Λογοτεχνικά έργα στη ρωσική γλώσσα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ρωσική λογοτεχνία αναφέρεται στο σύνολο των λογοτεχνικών έργων της Ρωσίας, στη λογοτεχνία που γράφτηκε στα ρωσικά από μέλη άλλων εθνών που ανεξαρτητοποιήθηκαν από την πρώην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), από μετανάστες που έγιναν δεκτοί στη χώρα και από εξόριστους Ρώσους. Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, διάφοροι πολιτισμοί και χώρες διεκδίκησαν αρκετούς πρώην Σοβιετικούς συγγραφείς οι οποίοι, ωστόσο, έγραψαν στα ρωσικά.[1]
Η ρωσική λογοτεχνία χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτο βάθος με συγγραφείς βασικά ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Ντοστογιέφσκι ή ο Τολστόι. Άρχισε με τη μορφή της προφορικής παράδοσης χωρίς γραπτά κείμενα μέχρι τον εκχριστιανισμό της Ρωσίας του Κιέβου το 988 και, συγχρόνως, την εισαγωγή αλφαβήτου.[2]
Από την εποχή του Διαφωτισμού εμφανίζονται τα πρώτα ρωσικά λογοτεχνικά έργα και από τις αρχές της δεκαετίας του 1830, αρχίζει μια εκπληκτική χρυσή εποχή στην ποίηση, την πεζογραφία και το δράμα. Ο ρομαντισμός επέτρεψε την άνθηση ποιητικών ταλέντων: ο Βασίλι Ζουκόφσκι και αργότερα ο Αλέξανδρος Πούσκιν ήρθαν στο προσκήνιο. Η πεζογραφία άνθισε επίσης, ο Μιχαήλ Λέρμοντοφ ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές και πεζογράφους.
Ο πρώτος μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος ήταν ο Νικολάι Γκόγκολ. Ακολούθησε ο Ιβάν Τουργκένιεφ, με διηγήματα και μυθιστορήματα. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Λέων Τολστόι έγιναν σύντομα διεθνώς γνωστοί. Άλλες σημαντικές προσωπικότητες του ρωσικού ρεαλισμού ήταν ο Ιβάν Γκοντσαρόφ, ο Μιχαήλ Σαλτικόφ-Σεντρίν, που θεωρείται ο μεγαλύτερος σατιρικός συγγραφέας της Ρωσίας του 19ου αιώνα, και ο Νικολάι Λεσκόφ. Στο δεύτερο μισό του αιώνα ο Άντον Τσέχωφ διέπρεψε στο διήγημα και έγινε κορυφαίος δραματουργός.[3]
Πριν από την υιοθέτηση του Χριστιανισμού –πρώτα από την Πριγκίπισσα Όλγα το 957 και έπειτα από τον Βλαδίμηρο Α΄ του Κιέβου το 988 – δεν υπήρχε γραπτή γλώσσα στη Ρωσία. Αν χρειαζόταν, για γραπτή επικοινωνία χρησιμοποιήθηκαν τα ελληνικά, τα λατινικά ή τα εβραϊκά. Λογοτεχνικά έργα όπως παραμύθια, τραγούδια και έπη διατηρήθηκαν και πέρασαν από γενιά σε γενιά ως μνημεία της προφορικής ιστορίας.[4]
Οι δημιουργοί του αλφαβήτου ήταν οι Βυζαντινοί ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος οι οποίοι με στοιχεία από το λατινικό, το ελληνικό και το εβραϊκό αλφάβητο επινόησαν τη γραφή για τη μετάφραση της Αγίας Γραφής και άλλων κειμένων στις Σλαβικές γλώσσες. Στην αρχή η ρωσική γραπτή γλώσσα χρησιμοποιούσε δύο γραφικά συστήματα—το κυριλλικό και το γλαγολιτικό αλφάβητο. Η γλαγολιτική, που επινοήθηκε επίσης από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, εγκαταλείφθηκε και η ρωσική λογοτεχνία όπως τη γνωρίζουμε σήμερα γράφεται και διαβάζεται με το κυριλλικό αλφάβητο, που εξελίχθηκε στο ρωσικό αλφάβητο.[5]
Η παλαιά ρωσική λογοτεχνία καλύπτει την περίοδο από τον 11ο έως τον 17ο αιώνα. Η ρωσική λογοτεχνία αυτής της περιόδου αντιπροσωπεύεται από θρησκευτικά και κοσμικά ιστορικά κείμενα που δημιουργήθηκαν στη Ρωσία του Κιέβου και στη συνέχεια στη Μοσχοβίτικη Ρωσία.
Στις απαρχές της ρωσικής λογοτεχνίας συντέθηκαν έπη και χρονικά γραμμένα στην Παλαιά Ανατολική Σλαβονική και στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα, τα περισσότερα από αυτά ανώνυμα.[6] Σημαντικά έργα είναι το χρονικό Πρώτο Χρονικό του μοναχού Νέστορα, το οποίο περιγράφει την ιστορία των Ρως από το 850 έως το 1110 (1116), [7]τα έπη Η ιστορία της εκστρατείας του Ιγκόρ (12ος αιώνας) [8]που αναφέρεται στην αποτυχημένη εκστρατεία του Ιγκόρ Σβιατοσλάβιτς εναντίον των Κουμάνων και Η παράκληση του Δανιήλ του Αιχμαλώτου (13ος αιώνας) που απευθύνονταν στον Γιαροσλάβ Β΄ του Βλαντίμιρ. Οι Βίοι αγίων αποτέλεσαν επίσης ένα δημοφιλές είδος της παλιάς ρωσικής λογοτεχνίας, με κυριότερα έργα τους Βίους των Μπόρις και Γκλεμπ (11ος αι.) και Η ζωή του Αλεξάντερ Νιέβσκι (αρχές 14ου αι.), που περιγράφει τη ζωή και τα επιτεύγματα του Αλέξανδρου Νιέφσκι.
Από το 1240 έως το 1480 η ρωσική λογοτεχνία επιβράδυνε την ανάπτυξή της λόγω της εισβολής των Μογγόλων στη Ρωσία του Κιέβου το 1223, η οποία προκάλεσε την παρακμή της και την άνοδο νέων πολιτιστικών κέντρων όπως το Νόβγκοροντ. Οι στρατιωτικές μάχες αναφέρονται σε έπη, όπως το ανώνυμο Τραγούδι της Καταστροφής της Ρωσικής Γης (13ος αιώνας), λυρικό και τραγικό έργο στο οποίο ο ανώνυμος συγγραφέας θρηνεί για τη μοίρα της Ρωσίας, που ποδοπατήθηκε από τους Μογγόλους του Μπατού Χαν και καλεί τους Ρώσους πρίγκιπες να ενωθούν και να απωθήσουν τον εχθρό, ή Το τραγούδι από πέρα από τον ποταμό Ντον (τέλη 14ου αιώνα) που αναφέρεται στη μάχη του Κουλίκοβο το 1380.[9]
Άλλα μεσαιωνικά ρωσικά λογοτεχνικά έργα περιλαμβάνουν το Ένα ταξίδι πέρα από τις τρεις θάλασσες, έργο με τη μορφή ταξιδιωτικών σημειώσεων, που έγραψε ο έμπορος Αφανάσι Νικίτιν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ινδία το 1466-1472 και είναι το πρώτο ρωσικό λογοτεχνικό έργο που απεικόνισε ένα εμπορικό ταξίδι σε αντίθεση με προηγούμενα κείμενα που είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα και περιέγραφαν προσκυνηματικά ταξίδια σε ιερούς τόπους. Τα Μπιλίνα – προφορικά λαϊκά έπη – που συγχωνεύουν χριστιανικές και παγανιστικές παραδόσεις.
Η μεσαιωνική ρωσική λογοτεχνία είχε κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα με διάφορες μεταφράσεις από σημαντικά εκκλησιαστικά έργα, όπως το Ευαγγέλιο του Οστρόμιρ (1056), και γράφηκε κυρίως σε μια προσαρμοσμένη μορφή της παλαιάς εκκλησιαστικής σλαβικής γλώσσας με πολλά νοτιοσλαβικά στοιχεία. Το πρώτο έργο στην καθομιλουμένη ρωσική, η Αυτοβιογραφία του Αββακούμ Πέτροβιτς, εμφανίστηκε μόλις στα μέσα του 17ου αιώνα.[10]
Η ρωσική λογοτεχνία του 18ου αιώνα είναι γνωστή ως Ρωσικός Διαφωτισμός. Αυτή την εποχή, στη Ρωσία έγιναν προσπάθειες για εκσυγχρονισμό, εκδυτικισμό και εκκοσμίκευση με μια σειρά εκσυγχρονιστικών αλλαγών [11]που εφάρμοσε ο Μεγάλος Πέτρος και επηρέασαν και τη λογοτεχνία. Μπορεί να ειπωθεί ότι η κοσμική λογοτεχνία αρχίζει στη Ρωσία σ' αυτόν τον αιώνα. Ο Πέτρος Α' αναθεώρησε και αναμόρφωσε το ρωσικό αλφάβητο εξαλείφοντας τα απαρχαιωμένα γράμματα και απλοποίησε το ορθογραφικό σύστημα κάνοντας την ανάγνωση πιο προσιτή, συμβάλλοντας στη σωστή χρήση και ανάπτυξη της ρωσικής γλώσσας. Μέσω των συζητήσεων σχετικά με τη ρωσική γλώσσα και τη ρωσική λογοτεχνία, οι συγγραφείς κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα έθεσαν τα θεμέλια για τα σημαντικά έργα του τέλους του αιώνα.[4]
Ο σατιρικός Αντίοχος Δ. Καντεμίρ (1708–1744), ήταν ένας από τους πρώτους Ρώσους συγγραφείς που στήριξε τις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου Α' και εξήρε τα ιδανικά του κινήματος του Διαφωτισμού. Τα έργα του Καντεμίρ εξέφραζαν τον θαυμασμό του για τον Πέτρο, κυρίως στο έπος του Πετριάς, αφιερωμένο στον αυτοκράτορα. Επίσης επαίνεσε τις μεταρρυθμίσεις μέσω της σατιρικής κριτικής του για την «επιπολαιότητα και τον σκοταδισμό» της Ρωσίας, τις οποίες είδε ως εκδηλώσεις της υστέρησης που ο Πέτρος προσπάθησε να διορθώσει. Ο Καντεμίρ ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν τη συζήτηση για τη σωστή χρήση της ρωσικής γλώσσας.[12]
Ο Βασίλι Τρεντιακόφσκι, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και σύγχρονος του Καντεμίρ, συνέβαλε επίσης στη θεμελίωση της κλασικής ρωσικής λογοτεχνίας. Εμπνευσμένος από τις αρχές του Διαφωτισμού και την εργασία του στη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, έκανε πρωτοποριακές μεταφράσεις γαλλικών και κλασικών έργων στη ρωσική γλώσσα. Σημείο καμπής στην πορεία της ρωσικής λογοτεχνίας, η μετάφραση του έργου του Γάλλου Πωλ Ταλμάν Ταξίδι στη Νήσο της Αγάπης, ήταν το πρώτο έργο που χρησιμοποίησε τη ρωσική δημοτική γλώσσα σε αντίθεση με την επίσημη και ξεπερασμένη εκκλησιαστική-σλαβική. Αυτό άσκησε μεγάλη επίδραση στην πορεία της ρωσικής πεζογραφίας και τη σύνθεση κοσμικών έργων στη δημοτική γλώσσα, ενώ τα ιερά κείμενα διατήρησαν την εκκλησιαστική-σλαβική. Ωστόσο, το έργο του Τρεντιακόφσκι ήταν περισσότερο θεωρητικό και επιστημονικό, επικεντρωμένο στην προώθηση της γλώσσας.[13]
Ο νεαρός συγγραφέας και λόγιος αντίπαλος του Τρεντιακόφσκι, Αλεξάντερ Σουμαρόκοφ (1717–1777), εμπνεύστηκε από τον γαλλικό κλασικισμό. Το ενδιαφέρον του Σουμαρόκοφ για τη γαλλική λογοτεχνία αντικατόπτριζε την αφοσίωσή του στην πολιτική εκδυτικισμού του Μεγάλου Πέτρου. Αν και συχνά διαφωνούσε με τον Τρεντιακόφσκι, ο Σουμαρόκοφ υποστήριξε επίσης τη χρήση απλής, φυσικής γλώσσας προκειμένου να γίνει πιο αποτελεσματική η χρήση της ρωσικής γλώσσας. Από τα κυριότερα έργα του είναι η Επιστολή για την ποίηση: «Ο μεγάλος Πέτρος εκτοξεύει τον κεραυνό του από τις ακτές της Βαλτικής, το ρωσικό σπαθί λάμπει σε όλες τις γωνιές του σύμπαντος».[14]
Ο Μιχαήλ Λομονόσοφ επιστήμονας και συγγραφέας, επηρεασμένος επίσης από τα στρατιωτικά, αρχιτεκτονικά και πολιτιστικά κατορθώματα του Μεγάλου Πέτρου, πέρα από τα επιστημονικά και ιστορικά του έργα έγραψε ποίηση και μια μεταρρυθμιστική γραμματική, με μεγάλη επίδραση στη λογοτεχνία. Προσπάθησε να μεταρρυθμίσει τη γλώσσα της λογοτεχνίας, να την κάνει γλώσσα της φιλοσοφίας και της επιστήμης, και υποστήριζε τη σύγκλιση λογοτεχνικών και λαϊκών γλωσσικών μορφών.[15]
Οι συζητήσεις σχετικά με τη λειτουργία και τη μορφή της λογοτεχνίας καθώς και τη ρωσική γλώσσα κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα έθεσαν το υπόβαθρο για τους συγγραφείς κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Μεγάλης Αικατερίνης στο δεύτερο μισό του αιώνα. Ωστόσο, τα θέματα των νέων έργων ήταν συχνά πολιτικά και κοινωνικά. Ο Αλεξάντρ Ραντίστσεφ, για παράδειγμα, συγκλόνισε το ρωσικό κοινό με την απεικόνιση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των δουλοπάροικων και εξορίστηκε στη Σιβηρία.[16]
Άλλοι συγγραφείς επέλεξαν θέματα λιγότερο επικίνδυνα. Ο Νικολάι Καραμζίν, 1766–1826 έγραψε τη μεγάλη Ιστορία του Ρωσικού Κράτους και ποίηση και πεζογραφία, καθιερώνοντας στον πεζό λόγο τη ζωντανή ρωσική γλώσσα. Οι ιστορίες του, όπως Η φτωχή Λίζα, αντιπροσωπεύουν επίσης τις αξίες του Διαφωτισμού στο βαθμό που παρουσιάζουν όλες τις κοινωνικές τάξεις, συμπεριλαμβανομένων των δουλοπάροικων και των αγροτών.
Ο Γαβριήλ Ντερζάβιν, διάσημος για τις ωδές του, αφιέρωνε συχνά τα ποιήματά του στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη. Ο Ντερζάβιν ήταν αφοσιωμένος στο κράτος, υπηρέτησε στο στρατό, και ανέβηκε με ταχείς ρυθμούς τα σκαλοπάτια της κοινωνικής και κρατικής ιεραρχίας, έγινε γραμματέας της αυτοκράτειρας και υπουργός Δικαιοσύνης.[17]
Ο Ντένις Φονβίζιν, ένας από τους ιδρυτές της λογοτεχνικής κωμωδίας στη Ρωσία, προσέγγισε επικριτικά το θέμα των Ρώσων ευγενών. Χρησιμοποιώντας σάτιρα και κωμωδία, υποστήριξε ένα σύστημα στο οποίο οι ευγενείς έπρεπε να ανταμείβονται με βάση την προσωπική τους αξία και όχι την ευνοιοκρατία που κυριαρχούσε κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Μεγάλης Αικατερίνης.[18]
Ο 19ος αιώνας αναφέρεται παραδοσιακά ως η «Χρυσή Εποχή» της ρωσικής λογοτεχνίας. [19]Ο ρομαντισμός συνέβαλε στην άνθηση του ποιητικού ταλέντου με κυριότερους εκπροσώπους τον Βασίλι Ζουκόφσκι, τον Φιοντόρ Τιούτσεφ και αργότερα τον Αλεξάντερ Πούσκιν. Ο Πούσκιν πιστώνεται τόσο για την αποκρυστάλλωση της λογοτεχνικής ρωσικής γλώσσας όσο και για την εισαγωγή ενός νέου επιπέδου τέχνης στη ρωσική λογοτεχνία. Το πιο γνωστό του έργο είναι το έμμετρο μυθιστόρημα Ευγένιος Ονέγκιν (1833). Μια ολόκληρη νέα γενιά ποιητών, μεταξύ των οποίων οι Μιχαήλ Λέρμοντοφ γνωστός για το μυθιστόρημα Ένας ήρωας του καιρού μας (1841), Γιεβγκένι Μπαρατίνσκι, Κονσταντίν Μπατιούσκοφ, Νικολάι Νεκράσοφ, Αλεξέι Κωνσταντίνοβιτς Τολστόι, Φιόντορ Τιούτσεφ και Αφανάσι Φετ ακολούθησαν τα βήματα του Πούσκιν μετά τον τραγικό του θάνατο.[20]
Στην πεζογραφία, το πρώτο μεγάλο ρωσικό μυθιστόρημα ήταν οι Νεκρές ψυχές (1842) του Νικολάι Γκόγκολ. Η ρεαλιστική σχολή θεωρείται ότι ξεκίνησε με τον Ιβάν Γκοντσαρόφ, με σημαντικό έργο το μυθιστόρημα Ομπλόμοφ (1859) όπου απεικονίζει τον παλιό τύπο του Ρώσου γαιοκτήμονα,[21] και τον Ιβάν Τουργκένεφ. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Λέων Τολστόι έγιναν σύντομα διεθνώς γνωστοί σε σημείο που πολλοί μελετητές τους αναφέρουν ως μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών. Ο Μιχαήλ Σαλτικόφ-Σεντρίν είναι γνωστός για την γκροτέσκα σάτιρα Η ιστορία μιας πόλης (1870) και το οικογενειακό χρονικό Οικογένεια Γκολοβλιόφ, ζοφερή εικόνα παρακμής μιας τυπικής ρωσικής οικογένειας γαιοκτημόνων (1880), που θεωρούνται τα αριστουργήματά του.
Ο Νικολάι Λεσκόφ ισορροπώντας ανάμεσα στο φαιδρό και το τραγικό, απεικόνισε τις άθλιες συνθήκες των μουζίκων στις μεγάλες ιδιοκτησίες, τη σπατάλη πολλών μελών της αριστοκρατίας και τις δεισιδαιμονίες του ρωσικού λαού.[22] Στα τέλη του αιώνα, ο Άντον Τσέχωφ αναδείχθηκε ως δεξιοτέχνης του διηγήματος καθώς και κορυφαίος διεθνής δραματουργός.[23]
Ανάμεσα στους άλλους σημαντικούς Ρώσους συγγραφείς του 19ου αιώνα είναι ο μυθογράφος Ιβάν Κριλόφ, οι κριτικοί λογοτεχνίας Βισαριόν Μπελίνσκι και Κωνσταντίν Σεργκέγιεβιτς Ακσάκοφ και ο πολιτικός μεταρρυθμιστής Αλεξάντρ Γκέρτσεν. Θεατρικοί συγγραφείς όπως ο Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ, ο Αλεξάντρ Οστρόβσκι, ο Αλεξάντρ Σούχοβο-Κομπίλιν γνωστός για τα σατιρικά του έργα που ασκούσαν κριτική στη ρωσική αυτοκρατορική γραφειοκρατία, [24]ο Αλεξέι Τολστόι και ο σατιρικός Κοζμά Προυτκόβ (συλλογικό ψευδώνυμο).[25]
Οι αρχές του 20ου αιώνα αναφέρονται ως η «Ασημένια Εποχή» της ρωσικής λογοτεχνίας, εξαιρετικά γόνιμη στη ρωσική ποίηση. [26]Οι κυριότεροι ποιητές που συνδέονται με την εποχή είναι ο συμβολιστής Κονσταντίν Μπαλμόν, ο Βαλέρι Μπριούσοφ, ο Αλεξάντρ Μπλοκ, η Άννα Αχμάτοβα, ο σύζυγός της Νικολάι Γκούμιλεφ, ο Σεργκέι Γεσένιν, ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και η Μαρίνα Τσβετάγεβα. [27]Αυτήν την εποχή αναδείχθηκαν επίσης σημαντικοί μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι, όπως ο Αλεξάντρ Κούπριν, ο βραβευμένος με Νόμπελ το 1933 Ιβάν Μπούνιν, ο κύριος εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού στη ρωσική λογοτεχνία Λεονίντ Αντρέγιεφ, ο Φιόντορ Σολογκούμπ, ο Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, ο Αλεξάντρ Μπελιάεφ, ο συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας Αντρέι Μπέλιι, η Λία Γκεράσκινα και ο Μαξίμ Γκόρκι.[28]
Μετά την Επανάσταση του 1917, η ρωσική λογοτεχνία χωρίστηκε σε έργα σοβιετικά και έργα λογοτεχνών διαφωνούντων με το πολιτικό καθεστώς, που μετανάστευσαν. Η Σοβιετική Ένωση εξασφάλισε καθολική εκπαίδευση και μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη βιομηχανία εκτύπωσης βιβλίων, επέβαλε ωστόσο ιδεολογική λογοκρισία. Στη δεκαετία του 1930 ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός έγινε η κυρίαρχη τάση στη Ρωσία. [29]Οι κορυφαίες μορφές του ήταν ο Νικολάι Οστρόφσκι, ο Αλεξάντερ Φαντέγιεφ, ο θεατρικός συγγραφέας Νικολάι Πογκότιν, ο Μπορίς Λαβρενιόφ και άλλοι συγγραφείς, που έθεσαν τα θεμέλια αυτού του είδους. Το μυθιστόρημα του Οστρόφσκι Πως δενότανε τ' ατσάλι ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή έργα της ρωσικής σοσιαλιστικής ρεαλιστικής λογοτεχνίας. Μερικοί συγγραφείς, όπως ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Αντρέι Πλατόνοφ, ο Όσιπ Μαντελστάμ, ο Μπορίς Πιλνιάκ και ο Δανιήλ Χαρμς επικρίθηκαν, διώχθηκαν και έγραψαν με ελάχιστη ή καμία ελπίδα να δημοσιευθούν.[30]
Συγγραφείς που έφυγαν στο εξωτερικό, όπως οι ποιητές Βλάντισλαβ Χοντάσεβιτς, Γκεόργκι Ιβάνοφ και Βιάτσεσλαβ Ιβάνοφ, οι μυθιστοριογράφοι Γκάιτο Γκαζντάνοφ, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Ιβάν Μπούνιν συνέχισαν να γράφουν στην εξορία. Μερικοί συγγραφείς τόλμησαν να αντιταχθούν στη σοβιετική ιδεολογία, όπως ο Γεβγένι Γεφτουσένκο, η Άννα Μπάρκοβα, ο νομπελίστας μυθιστοριογράφος Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και ο Βαρλαάμ Σαλάμοφ, οι τρεις τελευταίοι αποτύπωσαν τη ζωή των κρατουμένων στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, τα γκουλάγκ. [31]Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν η καταστολή και η λογοκρισία στη Σοβιετική Ένωση χαλάρωσαν λόγω της πολιτικής αποσταλινοποίησης του Νικίτα Χρουστσόφ, παρουσιάσθηκε νέα ανάπτυξη στη λογοτεχνία και η ποίηση έγινε μαζικό πολιτιστικό φαινόμενο. Αυτή η κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Τη δεκαετία του 1970, ορισμένοι από τους πιο εξέχοντες συγγραφείς απαγορεύτηκε να δημοσιεύσουν και διώχτηκαν για τα αντισοβιετικά τους αισθήματα, όπως ο Αντρέι Αμαλρίκ ο Βασίλι Γκρόσμαν, ο Γκριγκόρι Όστερ κ.ά.
Το τέλος του 20ου αιώνα ήταν μια δύσκολη περίοδος για τη ρωσική λογοτεχνία, με λίγες ξεχωριστές φωνές. Μεταξύ των πιο γνωστών συγγραφέων αυτής της περιόδου είναι η Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια, ο Βίκτορ Πελεβίν, με διηγήματα και μυθιστορήματα, ο μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Βλαντιμίρ Σορόκιν [32], ο Μπορίς Ακούνιν, ο Γκριγκόρι Όστερ, ο Μικαήλ Σίσκιν, [33]η Λουντμίλα Πετροσέφσκαγια, ο Λεβ Αννίνσκι και ο ποιητής Ντμίτρι Πρίγκοφ. Τον 21ο αιώνα, εμφανίστηκε μια νέα γενιά Ρώσων συγγραφέων, που διέφερε πολύ από τη μεταμοντερνιστική ρωσική πεζογραφία του τέλους του 20ού αιώνα, η οποία οδήγησε τους κριτικούς να μιλήσουν για «νέο ρεαλισμό».[34]
Οι Ρώσοι συγγραφείς έχουν συμβάλει σημαντικά σε πολλά λογοτεχνικά είδη. Η Ρωσία έχει πέντε βραβευθέντες συγγραφείς με Νόμπελ Λογοτεχνίας, τον Ιβάν Μπούνιν (βραβείο Νόμπελ 1933), τον Μπορίς Παστερνάκ (βραβείο Νόμπελ 1958), που το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Ζιβάγκο εκδόθηκε το 1957 στην Ιταλία και στη Σοβιετική Ένωση το 1988, τον Μιχαήλ Σόλοχοφ (1965), τον Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (1970) και τον Γιόζεφ Μπρόντσκι (1987) που από το 1972 είχε πολιτογραφηθεί Αμερικανός.[35]
Το 2011, η Ρωσία ήταν η τέταρτη χώρα στην παραγωγή βιβλίων στον κόσμο, όσον αφορά τους δημοσιευμένους τίτλους.[36]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.