From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Νταγιουάν ή Ταγιουάν (κινεζικά: 大宛, πινγίν: Dàyuān, Ουέιντ-Τζάιλς[1]: Ta4-yuan1, Μεγάλοι Ίωνες) ήταν ελληνιστικός πολιτισμός στην κοιλάδα Φεργκάνα της κεντρικής Ασίας, ο οποίος περιγράφεται στα κινεζικά ιστορικά έργα των γραπτών του Μεγάλου Ιστορικού[2][3] και του βιβλίου των Χαν. Αναφέρεται επίσης στα γραπτά του διάσημου Κινέζου εξερευνητή Ζανγκ Κιάν το 130 π.Χ., κατά τις πολυάριθμες αποστολές και εξερευνήσεις που έκανε στην κεντρική Ασία. Η χώρα των Νταγιουάν είναι γενικά αποδεκτό πως σχετίζεται με την κοιλάδα της Φεργκάνα, τοποθεσία που αντιστοιχεί στην διασταύρωση των περιοχών του σημερινού Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, και Κιργιστάν, κοντά στην βορειοδυτική Κίνα.
Οι κινεζικές μαρτυρίες, περιγράφουν τους Νταγιουάν ως κατοίκους οχυρωμένων πόλεων με τους ίδιους να έχουν καυκάσια χαρακτηριστικά, και οι τρόποι και έθιμα τους να είναι πανομοιότυποι με τους κατοίκους του ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής, ελληνιστικό βασίλειο το οποίο κυβερνούσε νοτιότερα στην περιοχή της Βακτρίας -σημερινό βόρειο Αφγανιστάν-. Οι Νταγιουάν περιγράφονται επίσης ως ικανοί τεχνίτες καθώς και πως έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο κρασί.[3]
Ήταν πιθανώς οι απόγονοι των Ελλήνων αποίκων και στρατιωτών οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 329 π.Χ. μέσω των εκστρατειών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και αργότερα μετακινήθηκαν βορειότερα από την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη, και αναπτύχθηκαν παράλληλα με τα ελληνιστικά βασίλεια των Σελευκιδών και των Ελληνοβακτρών, μέχρι που απομονώθηκαν από τους νότιους πληθυσμούς λόγω των μαζικών μεταναστεύσεων των Τόχαρων περίπου το 160 π.Χ. από τα βόρεια της Κίνας. Φαίνεται πως η ονομασία Γιουάν, ήταν απλώς μεταγραφή της ινδικής λέξης Γιόνα ή Γιαβάνα, η οποία χρησιμοποιούνταν σε όλη την Ασία για να περιγράψει τους Έλληνες (Ίωνες), έτσι το Τα-γιουάν αποδίδεται ως Μεγάλοι Ίωνες.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ των Νταγιουάν και των Κινέζων είναι ιστορικά κρίσιμη, καθώς αντιπροσωπεύει μια από τις πρώτες κύριες επαφές μεταξύ ενός αστικοποιημένου δυτικού πολιτισμού με τον κινεζικό, προλειαίνοντας το έδαφος για τον μετέπειτα σχηματισμό του δρόμου του Μεταξιού, ο οποίος έγινε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ ανατολής και δύσης κατά τις εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές που ξεκίνησαν από τον 1ο αιώνα π.Χ. και συνεχίστηκαν έως τον 15ο αιώνα.
Η περιοχή της Φεργκάνα κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο το 329 π.Χ. και έγινε η πιο απομακρυσμένη βάση του στη κεντρική Ασία. Εκεί ίδρυσε την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη στο νοτιοδυτικό τμήμα της κοιλάδας της Φεργκάνα, στις νότιες εκβολές του ποταμού Ιαξάρτη, στην σημερινή τοποθεσία που αντιστοιχεί στην πόλη του Χουτζάντ του Τατζικιστάν. Ο Αλέξανδρος οργάνωσε την κατασκευή ενός περιμετρικού τοίχους έξι χιλιομέτρων, και όπως και με τις προηγούμενες πόλεις που είχε ιδρύσει, τοποθέτησε εκεί μια τοπική φρουρά από βετεράνους και τραυματίες για την διαχείριση της πόλης.
Το σύνολο της Βακτρίας, Τρανσοξιανής, και της Φεργκάνα παρέμεινε υπό τον έλεγχο της ελληνιστικής δυναστείας των Σελευκιδών έως το 250 π.Χ.. Στο χρονικό σημείο αυτό, η περιοχή αυτή, διεκδίκησε και κέρδισε την ανεξαρτησία της από την διαχείριση των Σελευκιδών, και ως συνέπεια δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής με ηγέτη τον Διόδοτο της Βακτρίας.
Οι Ελληνοβακτριανοί κράτησαν την περιοχή τους, και σύμφωνα με τον Στράβωνα επεκτάθηκαν πέρα από την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη και επέκτειναν την αυτοκρατορία τους τόσο μακριά όσο τις Σήρες και τους Φρύνους[5] -αρχαίες τοποθεσίες που αντιστοιχούν στην βορειοδυτική Κίνα-. Υπάρχουν ενδείξεις πως έφτασαν έως το σημερινό Κάσγκαρ της επαρχίας Σιντζιάνγκ, πραγματοποιώντας έτσι την πρώτη γνωστή επαφή μεταξύ της Κίνας και της Δύσης στο 200 π.Χ.. Διάφορα αγαλματίδια και αναπαραστάσεις Ελλήνων στρατιωτών έχουν βρεθεί βορείως της οροσειράς Τιεν Σαν, και σήμερα εκτίθενται στο μουσείο του Ουρούμτσι [4].
Περίπου στο 160 π.Χ., η περιοχή της Φεργκάνα φαίνεται να δέχτηκε εισβολή από τις φυλές των Σακών (Σάκαι, Περσική ονομασία για τους Σκύθες) τους οποίους οι Κινέζοι ονόμαζαν Σάι Ουάνγκ. Οι Σάκες αρχικά εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Ιλί και στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Ισίκ Κουλ του ανατολικού Κιργιστάν, και οι ίδιοι είχαν εκτοπιστεί από τους Τόχαρους, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν τραπεί σε φυγή από τα τουρκομογγολικά φύλα των Χιονγκ-νου:
Οι Σάκες με την άφιξη τους κατέλαβαν την περιοχή του Νταγιουάν, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής ήταν απασχολημένο στη διαμάχες του στην Ινδία εναντίον των ανερχόμενων Ινδοελλήνων, και μετά βίας μπορούσαν να υπερασπιστούν τις βόρειες περιοχές τους. Οι φυλές των Σακών φαίνεται πως κατέλαβαν την Φεργκάνα εύκολα καθώς ο Ευκρατίδης είχε μόλις ανατρέψει την Ευθυδήμεια δυναστεία στη Βακτριανή, και ο ίδιος βρισκόταν με τον στρατό του στην Ινδία ως το 159 π.Χ. οπότε και πέθανε. Ο διάδοχος του Ηλιοκλής ήταν απασχολημένος με την ανασυγκρότηση της Βακτριανής και κατόπιν με την εισβολή στην Ινδία, οπότε πιθανώς παράτησε την απόμακρη αυτή επαρχία.[6]
Όταν ο Κινέζος απεσταλμένος Ζανγκ Κιάν περιέγραψε τους Νταγιουάν το 128 π.Χ., ανέφερε πως πέρα από τον ανεπτυγμένο αστικό πολιτισμό τους, οι πολεμιστές τους ήταν έφιπποι τοξότες,[3] χαρακτηριστικό που πιθανώς περιγράφει τις ιδιότητες τον Σακών νομάδων πολεμιστών. Οι Νταγιουάν είχαν πιθανώς μέχρι τότε μετατραπεί σε ένα βασίλειο νομάδων οι οποίοι φορολογούσαν τους τοπικούς ελληνιστικούς αστικούς πληθυσμούς.
Επίσης στην περίοδο 106 – 101 π.Χ., κατά την σύγκρουση τους με την Κίνα, η χώρα των Νταγιουάν αναφέρεται πως είχε συμμαχήσει με τις γειτονικές φυλές των Κανγκ-Κίου, η οποία ήταν η Κινεζική ονομασία για τους Σογδιανούς. Οι Κινέζοι επίσης σημειώνουν πως το όνομα του βασιλιά των Νταγιουάν ήταν Μου-κούα, ονόμα Σακικής/Σκυθικής προέλευσης το οποίο αποδιδόταν στα ελληνικά ως Μάουακης ή Μάουης (κάποιος άλλος Σκύθης πολέμαρχος με το όνομα Μάουης είναι γνωστός ως ο κυβερνήτης του Ινδοσκυθικού βασιλείου στην βόρεια Ινδία τον 1ο αιώνα π.Χ.).
Σύμφωνα με το χρονικό των Χαν, οι Τόχαροι (Γουεζί στις Κινέζικες πηγές) μετά την ήττα που υπέστησαν από τους Γουσούν το 155 π.Χ., υποχώρησαν νότια από τον Ίλι ποταμό, προσπερνώντας την αστική περιοχή των Νταγιουάν στην Φεργκάνα, και εγκαταστάθηκαν νότια του Ώξου ποταμού στη περιοχή του σύγχρονου Καζακστάν και νότιου Ουζμπεκιστάν, αποκόπτοντας εντελώς τους Νταγιουάν από το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής. Το 125 π.Χ., οι Τόχαροι επεκτάθηκαν ακόμα περισσότερο προς τα νότια και τη Βακτριανή, όπου και τον 1ο αιώνα μ.Χ. ίδρυσαν την αυτοκρατορία των Κουσάν, η οποία είχε πολλά γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμού όπως χρήση του ελληνικού αλφάβητου για γραφή, καθώς και στην τεχνοτροπία κατασκευών.
Περίπου στο 130 π.Χ., το χρονικό σημείο των ταξιδιών του Ζανγκ Κιουάν στην κεντρική Ασία, οι Νταγιουάν περιγράφονται ως οι κάτοικοι μιας τοποθεσίας που αντιστοιχεί στη Φεργκάνα, στη μακρινή δύση της κινεζικής δυναστείας των Χαν.
“Η πρωτεύουσα του βασιλείου των Νταγιουάν είναι η πόλη της Γκουισάν [Khujand], απομακρυσμένη από το Τσανκάν στα 12.550 λι [κινέζικη μονάδα μέτρησης]. Το βασίλειο περιέχει 60.000 οικογένειες, και ο πληθυσμός του είναι 300.000, με 60.000 εκπαιδευμένους στρατιώτες, έναν αντιβασιλέα, και ένα πρίγκηπα ως εθνικό βοηθό. Η έδρα του κυβερνήτη βρίσκεται στα ανατολικά σε απόσταση 4,031 λι.” (Χαν Σου)
Στα νοτιοδυτικά τους υπήρχαν οι περιοχές των Γουεζί Τόχαρων, με τους Ελληνοβάκτριους να βρίσκονται ακόμα πιο νότια, πέρα από τον Ώξο“ Η μεγάλη Γουέ-τσι βρίσκεται περίπου 2.000 ή 3.000 λι δυτικά των Νταγιουάν, κατοικούν στα βόρεια του ποταμού Κουέι [Ώξος]. Στα νότια τους υπάρχει η Νταξία [Βακτριανή], στα δυτικά οι Ανξίς [[[Παρθία|Πάρθες]]], στα βόρεια οι Κανγκτζού [Σογδιανοί].” (Σιτζί, 123.5b)
Η περιγραφή συνεχίζεται αναφέροντας πως οι Τόχαροι αρχικά κατοικούσαν στην λωρίδα της Γκανσού (κεντρική Κίνα), ηττήθηκαν από τους Χιονγκ-νου του Μάο-τουν και αργότερα επίσης από τον γιο του το 176 π.Χ., κάτι που τους ανάγκασε να υποχωρήσουν πέρα από την περιοχή των Νταγιουάν και να επανεγκατασταθούν στη Δύση πάνω στις όχθες του ποταμού Ώξου, μεταξύ της περιοχής των Νταγιουάν και της Βακτρίας στο νότο.
Τα έθιμα των Νταγιουάν αναφέρονται πως είναι πανομοιότυπα με αυτά των Ελληνοβακτριανών στο νότο, οι οποίοι είχαν ιδρύσει το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής.
“Τα έθιμα τους [των Βακτρίων] είναι τα ίδια με αυτά των Νταγιουάν. Οι άνθρωποι έχουν σταθερές κατοικίες και ζουν μέσα σε οχυρωμένες πόλεις και κανονικά σπίτια όπως οι Νταγιουάν. Δεν έχουν μεγάλους βασιλείς ή αυτοκράτορες, αλλά παντού μέσα στις οχυρωμένες πόλεις τους έχει η κάθε μια τον δικό της μικρό βασιλιά.” (Σιτζί, 123.3b)
Περιγράφονται ως αστικοί πληθυσμοί, σε αντίθεση με τους πληθυσμούς των Τόχαρων, Γουσούν ή τους Χιονγκ-νου οι οποίοι ήταν όλοι νομάδες.
“Έχουν οχυρωμένες πόλεις και σπίτια, οι μεγάλες και οι μικρές πόλεις τους ανήκουν, εβδομήντα στον αριθμό, περιέχουν συνολικό πληθυσμό μερικών εκατοντάδων χιλιάδων…Υπάρχουν πάνω από εβδομήντα άλλες πόλεις στη χώρα.” (Χαν Σου)
Ο Σιτζί σχολιάζει την καυκάσια εμφάνιση και τον πολιτισμό των ανθρώπων στη γη των Νταγιουάν:
"Αν και τα κράτη από το Νταγιουάν μέχρι την Άνξι [Βακτριανή] μιλάνε αρκετά διαφορετικές γλώσσες, τα έθιμα και οι τρόποι τους είναι γενικά παρόμοια και οι γλώσσες τους αλληλοκατανοητές μεταξύ τους. Οι άνδρες έχουν όλοι βαθουλωτά μάτια και πυκνά γένια και μουστάκια. Είναι έμπειροι στο εμπόριο και θα παζαρέψουν μέχρι και το κλάσμα ενός λεπτού στην τιμή. Οι γυναίκες τυγχάνουν μεγάλου σεβασμού, και οι άντρες αποφασίζουν παίρνοντας υπ'όψιν την γνώμη των γυναικών τους.[3]
Ήταν σπουδαίοι τεχνίτες και εκτιμούσαν πολύ το κρασί:
«Συνεχώς οι Νταγιουάν φτιάχνουν κρασί από τα σταφύλια. Οι πλούσιοι ανάμεσα τους αποθηκεύουν ως και 10.000 πέτρες [μονάδα μέτρησης βάρους, 10.000 ισούνται με 63.5 τόνους] και παραπάνω στα κελάρια τους, και το κρατάνε για αρκετές δεκάδες χρόνια χωρίς να χαλάει. Στους άνθρωπους αυτούς αρέσει το κρασί.» (Σιτζί, 123).
Σύμφωνα με τον Σιτζί, τα σταφύλια και η αλφάλφα εισήχθησαν στη Κίνα από τους Νταγιουάν μετά το ταξίδι του Ζανγκ Κιουάν:
Ο Σιτζί ισχυρίζεται επίσης πως η χύτευση μετάλλων εισήχθη στους Νταγιουάν από λιποτάκτες στρατιώτες των Χαν:
"η χύτευση των νομισμάτων και των σκευών τους ήταν πριν άγνωστη. Αργότερα όμως, όταν κάποιοι από τους Κινέζους στρατιώτες που συνόδευαν τις αντιπροσωπείες των Χαν αυτομόλησαν και παραδόθηκαν στους ανθρώπους αυτών των περιοχών, τους δίδαξαν πως να χυτεύουν το μέταλλο και να κατασκευάζουν όπλα."[3]
Μετά τις αναφορές του Ζανγκ Κιουάν ο οποίος αρχικά είχε σταλθεί για να συνάψει συμμαχία με τους Τόχαρους εναντίον των Χιονγκ-νου -χωρίς αποτέλεσμα-, ο Κινέζος αυτοκράτορας Χαν Γουντί ενδιαφέρθηκε για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τους ανεπτυγμένους αστικούς πολιτισμούς της Φεργκάνα, Βακτριανής και Παρθίας.
“Ο Γιός του Ουρανού στο άκουσμα όλων αυτών αποφάσισε έτσι λοιπόν: Η Φεργκάνα [Νταγιουάν] και οι κατοχές της Βακτριανής και της Παρθίας είναι μεγάλες χώρες, γεμάτες με σπάνια αγαθά, και με πληθυσμούς που ζουν σε μόνιμες κατοικίες και με επαγγέλματα τα οποία μοιάζουν αρκετά με αυτά των Κινέζων, αλλά με αδύναμους στρατούς, και με μεγάλη εκτίμηση στην πλούσια παραγωγή της Κίνας” (Shiji, 123)
Οι κινέζοι στη συνέχεια έστειλαν πολυάριθμες αποστολές, γύρω στις δέκα ανά έτος, σε αυτές τις χώρες και τόσο μακριά όσο η Συρία των Σελευκιδών.
“Έτσι περισσότερες αποστολές απεστάλησαν στο Αν-σι [[[Παρθία]]], Αν-τσάι [Αλανοί], Λι-καν [Συρία των Σελευκιδών], Τιαου-τσι [Χαλδαία], και Σον-του [Ινδία]... Ως γενική εκτίμηση, μάλλον πάνω από δέκα τέτοιες αποστολές στάλθηκαν κατά τη διάρκεια ενός έτους, και το λιγότερο πέντε ή έξι.” (Σιτζί, 123)
Οι Κινέζοι ήταν επίσης εντυπωσιασμένοι από τα ψηλά και δυνατά άλογα (ουράνια άλογα) που είχαν στην κατοχή τους οι Νταγιουάν, η χρήση των οποίων από τους Κινέζους θα ήταν κρίσιμης σημασίας στη διαμάχη τους με τα τουρκομογγολικά φύλα των Χιονγκ-νου. Η άρνηση των Νταγιουάν να προσφέρουν μεγάλο αριθμό αλόγων, μαζί με κάποια περιστατικά μικροσυμπλοκών που επέφεραν γενικότερη ένταση, οδήγησαν στο θάνατο ενός Κινέζου απεσταλμένου και την κατάσχεση του χρυσού τον οποίο είχαν στείλει οι Κινέζοι ως πληρωμή για τα άλογα.
Ο Κινέζος αυτοκράτορας, εξοργισμένος, και θεωρώντας τους Νταγιουάν αδύναμους, το 104 π.Χ. ανέθεσε στον Λι Γκουανγκλί, τον αδερφό της αγαπημένης του παλλακίδας να συνετίσει τους Νταγιουάν εκστρατεύοντας εναντίον τους. Του δόθηκαν 6.000 ιππείς και 30.000 νεαροί και κακόφημοι άντρες οι οποίοι μαζεύτηκαν από τις επαρχίες. Πολλοί από αυτούς χάθηκαν στην πορεία μεταξύ διάφορων συμπλοκών με τους τοπικούς άρχοντες των περιοχών από όπου περνούσαν. Μετά από μια σημαντική ήττα που υπέστησαν σε μια από αυτές τις περιοχές, ο Λι αποφάσισε πως οι δυνάμεις του δεν επαρκούσαν για να επιτεθεί στους Νταγιουάν και έτσι επέστρεψε στην Ντουνχουάνγκ δύο χρόνια αργότερα το 102 π.Χ..
Ο αυτοκράτορας Γουντί έδρασε δίνοντας στον Λι Γκουανγκλί έναν πολύ μεγαλύτερο στρατό μαζί με ένα τεράστιο αριθμό βοδιών, γαϊδουριών και καμηλών για την μεταφορά των προμηθειών. Έχοντας αυτή τη δύναμη δεν αντιμετώπισε δυσκολία στο να φτάσει στο Έρσι, την πρωτεύουσα των Νταγιουάν. Μετά από μια πολιορκία σαράντα ημερών, οι Κινέζοι παραβίασαν τον εξωτερικό τοίχο και κατάφεραν να διακόψουν την παροχή νερού στη πόλη. Οι ευγενείς του Έρσι τότε σκότωσαν τον βασιλιά τους και έστειλαν το κεφάλι του στον Γκουάνγκ Λι, προσφέροντας στους Κινέζους όσα άλογα ήθελαν. Ο Λι δέχτηκε την προσφορά, διόρισε ένα από τους δικούς του ευγενείς ως το νέο βασιλιά και πήρε τον δρόμο της επιστροφής μαζί με τα άλογα. Κατά την επιστροφή του, όλα τα μικρά βασίλεια και φυλές αποδέχτηκαν την κινεζική κυριαρχία και την υποτέλεια σε αυτήν. Έφτασε στην πύλη του Νεφρίτη -πέρασμα Γιουέν προς την κύρια Κίνα- το 100 π.Χ. με 10.000 άντρες και 1.000 άλογα.
Η επικοινωνία με τη Δύση αποκαταστάθηκε μετά τη σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας με τους Νταγιουάν και οι απεσταλμένοι αναχώρησαν ακόμα μια φορά από την Κίνα για τη Δύση, με τα καραβάνια να ταξιδεύουν προς τις αγορές της Βακτριανής.
Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. θεωρείται πως υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των ελληνικών βασιλείων στην κεντρική Ασία και την Κίνα, και είναι πιθανό πως τα αγάλματα των πολεμιστών του πήλινου στρατού εμπνεύστηκαν από την ελληνική τεχνοτροπία, ή πως σχεδιάστηκαν από Έλληνες γλύπτες, με τους οποίους οι Κινέζοι ήρθαν σε επαφή στα δυτικά της χώρας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από τον αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.[8][9][10]. Επίσης έχουν ανακαλυφθεί κοντά στα 300 νομίσματα σε διάφορες επαρχίες της Κίνας τα οποία φέρουν ελληνικούς χαρακτήρες και χρονολογούνται στην περίοδο 1ου με 2ου αιώνα μ.Χ., τα οποία πιθανώς είναι ινδοσκυθικής ή κοσσανικής προέλευσης.[11]
Ο δρόμος του Μεταξιού ουσιαστικά ξεκίνησε από τον 1ο αιώνα π.Χ., μετά τις προσπάθειες της Κίνας να σταθεροποιήσει μια διαδρομή προς τον δυτικό κόσμο, μέσω απευθείας διακανονισμών στο λεκανοπέδιο του Ταρίμ καθώς και με τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τις χώρες των Νταγιουάν, Παρθών και Βακτριανών προς τα δυτικά.
Σύντομα ακολούθησε έντονη εμπορική δραστηριότητα, η οποία επιβεβαιώνεται και απο τον ρωμαϊκό παροξυσμό για κινεζικό μετάξι που επικράτησε από τον 1ο αιώνα π.Χ. -το οποίο προμηθεύονταν μέσω των Παρθών Αρσακιδών-, στο σημείο όπου η ρωμαϊκή γερουσία εξέδωσε -χωρίς αποτέλεσμα- αρκετά διατάγματα για να απαγορεύσει το φόρεμα του μεταξιού, βάσει οικονομικών και ηθικών λόγων -αντιπαλότητα και εμπόλεμη δραστηριότητα με Πάρθες-. Αυτό είναι εξακριβωμένο από τουλάχιστον τρεις σημαντικούς ιστορικούς, τον Στράβωνα (64/ 63 π.Χ. – 24), τον Σενέκα τον Νεότερο (3 π.Χ. – 65), και τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (23 – 79).
Την ίδια περίοδο η βουδιστική θρησκεία και ο ελληνοβουδισμός ξεκίνησαν τη διαδρομή τους ακολουθώντας το δρόμο του Μεταξιού, και εισχωρώντας στην Κίνα από τον 1ο αιώνα π.Χ..
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.