Ιταλός ποδοσφαιριστής και προπονητής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ντίνο Τζοφ (Dino Zoff, γεννήθηκε 28 Φεβρουαρίου 1942) είναι Ιταλός πρώην διεθνής τερματοφύλακας και προπονητής, που αγωνίστηκε 112 φορές στην Εθνική Ιταλίας έως την ηλικία των 40 ετών. Θεωρούμενος ως ένας από τους καλύτερους στη θέση του όλων των εποχών[1][2][3] ψηφίστηκε τρίτος καλύτερος του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS.[4] Είναι ο μόνος Ιταλός παίκτης που έχει κατακτήσει τόσο το Παγκόσμιο Κύπελλο, όσο και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.[5]
Το 1972 με τη Γιουβέντους | ||||||||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 28 Φεβρουαρίου 1942 (ετών 79) | |||||||||||||||
Τόπος γέννησης | Μαριάνο ντε Φρίουλι, Ιταλία | |||||||||||||||
Ύψος | 1,82 μ. | |||||||||||||||
Θέση | Τερματοφύλακας | |||||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||||
1961–1963 | Ουντινέζε | 38 | (0) | |||||||||||||
1963–1967 | Μάντοβα | 131 | (0) | |||||||||||||
1967–1972 | ΣΣΚ Νάπολι | 143 | (0) | |||||||||||||
1972–1983 | Γιουβέντους | 330 | (0) | |||||||||||||
Σύνολο | 642 | (0) | ||||||||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||||
1968–1983 | Ιταλία | 112 | (0) | |||||||||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||||||||
1988–1990 | Γιουβέντους | |||||||||||||||
1990–1994 | Λάτσιο | |||||||||||||||
1996–1997 | Λάτσιο | |||||||||||||||
1998–2000 | Ιταλία | |||||||||||||||
2001 | Λάτσιο | |||||||||||||||
2005 | Φιορεντίνα | |||||||||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Ντίνο Τζοφ γεννήθηκε το 1942 και στην εφηβική του ηλικία δεν έδειχνε ότι ήταν ικανός για μεγάλα πράγματα στο ποδόσφαιρο, επειδή ήταν κοντός. Ο πατέρας του τον αποθάρρυνε στο να ακολουθήσει σταδιοδρομία στο άθλημα.[6] Το 1956 δοκιμάστηκε στις παιδικές ομάδες της Γιουβέντους και της Ίντερ αλλά τον απέρριψαν επειδή ήταν μόλις 1,50 μ.
Όμως, δούλεψε σκληρά για πέντε χρόνια σε συνδυασμό με κατάλληλη δίαιτα και κατάφερε να πάρει 33 εκατοστά. Παράλληλα εργαζόταν ως μηχανικός δικύκλων. Το 1961 υπέγραψε στην Ουντινέζε αλλά στο πρώτο αγώνα με αντίπαλο τη Φιορεντίνα στις 24 Σεπτεμβρίου δέχθηκε πέντε γκολ (αποτέλεσμα 5–2). Παρά το άσχημο ξεκίνημα κατάφερε να αγωνιστεί σε 38 παιχνίδια τις δύο επόμενες σεζόν (1961–63). Την αγωνιστική περίοδο 1962–63 καθιερώθηκε κάτω από τα δοκάρια και είχε πολύτιμη συμβολή στην επάνοδο των «φριουλάνι» στα μεγάλα σαλόνια, προτού πάρει μεταγραφή στη Μάντοβα και «ψηθεί» με 131 συμμετοχές σε τέσσερα χρόνια.[7]
Οι κορυφαίοι σύλλογοι της χώρας είχαν αρχίσει να στρέφουν το βλέμμα τους προς τον Τζοφ, ενώ ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός Εντμόντο Φάμπρι σκεφτόταν σοβαρά να τον συμπεριλάβει στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Τελικά, οι Ενρίκο Αλμπερτόζι, Ρομπέρτο Αντζολίν και Πιερλουίτζι Πιτσαμπάλα ήταν οι τερματοφύλακες που μπήκαν στο αεροπλάνο με προορισμό την Αγγλία. Το καλοκαίρι του 1967, ο 25χρονος πια Τζοφ μεταπήδησε στη Νάπολι. Κατά την πενταετία της παραμονής του στον ιταλικό Νότο και τις 143 συμμετοχές στο πρωτάθλημα, ο πράος και πειθαρχημένος πορτιέρε γιγάντωσε το όνομά του και καθιερώθηκε στην εθνική ομάδα της χώρας του. Τότε κλήθηκε και στην Εθνική.[7][8]
Το 1972 παίρνει μεταγραφή για τη Γιουβέντους, στην οποία αγωνίστηκε 11 χρόνια έως την ηλικία των 41 ετών. Γνώρισε μεγάλες συλλογικές επιτυχίες. Κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, έξι πρωταθλήματα Ιταλίας και δύο Κύπελλα.[9] Άτυχες στιγμές οι απώλειες του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1973 (0–1 από τον Άγιαξ) και το 1983 (από το Αμβούργο). Το 1973 κατετάγη δεύτερος στο διαγωνισμό της Χρυσής Μπάλας - ο Γιόχαν Κρόιφ υπερτέρησε όπως και στον τελικό του μεγάλου Ευρωπαϊκού Κυπέλλου.[10][11][12]
Στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ του 1977 ο Τζοφ ήταν από τους πιο σημαντικούς παίκτες της ομάδας και από τους στυλοβάτες εκείνης της πορείας που άρχισε από το Μάντσεστερ όταν και απέκλεισε και τις δύο ομάδες της πόλης, πρώτα τη Σίτι (0–1, 2–0) και μετά τη Γιουνάιτεντ (0–1, 3–0) και ολοκληρώθηκε απέναντι στο διπλό τελικό με την Ατλέτικο Μπιλμπάο (1–0, 1–2). Μάλιστα στα ημιτελικά απέκλεισε την ΑΕΚ (4–1, 1–0) στην άκρως επιτυχημένη πορεία των «κιτρινόμαυρων» που έφθασε ως τα ημιτελικά.[13] Το τελευταίο του παιχνίδι στην Ιταλία ήταν το Γιουβέντους-Τζένοα 4–2 στις 15 Μαΐου 1983, έχοντας πραγματοποιήσει 330 συνεχείς αγώνες πρωταθλήματος, επίδοση που παραμένει ρεκόρ.[6] ενώ κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια δέκα ημέρες αργότερα. Η Γιουβέντους - των Μισέλ Πλατινί, Πάολο Ρόσι, Ζμπίγκνιεβ Μπόνιεκ, Γκαετάνο Σιρέα, Κλαούντιο Τζεντίλε, Αντόνιο Καμπρίνι, Μάρκο Ταρντέλι - αν και ακλόνητο φαβορί ηττήθηκε με 1–0 στο τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο ΟΑΚΑ της Αθήνας από το Αμβούργο.[14] Το 1983 αποφάσισε να σταματήσει και να δημιουργήσει μια σχολή τερματοφυλάκων στη Γιουβέντους, την οποία όμως διατήρησε για μικρό χρονικό διάστημα.
Το 1968 κλήθηκε για πρώτη φορά στην Εθνική ομάδα κάνοντας το ντεμπούτο του στις 20 Απριλίου με αντίπαλο την Βουλγαρία στη Νάπολι σε αγώνα προημιτελικών του επερχόμενου Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.[15] Ήταν βασικός στην τελική φάση και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης, χωρίς να δεχθεί γκολ στους δύο αγώνες.[6][16] Μια κακή εμφάνιση σε αγώνα με την Ισπανία το Φεβρουάριο του 1970 ήταν η αιτία για να δει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 ως αναπληρωματικός του Αλμπερτόζι, με την ομάδα να φτάνει μέχρι τον τελικό.[17][18] Στη συνέχεια έγινε βασικός στην Εθνική και κατάφερε να κρατήσει ανέπαφη την εστία του επί 12 συνεχείς αγώνες (1.142 λεπτά) μέχρι τον εναρκτήριο αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974, όταν δέχθηκε γκολ από τον Εμανουέλ Σανόν της Αϊτής, δημιουργώντας ένα σπάνιο ρεκόρ.[19][20][21]
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 στην Ιταλία βοήθησε την ομάδα του να φτάσει στους ημιτελικούς, τερματίζοντας στην τέταρτη θέση όπως και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. Κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης του 1980, κράτησε σε τρεις αγώνες ανέπαφη την εστία του, δεχόμενος μόνο ένα γκολ στον αγώνα για την τρίτη θέση, τον οποίο η Ιταλία θα έχανε στα πέναλτι. Ο Τζοφ εξελέγη καλύτερας τερματοφύλακας του τουρνουά για δεύτερη φορά.[22]
Επόμενο μεγάλο σημείο αναφοράς ήταν η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1982, στο οποίο ήταν αρχηγός της εθνικής και αναδείχθηκε καλύτερος τερματοφύλακας της διοργάνωσης. Ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε σε Παγκόσμιο Κύπελλο και ο μεγαλύτερος που το κέρδισε, όντας στον τελικό 40 ετών και 133 ημερών.[20][23][24] Στο νικηφόρο τελικό με αντίπαλο την Δυτική Γερμανία (3–1) ήταν αρχηγός της εθνικής για 14η φορά σε αγώνα Παγκοσμίου Κυπέλλου, επίδοση ρεκόρ που κατέρριψε αργότερα ο Ντιέγκο Μαραντόνα. [25] Τερματίζοντας τη διεθνή σταδιοδρομία του είχε 112 συμμετοχές, τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στην εποχή του πίσω από το Σουηδό Μπγιορν Νόρντκβιστ.[15]
Η παροιμιώδης προσήλωση, η μεθοδικότητα, η προσοχή στη λεπτομέρεια αποτέλεσαν στοιχεία που του έδιναν αδιαπραγμάτευτα το χρίσμα του ηγέτη τόσο στη Γιουβέντους όσο και στην εθνική Ιταλίας. Ένα σημαντικό προτέρημά του ήταν η συνεχής προσπάθεια βελτίωσης, γεγονός που τον καθιέρωσε ως ένα από τους κορυφαίους του κόσμου σε ηλικία άνω των 30 ετών.[19][26]
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ο Τζοφ συνέχισε την καριέρα του προπονητή. Ήταν προπονητής της ιταλικής εθνικής ομάδας για δύο χρόνια, με τον οποίο έφτασε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2000, και σε αρκετούς άλλους ιταλικούς συλλόγους, συμπεριλαμβανομένου του πρώην συλλόγου του Γιουβέντους, με τον οποίο κέρδισε ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ και ένα Κύπελλο Ιταλίας κατά τη σεζόν 1989–90, τρόπαια που είχε κερδίσει επίσης ως παίκτης.[27]
Το 1984 τιμήθηκε και από τη FIFA (ένας από τους τέσσερις πρώτους μαζί με τους Πελέ, Φραντς Μπεκενμπάουερ και Μπόμπι Τσάρλτον) με την ανώτατη διάκριση του αθλήματος, το Τάγμα Αξίας.[28] Το 2003 επελέγη από την Ομοσπονδία της Ιταλίας ως ο "χρυσός παίκτης" της χώρας για τον εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ.[29] Στην ψηφοφορία φιλάθλων την επόμενη χρονιά ήταν 5ος Ευρωπαίος παίκτης και πρώτος από τους τερματοφύλακες.[30] Το 2012 έγινε ο (από κοινού με το Ρικάρδο Θαμόρα) δεύτερος τερματοφύλακας που εισήχθη στην Αίθουσα Φήμης του ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού μετά τον Λεβ Γιασίν.[31][32]
Τον Σεπτέμβριο του 2014, δημοσίευσε την ιταλική αυτοβιογραφία του Dura Solo un Attimo la Gloria (Η δόξα διαρκεί μόνο μια στιγμή).[33]
Γιουβέντους
Ιταλία
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.