Μογγολία
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μογγολία (μογγολικά: Монгол улс, μτγ: Μογγολ ὐλς) είναι μια χώρα με έκταση 1.564.116 τ.χλμ. και πληθυσμό 3.504.741[2] κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη περίκλειστη χώρα μετά το Καζακστάν. Τυπικά εντάσσεται στις χώρες της Ανατολικής Ασίας, αν και ορισμένες φορές θεωρείται κομμάτι της Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει με τη Ρωσία προς Βορρά, και με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας προς Νότο και παρότι στα δυτικά απέχει λίγα χιλιόμετρα από το Καζακστάν ωστόσο οι δυο χώρες δεν έχουν κοινά σύνορα. Το καθεστώς της χώρας είναι Ημιπροεδρικη Δημοκρατία. Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Ουλάν Μπατόρ.
Μογγολία
Μόνγκολ Ούλς | |||
---|---|---|---|
| |||
Η θέση της Μογγολίας (πράσινο) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Ουλάν Μπατόρ 47°55′N 106°53′E | ||
Μογγολικά | |||
Ημιπροεδρικη Δημοκρατία | |||
Ουχναγκίν Χουρελσούχ Λουβσαναμσράιν Ογιούν-Έρντενε | |||
Νομοθετικό σώμα | Μεγάλο Χουράλ | ||
Ανεξαρτησία Από τη δυναστεία Τσινγκ Ισχύον Σύνταγμα | 29 Δεκεμβρίου 1911 13 Ιανουαρίου 1992 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα | 1.564.116 km2 (19η) 0,43[1] 8.220 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2023 • Απογραφή 2000 • Πυκνότητα | 3.504.741[2] (134η) 2.407.500[3] 2,2 κατ./km2 (238η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 36,996 δισ. $[4] 12.274 $[4] | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 11,031 δισ. $[4] 3.659 $[4] | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,739[5] (96η) – υψηλός | ||
Νόμισμα | τουγκρίκ (MNT) | ||
(UTC +7 ως +8[6][7]) | |||
Internet TLD | .mn | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +976 |
Σημαντικές προϊστορικές τοποθεσίες της παλαιολιθικής εποχής με τοιχογραφίες σε σπήλαια έχουν βρεθεί στο Κόιντ Τσενκχερίν της επαρχίας Κχοντ και στο Τσαγκαάν της επαρχίας Μπαγιανκχονγκόρ. Επίσης, υπολείμματα οικισμού της νεολιθικής εποχής υπάρχουν στην επαρχία Ντορνόντ, ενώ σύγχρονα ευρήματα στη δυτική Μογγολία υποδηλώνουν παρουσία τροφοσυλλεκτικών πληθυσμών. Ο πληθυσμός κατά την εποχή του χαλκού περιγράφεται ανθρωπολογικά ως παλαιο-μογγολικός στα ανατολικά τμήματα της σημερινής χώρας, και ως ευρωπαϊκός στα δυτικά.
Κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. και κατά την εποχή του χαλκού, η δυτική Μογγολία βρισκόταν κάτω από την επιρροή του πολιτισμού των Καρασούκ. Ευρήματα, γνωστά ως Κουργκάν, εικάζεται ότι προέρχονται από αυτή την περίοδο, ενώ άλλες θεωρίες τα εντοπίζουν στον 7ο και 8ο αιώνα π.Χ. Ένα ταφικό σύμπλεγμα της εποχής του σιδήρου του 3ου ή 5ου αιώνα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και στη συνέχεια από τους Χιονγκ-νου, έχει ανασκαφεί κοντά στο Ουλαανγκόμ. Πριν από τον 20ό αιώνα, υπήρχε η άποψη ότι οι Σκύθες ήταν απόγονοι των Μογγόλων, καθώς φαίνεται ότι αποίκησαν τη δυτική Μογγολία κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Μία μούμια Σκύθου πολεμιστή που χρονολογείται πριν από 2.500 χρόνια έχει βρεθεί στα όρη Αλτάι της Μογγολίας.
Η Μογγολία, από την προϊστορία της, έχει κατοικηθεί από νομαδικούς πληθυσμούς, οι οποίοι από περίοδο σε περίοδο σχημάτισαν μεγάλες ομοσπονδίες που άκμασαν. Η πρώτη από αυτές, οι Χιονγκ-νου, ενώθηκαν σε ομοσπονδία από τον Μόντου Σανίου το 209 π.Χ. και σύντομα αποτέλεσαν σημαντική απειλή για τη δυναστεία των Τσιν, εξαναγκάζοντάς τους στην κατασκευή του Σινικού Τείχους, με φρουρά την εποχή ακμής του που έφτανε ακόμα και τους 30.000 στρατιώτες, ως μέσο άμυνας στις επιδρομές των Χιονγκ-νου.
Με την παρακμή των Χιονγκ-νου, οι Ρουράν, συγγενείς λαός των Μογγόλων, ήρθε στην εξουσία για να ηττηθεί από τους Γκιοκτούρκους, οι οποίοι κυριάρχησαν στην περιοχή για αιώνες. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, τους διαδέχθηκαν οι Ουιγούροι και στη συνέχεια οι Κιτάνς και οι Γιούρχενς. Μέχρι τον 10ο αιώνα, η χώρα ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε πλήθος φυλών με συνεχή εναλλαγή πρόσκαιρων συμμαχιών και διαφυλετικών συρράξεων.
Στο χάος που επικράτησε τον 12ο αιώνα, ένας αρχηγός φυλής με το όνομα Τεμουτζίν κατάφερε τελικά να ενώσει τις μογγολικές φυλές ανάμεσα στη Μαντζουρία και την οροσειρά Αλτάι. Το 1206 πήρε τον τίτλο Τζένγκις Χαν και ξεκίνησε μία σειρά στρατιωτικών εκστρατειών, γνωστές για τη βία και την ωμότητά τους, σε μεγάλο μέρος της Ασίας, δημιουργώντας έτσι τη Μογγολική Αυτοκρατορία, τη μεγαλύτερη συνεχόμενη αυτοκρατορία σε έκταση στην παγκόσμια ιστορία. Με τους διαδόχους του, η αυτοκρατορία εκτεινόταν από τη σημερινή Πολωνία στα δυτικά ως την Κορέα στα ανατολικά, και από τη Σιβηρία στον βορρά έως τον Κόλπο του Ομάν στον νότο, με συνολική έκταση 33 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων (22% της συνολικής ξηράς του πλανήτη) και πληθυσμό μεγαλύτερο από 100 εκατομμύρια.
Μετά τον θάνατο του Τζένγκις Χαν, η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερα βασίλεια, ονομαζόμενα χανάτα, τα οποία τελικά έγιναν ημιανεξάρτητα μετά τον θάνατο του Μόνγκε το 1259. Ένα από τα χανάτα, γνωστό ως το Μεγάλο Χανάτο, με επικράτεια τη σημερινή Μογγολία και την Κίνα, μετατράπηκε στη δυναστεία των Γιουάν με ηγεμόνα τον Κουμπλάι Χαν, εγγονό του Τζένγκις Χαν. Ο Κουμπλάι Χαν έκανε πρωτεύουσά του τη σημερινή πόλη του Πεκίνου. Μετά από έναν περίπου αιώνα ηγεμονίας, οι Γιουάν αντικαταστάθηκαν από τη Δυναστεία των Μινγκ το 1368, και οι Μογγόλοι εκδιώχθηκαν προς τον Βορρά. Καθώς ο στρατός των Μινγκ καταδίωξε τους μογγολικούς πληθυσμούς μέχρι τα πάτρια εδάφη τους, κατέλαβε και κατέστρεψε την πρωτεύουσα Καρακορούμ, μαζί με την πολιτιστική πρόοδο της αυτοκρατορικής περιόδου, γυρνώντας τη Μογγολία ξανά σε μία άναρχη κατάσταση.
Οι επόμενοι αιώνες χαρακτηρίζονται από βίαιες διενέξεις για εξουσία μεταξύ διαφόρων φυλών, κυρίως μεταξύ των Τζενγκχίνς Οϊράντς και των αντιπάλων τους, καθώς και από αμέτρητες εισβολές των Κινέζων, όπως οι πέντε εκστρατείες με αρχηγό τον αυτοκράτορα Γιόνγκλε. Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι Οϊράντς με ηγεμόνα τον Έσεν Ταγισί ενισχύθηκαν και πραγματοποίησαν επιδρομές ακόμα και στην Κίνα το 1449, με αφορμή το δικαίωμα να μην πληρώνουν φόρο υποτελείας, αιχμαλωτίζοντας και τον Κινέζο αυτοκράτορα. Ωστόσο, ο Έσεν Ταγισί δολοφονήθηκε το 1454 και ακολούθησε η ηγεμονία των Μποργιτζίντς.
Ο Μπατουμόνγκε Νταγάν Χαν και το κρατίδιό του Μαντουκάι, ένωσε ξανά τους Μογγόλους στις αρχές του 16ου αιώνα, ενώ στη συνέχεια ο Αλτάν Χαν του Τουμέντ, εγγονός του Μπατουμόνγκε αλλά μη νόμιμος Χαν, απέκτησε δύναμη και ίδρυσε το Χοχότ το 1557. Η συνάντησή του με τον Δαλάι Λάμα το 1578 πυροδότησε τη δεύτερη εισροή του θιβετιανού βουδισμού στη χώρα. Ο Αμπτάι Χαν των Κάλχα προσηλυτίστηκε στον βουδισμό και ίδρυσε τη μονή Ζούου στο Έρντενε το 1585. Ο εγγονός του Ζαναμπαζάρ έγινε ο πρώτος Τζεμπτσουντάμπα Κουτουγκτού το 1658.
Ο τελευταίος Μογγόλος χάνος ήταν ο Λίγκντεν Χαν στις αρχές του 17ου αιώνα. Οι επιδρομές του στις κινεζικές πόλεις τον οδήγησαν σε διαμάχη με τους Μαντσού, καθώς κατάφερε να ενώσει αρκετές μογγολικές φυλές. Πέθανε το 1634 κατά το ταξίδι του για το Θιβέτ, σε μία προσπάθεια να αποφύγει τους Μαντσού και να καταστρέψει την ομάδα των κίτρινων σκούφων του βουδισμού. Μέχρι το 1636, οι περισσότερες φυλές της εσωτερικής Μογγολίας είχαν παραδοθεί στους Μαντσού, και τελικά οι Κάλχα δήλωσαν και αυτοί υποτέλεια στη δυναστεία των Τσινγκ το 1691, παραχωρώντας έτσι όλη τη σημερινή δυτική Μογγολία στην εξουσία του Πεκίνου. Μετά από αρκετούς πολέμους, οι Ντζουνγκάρ επίσης κατακτήθηκαν το 1757.
Μέχρι το 1911 οι Μαντσού διατήρησαν τον έλεγχο της Μογγολίας με μία σειρά συμμαχιών και διαφυλετικών γάμων, καθώς και με στρατιωτικά και οικονομικά μέτρα. Υψηλοί αξιωματούχοι των Μαντσού, γνωστοί ως Αμπάν, είχαν εγκατασταθεί στο Κουρέε, το Ουλιαστάι και το Κχοβντ, ενώ η χώρα είχε διαιρεθεί σε φεουδαρχικές και θρησκευτικές επικράτειες. Κατά τον 19ο αιώνα, οι φεουδάρχες έδωσαν περισσότερη προσοχή στην αντιπροσώπευσή τους κεντρικά παρά στους υποτελείς τους, και η συμπεριφορά της μογγολικής αριστοκρατίας, παράλληλα με τις αθέμιτες πρακτικές των Κινέζων εμπόρων και τη συλλογή φόρων σε ασήμι αντί για ζώα, είχαν ως συνέπεια την έντονη φτώχεια των κατοίκων.
Με την πτώση της δυναστείας των Τσινγκ, η Μογγολία με την ηγεσία του Μπογκντ Χάαν διακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1911. Ωστόσο, η επίσης νεοσύστατη δημοκρατία της Κίνας θεώρησε τη Μογγολία ως μέρος της επικράτειάς της. Οι περιοχές κάτω από τον έλεγχο του Μπογκντ Χάαν περιλάμβαναν περίπου την πρώην εξωτερική Μογγολία, ενώ οι 49 επικράτειες της εσωτερικής Μογγολίας, όπως και οι Μογγόλοι των περιφερειών Αλασάν και Κινγκάι, δήλωσαν την πρόθεσή τους να αποτελέσουν μέρος του νέου μογγολικού κράτους. Το 1919, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία, η χώρα καταλήφθηκε από κινεζικά στρατεύματα με αρχηγό τον Ξου Σουτσένγκ.
Ως συνέπεια του εμφύλιου πολέμου στη Ρωσία, ο Ρώσος τυχοδιώκτης βαρόνος Ουνγκέρν οδήγησε τα στρατεύματά του στη Μογγολία τον Οκτώβριο του 1920, νικώντας τους Κινέζους στο σημερινό Ουλάν Μπατόρ στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1921. Για να εξαλείψουν την απειλή του Ουνγκέρν, οι μπολσεβίκοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν την ίδρυση μίας κομμουνιστικής μογγολικής κυβέρνησης και στρατού. Ο στρατός αυτός κατέλαβε το μογγολικό τμήμα της Κιάκτα από την Κίνα τον Μάρτιο του 1921 και τον Ιούλιο ρωσικές και μογγολικές δυνάμεις έφτασαν στο Κουρέε. Η ανεξαρτησία της Μογγολίας διακηρύχθηκε ξανά στις 11 Ιουλίου του 1921. Η σειρά αυτών των γεγονότων έφερε τη Ρωσία και τη Μογγολία σε μία σχέση που παρέμεινε ισχυρή για τις επόμενες επτά δεκαετίες.
Το 1924 μετά τον θάνατο του θρησκευτικού ηγέτη και βασιλιά Μπογκντ Χαν, ιδρύθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας με την υποστήριξη της ΕΣΣΔ. Το 1928, ο Χορλοογκίιν Τσοϊμπαλσάν ανέβηκε στην εξουσία, προωθώντας την κολλεκτιβοποίηση της κτηνοτροφίας, την καταστροφή βουδιστικών μοναστηριών και την εκδίωξη των εχθρών του λαϊκού κράτους, με συνέπεια τις δολοφονίες μοναχών και άλλων πολιτών. Στη Μογγολία κατά τη δεκαετία του 1920 το 1/3 του ανδρικού πληθυσμού ήταν μοναχοί, ενώ στις αρχές του αιώνα υπήρχαν περίπου 750 μοναστήρια σε λειτουργία. Οι σταλινικές εκδιώξεις που ξεκίνησαν στη χώρα το 1937 επηρέασαν ριζικά τον λαό αφήνοντας περίπου 30.000 νεκρούς. Μετά την κατάκτηση της γειτονικής Μαντζουρίας το 1931 από την Ιαπωνία, διαμορφώθηκε ένα κλίμα κατά του ιαπωνικού επεκτατισμού, ενώ παράλληλα η ΕΣΣΔ επιτυχημένα υπερασπίστηκε την ακεραιότητα της Μογγολίας κατά τον Σοβιετο-ιαπωνικό συνοριακό πόλεμο του 1939.
Τον Αύγουστο του 1945 στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας πήραν μέρος στη στρατηγική αμυντική εκστρατεία των Σοβιετικών στην εσωτερική Μογγολία και τη Μαντζουρία, ενώ η σοβιετική απειλή για προσχώρηση τμημάτων της εσωτερικής Μογγολίας στην ΕΣΣΔ, οδήγησε την Κίνα να αναγνωρίσει ως κράτος τη Μογγολία, με την προϋπόθεση δημοψηφίσματος. Το 1945, 100% των ψηφοφόρων επέλεξαν την ανεξαρτησία της χώρας, και οι δύο λαϊκές πλέον δημοκρατίες αναγνώρισαν τα αμοιβαία σύνορά τους το 1949.
Το 1952 ανέβηκε στην εξουσία το Γιουμζαάγκιιν Τσεντενμπάλ. Το 1956 και ξανά το 1962 καταδικάστηκε η λατρεία του προσώπου του Τσοϊμπαλσάν από την κεντρική επιτροπή του κυβερνώντος λαϊκού επαναστατικού κόμματος της Μογγολίας, και η χώρα συνέχισε την πορεία των στενών δεσμών με την ΕΣΣΔ, ειδικότερα και μετά το σινοσοβιετικό διαζύγιο στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Κατά την επίσκεψη του Τσεντενμπάλ το 1984 στη Μόσχα, ανακοινώθηκε η αποχώρησή του λόγω σοβαρής ασθένειάς του και η αντικατάστασή του από τον Τζαμπίν Μπατμόνκ.
Η εισαγωγή της περεστρόικα και της γκλάσνοστ στην ΕΣΣΔ από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ επηρέασε έντονα την πολιτική κατάσταση της Μογγολίας οδηγώντας στην ειρηνική δημοκρατική επανάσταση και την καθιέρωση ενός πολυκομματικού συστήματος και της οικονομίας της αγοράς. Ένα νέο σύνταγμα ψηφίστηκε το 1992 και ο όρος "λαϊκή δημοκρατία" αφαιρέθηκε από την επίσημη ονομασία του κράτους. Η μετάβαση στην ελεύθερη οικονομία ήταν αρκετά δύσκολη και έφερε υψηλό πληθωρισμό και ελλείψεις τροφίμων. Οι πρώτες εκλογές με νικητές μη κομμουνιστικά κόμματα ήταν οι προεδρικές του 1993 και οι βουλευτικές του 1996.
Με έκταση 1.564.116 τετρ.χλμ. η Μογγολία είναι η 19η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα στον κόσμο, μετά το Ιράν και με αρκετή διαφορά από το επόμενο Περού.
Η γεωγραφία της χώρας έχει ποικίλα χαρακτηριστικά, από την έρημο Γκόμπι στα νότια ως ψυχρές και ορεινές περιοχές στα βόρεια και τα δυτικά. Το μεγαλύτερο τμήμα της αποτελείται από στέπες. Ψηλότερο σημείο της χώρας είναι η κορυφή Κουιτέν στον ορεινό όγκο Ταβάν στα δυτικά, με υψόμετρο 4.374 μέτρα. Η λεκάνη της λίμνης Ουβς Νούουρ, στα σύνορα με τη Ρωσία, αποτελεί το χαμηλότερο σημείο και παράλληλα παγκόσμιο μνημείο φυσικής κληρονομιάς.
Στη Μογγολία διακρίνονται τρεις κύριες οροσειρές. Η υψηλότερη είναι τα Αλταϊκά όρη που εκτείνονται στις δυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας με άξονα βορειοδυτικό-νοτιοανατολικό. Τα όρη Κανγκάι, επίσης σε παράλληλο άξονα, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής και βορειοκεντρικής Μογγολίας. Τα όρη αυτά είναι παλαιότερα και χαμηλότερα, με μεγαλύτερη διάβρωση και αρκετά δάση. Τέλος, τα όρη Κεντίι κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία βορειοανατολικά της πρωτεύουσας Ουλάν Μπατόρ είναι ακόμα χαμηλότερα σε ύψος.
Το μεγαλύτερο τμήμα της ανατολικής χώρας είναι πεδινό και καταλαμβάνεται από στέπες. Η απορροή των ποταμών γίνεται σε τρεις κύριες διευθύνσεις: βόρεια προς τον Αρκτικό ωκεανό μέσω της Σιβηρίας, ανατολικά προς τον Ειρηνικό ωκεανό μέσω της Μαντζουρίας, της Κορέας και της Ρωσίας, ή με κατεύθυνση προς τις ερήμους και τα βαθύπεδα της κεντρικής ή εσωτερικής Ασίας. Οι ποταμοί είναι κυρίως ανεπτυγμένοι στον βορρά και το βασικό υδρογραφικό δίκτυο είναι αυτό του ποταμού Σέλενγκε που εκβάλει στη λίμνη Βαϊκάλη. Ορισμένοι μικροί παραπόταμοι του ποταμού Γιενισέι της Σιβηρίας πηγάζουν από ορεινούς όγκους της βορειοδυτικής Μογγολίας, ενώ βορειοανατολικά οι απορροές γίνονται στο ποτάμιο σύστημα των ποταμών Αργκούν και Αμούρ. Μόνο ορισμένα μικρά ποτάμια της νότιας και δυτικής χώρας απορρέουν προς λίμνες ή ερήμους.
Η Μογγολία διαιρείται διοικητικά σε 21 επαρχίες, γνωστές με την ονομασία άιμαγκ στην τοπική γλώσσα. Οι επαρχίες με τη σειρά τους διαιρούνται επίσης σε συνολικά 329 περιφέρειες ή σουμ. Η πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ διοικείται ανεξάρτητα ως δήμος (Μογγ.: κνοτ) με επαρχιακό καθεστώς. Τα άιμαγκ της Μογγολίας είναι τα εξής:
Ο πληθυσμός της Μογγολίας ανέρχεται σε 3.504.741[2] κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023 και η χώρα βρίσκεται στην 134η θέση στην παγκόσμια πληθυσμιακή κατάταξη. Δεδομένης της μεγάλης έκτασης της χώρας (19η στον κόσμο σε έκταση), η πυκνότητα πληθυσμού είναι μικρή και η χώρα αρκετά αραιοκατοικημένη. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού εκτιμάται στο 1,2% (2007), ενώ περίπου το 59% των κατοίκων είναι ηλικίας μικρότερης των 30, 27% από τους οποίους μικρότεροι από 14 ετών. Σε αυτή την ηλικιακή δομή αποδίδεται και η οικονομική δυσχέρεια της χώρας ως προς τις αναπτυξιακές της προοπτικές. Τις τελευταίες δεκαετίες, και συγκεκριμένα με τη διάλυση της λαϊκής δημοκρατίας, η Μογγολία παρουσιάζει μείωση του συνολικού ρυθμού γονιμότητας (παιδιά ανά γυναίκα) που καταγράφεται ως η μεγαλύτερη παγκόσμια. Την πενταετία 1970-1975 ο ρυθμός ανερχόταν σε 7,33 ενώ για την πενταετία 2005-2010 το ίδιο ποσοστό είναι 1,87.
Η Μογγολία έχει βιώσει έντονη αστικοποίηση και το 40% του συνολικού πληθυσμού της κατοικεί στην πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ. Με βάση στοιχεία του 2002, το 23% ζει στις πόλεις Νταρκάν και Έρντενετ, καθώς και μικρές κωμοπόλεις, ενώ το υπόλοιπο είναι νομάδες. Το 2002 σχεδόν το 30% των νοικοκυριών της χώρας ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, ακολουθώντας έναν νομαδικό ή ημινομαδικό τρόπο ζωής.
Οι γηγενείς Μογγόλοι ως εθνική ομάδα αποτελούν περίπου το 85% του πληθυσμού και αποτελούνται κυρίως από τη φυλή Κάλκα και άλλες φυλές που διακρίνονται με βάση τις διαλέκτους της Μογγολικής γλώσσας που χρησιμοποιούν. Οι Κάλκα αποτελούν περίπου το 90% των γηγενών Μογγόλων, ενώ το υπόλοιπο 10% περιλαμβάνει τις φυλές Μπουριάτ, Ντουρμπέτ και Νταριγκάνγκα. Αρκετές τουρκόφωνες ομάδες (Καζάκοι, Τούβα και Ουζμπέκοι) αθροίζουν ένα 7% του πληθυσμού της χώρας, και το υπόλοιπο συγκεντρώνει Τουνγκούς, Κινέζους και Ρώσους. Οι περισσότεροι Ρώσοι αποχώρησαν από τη Μογγολία με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991.
Η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι τα μογγολικά χάλχα που ομιλείται από το 90% του πληθυσμού. Διάφορες διάλεκτοι καταγράφονται στη χώρα, οι οποίες περιλαμβάνονται στις μογγολικές γλώσσες. Τα μογγολικά συχνά θεωρούνται ότι ανήκουν στην οικογένεια των αλταϊκών γλωσσών, η οποία επίσης περιλαμβάνει τις τουρκικές και τουνγκουσικές γλώσσες της ευρύτερης περιοχής.
Σήμερα, τα μογγολικά στον γραπτό λόγο χρησιμοποιούν το κυριλλικό αλφάβητο, αν και στο πρόσφατο παρελθόν χρησιμοποιούνταν η μογγολική γραφή. Μία επανεισαγωγή της παραδοσιακής γραφής είχε σχεδιαστεί από το 1994, αλλά η εφαρμογή της αντιμετωπίζει δυσκολίες, ενώ έχει ξεκινήσει η παράλληλη χρήση της στην εκπαίδευση. Η σχεδιαζόμενη αλλαγή του 1994 δεν έγινε λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι ηλικιωμένοι για τη διδασκαλία της γραφής.[8][9] Τον Μάρτιο του 2020 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα χρησιμοποιούνται από κοινού στα δημόσια έγγραφα το κυριλλικό και το παραδοσιακό μογγολικό αλφάβητο, ξεκινώντας από το 2025.[10][11] Η Κίνα σχεδίαζε να εισάγει στη δεκαετία του 1950 το κυριλλικό αλφάβητο για τους εκεί Μογγόλους, αλλά το σινοσοβιετικό σχίσμα του 1961 έδωσε τέλος σε αυτή την προσπάθεια και έτσι εκεί χρησιμοποιείται ακόμα το παραδοσιακό αλφάβητο.
Στα δυτικά τμήματα της χώρας ομιλούνται παράλληλα η καζακική και η τουβανική γλώσσα, ενώ τα Ρωσικά είναι συχνά η πρώτη ξένη γλώσσα, ακολουθούμενα από τα αγγλικά. Επίσης διαδεδομένα σταδιακά γίνονται τα κορεάτικα, καθώς αρκετοί χιλιάδες Μογγόλοι εργάζονται στη Νότια Κορέα, αλλά και λόγω της απήχησης του κορεατικού πολιτισμού πιο πρόσφατα. Παράλληλο ενδιαφέρον έχει αρχίσει να παρουσιάζεται και για τα κινέζικα, τα ιαπωνικά και τα γερμανικά.[12]
Ο πληθυσμός της Μογγολίας ακολουθεί κατά 50% τον θιβετιανό βουδισμό, το 40% καταγράφεται ως άθεοι, ενώ το 6% είναι σαμάνοι, μπάχα ή χριστιανοί, και το 4% μουσουλμάνοι.
Στην ιστορία των περιοχών της σημερινής Μογγολίας, ο σαμανισμός και ο τενγκριϊσμός ήταν συχνές θρησκευτικές πρακτικές, διαδεδομένες σε όλα τα νομαδικά φύλα στην Ασία. Σταδιακά οι πρακτικές αυτές εγκαταλείφθηκαν προς τον θιβετιανό βουδισμό, αλλά ο σαμανισμός έχει χαρακτηριστικά στοιχεία στον σύγχρονο πολιτισμό της Μογγολίας. Επίσης, το Ισλάμ ήταν προτιμητέο από την ελίτ της Μογγολικής αυτοκρατορίας, καθώς τα τρία από τα τέσσερα κύρια χανάτα τον είχαν ιστορικά υιοθετήσει.
Κατά τον 20ο αιώνα η επικράτηση του κομμουνισμού στη Μογγολία εξάλειψε τις θρησκευτικές πρακτικές, ενώ ο Κορλοόγκιν Τσοϊμπάλσας, εφαρμόζοντας την πολιτική του Ιωσήφ Στάλιν, κατέστρεψε περισσότερα από 700 βουδιστικά μοναστήρια σκοτώνοντας χιλιάδες μοναχούς. Ο αριθμός των βουδιστών μοναχών από 100.000 το 1924 μειώθηκε σε 110 άτομα το 1990.
Η πτώση του κομμουνισμού το 1991 επανέφερε τη νομιμότητα της δημόσιας θρησκευτικής πρακτικής, και ο θιβετιανός βουδισμός που αποτελούσε την κυρίαρχη θρησκεία στην περιοχή πριν τον κομμουνισμό, επανήλθε ως η πιο διαδεδομένη στη Μογγολία. Το τέλος της θρησκευτικής καταπίεσης τη δεκαετία του '90 επέτρεψε επίσης την έκφραση άλλων δογμάτων, όπως το Ισλάμ, οι Μπάχα και ο Χριστιανισμός.
Κατά την περίοδο επικράτησης του κομμουνισμού η εκπαίδευση ήταν ένας από τους τομείς με ιδιαίτερη ανάπτυξη και καθιέρωση στη χώρα. Ο αναλφαβητισμός σχεδόν εξαλείφθηκε με τη λειτουργία εποχιακών σχολείων για τους νομαδικούς πληθυσμούς. Η χρηματοδότηση αυτών των μονάδων περικόπηκε κατά τη δεκαετία του '90 με συνέπεια τη μικρή αύξηση του αναλφαβητισμού.
Η βασική και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση διαρκούσε στο παρελθόν μία δεκαετία, αλλά έχει αυξηθεί στα 11 χρόνια. Από το σχολικό έτος 2008-09, το σύστημα παρέχει 12ετή εκπαίδευση, με σταδιακή πλήρη εφαρμογή μέχρι το 2020.
Τα εθνικά πανεπιστήμια της χώρας αποτελούν όλα ανεξάρτητα παραρτήματα του Εθνικού Πανεπιστημίου της Μογγολίας και του Μογγολικού Πανεπιστημίου Επιστημών και Τεχνολογίας.
Η ευρεία φιλελευθεροποίηση της δεκαετίας του '90 οδήγησε σε μία αύξηση ιδιωτικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, αν και αρκετά από αυτά δεν πληρούν τους χαρακτηρισμούς πανεπιστήμιο ή κολέγιο.
Από το 1990 οι βασικοί δείκτες υγείας, όπως το προσδόκιμο ζωής και η βρεφική και παιδική θνησιμότητα, έχουν σταδιακά βελτιωθεί, τόσο λόγω κοινωνικών αλλαγών όσο και των βελτιώσεων στον τομέα της υγείας. Ωστόσο ορισμένα σοβαρά προβλήματα παραμένουν κυρίως στις αγροτικές περιφέρειες.
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 68,1 χρόνια (63,8 χρόνια οι άνδρες και 72,8 οι γυναίκες).[13]
Ο τομέας της δημόσιας υγείας περιλαμβάνει συνολικά 17 ειδικευμένα νοσοκομεία και κέντρα, 4 περιφερειακά διαγνωστικά και κλινικά κέντρα, 9 τοπικά και 21 επαρχιακά γενικά νοσοκομεία, 323 αστικά νοσοκομεία, 18 κέντρα υγείας, 233 οικογενειακά κέντρα υγείας, και 536 ιδιωτικά νοσοκομεία, καθώς και 57 εταιρίες διανομής και εμπορίας φαρμάκων. Το 2002 ο συνολικός αριθμός εργαζομένων στον κλάδο της υγείας ανερχόταν σε 33.273, από τους οποίους οι 6.823 ήταν γιατροί, οι 788 φαρμακοποιοί, οι 7802 νοσηλευτικό προσωπικό, και οι 14.091 άλλο υποστηρικτικό προσωπικό. Σήμερα αντιστοιχούν 27,7 γιατροί και 75,7 νοσοκομειακές κλίνες ανά 10.000 κατοίκους.
Το πολίτευμα της Μογγολίας είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η βουλή εκλέγεται από τον λαό και με τη σειρά της εκλέγει την κυβέρνηση. Ο πρόεδρος της χώρας εκλέγεται άμεσα από τον λαό. Το σύνταγμα της χώρας εγγυάται πλήρη ελευθερία της έκφρασης, της θρησκείας και άλλων δικαιωμάτων. Η Μογγολία έχει έναν αριθμό πολιτικών κομμάτων, τα μεγαλύτερα από τα οποία είναι το Επαναστατικό Κόμμα του Μογγολικού Λαού (MPRP) και το Δημοκρατικό Κόμμα (DP).
Το πρώτο κυβέρνησε τη χώρα από το 1921 έως το 1996 (και μέχρι το 1990 σε μονοκομματικό σύστημα), και από το 2000 έως το 2004. Από το 2004 μέχρι το 2006, το ΜPRP συμμετείχε στο συνασπισμό με το DP και δύο άλλα κόμματα, ενώ από το 2006 είναι το κυρίαρχο κόμμα σε δύο άλλους συνασπισμούς. Όλες οι αλλαγές στην κυβέρνηση από το 2004 και μετά ήταν αποφάσεις του MPRP. Το DP ήταν κυρίαρχο κατά τον κυβερνητικό συνασπισμό μεταξύ του 1996 έως το 2000, και ισότιμος εταίρος του MPRP στον κυβερνητικό συνασπισμό του 2004-2006. Οι εκλογές του Ιουνίου του 2008 έδωσαν τη νίκη στο MPRP.
Ο πρόεδρος της Μογγολίας ως θεσμός έχει έναν γενικά συμβολικό ρόλο, αλλά επίσης μπορεί να ασκήσει βέτο στις αποφάσεις της βουλής και να απαιτήσει πλειοψηφία των 2/3 των μελών. Το σύνταγμα προβλέπει τρεις προϋποθέσεις για την εκλογή στην προεδρία: υπηκοότητα της χώρας από γέννηση, τουλάχιστον ηλικία 45 ετών, και μόνιμος κάτοικος της χώρας για την τελευταία πενταετία πριν την εκλογή. Ο πρόεδρος επίσημα παραιτείται και από μέλος κάποιου κόμματος κατά την εκλογή του. Από το 2017 πρόεδρος είναι ο Χατμάα Μπατούλγκα.
Η Μογγολία έχει ένα κοινοβουλευτικό σύστημα με ένα σώμα, γνωστό ως Μεγάλο Χουράλ. Το νομοθετικό αυτό σώμα έχει συνολικά 76 μέλη στο οποίο προεδρεύει ο πρόεδρος του σώματος. Οι βουλευτές εκλέγονται σε καθολικές γενικές εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια. Τα 76 μέλη εκλέγονται σε συνολικά 26 πολυεδρικές εκλογικές περιφέρειες.
Στη χώρα οι συγκοινωνίες λειτουργούν στο πλαίσιο ενός δικτύου από σιδηρόδρομους, δρόμους, λιμάνια και αεροδρόμια. Ο Υπερμογγολικός Σιδηρόδρομος συνδέει τον Υπερσιβηρικό Σιδηρόδρομο από το Ουλάν Ούντε στη Ρωσία μέχρι το Ερενχότ και το Πεκίνο της Κίνας, μέσω της πρωτεύουσας Ουλάν Μπατόρ. Ο τομέας της Μογγολίας για τη γραμμή αυτή καλύπτει 1.110 χιλιόμετρα.[14] Αναφορικά με το οδικό δίκτυο, το 2007 μόνο γύρω στα 2.600 χλμ. του οδικού δικτύου στη χώρα ήταν ασφαλτοστρωμένα. Το δίκτυο αυτό επεκτάθηκε στα 4.800 χλμ. το 2013, με τα 1.800 χλμ. να έχουν συμπληρωθεί μόνο τον τελευταίο χρόνο.[15] Στην πρωτεύουσα το κυριότερο μέσο συγκοινωνίας είναι τα λεωφορεία. Οι θαλάσσιες συγκοινωνίες εξυπηρετούνται κυρίως από τη Λίμνη Χουβσγκούλ, όπου παρέχονται ναυλωμένα δρομολόγια με πλεούμενα για τους τουρίστες.[16] Το μεγαλύτερο αεροδρόμιο βρίσκεται έξω από την πρωτεύουσα και είναι το Διεθνές Αεροδρόμιο Τζενγκίς Χαν. Οι πτήσεις εκτελούνται με αεροσκάφη τύπου Fokker 50, Saab 340, Airbus 319 και Bombardier Q400.[17]
Η οδήγηση στη χώρα γίνεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.