From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αποικισμός της Αμερικής ξεκίνησε τυπικά το 1492, έτος κατά το οποίο ο Χριστόφορος Κολόμβος έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος που πάτησε το πόδι του στα νησιά της Κούβας και της Ισπανιόλας. Μετά την ανακάλυψη του Κολόμβου, οι σημαντικότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις οργάνωσαν αποστολές στο Νέο Κόσμο, με σκοπό την εξερεύνηση και την αποίκηση των νέων εδαφών. Οι κυριότερες χώρες που αποίκησαν τη Βόρεια και Νότια Αμερική ήταν η Γαλλία, η Αγγλία και αργότερα Βρετανία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, αλλά υπήρξαν οικισμοί και από άλλες χώρες.
Αρχικά, αποικίστηκε η Νότια και Κεντρική Αμερική από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους. Ακολούθησαν ορισμένες αποτυχημένες προσπάθειες στη Βόρεια Αμερική, μέχρι που κυρίως οι Άγγλοι και Γάλλοι κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να σταθεροποιήσουν τους οικισμούς τους.
Στις αρχές του 16ου αιώνα, η Αμερική ήταν μια σχεδόν άγνωστη ήπειρος στους Ευρωπαίους, αλλά μέχρι το 1700 είχαν ιδρυθεί ευρωπαϊκές αποικίες, όπου είχαν πατήσει οι εξερευνητές. Η μετοίκηση των Ευρωπαίων δεν έγινε ειρηνικά και κατά συνέπεια, οι γηγενείς πληθυσμοί της ηπείρου εξολοθρεύτηκαν από τις ασθένειες και τον πόλεμο. Εκτός αυτού, πραγματοποιήθηκε μια ανταλλαγή φυτών και ζώων, αφού νέα είδη εισήχθηκαν τόσο στην Ευρώπη, όσο και την Αμερική.
Οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ήταν οι πρώτοι που έκαναν μακρινά ταξίδια, περιπλέοντας τα παράλια της Αφρικής και φτάνοντας ως την Ασία. Το παράδειγμά τους ακολούθησε και το ισπανικό στέμμα, αποστέλλοντας τον Χριστόφορο Κολόμβο να βρει ένα δυτικό πέρασμα προς την Ασία.
Η πρώτη ισπανική και άρα ευρωπαϊκή αποικία ιδρύθηκε από τον Κολόμβο το 1493. Ήταν ο οικισμός Λα Ναβιδάδ (ισπ.: La Navidad) στη βόρεια ακτή της σημερινής Αϊτής, που όμως καταστράφηκε τον επόμενο χρόνο. Οι Ισπανοί απέκτησαν τον έλεγχο της Καραϊβικής μέχρι το 1511. Από το 1509 άρχισε ο ισπανικός εποικισμός της ενδοχώρας της Κεντρικής Αμερικής, η οποία και πραγματοποιήθηκε σε λίγα χρόνια: το 1522 ο Ερνάν Κορτές υπέταξε τους Αζτέκους, ενώ το 1532 ο Φρανθίσκο Πιθάρρο κατέλαβε την Αυτοκρατορία των Ίνκας. Στα μέσα του 16ου αιώνα, το ισπανικό στέμμα ανέθεσε την οικοδόμηση μιας νοτιοαμερικανικής αυτοκρατορίας σε επιχειρηματίες, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσει τις αποικίες ως ισπανικές επαρχίες, όσο δυνατόν ήταν αυτό. Η οικονομία άνθισε και η προοπτική εύκολου πλούτου προσέλκυσε νέους αποίκους: κατά τον 16ο αιώνα, έφταναν στις αποικίες 1000 με 2000 Ισπανοί ετησίως.[1]
Ωστόσο δεν έμειναν εκεί, καθώς εξερεύνησαν και τη Βόρεια Αμερική. Το 1525 επισκέφτηκαν τον ποταμό του Αγίου Λαυρεντίου και εγκατέστησαν οικισμούς εκεί που σήμερα βρίσκεται η Νότια και Βόρεια Καρολίνα.[2] Ανέπλευσαν επίσης την ακτή του Ειρηνικού, φτάνοντας πιθανώς μέχρι τα νότια όρια του σημερινού Όρεγκον.[2] Από την ξηρά, μια αποστολή έφτασε στην Αριζόνα, ανακαλύπτοντας το Γκραν Κάνιον και τις Μεγάλες Πεδιάδες, ανατολικά των Βραχωδών Ορέων.[2] Μια άλλη αποστολή προχώρησε το 1539 από τη Φλόριντα στις σημερινές πόλεις του Αρκάνσας και της Οκλαχόμα.[2] Τη διετία 1565-1567 ίδρυσαν οχυρές πόλεις στις ανατολικές ακτές του κόλπου του Μεξικού. Στα τέλη του δεκάτου έκτου αιώνα, οι ισπανικές κτήσεις στην Αμερική απλώνονταν από το σημερινό Νέο Μεξικό μέχρι και τη Χιλή.
Ο Πέδρο Καμπράλ είχε ανακαλύψει τη Νότια Αμερική το 1500, αλλά καθώς δε βρέθηκε χρυσός, πέρασαν μερικές δεκαετίες μέχρι την ίδρυση αποικιών.[3] Μόλις τη δεκαετία του 1530 οι Πορτογάλοι ξεκίνησαν τον αποικισμό της Βραζιλίας, όταν ευγενείς και επιχειρηματίες δημιούργησαν φυτείες κατά μήκος της ακτής. Προηγουμένως, απλώς διεξήγαγαν εμπόριο με τους γηγενείς και εκμεταλλεύονταν το πολύτιμο κοκκινόξυλο.[i] Το 1549 ιδρύθηκε το διοικητικό κέντρο της Μπαΐα, όταν οι Πορτογάλοι άρχισαν να καλλιεργούν ζαχαροκάλαμο.[3]
Στη δεκαετία του 1520, έχοντας ήδη εξερευνήσει τη Νέα Γη και το Λαμπραντόρ, προσπάθησαν να ιδρύσουν έναν οικισμό στη Νέα Σκωτία, την πρώτη ευρωπαϊκή αποικία στη Βόρειο Αμερική.[2]
Το ενδιαφέρον των Ιβήρων μειώθηκε λόγω των μεγάλων δαπανών (εξαιτίας των τεράστιων αποστάσεων), της εχθρότητας που επέδειξαν οι γηγενείς και της απουσίας πολύτιμων μετάλλων.[4]
Άγγλοι και Γάλλοι εξερευνητές αναζητούσαν πέρασμα προς την Ασία από το Βορρά.[5] Για παράδειγμα ο Τζον Κάμποτ, που ηγήθηκε αγγλικών αποστολών στα τέλη του 15ου αιώνα, ήταν πεπεισμένος ότι η Ιαπωνία βρισκόταν λίγο πέρα από τη Νέα Γη.[6] Οι ανακαλύψεις τους άνοιξαν το δρόμο για την ίδρυση ευρωπαϊκών οικισμών στη Βόρεια Αμερική. Αρχικά, όμως, οι Ευρωπαίοι έβλεπαν το Νέο Κόσμο ως έναν αφιλόξενο εμπόδιο ανάμεσα σε αυτούς και την Ασία.[6] Χωρίς την προοπτική εύκολου και άμεσου κέρδους, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι δε βιάστηκαν να ιδρύσουν οικισμούς. Όταν μετέπειτα το έκαναν, οι πρώτες τους προσπάθειες απέτυχαν παταγωδώς. Το 1585 ιδρύθηκε αποικία του Ρόανοκ, σε μια από τις πρώτες προσπάθειες των Άγγλων να αποικήσουν τα νέα εδάφη. Πάνω από εκατό άνδρες και γυναίκες εξαφανίστηκαν και μέχρι σήμερα η τύχη της αποικίας εξακολουθεί να αποτελεί άλυτο αίνιγμα.[7] Οι Ουγενότοι που εγκαταστάθηκαν στη Φλόριντα, εξοντώθηκαν άγρια από μια ισπανική δύναμη. Το 1595 ο Γουόλτερ Ράλεϊ ηγήθηκε αποστολής στη Νότια Αμερική.[8]
Κατά τον 16ο αιώνα πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες από Γερμανούς για τον αποίκισμό των εδαφών της σημερινής Βενεζουέλας. Η αποικία που ιδρύθηκε, ονομάστηκε Μικρή Βενετία (γερμ.: Klein-Venedig). Το 1529 ιδρύθηκε ο οικισμός της Νέας Νυρεμβέργης, ο οποίος μετεξελίχτηκε στο σημερινό Μαρακάιμπο.
Στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα τα ισχυρότερα ναυτικά κράτη της Ευρώπης, ανάμεσά τους η Ολλανδία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Σουηδία, αξίωναν την ίδρυση αποικιών στις ανατολικές περιοχές της Βορείου Αμερικής.[2] Προς το τέλος του αιώνα όμως, κυριαρχούσαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι.
Πλέον, Ισπανική Αυτοκρατορία εκτεινόταν στην Κεντρική Αμερική και τις Άνδεις. Γύρω στα 1680 ξεκίνησε μια σοβαρή ύφεση στην ισπανική νοτιοαμερικανική οικονομία.[9]
Την ίδια ώρα, κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Νοτίου Αμερικής λειτουργούσε ένα επικερδές πορτογαλικό δίκτυο φυτειών.
Την τετραετία 1604-1609 δημιουργήθηκε η γαλλική αποικία της Ακαδίας, με τον Σαμουέλ ντε Σαμπλέν να ιδρύει το 1608 το Κεμπέκ, ως σταθμό για το εμπόριο γουναρικών. Τα επόμενα χρόνια, η γαλλική κυβέρνηση έστελνε πόρνες και κατάδικους για να αποικήσουν το Νέο Κόσμο.[10] Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ και ο Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ προσπάθησαν να αναδιοργανώσουν την αποικία. Τα διάφορα μέτρα που πήραν απέδωσαν αρκετά. Ιησουίτες εξερεύνησαν τα εδάφη γύρω απ΄το Μισσισσιπή, ολόκληρη η κοιλάδα του οποίου περιήλθε στη Γαλλία. Μέχρι το τέλος του αιώνα, όμως, ο πληθυσμός της Νέας Γαλλίας δεν ξεπερνούσε τις 10.000, εν αντιθέσει με τις αγγλικές αποικίες που αριθμούσαν 250.000 ψυχές.[10]
Το 1607 οι Άγγλοι ίδρυσαν τον πρώτο μόνιμο οικισμό, τη Τζέιμσταουν, στη σημερινή Βιρτζίνια. Πάντως, ένας μεγαλύτερος όγκος αποίκων έφτασε στην Αμερική κατά τη δεκαετία του 1580 και μετέπειτα, λόγω της νέας πολιτικής της αγγλικής κυβέρνησης.[11] Ωστόσο, η Νέα Αγγλία άρχισε να αποικίζεται μετά το 1620. Την περίοδο 1600-1700, έφταναν ετησίως στη νέα ήπειρο 2000 Βρετανοί άποικοι και μόλις 100 Γάλλοι.[12] Οι Άγγλοι ίδρυσαν αποικίες κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Βορείου Αμερικής και δημιούργησαν φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Καραϊβική και τη Τζαμάικα, την οποία πήραν από τους Ισπανούς το 1654.[13]
Το 1624, ιδρύθηκε ο ολλανδικός οικισμός του Νέου Άμεστερνταμ, που το 1664 κατελήφθη από τους Άγγλους, οι οποίοι τον μετονόμασαν σε Νέα Υόρκη.[13] Γενικά, οι Ολλανδοί έβλεπαν την αποικία της Νέας Ολλανδίας, όχι ως μέρος για μαζική αποίκηση, αλλά ως καθαρά οικονομικό κέντρο.[14]
Το 1638 ιδρύθηκε ο πρώτος σουηδικός οικισμός στο Νέο Κόσμο, το Φορτ Κριστίνα (σουηδ.: Fort Kristina), το οποίο ονομάστηκε προς τιμήν της Χριστίνας της Σουηδίας. Έκτοτε και μέχρι το 1655 υπήρχε η αποικία της Νέας Σουηδίας (Nya Sverige), στις όχθες του ποταμού Ντέλαγουερ. Οι άποικοι εκεί ήταν κυρίως Σουηδοί και Φινλανδοί, αλλά και Ολλανδοί και Γερμανοί. Η Νέα Σουηδία τελικά καταλήφθηκε από ολλανδικά στρατεύματα, το 1655.
Το 1672 το νησί του Αγίου Θωμά, σήμερα στις Αμερικανικές Παρθένους Νήσους, καταλήφθηκε από τους Δανούς. Το 1685 ο Μαγράβος του Βρανδεμβούργου και παππούς του Μεγάλου Φρειδερίκου, Φρειδερίκος Α΄ της Πρωσίας, νοίκιασε τμήμα του νησιού, ώστε να διεξάγει δουλεμπόριο. Για κάμποσο καιρό, τα γερμανικά δουλοπάζαρα στον Άγιο Θωμά ήταν από τα μεγαλύτερα.
Το Δουκάτο της Κουρλάνδης και της Σεμιγαλλίας[ii] ήταν ένα μικρό, αλλά αρκετά πλούσιο κράτος, το οποίο επίσης προσπάθησε να αποικίσει την Αμερική. Όλες οι προσπάθειές του επικεντρώθηκαν στην ίδρυση αποικίας στο νησί του Τομπάγκο. Μετά από μερικές αποτυχίες κατάφερε να ιδρύσει την πόλη Γιάκομπσταντ, το 1654.
Σε όλη τη διάρκεια του αιώνα έγιναν προσπάθειες αποικισμού της Βορείου Αμερικής και του Παναμά από Σκωτσέζους. Η πλειονότητα αυτών έπεσε στο κενό.
Ο 18ος αιώνας δεν είδε τη μαζική μετακίνηση αποίκων και τη δημιουργία νέων αποικιών, τουλάχιστον με το ρυθμό των περασμένων χρόνων. Εξάλλου, στη Βόρεια Αμερική είχαν ήδη σχηματιστεί οι 13 αποικίες, που το 1775 θα επαναστατούσαν και το 1783 θα αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους από το βρετανικό στέμμα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού, οι Ρώσοι θα ίδρυαν αποικίες στη σημερινή Αλάσκα.
Από το 1732 κι έπειτα πολλοί Ρώσοι εξερευνητές, όπως ο Βίτους Μπέρινγκ, στάλθηκαν στην Αλάσκα. Προς το τέλος του αιώνα, και οι Ισπανοί εξερεύνησαν την ευρύτερη περιοχή. Η πρώτη ρωσική αποικία στην Αλάσκα ιδρύθηκε το 1784,[15] ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν εμπορικοί σταθμοί και στη βόρεια Καλιφόρνια. Η λεγόμενη Ρωσο-αμερικανική Εταιρεία διατηρούσε το μονοπώλιο στο εμπόριο γούνας από ενυδρίδα.[15] Παρά τις όποιες προσπάθειες, οι Ρώσοι δεν κατάφεραν να εδραιωθούν πραγματικά στην περιοχή και τελικά η Αλάσκα αγοράστηκε το 1867 από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πολλοί άποικοι στράφηκαν στο Νέο Κόσμο για καθαρά θρησκευτικούς λόγους. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονταν όχι μόνο ιεραπόστολοι, αλλά και κατατρεγμένες ομάδες, όπως οι Κουάκεροι.
Πολλοί Ισπανοί ιεραπόστολοι, κατά κύριο λόγο Φραγκισκανοί, Δομινικανοί και Αυγουστίνοι, πίστευαν ότι μπορούσαν να ιδρύσουν μια αγνή και απλή εκκλησία, όμοια με εκείνη των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού.[16] Γάλλοι Ιησουίτες έφτασαν για πρώτη φορά στο Κεμπέκ το 1626 και αποτέλεσαν τους πιο αξιόλογους αποίκους της Νέας Γαλλίας. Προωθήθηκαν δυναμικά στο εσωτερικό της ηπείρου, προσπαθώντας να προσηλυτίσουν τους αυτόχθονες.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα θρησκευτικών μεταναστών αποτελούν οι άποικοι της Νέας Αγγλίας. Ήταν οι Άγγλοι πουριτανοί, οι οποίοι αναζητούσαν την απλότητα και την καθαρότητα της λατρείας. Είχαν διακηρύξει ως σκοπό τους τη δημιουργία μιας κοινότητας της οποίας οι νόμοι θα εμπνέονταν άμεσα από τη Βίβλο.[17] Μερικοί από αυτούς επιθυμούσαν να αποσχιστούν από την Αγγλικανική Εκκλησία (ανάμεσά τους και όσοι ταξίδευσαν με το Μέιφλαουερ) και ονομάστηκαν Χωριστικοί.[9] Ωστόσο, οι τελευταίοι που ήρθαν ήταν πρόθυμοι να παραμείνουν πιστοί στην αγγλική εκκλησία και το αγγλικό στέμμα.[9] Οι ιδέες και οι απόψεις των Πουριτανών, που συνολικά ονομάστηκαν Προσκυνητές, άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στον μετέπειτα αμερικανικό πολιτισμό.
Παρότι, όμως, οι περισσότεροι θρησκευτικοί μετανάστες έφευγαν από τις πατρίδες τους, ώστε να απολαμβάνουν την ανεξιθρησκεία, δεν ήταν λιγότερο ανεκτικοί οι ίδιοι. Στο Νέο Κόσμο ιδρύθηκαν αρκετές αποικίες, οι οποίες, τουλάχιστον όπως ονειρεύονταν οι δημιουργοί τους, στόχευαν να γίνουν πόλεις με θρησκευτική ανοχή. Για παράδειγμα, ο Πουριτανός ιεροκήρυκας Ρότζερ Ουίλιαμς εκδιώχθηκε από τη Μασαχουσέτη για τις ανατρεπτικές του ιδέες και ίδρυσε το Πρόβιντενς στο Ρόουντ Άιλαντ, το 1636. Επίσης, ο Καθολικός Σεσίλιους Κάλβερτ ίδρυσε το 1632 το Μέριλαντ, έχοντας το όνειρο για μια κοινωνία με θρησκευτική αρμονία. Ωστόσο, το όραμά του κατέρρευσε, αφού ξέσπασαν ταραχές ανάμεσα στους Καθολικούς ιδιοκτήτες φυτειών και τους Πουριτανούς κολίγους.[10]
Μεγαλύτερη θρησκευτική ανοχή υπήρχε στην αποικία της Νέας Ολλανδίας, στη Βόρεια Αμερική. Η συγκεκριμένη αποικία δύσκολα προσέλκυε Ολλανδούς αποίκους, αφού λίγοι ήταν εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την πλούσια και ανεξίθρησκη πατρίδα τους.[18] Επομένως, ήταν αναγκασμένη να δέχεται οποιονδήποτε. Τούτη η ανεκτικότητα συνεχίστηκε και μετά την κατάληψη της αποικίας από τους Άγγλους. Ο εκάστοτε κυβερνήτης της Νέας Υόρκης διατασσόταν να ανέχεται πιστούς όλων των θρησκειών, υπό τον όρο ότι δε θα ανησυχούσαν το κοινό.[18] Συνεπώς, οι Νέα Υόρκη ήταν μια πόλη ανοικτή στους Ουγενότους, τους Καθολικούς, τους Καουάκερους και τους Αναβαπτιστές.[18]
Προφανώς, ο σημαντικότερος λόγος για μετοίκηση στην Αμερική, τουλάχιστον για την πλειονότητα των αποίκων, ήταν οικονομικός. Κύρια αναζήτηση των αποστολών ήταν η ανακάλυψη ορυχείων χρυσού ή άργυρου. Χαρακτηριστική είναι η επίδραση του μύθου του Ελ Ντοράντο, ενός βασιλείου με αμύθητα πλούτη. Οι ιστορίες σχετικά με το βασίλειο αυτό ενέπνευσαν πολλές αποστολές από τα 1530 ως τα μέσα του 17ου αιώνα, προς τις Άνδεις, τη λεκάνη του Ορινόκο και τα υψίπεδα της Γουιάνα.[19]
Σύντομα, ωστόσο, έγινε αντιληπτό ότι δεν υπήρχαν σε όλες τις περιοχές πολύτιμα μέταλλα. Έτσι, αναπτύχθηκαν άλλες ασχολίες, οι οποίες συχνά απέφεραν εξίσου μεγάλα κέρδη. Για παράδειγμα, στα νησιά της Καραϊβικής, οι Ευρωπαίοι καλλιεργούσαν κυρίως ζαχαροκάλαμο και καφέ.[20]
Μονάχα οι Ισπανοί βρήκαν αυτό που αναζητούσαν, στα εδάφη των Αζτέκων και των Ίνκας. Αρχικά, ο χρυσός που στελνόταν στην Ισπανία αποτελούνταν από τα λάφυρα των κονκισταδόρες: όποιο αντικείμενο κατασκευασμένο από χρυσό ή ασήμι έπεφτε στα χέρια των Ισπανών, λιωνόταν.[21] Όταν όμως εξαντλήθηκαν τα λάφυρα, οι άποικοι στράφηκαν στις ορυκτές πηγές, ανακαλύπτοντας μεγάλα ορυχεία αργύρου στο Μεξικό και τη Βολιβία.[22] Από τα ορυχεία αργύρου που λειτουργούσαν στη Νότια Αμερική, σημαντικότερο ήταν αυτό του Ποτοσί, το οποίο ήταν κύρια πηγή εσόδων για το ισπανικό στέμμα, την περίοδο 1550-1650.[23] Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, το αμερικανικό ασήμι αντιπροσώπευε το ένα πέμπτο του συνολικού προϋπολογισμού της Ισπανίας.[22] Επιπλέον, το ισπανικό στέμμα προσπάθησε ανεπιτυχώς να προωθήσει τη γεωργία στις Δυτικές Ινδίες.[24]
Οι Πορτογάλοι αρχικά εκμεταλλεύονταν το κοκκινόξυλο, ενώ αργότερα δημιούργησαν ένα επικερδές δίκτυο φυτειών ζαχαροκάλαμου. Δε βρέθηκαν αξιόλογες πηγές ορυκτών, παρά μόνο το 18ο αιώνα στα νοτιοανατολικά. Έτσι, οι άποικοι εξαρτώντο από τη γεωργία. Τη ραχοκοκκαλιά της πορτογαλικής αποικιακής οικονομίας αποτελούσαν οι φυτείες και οι μύλοι ζαχαροκάλαμου, όπου δούλευαν Αφρικανοί δούλοι.[19] Εκτός αυτού, οι Πορτογάλοι ήταν από τους σημαντικότερους προμηθευτές εργατικών χεριών, μεταφέροντας δούλους από την αφρικανική ήπειρο.
Τα εύφορα εδάφη της Νέας Αγγλίας και της Πενσιλβανίας προσέλκυαν τους Άγγλους, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία. Όταν στις αρχές του 17ου αιώνα ο Τζων Ρολφ[iii] φύτεψε μια νέα ποικιλία καπνού στη Βιρτζίνια, έσωσε την αποικία της Βιρτζίνια από την εξαφάνιση. Εκτός του καπνού, οι Άγγλοι εξήγαγαν ψάρια, διατροφικά αγαθά και ξυλεία.[12] Οι αποικίες στην Καραϊβική είδαν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, καθώς οι φυτείες ζαχαροκάλαμου αποτελούσαν μερικές από τις πιο μεγάλες και κερδοφόρες επιχειρήσεις του κόσμου.[25] Ο εμπορικός στόλος των Άγγλων έλεγχε το εμπόριο ζάχαρης στις Δυτικές Ινδίες, καθώς και το εμπόριο στον Ατλαντικό.[12]
Οι Γάλλοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για το γουνεμπόριο, εξαιτίας του οποίου εισχώρησαν στην ενδοχώρα. Αρχικά, τα γουναρικά έφερναν στους Γάλλους, φιλικοί ιθαγενείς. Αργότερα όμως, οι λεγόμενοι coureurs de bois,[iv] παράνομοι κυνηγοί, έζησαν μαζί με τις ντόπιες φυλές.[26] Επιπλέον, Γάλλοι εμπορεύονταν με τις φυλές των παραλίων της Βραζιλίας.[19]
Στις αποικίες του Νέου Κόσμου υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών και έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για τη χρήση σκλάβων. Το δουλεμπόριο έφτασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, ως το μέσο που θα θεμελίωνε τη δημιουργία παγκόσμιων εμπορικών δικτύων. Οι Βρετανοί και οι Πορτογάλοι ήταν οι κυριότεροι μεταφορείς δούλων.
Οι πρώτοι Αφρικανοί σκλάβοι έφτασαν στην Αμερική το 1503, από Ισπανούς δουλεμπόρους.[27] Όταν το 1549 οι Πορτογάλοι ξεκίνησαν την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία μετέφεραν σκλάβους από τη Δυτική Αφρική. Σύμφωνα με υπολογισμούς, περίπου 2,5 εκατομμύρια Αφρικανοί δούλοι μεταφέρθηκαν στη Βραζιλία από το 1550 έως το 19ο αιώνα.[19]
Κατά την περίοδο 1600-1700, οι Βρετανοί έφερναν στην Αμερική 1500 σκλάβους ετησίως, οι Γάλλοι 300 και οι Ισπανοί 100.000.[12] Στο τέλος του 18ου αιώνα, οι Βρετανοί κυριαρχούσαν στο είδος αυτό εμπορίου, με 150 δουλεμπορικά να αποπλέουν ετησίως από τα λιμάνια του Λονδίνου, του Λίβερπουλ και του Μπρίστολ.[27]
Υπολογίζεται πως από τα τέλη του 15ου ως τις αρχές του 19ου αιώνα μεταφέρθηκαν στο δυτικό ημισφαίριο περίπου 12 εκατομμύρια σκλάβοι,[28] ενώ τέσσερις με πέντε εκατομμύρια πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.[20] Από το σύνολο, τα 2/3 κατέληξαν σε φυτείες ζάχαρης.[25]
Ορισμένοι Άγγλοι πραγματοποιούσαν ένα διαφορετικό, επίσης κερδοφόρο, είδος δουλεμπορίου, καθώς απήγαγαν άστεγους και άνεργους συμπατριώτες τους.[29] Στις αποικίες, οι απαχθέντες υπέγραφαν συμβόλαια εργασίας σε καπνοτόπια, αλλά σπανίως αμείβονταν με τα συμφωνηθέντα.[29] Επιπροσθέτως, συχνά απάγονταν γυναίκες, με σκοπό την ανάπτυξη των αποικιών.[30]
Η διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων πολύτιμων αγαθών, προσέφερε άφθονες ευκαιρίες για πειρατεία και λαθρεμπόριο. Τα πολυάριθμα νησάκια, τα κρυμμένα λιμάνια και η πυκνή βλάστηση κατέστησαν την Καραϊβική διαβόητο κέντρο τέτοιων δραστηριοτήτων. Προφανώς, οι περισσότεροι πειρατές δρούσαν για προσωπικό τους όφελος και έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των παραλιακών οικισμών. Για παράδειγμα, μόνο το Μαρακάιμπο λεηλατήθηκε τρεις φορές την περίοδο 1667-1678.[31]
Ωστόσο, ορισμένοι πειρατές δρούσαν υπό τις διαταγές κυβερνήσεων.[32] Σημαντικά παράδειγμα κουρσάρων αποτελούν οι Άγγλοι Σερ Φράνσις Ντρέικ και Τζων Χώκινς, ο οποίοι δρούσαν με τις ευλογίες της Ελισάβετ Α'.
Η πλειονότητα των πειρατών ήταν αγγλικής, γαλλικής ή ολλανδικής καταγωγής.
Οι Ευρωπαίοι μετέφεραν στη γηραιά ήπειρο αμερικανικά είδη φυτών και ζώων. Κυριότερα από αυτά είναι το καλαμπόκι, η πατάτα και η τομάτα. Παράλληλα, βέβαια, εισήγαγαν στο Νέο Κόσμο ευρωπαϊκά είδη: άλογα, χοίροι και βοοειδή μεταφέρθηκαν στο δυτικό ημισφαίριο, ενώ οι άποικοι ξεκίνησαν καλλιέργειες σίτου, μήλων, ροδάκινων και εσπεριδοειδών. Δημιουργήθηκαν νέες ποικιλίες φυτών και ζώων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός και στις δύο ηπείρους. Πολλές φυλές χρησιμοποίησαν τα νέα είδη, αλλά αναμφίβολα οι Ευρωπαίοι ήταν που ωφελήθηκαν περισσότερο.[33]
Οι άποικοι έφεραν μαζί τους άγνωστες ασθένειες, στις οποίες οι αυτόχθονες προφανώς δεν είχαν ανοσία. Αρρώστιες όπως η ιλαρά, η γρίπη και η ευλογιά θέρισαν το 90% με 95% του συνολικού πληθυσμού της Αμερικής.[33] Από την άφιξη των Ισπανών ως το 1570 ο πληθυσμός του Μεξικού ενδεχομένως μειώθηκε από 25.000.000 σε 2.650.000, ενώ του Περού από 9.000.000 σε 3.000.000.[16] Παράλληλα, και οι Ευρωπαίοι χτυπήθηκαν από ασθένειες: κατά τον 16ο αιώνα, η σύφιλη (η οποία πιθανώς προήλθε από πρόσμιξη δύο παρεμφερών ασθενειών του Νέου και του Παλαιού Κόσμου) σκότωσε 1.000.000 Ευρωπαίους.[34]
Στη Νότια Αμερική, οι άποικοι ήταν ιδιαίτερα σκληροί με τους γηγενείς. Οι Ισπανοί χρησιμοποίησαν καταναγκαστική εργασία ιθαγενών για την εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων. Επιπροσθέτως, διέπραξαν πολλές ωμότητες σε βάρος των Αζτέκων και των Ίνκας. Ο επίσκοπος Μπαρτολομέ δε λας Κάσας κατήγγειλε τη βιαιότητα των συμπατριωτών του στους γηγενείς του Μεξικού, με αποτέλεσμα τη θέσπιση νόμων για την προστασία τους.[35] Θεωρητικά, οι Ινδιάνοι απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα με αυτά των άλλων υπηκόων του βασιλιά της Ισπανίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν να διαμαρτυρηθούν για τις βιαιότητες των νέων κυρίων τους.[35] Οι Ισπανοί άποικοι ήταν πεπεισμένοι για τη φυλετική τους ανωτερότητα και δεν αισθάνονταν τύψεις για την κακομεταχείριση των αυτοχθόνων.[16] Οι Πορτογάλοι υποδούλωσαν πολλές χιλιάδες ιθαγενών με σκοπό την απασχόλησή τους στις φυτείες ζαχαροκάλαμου στη Βραζιλία.[3]
Επιπλέον, στη Νότια Αμερική οι πληθυσμοί των Ινδιάνων μειώνονταν λόγω της καταστροφής των καλλιεργειών τους, από εκτρεφόμενα βοοειδή.[23]
Σε γενικές γραμμές, οι Άγγλοι άποικοι δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις με τους ιθαγενείς της Βορείου Αμερικής. Τις πολυάριθμες συγκρούσεις διαδέχονταν περίοδοι ειρήνης και συνεργασίας. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί αυτό της αποικίας Βιρτζίνια. Αρχικά, η σύγκρουση αποφεύχθηκε χάρη στην παρέμβαση της Ποκαχόντας, κόρης του τοπικού αρχηγού Παουάταν, η οποία και παντρεύτηκε τον Τζων Ρολφ. Το 1622 ωστόσο, μετά το θάνατο της Ποκαχόντας και του πατέρα της, οι ιθαγενείς επιτέθηκαν στους ξένους, σκοτώνοντας το 1/3 του πληθυσμού της Βιρτζίνια.[36] Ακολούθησε ένας δεκαετής πόλεμος, στο τέλος του οποίου, οι ιθαγενείς απομακρύνθηκαν από τα παράλια. Το 1675 ξέσπασε ο λεγόμενος πόλεμος του Βασιλιά Φιλίππου[v] ανάμεσα σε μια συμμαχία φυλών και την αποικία της Νέας Αγγλίας, ο οποίος υπήρξε μια από τις πιο αιματηρές συρράξεις στην ιστορία της Βορείου Αμερικής.[37]
Στα νότια μέρη της Βόρειας Αμερικής, οι Ευρωπαίοι άποικοι έκαναν τους ιθαγενείς δούλους. Στην αποικία της Καρολίνας προμήθευαν τις τοπικές φυλές με όπλα και οινοπνευματώδη ποτά, ενθαρρύνοντας τους μεταξύ τους πολέμους.[30] Όσοι αιχμαλωτίζονταν στη μάχη, είτε γίνονταν δούλοι στην Καρολίνα είτε στέλνονταν στις Δυτικές Ινδίες, τη Νέα Υόρκη ή τη Νέα Αγγλία. Το 1708 ζούσαν στο Τσάρλεστον -πρωτεύουσα της αποικίας - 1400 Ινδιάνοι δούλοι.[30]
Μολαταύτα, υπήρξαν και σημαντικά παραδείγματα συνεργασίας των παλαιών και νέων κατοίκων της ηπείρου. Έτσι, οι Γάλλοι άποικοι των βορείων περιοχών αποδείχτηκαν ικανότατοι στις συναλλαγές με τους ντόπιους. Κέρδισαν τη φιλία των περισσότερων φυλών, αν και απειλούνταν διαρκώς από τους Ιροκέζους. Ο Ουίλιαμ Πεν, ιδρυτής της Φιλαδέλφειας και πιστός Κουάκερος, έκλεισε δίκαιες συμφωνίες με τους Ινδιάνους, τις οποίες πότε δεν παραβίασε.
i. ^ Από το κοκκινόξυλο παράγεται μια κόκκινη χρωστική ουσία.
ii. ^ Βαλτικό κρατίδιο του οποίου οι κάτοικοι ήταν λετονικής, γερμανικής και σκανδιναβικής καταγωγής.
iii. ^ Ο Τζων Ρολφ είναι γνωστός και για το γάμο του με την Ινδιάνα Ποκαχόντας.
iv. ^ Ο όρος μπορεί να μεταφραστεί ως "δρομείς των δασών".
v. ^ Ονομάστηκε έτσι από τον αρχηγό των ιθαγενών, Μετακόμ, ο οποίος ήταν γνωστός στους αποίκους ως Βασιλιάς Φίλιππος.[38]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.