Βασιλιάς των Ελλήνων (1917-1920) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αλέξανδρος (1 Αυγούστου 1893 - 12 Οκτωβρίου 1920) ήταν βασιλιάς των Ελλήνων από τις 12 Ιουνίου 1917 ως τον πρόωρο θάνατό του στις 12 Οκτωβρίου 1920. Προς τιμή του η πόλη της Αλεξανδρούπολης φέρει το όνομά του.[1]
Αλέξανδρος | |
---|---|
Περίοδος | 11 Ιουνίου, 1917 - 12 Οκτωβρίου 1920 |
Προκάτοχος | Κωνσταντίνος Α΄ |
Διάδοχος | Κωνσταντίνος Α΄ |
Γέννηση | 1 Αυγούστου 1893 Τατόι, Αθήνα, Βασίλειο της Ελλάδας |
Θάνατος | 12 Οκτωβρίου 1920 (27 ετών) Τατόι, Αθήνα, Βασίλειο της Ελλάδας |
Σύζυγος | Ασπασία Μάνου |
Επίγονοι | Αλεξάνδρα |
Οίκος | Γλύξμπουργκ-Ελλάδας |
Πατέρας | Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας |
Μητέρα | Σοφία της Πρωσίας |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στα Βασιλικά Ανάκτορα Τατοΐου την 1η Αυγούστου του 1893 , όντας δεύτερος γιος του Κωνσταντίνου Α', διαδόχου του θρόνου του βασιλείου της Ελλάδας και της συζύγου του, πριγκίπισσας Σοφίας της Πρωσίας . Είχε σχέση με πολλές ευρωπαϊκές βασιλικές οικογένειες. Ο Κωνσταντίνος ήταν εγγονός του βασιλιά Χριστιανού Θ' της Δανίας και ξάδελφος του Βασιλιά Γεωργίου Ε' του Ηνωμένου Βασιλείου και του αυτοκράτορα Νικολάου Β' της Ρωσίας . Η μητέρα του ήταν αδερφή του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β' της Γερμανίας , ο οποίος με τη σειρά του ήταν επίσης ξάδερφος του Γεωργίου Ε' μέσω της Βασίλισσας Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ο Αλέξανδρος πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Βασιλικό Παλάτι στην Αθήνα και στο Τατόι. Συνόδευε τους γονείς του σε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό και επισκεπτόταν τακτικά το κάστρο Kronberg, το σπίτι της γιαγιάς του Βικτώρια, η οποία έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τον Έλληνα εγγονό της.[2]
Ήταν πολύ δεμένος με τη μικρότερη αδερφή του, την πριγκίπισσα Ελένη , αλλά δεν ήταν τόσο δεμένος με τον μεγαλύτερο αδερφό του, Γεώργιο , με τον οποίο είχαν ελάχιστα κοινά.[3] Ενώ ο αδελφός του ήταν σοβαρό και στοχαστικό παιδί, ο Αλέξανδρος ήταν εξωστρεφής και άτακτος. Λέγεται ότι κάπνιζε τσιγάρα, έβαλε φωτιά στην αίθουσα παιχνιδιών του παλατιού και μια φορά έχασε τον έλεγχο του καροτσιού στο οποίο βρισκόταν ο μικρότερος αδερφός του Παύλος.[2]
Ο Αλέξανδρος ήταν τρίτος στη σειρά διαδοχής πίσω από τον πατέρα του ( Κωνσταντίνος Α' ) και τον μεγαλύτερο αδελφό του ( Γεώργιο Β' ). Η εκπαίδευσή του ήταν δαπανηρή και προσεκτικά σχεδιασμένη, αλλά ενώ ο Γεώργιος πέρασε μέρος της στρατιωτικής του εκπαίδευσης στη Γερμανική Αυτοκρατορία ο Αλέξανδρος εκπαιδεύτηκε στην Ελλάδα .[4] Εισήλθε στην περίφημη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όπου είχαν σπουδάσει αρκετοί από τους θείους του και όπου έγινε γνωστός περισσότερο για τις μηχανικές του ικανότητες παρά για τις πνευματικές του.[5] Ήταν παθιασμένος με τα αυτοκίνητα και τις μηχανές, καθώς ήταν και ένας από τους πρώτους Έλληνες που αγόρασαν αυτοκίνητο.[6]
Διακρίθηκε στη μάχη κατά τη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου μεταξύ 1912 και 1913. Ως νεαρός αξιωματικός μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο συνόδευσε τον Κωνσταντίνο κατά την απελευθέρωση της πόλης της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 1912.[7] Ο βασιλιάς Γεώργιος Α' δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο του 1913 και ο πατέρας του Αλέξανδρου ανέβηκε στο θρόνο ως Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α'.
Ο Κωνσταντίνος ακολούθησε επίσημη πολιτική ουδετερότητας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο ήταν ανοιχτά καλοπροαίρετος προς τη Γερμανική Αυτοκρατορία, η οποία πολεμούσε στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας , της Ιταλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενάντια στην Αντάντ που σχηματίστηκε από τη Ρωσία , τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο . Ο Κωνσταντίνος ήταν κουνιάδος του Γουλιέλμου Β' και είχε γίνει γερμανόφιλος μετά από την στρατιωτική εκπαίδευσή του στην Πρωσία . Η φιλογερμανική του στάση δημιούργησε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ήθελε να υποστηρίξει την Αντάντ με την ελπίδα να επεκτείνει το έδαφος της χώρας για να ενσωματώσει τις ελληνικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Βενιζέλος σχημάτισε το 1916 κυβέρνηση παράλληλη με τον βασιλιά υπό την προστασία των χωρών της Αντάντ, κυρίως της Γαλλίας.[8]
Τμήματα της Ελλάδας καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις της Αντάντ, αλλά ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να αλλάξει την πολιτική του και δεχόταν ολοένα και μεγαλύτερη πίεση τους από τους Συμμάχους και τους υποστηρικτές του Βενιζέλου. Τον Ιούλιο του 1916 έλαβε χώρα μια εμπρηστική επίθεση στο Ανάκτορο του Τατοΐου και η βασιλική οικογένεια γλίτωσε την τελευταία στιγμή από τις φλόγες. Ο Αλέξανδρος δεν τραυματίστηκε, αλλά η μητέρα του έσωσε την τελευταία στιγμή την Πριγκίπισσα Αικατερίνη μεταφέροντάς την μέσα στο δάσος. Δεκαέξι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων αξιωματούχοι του παλατιού και πυροσβέστες.[9]
Ο Τσαρλς Τζόναρτ, Ύπατος Αρμοστής της Αντάντ στην Ελλάδα, στις 10 Ιουνίου 1917, διέταξε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί.[10] Ο βασιλιάς υποχώρησε στην απειλή της εισβολής στον Πειραιά και συμφώνησε να πάει στην εξορία, αλλά χωρίς να παραιτηθεί επίσημα από το στέμμα. Οι σύμμαχοι ήθελαν να απαλλαγούν από τον Κωνσταντίνο αλλά δεν ήθελαν να δημιουργήσουν ελληνική δημοκρατία, επιδιώκοντας έτσι να τον αντικαταστήσουν με άλλο μέλος της βασιλικής οικογένειας. Ο Γεώργιος , ο Πρίγκιπας διάδοχος , αποκλείστηκε επίσης επειδή πίστευαν ότι ήταν φιλογερμανός όπως ο πατέρας του.[11] Αντίθετα, σκέφτηκαν να βάλουν στην εξουσία τον αδελφό του Βασιλιά πρίγκιπα Γεώργιο, αλλά ο ίδιος είχε κουραστεί από τη δημόσια ζωή κατά τη δύσκολη περίοδο του ως Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης μεταξύ 1901 και 1905. Επιπλέον, δήλωσε πιστός στον αδελφό του και αρνήθηκε κατηγορηματικά να δεχτεί τον θρόνο. Έτσι, ο Αλέξανδρος, ο δεύτερος γιος του Κωνσταντίνου, επιλέχθηκε για νέος μονάρχης.[12]
Το απόγευμα της 11ης Ιουνίου 1917, ο Αλέξανδρος ορκίστηκε πίστη στο ελληνικό σύνταγμα στην αίθουσα χορού του Βασιλικού Παλατιού. Παρόντες ήταν μόνο ο Θεόκλητος Α', ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ο Κωνσταντίνος, ο Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης . Δεν έγιναν γιορτές.[13] Ο Αλέξανδρος, τότε 23 ετών, ήταν βραχνός και έκλαιγε καθώς έκανε τη δήλωση. Ήξερε ότι οι υποστηρικτές της Αντάντ και του Βενιζέλου θα ήταν αυτοί που θα κατείχαν την πραγματική εξουσία και ότι ο πατέρας και ο αδελφός του δεν είχαν παραιτηθεί από τις αξιώσεις τους για το θρόνο. Ο Κωνσταντίνος είπε στον γιο του να θεωρεί τον εαυτό του αντιβασιλέα παρά αληθινό μονάρχη. Η ανάληψη του Θρόνου ήταν συνταγματικό πραξικόπημα ουσιαστικά, διότι δεν ακολουθήθηκαν οι περί διαδοχής διατάξεις του συντάγματος. Ο Βενιζέλος εκλάμβανε την αναχώρηση του Κωνσταντίνου ως παραίτηση κάτι που ανέτρεπε την τάξη διαδοχής σύμφωνα με το άρθρο 45 υπέρ του Γεωργίου.[14] Για το λόγο αυτό ο Κωνσταντίνος δεν αποδέχθηκε ποτέ τον Αλέξανδρο ως βασιλέα, και στον τάφο του στο Τατόι αναγράφεται ως "Αλέξανδρος, βασιλόπαις της Ελλάδος, βασίλεψε αντί του πατρός αυτού". Επίσης η μητέρα του Σοφία στην αλληλογραφία μαζί του τον προσφωνούσε Προς τον Πρίγκηπα Αλέξανδρο.[15]
Το βράδυ μετά την τελετή, η βασιλική οικογένεια αποφάσισε να εγκαταλείψει τα ανάκτορα της Αθήνας και να πάει στο Τατόι, αλλά οι κάτοικοι της πόλης ήταν κατά της εξορίας και πλήθος συγκεντρώθηκε έξω από την κατοικία για να εμποδίσουν τον Κωνσταντίνο και την οικογένειά του να φύγουν από τη χώρα. Ο πρώην βασιλιάς και η οικογένεια δραπέτευσαν απαρατήρητοι στις 12 Ιουνίου. Ο Κωνσταντίνος είπε πάλι στον Αλέξανδρο στο Τατόι να μην θεωρεί τον εαυτό του ως τον πραγματικό κάτοχο του στέμματος. Ήταν η τελευταία φορά που ο νεαρός Βασιλιάς έβλεπε την οικογένειά του. Ο Κωνσταντίνος, η γυναίκα του και τα παιδιά τους έφτασαν στο λιμάνι του Ωρωπού την επόμενη μέρα και πήγαν στην εξορία.[16]
Ο Αλέξανδρος βρέθηκε απομονωμένος μακριά από τους γονείς και τα αδέρφια του. Η βασιλική οικογένεια παρέμεινε αντιδημοφιλής στους υποστηρικτές του Βενιζέλου και οι εκπρόσωποι της Αντάντ συμβούλευσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα και οι θείοι του νέου βασιλιά και ιδιαίτερα ο πρίγκιπας Νικόλαος . Τελικά όλοι ακολούθησαν τον Κωνσταντίνο στην εξορία. Τα πορτρέτα της βασιλικής οικογένειας αφαιρέθηκαν από δημόσια κτίρια και οι νέοι υπουργοί του Αλέξανδρου τον αποκαλούσαν ανοιχτά «γιο του προδότη».
Ο βασιλιάς αναγκάστηκε στις 26 Ιουνίου να διορίσει αρχηγό της κυβέρνησης τον Βενιζέλο. Παρά τις υποσχέσεις της Αντάντ ο πρώην πρωθυπουργός Ζαΐμης αναγκάστηκε ουσιαστικά να παραιτηθεί όταν ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα.[17] Ο Αλέξανδρος εναντιώθηκε αμέσως στις απόψεις του πρωθυπουργού του και ο Βενιζέλος, οργισμένος απείλησε να τον απομακρύνει από τον θρόνο και δημιούργησε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας στο όνομα του αδελφού του Παύλου, που τότε ήταν ακόμη ανήλικος. Οι χώρες της Αντάντ επενέβησαν και ζήτησαν από τον πολιτικό να υποχωρήσει, επιτρέποντας στον Αλέξανδρο να κρατήσει το στέμμα.[18] Ο μονάρχης έγινε γρήγορα αιχμάλωτος μέσα στο ίδιο του το παλάτι καθώς οι υποστηρικτές του πρωθυπουργού τον κατασκόπευαν μέρα και νύχτα, ενώ οι εντολές του αγνοήθηκαν.[19]
Ο Αλέξανδρος δεν είχε εμπειρία στις κρατικές υποθέσεις. Ακόμα κι έτσι, ήταν αποφασισμένος να κάνει το καλύτερο δυνατό στη δύσκολη κατάσταση και να εκπροσωπήσει τον πατέρα του όσο καλύτερα μπορούσε. Ο Βασιλιάς έπνεε έναν αέρα αδιαφορίας για την κυβέρνηση και σπάνια έκανε τον κόπο να διαβάσει επίσημα έγγραφα πριν τα σφραγίσει. Τα καθήκοντά του περιορίζονταν στην επίσκεψη στο Μακεδονικό Μέτωπο για να ανυψώσει το ηθικό των ελληνικών και των συμμαχικών στρατευμάτων. Η Αθήνα βρισκόταν σε πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις από τότε που επέστρεψε ο Βενιζέλος και έτσι Έλληνες στρατιώτες βρίσκονταν πλέον σε πόλεμο με τη Βουλγαρία στο βορρά.[20]
Η Ελλάδα επεκτάθηκε πέρα από τα αρχικά της σύνορα στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τις συνθήκες του Νεϊγύ του 1919 και των Σεβρών του 1920 να επιβεβαιώνουν τις ελληνικές εδαφικές κατακτήσεις. Το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης (προηγουμένως χωρισμένο μεταξύ της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και αρκετά από τα νησιά του Αιγαίου (όπως η Ίμβρος και η Τένεδος ) έγιναν μέρος της Ελλάδας, ενώ η περιοχή της Σμύρνης τέθηκε υπό ελληνικό έλεγχο .[21] Το βασίλειο του Αλεξάνδρου μεγάλωσε πλέον σε μέγεθος κατά το ένα τρίτο και ο Βενιζέλος συμμετείχε στις ειρηνευτικές συνομιλίες στο Παρίσι με τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έλαβε δάφνινο στεφάνι από τον Βασιλιά κατά την επιστροφή του τον Αύγουστο του 1920 για τις προσπάθειές του στην υπεράσπιση του Πανελληνισμού.[22]
Ακόμη και με τα εδαφικά κέρδη που επιτεύχθηκαν στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να έχουν ελπίδες να επιτύχουν τη Μεγάλη Ιδέα και να προσαρτήσουν την Κωνσταντινούπολη και άλλες μεγάλες οθωμανικές περιοχές στην Ανατολία .Εισέβαλαν στην περιοχή πέρα από τη Σμύρνη προσπαθώντας να καταλάβουν την Άγκυρα , με στόχο να καταστρέψουν την αντίσταση με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ. Έτσι ξεκίνησε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-22 . Αν και οι Έλληνες πέτυχαν στρατιωτικές επιτυχίες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξάνδρου, οι επαναστατικές δυνάμεις του Κεμάλ βγήκαν τελικά νικήτριες το 1922.[23]
Ο Αλέξανδρος ξαναβρέθηκε με την παιδική φίλη του Ασπασία Μάνου το 1915 σε ένα πάρτι που έκανε στην Αθήνα ο Στρατάρχης Θεόδωρος Υψηλάντης. Είχε μόλις επιστρέψει στην Ελλάδα μετά τις σπουδές της στη Γαλλία και ήταν κόρη του συνταγματάρχη Πέτρου Μάνου και της συζύγου του Μαρίας Αργυροπούλου.[24] Ο Αλέξανδρος, 21 ετών τότε ,την ερωτεύτηκε και για να την αποπλανήσει, πήγε στο νησί των Σπετσών .όπου έκανε τις διακοπές της εκείνη. Η Ασπασία αρχικά αντιστάθηκε Ωστόσο, κατάφερε να την κερδίσει και το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε κρυφά. Ωστόσο, ήταν αδιανόητο για τους γονείς του και για μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινωνίας εκείνης της εποχής, ένας πρίγκιπας να παντρευτεί έναν άνθρωπο διαφορετικής κοινωνικής τάξης.[25]
Διαμάχη
Ο Αλέξανδρος αποκάλυψε τη σχέση του με την Ασπασία Μάνου στον πατέρα του στις 12 Ιουνίου 1917 ζητώντας την άδεια να την παντρευτεί. Ο Κωνσταντίνος ήταν απρόθυμος να αφήσει τον γιο του να παντρευτεί μία κοινή θνητή απαιτώντας από τον Αλέξανδρο να περιμένει μέχρι το τέλος του πολέμου πριν σκεφτεί το γάμο, κάτι στο οποίο συμφώνησε.[26] Κατά τη διάρκεια των επόμενων λίγων μηνών ο νεαρός βασιλιάς γινόταν ολοένα και πιο αγανακτισμένος για τον χωρισμό από την οικογένειά του. Οι επιστολές του προς τους συγγενείς υποκλέπτονταν από την κυβέρνηση και κατάσχονταν. Η μόνη πηγή παρηγοριάς του Αλεξάνδρου ήταν η Ασπασία και αποφάσισε να την παντρευτεί.[27] Αν και ο γάμος του βασιλιά με μια Ελληνίδα έδωσε την ευκαιρία να εξελληνιστεί η βασιλική οικογένεια και να καταπολεμηθεί η κριτική ότι ήταν ξένη, τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Βενιζέλος ήταν κατά αυτού του γάμου. Ο δεύτερος φοβόταν ότι αυτό θα έδινε στον Αλέξανδρο τα μέσα να επικοινωνήσει με τους εξόριστους συγγενείς του μέσω του συνταγματάρχη Μάνου. Γενικά πάντως και οι δύο πλευρές δεν ήταν ικανοποιημένες με το να παντρευτεί ο βασιλιάς μία κοινή.[28] Αν και ο πρωθυπουργός ήταν φίλος του Πέτρου Μάνου, ο Βενιζέλος προειδοποίησε τον βασιλιά ότι ο γάμος με μία απλή κοπέλα θα ήταν αντιδημοφιλής στον πληθυσμό. Πάνω απ' όλα, ο πρωθυπουργός θα προτιμούσε ο μονάρχης να παντρευτεί την πριγκίπισσα Μαρία του Ηνωμένου Βασιλείου για να εδραιώσει τους δεσμούς που ενώνουν την Ελλάδα με τον ισχυρό σύμμαχό της, τη Μεγάλη Βρετανία.[29]
Ο πρίγκιπας Αρθούρος, δούκας του Κόννωτ & Στράθερν, επισκέφτηκε την Αθήνα το 1918 και ο Αλέξανδρος φοβόταν ότι ένας πιθανός γάμος με την πριγκίπισσα Μαρία του Ηνωμένου Βασιλείου θα συζητούνταν. Προς ανακούφισή του ο Αρθούρος ζήτησε να συναντήσει την Ασπασία και δήλωσε ότι αν ήταν νεότερος θα προσπαθούσε να την παντρευτεί ο ίδιος. Για τις ξένες δυνάμεις, ιδιαίτερα τον Βρετανό πρέσβη, ο γάμος θεωρούνταν κάτι θετικό. Οι Βρετανοί αξιωματούχοι φοβούνταν ότι ο Αλέξανδρος ήταν ικανός να παραιτηθεί για να παντρευτεί την Ασπασία, εάν ο γάμος εμποδιζόταν.[29] Οι γονείς του Αλέξανδρου ήταν κι αυτοί αρνητικοί για την τέλεση αυτού του γάμου.
Ο Βασιλιάς επισκέφτηκε το Παρίσι στα τέλη του 1918, δημιουργώντας ελπίδες στην οικογένειά του ότι θα μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί τους μόλις φύγει από την Ελλάδα. Η Σοφία τηλεφώνησε στο παρισινό ξενοδοχείο όπου διέμενε ο γιος της, αλλά ο άνθρωπος που ανταποκρίθηκε στην κλήση την ενημέρωσε ότι «η Αυτού Μεγαλειότητα λυπάται πολύ, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει στο τηλέφωνο». Ο Αλέξανδρος δεν ενημερώθηκε ποτέ ότι η μητέρα του είχε τηλεφωνήσει.
Σκάνδαλο
Με τη βοήθεια του κουνιάδου της Ασπασίας, Χρήστου Ζαλοκώστα, και μετά από τρεις ανεπιτυχείς προσπάθειες, το ζευγάρι παντρεύτηκε τελικά σε μια μυστική τελετή στις 17 Νοεμβρίου 1919 που τέλεσε ο ιερέας, Αρχιμανδρίτης Ζακαρίστας.[30] Ο αρχιμανδρίτης ορκίστηκε σιωπή αλλά γρήγορα αθέτησε την υπόσχεσή του και εξομολογήθηκε στον Μελέτιο Γ', τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.[29] Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας έπρεπε, σύμφωνα με το σύνταγμα, να λάβουν άδεια από τον κυρίαρχο ή τον ηγέτη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για να παντρευτούν. Έτσι ο Αλέξανδρος προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο παντρεύοντας την Ασπασία χωρίς την άδεια του αρχιεπισκόπου.[31]
Υπό τον όρο άκρας μυστικότητας, ο Βενιζέλος επέτρεψε στην Ασπασία και τη μητέρα της να μετακομίσουν στο Βασιλικό Παλάτι, παρόλο που δεν ενέκρινε το γάμο. Ωστόσο, πληροφορίες διέρρευσαν και η Ασπασία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα για να γλιτώσει τη δημόσια διαπόμπευση. Πήγε στη Ρώμη και μετά στο Παρίσι, όπου επετράπη στον Αλέξανδρο να τη συναντήσει έξι μήνες αργότερα, υπό τον όρο ότι οι δυο τους δεν θα παρευρίσκονταν μαζί σε δημόσιες εμφανίσεις.[32] Στον παριζιάνικο μήνα του μέλιτος, ενώ οδηγούσαν κοντά στο Φοντενεμπλό, το ζευγάρι έγινε μάρτυρας ενός σοβαρού τροχαίου στο οποίο ο κόμης Alain de Kergariou έχασε τον έλεγχο του οχήματός του. Ο Αλέξανδρος απέφυγε το αυτοκίνητο του κόμη, το οποίο γλίστρησε και χτύπησε σε ένα δέντρο. Ο βασιλιάς οδήγησε τους τραυματίες με το δικό του αυτοκίνητο στο νοσοκομείο, ενώ η Ασπασία, μια εκπαιδευμένη νοσοκόμα από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρείχε τις πρώτες βοήθειες. Ο Kergariou τραυματίστηκε σοβαρά, του έκοψαν και τα δύο πόδια και λίγο αργότερα πέθανε.
Στα μέσα του 1920, η κυβέρνηση επέτρεψε στο ζευγάρι να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο γάμος νομιμοποιήθηκε, ωστόσο η Ασπασία δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως βασίλισσα, αλλά έγινε γνωστή ως «Μαντάμ Μάνου». Αρχικά έμεινε στο σπίτι της αδερφής της στην Αθήνα και αργότερα μετακόμισε στο Τατόι, όπου έμεινε έγκυος στην κόρη του Αλέξανδρου.[32] Η κόρη του πριγκίπισσα Αλεξάνδρα η οποία γεννήθηκε μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου παντρεύτηκε τον βασιλιά Πέτρο Β΄ της Γιουγκοσλαβίας το 1944 στο Λονδίνο και απέκτησε έναν γιο, τον πρίγκιπα Διάδοχο Αλέξανδρο Β΄ Καραγεώργεβιτς.[33]
Στην αρχή η σχέση Βενιζέλου Αλέξανδρου ήταν τραυματική. Ο Αλέξανδρος παρέμενε πιστός στον έκπτωτο πατέρα του και στη μυστική επικοινωνία που είχε με τους γονείς του παροτρυνόταν να συγκρουσθεί με τον Βενιζέλο. Σύμφωνα με τον Χρήστο Ζαλοκώστα, στις ιδιωτικές συνομιλίες που είχε μαζί με τον Αλέξανδρο, ο δεύτερος αποκαλούσε τον πρωθυπουργό Σατανά και πως όταν τον όρκισε δεν τον συνεχάρη.[34][35] Ο Αλέξανδρος υπήρξε φειδωλός στην υπογραφή των διαταγμάτων επιστρατεύσεως.[36] Γενικά οι σποραδικές εντάσεις μεταξύ βασιλιά και κυβέρνησης δεν επιβάρυναν τη μεταξύ τους συνεργασία. Έτσι ο Αλέξανδρος δεν αντέδρασε στην ομιλία του θρόνου που είχε συντάξει ο Βενιζέλος, με καθαρή αποδοκιμασία του καθεστώτος του πατέρα του.[37] Τον Ιανουάριο του 1919 ο Αλέξανδρος έβγαλε λόγο σε στρατιωτική μονάδα υπέρ του καθεστώτος και με την οποία καλούσε τους στρατιωτικούς να μη συνωμοτούν σε βάρος της κυβέρνησης.[38]
Ο Αλέξανδρος τραυματίστηκε στις 2 Οκτωβρίου 1920 ενώ περπατούσε στους χώρους του Παλατιού του Τατοΐου. Ένας οικόσιτος Βαρβαρικός μακάκος που ανήκε στον οικονόμο του παλατιού δέχθηκε επίθεση από τον Φριτς, τον γερμανικό ποιμενικό του βασιλιά , και ο μονάρχης προσπάθησε να τους χωρίσει. Καθώς το έκανε, μια άλλη μαϊμού του επιτέθηκε και τον δάγκωσε στο πόδι και στο χέρι.[39]
Αμέσως μετά ο Αλέξανδρος τηλεφώνησε στον έμπιστό του υπολοχαγό Στέφανο Μεταξά, από τον οποίο ζήτησε να φέρει γιατρό με επιδεσμικό υλικό. Ο Κωνσταντίνος Μέρμηγκας, διακεκριμένος καθηγητής της χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών με σπουδές στη Γερμανία, έφτασε στο Τατόι και εξέτασε τα τραύματα του βασιλιά παρουσία και της Ασπασίας Μάνου, η οποία έχει ειδοποιηθεί από το σπίτι του Χρήστου Ζαλοκώστα[Σημ. 1] και είχε καταφθάσει ανήσυχη. Ο Μέρμηγκας έπλυνε τα τραύματα με οινόπνευμα και βενζίνη, που εθεωρείτο άριστο αντισηπτικό και συμμάζεψε τις πολτοποιημένες μυικές μάζες με γάζες εμποτισμένες σε ιώδιο, αλλά δεν θεώρησε τον καυτηριασμό αναγκαίο, πιστεύοντας ότι πρόκειται για ένα συνηθισμένο τραύμα. Ο ίδιος ο βασιλιάς ζήτησε το παράξενο αυτό περιστατικό να μη δημοσιευτεί. Οι πληγές ωστόσο είχαν μολυνθεί και το ίδιο βράδυ ο βασιλιάς ανέβασε πυρετό. Λίγες ημέρες αργότερα εμφανίστηκαν φλεγμονές και οι πληγές, αντί να κλείσουν, είχαν επεκταθεί. Καλούνται επτά από τους σπουδαιότερους Έλληνες καθηγητές ιατρικής της εποχής, οι Σάββας, Φωκάς, Αναγνωστόπουλος, Λιβιεράτος, Σακόρραφος, Μπένσης και Γερουλάνος για να δώσουν λύση. Ο Σάββας εντοπίζει με μικροσκόπιο στο πύον, που αναβλύζει από τις πληγές, το βακτήριο του στρεπτόκοκκου. Ο Φωκάς προτείνει ο βασιλιάς να ακρωτηριαστεί, αλλά η πρότασή του απορρίπτεται από την Ασπασία Μάνου, ενώ και οι ίδιοι οι ιατροί είναι διστακτικοί προς μια τέτοια λύση.
Μετά από λίγες ημέρες και με εντολή του Βενιζέλου, ο οποίος έχει ενημερωθεί και αγωνιά για την υγεία του βασιλιά, καλούνται στην Ελλάδα δύο διαπρεπέστατοι Γάλλοι ιατροί (Βιντάλ και Ντελμπέ),[40] οι οποίοι όμως εξηγούν, ότι ο ακρωτηριασμός πλέον είναι άσκοπος, αφού η μόλυνση έχει επεκταθεί και ότι ο βασιλιάς είναι καταδικασμένος σε θάνατο. Ο Αλέξανδρος ζητούσε απεγνωσμένα να δει τη μητέρα του αλλά ο Βενιζέλος δεν της επέτρεψε να έρθει κοντά στον γιο της και δόθηκε η άδεια μόνο στη γιαγιά του Όλγα η οποία δεν πρόλαβε να τον δει ζωντανό.
Στις 25 Οκτωβρίου (με το νέο ημερολόγιο) και αφού είχαν μεσολαβήσει επτά τοπικές επεμβάσεις, ο 27χρονος βασιλιάς τελικά απεβίωσε από σηψαιμία. Δίπλα του, εκ μέρους της εξόριστης οικογένειάς του, βρέθηκε μόνο η γιαγιά του, Όλγα. Τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας έλαβαν την είδηση με τηλεγράφημα το επόμενο βράδυ.[41]
Η διατύπωση του τελευταίου ιατρικού δελτίου ήταν πολύ άκομψη, μοναδική στη νεότερη ελληνική ιστορία:
Μετά βραχείαν αγωνία, καθ΄ ην η Αυτού Μεγαλειότης κατελήφθη υπό σπασμωδικών κινήσεων του προσώπου, εξέπνευσε περί 4ην και 12 λεπτά μετά μεσημβρίαν.[42]
Η σορός του Αλέξανδρου μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών όπου παρέμεινε μέχρι την κηδεία του στις 29 Οκτωβρίου. Για άλλη μια φορά η βασιλική οικογένεια δεν επετράπη να επιστρέψει, με την Όλγα και την Ασπασία να είναι οι μόνες παρούσες. Οι διεθνείς δυνάμεις εκπροσωπήθηκαν από τον Αλέξανδρο, διάδοχο της Γιουγκοσλαβίας , μαζί με την αδερφή του την πριγκίπισσα Έλενα , τον Γουσταύο Αδόλφο, διάδοχο της Σουηδίας , μαζί με τον θείο του Πρίγκιπα Ευγένιο, Δούκα της Νέρκε, καθώς και μέλη του διπλωματικού σώματος στην Αθήνα.
Μετά την κηδεία στον καθεδρικό ναό, η σορός του νεαρού βασιλιά ενταφιάστηκε στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι. Μετά τον θάνατο του βασιλιά οι μακάκοι θανατώθηκαν. Ο Βενιζέλος έπλεξε το εγκώμιο του νεκρού βασιλιά, τονίζοντας, ότι εμπνεύσθηκε από το παράδειγμα του πάππου του Γεωργίου Α΄ και υπήρξε υπόδειγμα δημοκρατικού βασιλιά, που σεβάστηκε το πολίτευμα της χώρας.[43] Συντετριμμένοι από το θάνατο του, έδωσαν τέλος στη ζωή τους τόσο ο οδηγός του, όσο και ο γεωπόνος Στουρμ, που θεώρησε τον εαυτό του υπαίτιο για το συμβάν[44].
Για την ελληνική κυβέρνηση, ο θάνατος του Αλέξανδρου Α' έθεσε το ζήτημα της διαδοχής στο θρόνο. Ο βασιλιάς επειδή είχε συνάψει μοργανατικό γάμο κανένας απόγονός του δε θα μπορούσε να γίνει διάδοχος του θρόνου. Επομένως, η διατήρηση της μοναρχίας συνεπάγεται την εύρεση ενός νέου βασιλιά. Ωστόσο η Βουλή των Ελλήνων επιθυμεί τον αποκλεισμό του Κωνσταντίνου Α' και του διαδόχου Γεωργίου από τη διαδοχή,[45] ενώ ο Βενιζέλος από την πλευρά του κρύβει με δυσκολία τις δημοκρατικές του απόψεις. Παρ' όλα αυτά, στις 29 Οκτωβρίου 1920, η κυβέρνηση αποφάσισε να προσφέρει το στέμμα στον μικρότερο αδερφό του Αλέξανδρου και του Γεωργίου, πρίγκιπα Παύλο, ο οποίος αρνήθηκε.[45][46] Όσο ο θρόνος έμενε κενός και η σύγκρουση με την τουρκική αντίσταση παρατεινόταν, οι νέες βουλευτικές εκλογές μετατράπηκαν σε ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ των υποστηρικτών του Βενιζέλου και εκείνων του πρώην βασιλιά Κωνσταντίνου. Στις 14 Νοεμβρίου 1920, οι υποστηρικτές της μοναρχίας κερδίζουν και ο Δημήτριος Ράλλης γίνεται πρωθυπουργός. Ηττημένος ο Κρητικός πολιτικός επέλεξε να εξοριστεί. Πριν την αναχώρησή του ζήτησε από τη βασίλισσα Όλγα να αποδεχθεί την αντιβασιλεία μέχρι την επιστροφή του Κωνσταντίνου.[47]
Η αποκατάσταση του βασιλιά όμως δεν έφερε την ειρήνη που περίμενε ο πληθυσμός. Ακόμη χειρότερα, εμποδίζει την Ελλάδα να λάβει υποστήριξη από τις μεγάλες δυνάμεις στον πόλεμο μεταξύ αυτής και της Τουρκίας. Μάλιστα, οι πρώην σύμμαχοι δεν συγχώρεσαν τον Κωνσταντίνο για τη στάση του κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν ήταν έτοιμοι να του παράσχουν την υποστήριξή τους.[48] Η σύγκρουση λοιπόν συνεχίστηκε μέχρι την ελληνική ήττα στη Μάχη του Σαγγαρίου μεταξύ Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1921 και την ανακατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1922. Μετά από αυτά τα γεγονότα, η χώρα βυθίστηκε σε βαθιά πολιτική και ηθική κρίση. Ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ σταδιακά ανακατέλαβε την Ανατολία και την Ανατολική Θράκη, χιλιάδες Έλληνες δολοφονήθηκαν ή εκδιώχθηκαν από τα εδάφη τους. Αυτή αποτέλεσε την Μικρασιατική Καταστροφή, που κατοχυρώθηκε αργότερα από τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923.[49]
Συγκλονισμένος από αυτή την τραγωδία, την οποία θεώρησε άμεση συνέπεια του πρόωρου θανάτου του Αλέξανδρου Α', ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έγραψε στα απομνημονεύματά του: «ίσως δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ένα τέταρτο του εκατομμυρίου ανθρώπων πέθαναν από το δάγκωμα αυτού του πιθήκου».[50]
Ο Αλέξανδρος ως δευτερότοκος γιος του βασιλιά θεωρούσε δεδομένο ότι δεν θα καθόταν ποτέ στον θρόνο. Ο φίλος του Χρήστος Ζαλοκώστας τον περιγράφει ως ένα μαθητή μέτριο στη στρατιωτική σχολή[51] και ως άτομο που κατά τα νεανικά του χρόνια διακρινόταν για τον ατίθασο χαρακτήρα του, τις επιτυχίες του στο γυναικείο φύλο και την αγάπη του για τα αυτοκίνητα.[52] (ήταν επίτιμος πρόεδρος του Συνδέσμου Οδηγών Αυτοκινήτων[53]). Ήπιος γενικά χαρακτήρας, ένιωθε συχνά να τον καταπιέζει η αυλική εθιμοτυπία και είχε ροπή στα ξενύχτια και το τάβλι, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για τις κρατικές υποθέσεις, μα πιο πολύ για τα γρήγορα αυτοκίνητα.[54]
Στις 8 Ιουλίου 1920 επισκέφθηκε το Δεδέαγατς ο βασιλιάς Αλέξανδρος και ο δήμαρχος Εμμανουήλ Αλτιναλμάζης, προσφωνώντας τον βασιλιά, είπε ότι η πόλη προς τιμήν του μετονομάζεται σε Αλεξανδρούπολη.[55]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.