γράφει ο Αλέξης Αργυρίου στην «Ανθολογία της Ελληνικής Ποίησης». Αυτοί λοιπόν οι δεύτεροι χρονολογικά ποιητές δε συνέχισαν απλώς ότι οι πρώτοι είχαν κατακτήσει αλλά πλούτισαν την ποίηση με τα δικά τους στοιχεία, διαμόρφωσαν τη δική τους ποιητική και τελικά διαφοροποιήθηκαν από τους προγενέστερους, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της εικόνας που έχουμε για τη μοντέρνα ποίηση. Ιδιαίτερες ποιητικές σχολές δεν διαμορφώθηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο, γι’ αυτό μπορούμε να μιλάμε για τάσεις όπως η αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση, η υπαρξιακή ή μεταφυσική ποίηση και η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση στην οποία κατατάσσεται το έργο του Δ. Παπαδίτσα αφού διακρίνεται καθαρά ή επιρροή από τον Γαλλικό Υπερρεαλισμό. Στα πρώτα του ποιητικά βήματα ο Παπαδίτσας προσπάθησε να εκφράσει την αγωνία του για μια αναμόρφωση του κόσμου, μέσα από τις αντισυμβατικές γλωσσικές και θεματικές επιλογές και με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού και την αρχαιοελληνική προσωκρατική φιλοσοφία. Στην πορεία του προς την ωριμότητα οδηγήθηκε προς μια απόπειρα γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στη γήινη πραγματικότητα και το ποιητικό σύμπαν, μέσω ενός ενορατικού λόγου και με επιρροές από το ρομαντισμό του Holderlin. Την κατάταξη μιας τόσο σφαιρικής ποίησης σε καλλιτεχνικά ρεύματα και καθορισμένα καλούπια, η Ελένη Λαδιά θα τη χαρακτηρίσει σκανδαλωδώς άδικη. Αν και υποθέτει ότι «η αναφορά του ποιητή στον κατάλογο των υπερρεαλιστών γίνεται γιατί ο ίδιος έτυχε να έχει πλούσιο ασυνείδητο και γιατί συμπίπτει χρονικά μαζί τους». Ο ίδιος ο ποιητής με το πεζό του σημείωμα στην «Εναντιοδρομία» αρνείται την πραγματικότητα των υπερρεαλιστών, «γιατί αυτή στηρίζεται στο όνειρο και στο τυχαίο παιχνίδι της φαντασίας και της σκέψης». Στο εισαγωγικό του στην «Ποίηση ΙΙ» αναφέρει: «Και δεν εκφράζεται ο ποιητής ονομάζοντας τις συγκινήσεις και τις δονήσεις του, αλλά αφήνει το λόγο του να διαποτιστεί απ’ αυτές. Έτσι ο λόγος από τρόπος και στατικό μέσο έκφρασης, αποχτά δυναμικές ιδιότητες• δεν είναι παρά η ίδια η πορεία της ζωής και του πνεύματος, που σε κάθε στιγμή αυτοδημιουργείται και αυτοαποκαλύπτεται». Η πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών, ζει την εφηβεία της στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και ανδρώνεται στα χρόνια του πολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου. «Είναι η γενιά που αρχίζει την ποιητική της ζωή με μια βιασύνη». Χαρακτηριστικά ερμηνεύει την τάση τους ο Σεφέρης. «Η κριτική της γενιάς του μεσοπολέμου τους αντιμετώπισε με συγκατάβαση ή προσπάθησε να αποσιωπήσει το έργο τους». Ελάχιστες αναφορές και συνολικές κριτικές θεωρήσεις έχουμε μέχρι και σήμερα, παρότι δεν λείπουν από τη γενιά αυτή ποιητές κάποιου αναστήματος. «Η ποίηση αποτελεί, γι’ αυτούς, άλλοτε καταφύγιο κι άλλοτε μέσο για να δηλωθεί η άρνηση προς μια νόθα και βρώμικη πραγματικότητα. Είτε εμπνεόμενοι από τους κοινωνικούς αγώνες, είτε θέτοντας μεταφυσικές ανησυχίες• με φανατισμό ή ανεπηρέαστοι από τις ιδεολογικές διαμάχες• οι περισσότεροι ποιητές αυτής της γενιάς χρησιμοποίησαν τη γλώσσα ως μέσο για να εκφράσουν τη γύρω τους πραγματικότητα», γράφει ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Ο Παπαδίτσας γράφει για την ποίηση στο «Ως δι' εσόπτρου»: «Η ποίηση είναι η αυθεντικότερη γλώσσα, δηλαδή νηπιακή γλώσσα, όπου το πράγμα, η έκφρασή του, η ονομασία του, η περιγραφή του, ο ήχος του, η μνημιακή του ανάκληση, όλα μαζί είναι ένα. (μνημιακή ανάκληση: μια ολόκληρη διαδικασία για να ξαναμπούμε στον εαυτό μας που γνωρίζει).
Κάθε ποιητής μιλάει σαν νήπιο, δηλαδή ακατανόητα για κείνους που έχουν ξεχάσει την πρώτη τους, την πιο αληθινή γλώσσα».
«Η ποίησή του», αναφέρει η Ελένη Λαδιά, «μαγεύει παράξενα με τη γλωσσοπλαστική της δύναμη και τη θαυματουργή ηχητική της, που είναι ανεξάρτητη, εν πολλοίς, από την κατανόηση ή όχι του περιεχομένου». Ο «επουράνιος αυτός αντίλαλος», διαφαίνεται νωρίς και μας προϊδεάζει για «μια ποίηση που γυρεύει το ίδιο της το βάθος και πάσχει ανιχνεύουσα να απεικονίσει την ουσία της φύσης στην αιώνια ροή της», μια ποίηση που δεν μπορεί να «υπακούσει σε πρότυπα και καλλιτεχνικούς κανόνες».
Από τον τίτλο διαφαίνεται μια πρώτη ελπίδα συγγένειας με την αρχαία Ελλάδα και η αρχή μιας ποιητικής σχέσης διαλεκτικής που θα τελειώσει με το θάνατο του ποιητή. «Η αρχαία Ελλάδα πάντα κυοφορείται μέσα στο παροντικό όραμα του Παπαδίτσα» λέει η Ελένη Λαδιά στο βιβλίο της «Ποιητές και αρχαία Ελλάδα», «όχι με τη μορφή της Σικελιανικής μεγαλοστομίας, μήτε με τη Σεφερική μορφή κάποιας οδυνηρής μνήμης, που πάνω της μετριέται το πενιχρό παρόν. Στην ποίησή του η αρχαία Ελλάδα είναι ένας ζων οργανισμός. Η αγάπη του γι' αυτήν δεν είναι μονόπλευρη, η σχέση είναι κάθε φορά και άλλη, ποικίλη, όπως ποικίλες είναι οι εκδηλώσεις του ζωντανού».
Στους δύο αυτούς τελευταίους στίχους μπορούμε να παρατηρήσουμε τη συμπύκνωση στο λόγο του ποιητή. Η αφοριστική ποίησή του όπως αναφέρει η Ελένη Λαδιά «επιφανειακά παρουσιάζει μια αδυναμία σύνθεσης ή ολοκλήρωσης, με την έννοια που δίνουμε στις συνθέσεις όπως Ο Αλαφροΐσκιωτος του Σικελιανού λόγου χάρη ή ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Παλαμά […] Αυτό που βασικά φαίνεται να τον ενδιαφέρει είναι η υποδήλωση εκείνου του στοιχείου που κυοφορείται σ’ όλες τις εποχές και που εκφράζεται μονάχα περιγραφικά ή καλύτερα ανέκφραστα […] Πιο παραστατικά, σημασία για την αφοριστική σκέψη έχει η ουσία της άμμου λόγου χάρη παρά η άμμος σαν χρησιμοποιούμενο υλικό, για να φτιάξεις οικίσκους ή μεσαιωνικούς πύργους, που άλλωστε αλλάζουν με τις αισθητικές των εποχών. Η ανώτερη εκφραστική αυτής της αφοριστικής σκέψης, που κύριο εκπρόσωπό της έχουμε την ποίηση του Παπαδίτσα, είναι η συμπύκνωση». Συμπύκνωση, όχι με την έννοια της αφαίρεσης αλλά με την έννοια της δεύτερης σκέψης ως αποτέλεσμα ποιοτικής επεξεργασίας. Θα κατανοήσουμε την έννοια της συμπύκνωσης αν τη μελετήσουμε ως βαθύτατο συστατικό της ανομοιοκατάληκτης παραδοσιακής ποίησης -του βουνίσιου δηλαδή τραγουδιού- ή της Κρητικής Μαντινάδας, προϊόντων βαθιάς και πολλαπλής ποιοτικής επεξεργασίας που ο χρόνος και η λαϊκή σοφία παρήγαγαν. Στο δοκίμιό του «Σκέψεις για τη γλώσσα και τη γλώσσα μου» ο Παπαδίτσας, σχεδόν αξιωματικά, αναφέρει: «Ένας ποιητής, ό,τι έχει να πει το λέει με την ποίησή του. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν το λέει αλλά το δείχνει. Η ποιητική γλώσσα είναι συγχρόνως νόηση, εικόνα, ψυχικός αναπαλμός, αυτόματη αντίληψη, αισθητηριακή ή αισθητική ανάπλαση του γεγονότος, παρών χρόνος διαστελλόμενος ή συστελλόμενος μέσα σε μια διάρκεια χωρίς πέρατα».
Τιμήθηκε δύο φορές με το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 1964 (για τη συλλογή «Ποιήματα Ι (1941-1963)») και το 1981 (για τη συλλογή «Δυοειδής λόγος») και με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Ουράνη) το 1984 για το σύνολο του έργου του.
Το 1985 τιμήθηκε με μετάλλιο από το Δήμο Νίκαιας.
Υπήρξε μέλος της Επιτροπής Απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1974) και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Εκτός του ποιητικού έργου του μετέφρασε το έργο "Traumkraut" του Y. Goll από τα γερμανικά, δίνοντάς του τον τίτλο «Ονειροχλόη» (1958-59). Επίσης, από κοινού με την Ελένη Λαδιά, το 1961 τους «Ορφικούς Ύμνους» (1984), τους «Ομηρικούς Ύμνους» (1985) και την ομηρική «Νέκυια» (2004).
Συνεργάστηκε με περιοδικά («Νέα Εστία», «Γράμματα και Τέχνες», «Νεανική Φωνή», «Ό Στόχος» και «Ευθύνη») και εφημερίδες, δημοσιεύοντας κείμενα για την ποίηση και κριτικές. Υπήρξε, μαζί με τον Επαμεινώνδα Γονατά, συνεκδότης της περιοδικής έκδοσης «Πρώτη Ύλη» την περίοδο 1958-1959. Πολλά ποιήματα του Παπαδίτσα έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες όπως αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, φλαμανδικά, ουγγρικά, πολωνικά και ρωσικά. Πολύτιμος καρπός της φιλίας και της συνεργασίας τους οι επιστολές του Δ. Π. Παπαδίτσα (γραμμένες κυρίως από την Πάτμο και τη Λέρο το 1962-1963) οι οποίες συγκεντρώθηκαν το 2000 από τον Χρήστο Αστερίου και εκδόθηκαν υπό τον τίτλο: «Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας». Σ' αυτές τις επιστολές περιλαμβάνεται, νωπό ακόμη, το πρόχειρο σχεδίασμα των πρώτων στίχων και το χρονικό της ολοκλήρωσης του «Εν Πάτμω», μιας από τις σημαντικότερες συνθέσεις του Παπαδίτσα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.