From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μεγάλη Εκκαθάριση ή ο Μεγάλος Τρόμος (ρωσικά: Большо́й терро́р, μτγ. μπαλσόι τερόρ, μτφ. μεγάλος τρόμος) ή γενικότερα οι σταλινικές διώξεις, ήταν ευρείας έκτασης εκστρατεία κοινωνικοπολιτικής καταστολής στη Σοβιετική Ένωση από το 1936 έως το 1938.[1] Κατά τη διάρκειά της διαδραματίστηκε μια μεγάλης κλίμακας εκκαθάριση του κομμουνιστικού κόμματος της ΕΣΣΔ και στελεχών της κυβερνήσεως, καταστολή των χωρικών, εκκαθάριση της ηγεσίας του Κόκκινου Στρατού, εκτεταμένη παρακολούθηση από την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες, και καταδίωξη των ατόμων που θεωρούνταν σαμποτέρ και αντιεπαναστάτες.[2] Ειδικά η περίοδος 1937-1938 η οποία υπήρξε και η πιο οξεία, αναφέρεται στην ιστορική ιστοριογραφία ως Γιεζόφστσινα (ρωσικά: Ежовщина) εκ του Νικολάι Γιεζόφ, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής της Εν Κα Βε Ντε, της μυστικής αστυνομίας της ΕΣΣΔ. Εκτιμάται πως τουλάχιστον 600.000 άνθρωποι πέθαναν κατά την περίοδο των εκκαθαρίσεων αυτών.[3][4][5][6]
Ο όρος καταστολή χρησιμοποιείτο επίσημα για να περιγράφει την καταδίωξη των ατόμων που θεωρούνται αντιεπαναστάτες και εχθροί του λαού από την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Η εκκαθάριση είχε ως στόχο να απομακρύνει από το Κομμουνιστικό Κόμμα τους διαφωνούντες με τον Στάλιν και να στερεώσει την εξουσία του. Τα πιο προβλεβλημένα γεγονότα αφορούσαν την εκκαθάριση της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και της κυβερνήσεως και του στρατού οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μέλη του κόμματος. Η εκστρατεία αυτή όμως επηρρέασε και πολλές άλλες κοινωνικές κατηγορίες, όπως τους διανοούμενους, χωρικούς -ειδικά τους έυπορους χωρικούς, γνωστούς ως κουλάκους-, και τους ελεύθερους επαγγελματίες.[7] Επιπλέον, η Εν Κα Βε Ντε προχώρησε σε εκτεταμένη καταδίωξη εθνικών μειονοτήτων οι οποίες κατηγορήθηκαν πως αποτελούσαν την πέμπτη φάλαγγα προπαγανδίζοντας υπέρ των εχθρών της Σοβιετικής Ένωσης, όπως για παράδειγμα η κατηγορία προς τους πολίτες πολωνικής καταγωγής πως είχαν σχηματίσει μια μυστική πολωνική στρατιωτική οργάνωση η οποία ποτέ δεν υπήρξε.
Σύμφωνα με τον λόγο του Νικίτα Χρουστσόφ το 1956 με τίτλο «Περί της λατρείας της προσωπικότητας και των συνεπειών της» («О культе личности и его последствиях») καθώς και μετέπειτα ευρήματα, ένας μεγάλος αριθμος κατηγοριών, ιδιαίτερα αυτών που παρουσιάστηκαν στις δίκες της Μόσχας, βασίστηκαν σε εξαναγκασμένες ομολογίες, οι οποίες συχνά προέκυπταν από βασανιστήρια[8], καθώς και σε ευέλικτες ερμηνείες του άρθρου 58 του Ποινικού Κώδικα της Σοβιετικής Ρωσικής Δημοκρατίας το οποίο αφορούσε τα αντεπαναστατικά εγκλήματα. Πολύ συχνά δεν γινόταν δίκη, αλλά βάσει του σοβιετικού νόμου της εποχής εκείνης οι καταδικαστικές αποφάσεις γίνονταν επί τόπου από τις τρόικες της Εν Κα Βε Ντε.[9]Εκατοντάδες χιλιάδες των θυμάτων κατηγορήθηκαν για διάφορα πολιτικά εγκλήματα (κατασκοπεία, υπονόμευση, σαμποτάζ, αντισοβιετική επιθετικότητα, στασιαστική συμπεριφορά) και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες ή στάλθηκαν στα γκουλάγκ και πέθαναν εκεί από πείνα, αρρώστιες, κρύο, και υπερεκμετάλλευση. Υπήρξαν και άλλες μέθοδοι εκτέλεσης, όπου για τους σκοπούς της γρήγορης εκτέλεσης χωρίς δίκη είχαν τεθεί σε χρήση ακόμα και φορτηγά των οποίων οι θάλαμοι χρησιμοποιούνταν ως θάλαμοι αερίων για την εκτέλεση των συλληφθέντων.[10][11][12]
Η Μεγάλη Εκκαθάριση ξεκίνησε όταν αρχηγός της Εν Κα Βε Ντε ήταν ο Γκένριχ Γιαγκόντα, ωστόσο ο ρυθμός των εκκαθαρίσεων έφτασε σε νέα ύψη όταν επικεφαλής της υπηρεσίας ανέλαβε ο Νικολάι Γιεζόφ, από τον Σεπτέμβριο του 1936 έως τον Αύγουστο του 1938. Η εκστρατεία εκτελέστηκε σύμφωνα με τη γενική γραμμή και συχνά με απευθείας διαταγές του Πολίτμπιρο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης επικεφαλής του οποίου ήταν ο Στάλιν. Η εκστρατεία εκκαθαρίσεων διακρίνεται γενικά σε 4 κύριες περιόδους:[13]
Η απειλή πολέμου στην Ευρώπη, έκανε τον Στάλιν καχύποπτο ως προς το ποιές από τις πληθυσμιακές ομάδες εντός της Σοβιετικής Ένωσης θα μπορούσε να προχωρήσει σε εξέγερση, και έτσι προχώρησε προληπτικά στην αποδυνάμωση τους βάσει της θεωρίας της πέμπτης φάλαγγας των υπονομευτών, τρομοκρατών και κατασκόπων.[14][15][16]
Ο όρος εκκαθάριση εντός της σοβιετικής πολιτικής ορολογίας ήταν συντομογραφία της έκφρασης εκκαθάριση των τάξεων του Κόμματος, όπως όταν το 1933 αποβλήθηκαν 400.000 άτομα από το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας. Από το 1936 έως το 1953 (θάνατος του Στάλιν) ο όρος απέκτησε νέα έννοια, καθώς με το αποβληθεί κάποιος από το κόμμα ήταν σχεδόν βέβαιο πως θα συλλαμβανόταν και θα φυλακιζόταν ή θα εκτελείτο.
Η πολιτική εκκαθάριση ήταν κυρίως μια προσπάθεια από τον Στάλιν να εξαλείψει τους ανταγωνιστές του παρελθόντος, όπως τις αριστερές και δεξιές πολιτικές πτέρυγες του κόμματος επικεφαλής ήταν οι Λέων Τρότσκι και Νικολάι Μπουχάριν αντίστοιχα. Μετά τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο του 1917-1923 και την επικράτηση των μπολσεβίκων έναντι της τσαρικής κυβέρνησης και κατόπιν του Λευκού Στρατού με αφετηρία την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι παλαιοί Μπολσεβίκοι θεωρούσαν πως δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για τις έκτατες υπερεξουσίες και δυνάμεις του επικεφαλής οι οποίες είχαν τεθεί σε ισχύ λόγω των συνθηκών πολέμου, και πλέον είχαν περάσει από τον Λένιν -θάνατος το 1924- στον Στάλιν. Οι αντίπαλοι του Στάλιν και από τις 2 πλευρές του πολιτικού φάσματος τον κατηγορούσαν πως είναι αυταρχικός, αντιδημοκρατικός και χαλαρός ως προς τη γραφειοκρατική διαφθορά. Η αντιπαράθεση αυτή προς τον Στάλιν ενδεχομένως να συγκέντρωνε σημαντική αποδοχή στην εργατική τάξη λόγω των προνομίων και πολυτελειών που απολάμβαναν τα υψηλά ιστάμενα στελέχη της κυβερνήσεως σε αντίθεση με όλους τους άλλους. Η υπόθεση Ρυούτιν όπου ο Ρυούτιν ήταν ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες που ασκούσε ισχυρή κριτική στον Στάλιν, φάνηκε να δικαιώνει τις υποψίες του Στάλιν ο οποίος με την πάροδο του χρόνου κατάφερε να επιβάλλει απαγόρευση στον σχηματισμό κομματικών υποομάδων και φατριών και απέβαλλε τα κομματικά στελέχη που του αντιτίθονταν, ουσιαστικά τερματίζοντας τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και την αντίστοιχη Ομάδα Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού.
Η νέα μορφή κομματικής οργάνωσης που προέκυψε, το Πολίτμπιρο, στο οποίο ο Στάλιν ήταν πλέον επικεφαλής, αποτελούσε τη μοναδική εγκεκριμένη πηγή διαμόρφωσης ιδεολογίας και κατεύθυνσης. Ως συνέπεια δημιουργήθηκε η ανάγκη για την εξολόθρευση όσων Μαρξιστών είχαν διαφορετικές απόψεις, ιδιαίτερα αυτών που ανήκαν στην παλαιά φρουρά των επαναστατών. Με την έναρξη των εκκαθαρίσεων από το 1936 και έπειτα, η κυβέρνηση του Στάλιν μέσω της Εν Κα Βε Ντε εκτέλεσε πολλούς σημαντικούς μπολσεβίκους όπως τους Μιχαήλ Τουχατσέφσκι, Μπέλα Κουν, την πλειοψηφία των συνεργατών του Λένιν, ακόμα και τον Νικολάι Μπουχάριν ο οποίος ήταν η κορυφαία ιδεολογική μορφή κατά τη διακυβέρνηση του Στάλιν και παρά την αρχική συμμαχία του είχε έρθει σε διαφωνία αργότερα μαζί του. Η Εν Κα Βε Ντε προχώρησε σε εκτελέσεις των αντιφρονούντων ανεξάρτητα από το αν βρισκόταν εντός της Σοβιετικής Ένωσης ή όχι. Δεν γλίτωσε ούτε ο Λεών Τρότσκυ, ο οποίος παρότι είχε καταφύγει στο Μεξικό, δολοφονήθηκε από τον Ραμόν Μερκαντέρ, Ισπανό κομμουνιστή τον οποίο είχε στρατολογήσει η Εν Κα Βε Ντε με τη δολοφονία να έχει διαταχθεί από τον ίδιο τον Στάλιν.[17]
Το 1934, ο Στάλιν χρησιμοποίησε τη δολοφονία του Σεργκέι Κιρόφ, -σημαντικός μπολσεβίκος ο οποίος πλέον είχε γίνει επικεφαλής του κόμματος στο Λένινγκραντ- ως αφορμή για την έναρξη της Μεγάλης Εκκαθάρισης. Μερίδα των μετέπειτα ιστορικών θεώρησαν πως ο ίδιος ο Στάλιν οργάνωσε τη δολοφονία του Κιρόφ, ή πως τουλάχιστον υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να υποστηριχτεί κάτι τέτοιο.[18] Ο Κιρόφ ήταν στενός συνεργάτης και θερμός υποστηρικτής του Στάλιν, ωστόσο ο Στάλιν πιθανώς τον θεωρούσε ως πιθανό αντίπαλο λόγω της αυξανόμενης δημοφιλίας του στη μετριοπαθή τάξη του κόμματος. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο κομματικό συνέδριο του κόμματος το 1934 ο Κιρόφ εξελέγη στην κεντρική επιτροπή με μόνο 3 ψήφους κατά, τις λιγότερες από κάθε άλλο υποψήφιο, ενώ ο Στάλιν είχε λάβει 292 κατά. Μετά τη δολοφονία του Κιρόφ, η Εν Κα Βε Ντε συνέλλαβε όλους όσους είχαν έρθει σε διαφωνία με τον Κιρόφ, και τον Στάλιν, και τους απέδωσε τις κατηγορίες της προδοσίας, τρομοκρατίας, σαμποτάζ, και κατασκοπίας.
Επιπρόσθετα, η εκκαθάριση προχώρησε και διευρύνθηκε ώστε να εξαλειφθούν οι όποιες πιθανές πέμπτες φάλαγγες σε περίπτωση όπου η Σοβιετική Ένωση έμπαινε σε πόλεμο με κάποιον εξωτερικό εχθρό. Οι κύριοι εκφραστές του σκεπτικού αυτού ήταν οι Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ και Λαζάρ Καγκανόβιτς, οι οποίοι συμμετείχαν στη διεξαγωγή των εκκαθαρίσεων ως μέλη του Πολίτμπιρο και υπέγραφαν τους καταλόγους με τα ονόματα ανθρώπων προς εκτέλεση.[19] Ο Στάλιν θεωρούσε πως ο πόλεμος θα ξεσπούσε σύντομα, είτε από την ολοένα και πιο εχθρική ναζιστική Γερμανία, ή από την ολοένα και πιο επεκτατική Ιαπωνία, και τα ΜΜΕ της Σοβιετικής Ένωσης μετέδιδαν πως η χώρα απειλείται εκ των έσω από φασίστες κατασκόπους.[20]
Η τακτική του εσωτερικού κινδύνου είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετέπειτα («τσακίστε τους σαμποτέρ»),[1][21] καθώς ο Λένιν είχε χρησιμοποιήσει την καταστολή εναντίον αυτών που θεωρούνταν ως πιθανοί εχθροί των μπολσεβίκων ως μέθοδο κοινωνικού ελέγχου, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Ερυθράς Τρομοκρατίας στη Ρωσία. Η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε και ισχυροποιήθηκε από τον Στάλιν, αρχικά σε περιπτώσεις όπως η αποκουλακοποίηση και ο μεγάλος λιμός της Ουκρανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Το ξεχωριστό χαρακτηριστικό της Μεγάλης Εκκαθάρισης που ξεκίνησε από το 1936 ήταν πως αυτή τη φορά βρισκόταν σε κίνδυνο και τα ίδια τα μέλη του κόμματος και ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματούχοι εκτός από την ευρύτερη κοινωνική μάζα.[22] Τα πρώτα κύρια στάδια της εκκαθάρισης ξεκίνησαν με την πρώτη δίκη της Μόσχας το 1936, τη δημιουργία των τρόικων της Εν Κα Βε Ντε για την απονομή επαναστατικής δικαιοσύνης, και την ψήφιση του άρθρου 58-14 σχετικά με το αντιεπαναστατικό σαμποτάζ.
Μεταξύ του 1936 και 1938 έγιναν τρεις πολύ μεγάλης έκτασης δίκες στη Μόσχα, στις οποίες κατηγορήθηκαν διάφορα πρώην ανώτερα και ανώτατα στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος για συνέργεια με τις φασιστικές και καπιταλιστικές δυνάμεις με σκοπό τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την εγκαθίδρυση του καπιταλισμού. Οι δίκες αυτές έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα εντός και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, και προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, καθώς οι πρώην στενοί συνεργάτες του Λένιν φέρονταν να ομολογούσαν στα πιο ειδεχθή εγκλήματα και ζητούσαν οι ίδιοι να τους επιδικαστεί η θανατική ποινή.
Κάποια δυτικοί παρατηρητές των δικών ανέφεραν πως ήταν δίκαιες και πως η ενοχή των κατηγορουμένων είχε αποδειχτεί, βάσει των ομολογιών των ίδιων των κατηγορουμένων και χωρίς να φαίνονται φυσικά ίχνη βασανισμού επάνω τους. Σύμφωνα όμως με μεταγενέστερα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν για τις πρακτικές που ακολουθούσε η μυστική αστυνομία, ασκούνταν μεγάλη ψυχολογική πίεση στους κατηγορουμένους καθώς και βασανιστήρια όπως στέρηση ύπνου, παρατεταμάνη στάση σε άβολες θέσεις, και απειλές πως θα συλλαμβάνονταν ή και θα εκτελούνταν οι οικογένειες των κατηγορουμένων σε περίπτωση μη ομολογίας τους, με τις ανακρίσεις αυτές να κρατούν για μήνες.
Ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ απαίτησαν εγγυήσεις προκειμένου να δώσουν τις ομολογίες τους, πως δεν θα εκτελούνταν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους. Η απαίτηση τους αυτή έγινε αποδεκτή παρουσία των Στάλιν, Βοροσίλοφ και Γιεζόφ ως εκπροσώπων του Πολίτμπιρο. Μετά τη δίκη όμως, ο Στάλιν αθέτησε τη συμφωνία και εκτέλεσε τους Ζινόβιεφ και Κάμενεφ, μαζί με τις οικογένειες τους.[27]
Τον Μάιοι του 1937, οργανώθηκε στις ΗΠΑ η επιτροπή Ντιούι από τους υποστηρικτές του Λεών Τρότσκυ με τον επικεφαλής της να είναι ο διάσημος φιλόσοφος και παιδαγωγός της εποχής, Τζον Ντιούι. Ο κύριος σκοπός της επιτροπής ήταν η υπεράσπιση του Τρότσκυ έναντι των κατηγοριών που του προσάπτοταν στις δίκες της Μόσχας, και παράπλευρα την ίδια στιγμή και ο γενικότερος έλεγχος των πρακτικών που ακολουθούνταν στις δίκες αυτές.[28]
Τα πορίσματα των ερευνών της επιτροπής εκδόθηκαν στη μελέτη με τίτλο Not Guilty (μη ένοχος), εντός της οποίας υποστηρίζονταν η αθωότητα όλων όσων καταδικάζονταν στις δίκες της Μόσχας, καθώς κατά το πόρισμα της επιτροπής βρέθηκε πως δεν γινόταν καμία προσπάθεια αποκάλυψης της αλήθειας, οι ομολογίες των κατηγορουμένων δεν είναι δυνατό να ήταν πραγματικές καθώς ερχόταν σε αντίφαση με άλλες καταθέσεις και με άλλα γεγονότα για τα οποία υπήρχαν αποδείξεις πως είχαν λάβει χώρα, και πως ο Τρότσκυ ποτέ δεν ήρθε σε επικοινωνία με κανέναν από τους κατηγορουμένους ώστε να έρθουν σε συμφωνία με ξένες δυνάμεις εναντίον της ΕΣΣΔ καθώς και ποτέ δεν σχεδίασε εγκαθίδρυση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση.
Η τρίτη και τελική δίκη της Μόσχας, έγινε εν τέλει και η πιο διάσημη. Διαδραματίστηκε τον Μάρτιο του 1938, και έγινε γνωστή και ως η δίκη των 21, με εντυπωσιακό εύρος και τύπο κατηγοριών καθώς και ιδιαίτερα υψηλόβαθμους κατηγορουμένους οι οποίοι αποκλήθηκαν ως μπλοκ των δεξιών και των τροτσκιστών. Η προετοιμασία για τη δίκη αυτή διήρκησε πάνω από ένα χρόνο, καθώς στα αρχικά στάδια της προετοιμασίας υπήρξαν αρκετοί που ήταν αρνητικοί ή επιφυλακτικοί στο να προχωρήσουν στην αποκήρυξη των συντρόφων τους. Κατά την περίοδο αυτή ο Στάλιν αντικατέστησε τον Γκένριχ Γιαγκόντα από επικεφαλής της Εν Κα Βε Ντε με τον περισσότερο ενθουσιώδη Νικολάι Γιεζόφ ώστε να επισπεύσει τις διαδικασίες.
Η πιο εξέχουσα μορφή των κατηγορουμένων ήταν ο Νικολάι Μπουχάριν ο οποίος ήταν πρώην προεδρεύων της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς και ο σημαντικότερος ιδεολόγος του Μαρξισμού, τον πρώην πρωθυπουργό Αλεξέι Ρίκοφ, τον ίδιο τον Γκένριχ Γιαγκόντα υπό τον οποίο είχε ξεκινήσει η Μεγάλη Εκκαθάριση, καθώς και τους Κριστιάν Ρακόφσκι και Νικολάι Κρεστίνσκι.
Το γεγονός πως και ο ίδιος ο Γιαγκόντα ήταν κατηγορούμενος, κατέδειξε την ταχύτητα με την οποία εξελισσόταν οι εκκαθαρίσεις και πως κανείς δεν θα έπρεπε να νιώθει ασφαλής. Κατά την τρίτη δίκη χρησιμοποιήθηκαν οι ομολογίες για άλλα άτομα που συγκεντρώθηκαν από τις 2 πρώτες ώστε να κατηγορηθούν επιπλέον στελέχη, και με επίκεντρο στη νέα αυτή δίκη να είναι ο Μπουχάριν ο οποίος κατηγορούνταν πως επιχείρησε να δολοφονήσει τους Λένιν και Στάλιν το 1918, πως δολοφόνησε τον Μαξίμ Γκόρκι με δηλητήριο, και πως σκοπό είχε τη διαίρεση της ΕΣΣΔ και απονομή περιοχών της στη Γερμανία, Ιαπωνία, και Μεγάλη Βρετανία, ανάμεσα σε άλλες κατηγορίες.
Ακόμα και όσοι έβλεπαν με θετική ή ουδέτερη στάση τις 2 προηγούμενες δίκες, έβρισκαν πλέον δύσκολο να αποδεχτούν τις νέες κατηγορίες καθώς γινόταν ολοένα και πιο εξωφρενικές, και καθώς οι εκκαθαρίσεις περιελάμβαναν όλους τους παλιούς σημαντικούς μπολσεβίκους εκτός από τον Στάλιν. Ειδικά η εκτέλεση του Μπουχάριν προκάλεσε πολύ μεγάλη εντύπωση ακόμα και εκτός Σοβιετικής Ένωσης, καθώς ο Μπουχάριν ήταν θεωρητικός του Μαρξισμού με διεθνή εμβέλεια και σεβασμό.[29] Για πολλούς κομμουνιστές του εξωτερικού όπως τους Αμερικανούς Μπέρτραμ Γουλφ και Τζέι Λόβστοουν, τον Ούγγρο Άρθουρ Κέσλερ, και τον Γερμανό Χάινριχ Μπράντλερ, το γεγονός αυτό ήταν αρκετό ώστε να προκαλέσει την αποχώρηση τους από τον κομμουνισμό, με τους πρώτους 3 να γίνονται μετέπειτα ένθερμοι αντικομμουνιστές.[30][31] Η ομολογία του Μπουχάριν συμβόλιζε για αυτούς την κατάπτωση του κομμουνισμού, ο οποίος όχι μόνο κατέστρεψε τα ίδια του τα παιδιά αλλά και τα στρατολόγησε στην ίδια του την αυτοκαταστροφή και απαξίωση με τις ομολογίες που τους εξανάγκασε να διατυπώσουν.[29]
Κατά την πρώτη ημέρα της δίκης, ο Νικολάι Κρεστίνσκι προκάλεσε αίσθηση καθώς αποκήρυξε τη γραπτή ομολογία του και δήλωσε πως ήταν αθώος έναντι όλων των κατηγοριών. Την επόμενη ημέρα ωστόσο άλλαξε τη θέση του και παραδέχτηκε την ενοχή του, έχοντας τον αριστερό του ώμο εξαρθρωμένο.[32]
Ο Αναστάς Μικογιάν και ο Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ, μέλη του Πολίτμπουρο και πολιτικοί συντονιστές των εκκαθαρίσεων, αργότερα ισχυρίστηκαν πως ο Μπουχάριν δεν βασανίστηκε ποτέ, ωστόσο αργότερα αποκαλύφθηκε πως επιτρεπόταν να χτυπηθεί από τους ανακριτές του, καθώς και πως υπήρχε μεγάλη πίεση στους ανακριτές ώστε να κατορθώσουν να κάνουν τον Μπουχάριν να ομολογήσει. Ο Μπουχάριν άντεξε για 3 μήνες, ωστόσο ο συνδυασμός απειλών σχετικά με τη σύζυγο και το νήπιο γιο του, μαζί με μεθόδους φυσικής επιρροής τον έφθειραν και ομολόγησε. Όταν όμως διάβασε την ομολογία που είχε γράψει, διορθωμένη και επηυξημένη από τον ίδιο τον Στάλιν, την αποκήρυξε στο σύνολο της. Ως συνέπεια, η ανάκριση ξεκίνησε και πάλι, με διπλή ομάδα ανακριτών πλέον.[33]
Η ομολογία του Μπουχάριν προκάλεσε γενική κατακραυγή στο εξωτερικό, και αποτέλεσε τη βάση του βιβλίου του Άρθουρ Κέσλερ με τίτλο Το μηδέν και το άπειρο [34](Sonnenfinsternis) καθώς και της φιλοσοφικής πραγματείας του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ με τίτλο Ανθρωπισμός και τρομοκρατία [35](Humanisme et terreur). Η ομολογία του Μπουχάριν διέφερε από τις άλλες, καθώς ενώ ομολόγησε πως ήταν ένοχος σε όλες για κατηγορίες εναντίον του, αρνήθηκε πως γνώριζε λεπτομέρειες για το κάθε έγκλημα ξεχωριστά, παραμένοντας μόνο σε ότι υπήρχε στην γραπτή ομολογία του χωρίς να πηγαίνει παραπέρα.
Η ομολογία του περιείχε διάφορες γλαφυρές παραδοχές, όπως το ότι ήταν εκφυλισμένος φασίστας ο οποίος εργάζονταν για την αποκατάσταση του καπιταλισμού. Οι δικαστικές αρχές προσπάθησαν να του επιρρίψουν επιπλέον κατηγορίες ωστόσο καταρρίπτοντας τες με επιχειρήματα έδειξε πως ήταν σε θέση να ζημιώσει την όλη δίκη,[36] αναφέροντας πως η ομολογία του κατηγορουμένου δεν είναι απαραίτητη και πως η ομολογία του κατηγορουμένου είναι μια μεσαιωνική αρχή δικαιοδοσίας σε μια δίκη στην οποία όλοι οι κατηγορούμενοι ομολογούσαν την ενοχή τους. Τελείωσε την απολογία του λέγοντας πως το τερατώδες έγκλημα του ήταν αδύνατο να μετρηθεί, ιδιαίτερα στο νέο αυτό στάδιο του αγώνα της ΕΣΣΔ, και πως ευχόταν η δίκη αυτή να είναι το τελευταίο αυστηρό μάθημα και είθε η μεγάλη δύναμη της ΕΣΣΔ να γινόταν ξεκάθαρη σε όλους.[37]
Ο Γάλλος συγγραφές Ρομαίν Ρολάν και άλλες προσωπικότητες του εξωτερικού έστειλαν επιστολές στον Στάλιν ζητώντας επιείκεια για τον Νικολάι Μπουχάριν, ωστόσο με εξαίρεση τον Κριστιάν Ρακόφσκι και άλλους 2 κατηγορουμένους οι οποίοι φυλακίστηκαν, όλοι οι άλλοι μαζί τους και ο Μπουχάριν εκτελέστηκαν. Παρά την υπόσχεση των αρχών πως η οικογένεια του θα γλίτωνε, η σύζυγος του Μπουχάριν, Άννα Λαρίνα, στάλθηκε σε γκουλάγκ, επέζησε όμως και έζησε αρκετά ώστε να δει τη δικαίωση και αποκατάσταση του συζύγου της από τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ το 1988.
Η εκκαθάριση του Κόκκινου Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού συνοψίζεται στην απόταξη 3ών εκ των συνολικά 5 στραταρχών (στρατηγοί με 5 αστέρια), 13ών από 15 διοικητών του στρατού (στρατηγών τεσσάρων και τριών αστέρων), 8 από 9 ναυάρχων,[38] 50 από 57 διοικητές σωμάτων στρατού, 154 από 186 διοικητές μεραρχιών, το σύνολο των 16 κομισάριων του στρατού, και 25 εκ των 28 κομισαρίων των σωμάτων στρατού.[39]
Στην αρχή εκτιμήθηκε πως το 25% με 50% των αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού εκκαθαρίστηκε, ωστόσο το πραγματικό ποσοστό ήταν 3,7–7,7% καθώς το πραγματικό σύνολο των αξιωματικών του στρατού υποεκτιμούνταν καθώς και οι περισσότεροι από όσους αποτάχθηκαν απλώς αποβλήθηκαν από το κόμμα. Αργότερα επιτράπη στο 30% των αξιωματικών που εκκαθαρίστηκαν την περίοδο 1937–1939 να επιστρέψουν στην ενεργό υπηρεσία.[40]
Η εκκαθάριση του στρατού, γνωστή ως Υπόθεση Τουχατσέφσκι, έγινε βάσει υποτιθέμενων στοιχείων που είχαν ανακαλυφθεί σε επικοινωνία μεταξύ του στρατάρχη Μιχαήλ Τουχατσέβσκι και του γερμανικού ανώτατου επιτελείου στρατού,[41] κάτι ύποπτο καθώς η ημερομηνία επικοινωνίας των επιστολών του Τουχατσέβσκυ είναι μεταγενέστερη της έναρξης των εκκαθαρίσεων στον στρατό και οι εκκαθαρίσεις είχαν ήδη ξεκινήσει, ενώ τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη δίκη βασίζοντας σε εξαναγκασμένες ομολογίες.[42]
Σχεδόν όλοι οι παλαιοί Μπολσεβίκοι οι οποίοι είχαν προεξέχοντα ρόλο στην Οκτωβριανή επανάσταση το 1917, ή υπήρξαν μέλη της κυβέρνησης του Λένιν αργότερα, εκτελέστηκαν. Από τα 6 μέλη του αρχικού Πολίτμπιρο του 1917 οι οποίοι ζούσαν ακόμα έως το 1936, μόνο ο Στάλιν παρέμεινε ζωντανός με το τέλος των εκκαθαρίσεων.[1] Τέσσερις εκτελέστηκαν στην ΕΣΣΔ, ενώ ο Λεών Τρότσκυ ο οποίος βρισκόταν σε εξορία από το 1929, δολοφονήθηκε εν τέλει στο Μεξικό το 1940. Από τα 7 μέλη τα οποία εκλέχθηκαν στο Πολίτμπιρο μεταξύ της Οκτωβριανής Επανάστασης και του θανάτου του Λένιν το 1924, 4 εκτελέστηκαν, ένας αυτοκτόνησε (Μιχαήλ Τόμσκι), και 2 επέζησαν (Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ και Μιχαήλ Καλίνιν).
Ωστόσο, ενώ οι δίκες και εκτελέσεις των στελεχών του κόμματος και του στρατού ήταν οι πλέον προβεβλημένες, αποτελούσαν μόνο ένα μικρό μέρος των εκκαθαρίσεων σε εξέλιξη, καθώς υπήρχαν προσδιορισμένες ποσοστώσεις για τη σύλληψη και εκτέλεση ατόμων πολλών άλλων ατόμων στην ευρύτερη κοινωνία.[43]
Κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, φυλακίστηκαν περίπου 2.000 συγγραφείς, λόγιοι, και καλλιτέχνες, με 1.500 από αυτούς να πεθαίνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε μια περίπτωση εξαφανίστηκαν 27 αστρονόμοι μεταξύ του 1936 και του 1938 κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων, διότι η μελέτη των ηλιακών κηλίδων κρίθηκε αντιμαρξιστική.[εκκρεμεί παραπομπή] Το ίδιο το τμήμα μετεωρολογίας είχε εκκαθαριστεί βιαίως από το 1933 καθώς είχε αποτύχει να προβλέψει την κακοκαιρία που προκάλεσε την αποτυχία των καλλιεργειών και τον ερχομό λιμού.[44]
Οι εκκαθαρίσεις ωστόσο επικεντρώθηκαν ιδιαίτερα στους συγγραφείς, ενδεικτικά όπως:
Στις 2 Ιουλίου του 1937, ο Στάλιν έστειλε απόρρητη επιστολή σε όλους τους επικεφαλής τοπικών παραρτημάτων του κόμματος, μαζί με αντίγραφο και στους επικεφαλής της Εν Κα Βε Ντε, διατάσσοντας τους να παρουσιάσουν εντός 5 ημερών τα εκτιμώμενα σύνολα για τον αριθμό κουλάκων (εύπορων χωρικών) και εγκληματιών οι οποίοι θα έπρεπε να συλληφθούν, εκτελεστούν, ή να σταλθούν στα γκουλάγκ. Για τον υπολογισμό των συνόλων αυτών συνυπολογίστηκαν όσοι ήταν ήδη ύποπτοι από την αστυνομία και υπό παρακολούθηση.
Στις 30 Ιουλίου του 1937 εκδόθηκε το διάταγμα αρ. 00447 της Εν Κα Βε Ντε, το οποίο διέτασσε την εκκαθάριση των πρώην κουλάκων και άλλων αντισοβιετικών στοιχείων όπως πρώην μέλη του τσαρικού καθεστώτος ή μέλη κομμάτων εκτός του κομμουνιστικού πριν την επανάσταση. Όσοι συλλαμβάνονταν εκτελούνταν ή στέλνονταν στα γκουλάγκ, με τις αποφάσεις να γίνονται επί τόπου από τις τρόικες της Εν Κα Βε Ντε.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνονταν στις παρακάτω κατηγορίες:[56]
Ωστόσο πολλά άτομα συλλαμβάνονταν τυχαία σε επιδρομές της αστυνομίας, ή ως αποτέλεσμα αποκηρύξεων, ή επειδή τύχαινε να ήταν συγγενής, φίλοι ή γνώριμοι των ατόμων που είχαν ήδη συλληφθεί. Πολλοί εργάτες, μηχανικοί, και χωρικοί συνελήφθησαν επειδή εργάζονταν ή βρίσκονταν κοντά σε εργοστάσια και υποδομές στρατηγικής σημασίας, και τα τυχόν ατυχήματα και δυσλειτουργίες που σημειώνονταν στις υποδομές αυτές αποδίδονταν από την Εν Κα Βε Ντε σε σαμποτάζ και υπονόμευση του εχθρού.[56]
Ο ορθόδοξος κλήρος χτυπήθηκε ιδιαίτερα ισχυρά με το 85% των 35.000 μελών του κλήρου να συλλαμβάνεται.
Ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδα υπήρξε και αυτοί των ειδικών αποίκων, οι οποίοι δεν ήταν στα γκουλάγκ και μπορούσαν να ζουν κανονική ζωή, αλλά μόνο εντός συγκεκριμένων τοποθεσιών και υπό παρακολούθηση. Από τις ομάδες αυτές τουλάχιστον 100.000 συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων. Ακολούθησε ειδική διαταγή (αρ. 00447) βάσει της οποίας θα έπρεπε να εκτελεστούν τα πλέον ταραχοποιά και πεισματώδη αντισοβιετικά στοιχεία τα οποία βρίσκονταν ήδη εντός των γκουλάγκ. Η διαταγή προσδιόριζε τον αριθμό σε 10.000 άτομα, ωστόσο εκτελέστηκαν τα τριπλάσια με την πλειοψηφία των εκτελέσεων να γίνεται κατά την περίοδο Μάρτιο με Απρίλιο 1938.[57]
Οι ανακρίσεις γινόταν από τις τρόικες οι οποίες κατά τη διάρκεια μερικών ωρών αποφάσιζαν για εκατοντάδες περιπτώσεις ατόμων, και αποφάσιζαν το αν θα εκτελεστούν ή θα σταλθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχοντας υπόψη τις γενικές ποσοστώσεις που είχαν οριστεί από τις διαταγές για εκτελέσεις και γκουλάγκ. Οι θανατικές ποινές ήταν άμεσα εφαρμόσιμες και γινόταν τη νύχτα, στη φυλακή ή σε απομονωμένες τοποθεσίες έξω από τις μεγάλες πόλεις.[58][59]
Η επιχείρηση αυτή ήταν η μεγαλύτερη της συνολικής εκκαθάρισης για το διάστημα 1937–38, όπου αναφέρεται πως 669.929 άτομα συνελήφθησαν και 376.202 εκτελέστηκαν, αριθμός που αντιστοιχεί σε πάνω από το μισό όλων των θανάτων κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εκκαθάρισης.[60]
Από το 1937 έως το 1939 στοχοποιήθηκαν συγκεκριμένες εθνότητες εντός της ΕΣΣΔ, με την κατηγορία πως συνεργαζόταν με εχθρικές δυνάμεις και αποτελούσαν απειλή για την ασφάλεια της χώρας. Ο πρωτεργάτης της καταδίωξης αυτής ήταν ο Νικολάι Γιεζόφ υπό την καθοδήγηση του Στάλιν, και αργότερα ο Λαυρέντι Μπέρια. Ο αριθμός των πολιτών πολωνικής καταγωγής που συνελήφθησαν ήταν 143.810 και εκτελέστηκαν 111.091 από αυτούς,[61] ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά τους καλύφθηκαν με τη διαταγή αρ. 00486 η οποία προσδιόριζε πως οι γυναίκες θα υπηρετούσαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για 5 με 10 έτη[62] και τα παιδιά θα στέλνονταν σε ορφανοτροφεία. Η ιδιοκτησία των οικογενειών αυτών κατάσχονταν, όπως και το σπίτι τους, επηρεάζοντας συνολικά 200.000 με 250.000 πολίτες πολωνικής καταγωγής.[62][61]
Οι επιχειρήσεις αυτές της Εν Κα Βε Ντε βασίζονταν σε γενικές ποσοστώσεις οι οποίες έπρεπε να καλυφθούν, έτσι οι όποιες συλλήψεις και εκτελέσεις γινόταν ομαδικά και με γενικά κριτήρια (π.χ. μη ρωσικά ονόματα) μέχρι να καλυφθούν τα ποσοστά και όχι ανάλογα με την περίπτωση κάθε ατόμου.[63][64]
Κάποια θύματα της εκκαθάρισης ήταν ξένοι πολίτες, όπως Αμερικανοί πολίτες που είχαν μετεγκατασταθεί στην ΕΣΣΔ μετά το Μεγάλο Κραχ στις ΗΠΑ το 1929 ώστε να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Όταν οι εκκαθαρίσεις πλέον βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη κατέφυγαν στα κατά τόπους προξενεία και πρεσβείες ζητώντας καταφύγιο και επιστροφή στις ΗΠΑ, αρκετοί από αυτούς όμως συνελλήφθησαν εκτός των πρεσβειών και εκτελέστηκαν, ιδίως στη Μόσχα.[65][66][67]
Έλληνες πολίτες, θύματα των εκκαθαρίσεων υπήρξαν και στελέχη και μέλη του ΚΚΕ που βρέθηκαν τη δεκαετία του 30 στην ΕΣΣΔ, όπως ο Ανδρόνικος Χαϊτάς, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ την περίοδο 1927-31, οι Κώστας Ευτυχιάδης, Γιώργος Κολοζώφ, Διονύσης Πυλιώτης μέλη του ΠΓ του ΚΚΕ, ο Απόστολος Κλειδωνάρης βουλευτής Μαγνησίας του ΚΚΕ το 1932, ο Μάρκος Μαρκοβίτης μέλος της ΟΚΝΕ, ο παιδαγωγός Ιορδάνης Ιορδανίδης, ο Αβραάμ Δερβίσογλου, o Μιχάλης Μπεζεντάκος, ο Περικλής Καρασκόγιας συντάκτης του Ριζοσπάστη και άλλοι.
Η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Γενάρη του 1967 αποφάσισε να αποκαταστήσει ηθικά και κομματικά 13 μέλη του ΚΚΕ που έπεσαν θύματα την περίοδο της προσωπολατρίας στη Σοβιετική Ένωση.
1. Κλειδωνάρη Απόστολο 2. Μαρκοβίτη Μάρκο 3. Χαϊτά Ανδρόνικο 4. Ευτυχιάδη Κώστα 5. Πηλιώτη Διονύσιο 6. Ντούβα Γεώργιο (Βορεινό) 7. Τσαγκαράκη Γιάννη (Τόμωφ) 8. Γιαννοκούτση Γιάννη 9. Δημάκο Νικόλαο (Γρηγόριεφ) 10. Δουλούδη Βασίλη (Ταμπακώφ) 11. Χριστοδουλίδη Χριστόδουλο (Αλέξη) 12. Κολοζώφ Γεώργιο (Λεωνίδα) 13. Χαραμή Στάθη (Ασάνωφ) [68]
Επίσης το 1988 δημοσιεύτηκε το πόρισμα της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για την αποκατάσταση της μνήμης των στελεχών του ΚΚΕ που εξοντώθηκαν από τμήμα της ηγεσία του, το οποίο περιείχε 20 μέλη του ΚΚΕ.[69]
Κατά τα τέλη του 1930, ο Στάλιν έστειλε πράκτορες της Εν Κα Βε Ντε στη Μογγολία και σε συνεργασία με το εκεί κομμουνιστικό καθεστώς ίδρυσε τη μογγολική εκδοχή των τρόικων, οι οποίες εκτέλεσαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων οι οποίοι κατηγορήθηκαν ως κατάσκοποι και συνεργάτες των Ιαπώνων.[70] Η πλειοψηφία των θυμάτων ήταν βουδιστές λάμα με 18.000 να εκτελούνται. Άλλες κατηγορίες θυμάτων ήταν οι αριστοκράτες και οι ακαδημαϊκοί, μαζί με κάποια ποσοστά εργατών και αγροτών.[71] Οι μαζικοί τάφοι ανακαλύπτονταν για πολλές δεκαετίες έπειτα.[72]
Στη συνορεύουσα με την ΕΣΣΔ επαρχία Σιντσιάνγκ της βορειοδυτικής Κίνας, το τοπικό αυτόνομο κομμουνιστικό καθεστώς του πολέμαρχου Σενγκ Σικάι διεξήγαγε τη δική της επιχείρηση εκκαθαρίσεων την ίδια εποχή με τη Σοβιετική Ένωση. ενώ ο πόλεμος της Σιντσιάνγκ εναντίον των Ουιγούρων ξέσπασε κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων.[73] Ο Σενγκ ζήτηση βοήθεια από την Εν Κα Βε Ντε, έτσι με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης ο Σενγκ υποστήριξε πως βρισκόταν σε εξέλιξη μια τεράστια τροτσκιστική συνωμοσία για την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι μετά τη σύλληψη όλων των τοπικών αντιφρονούντων η περιοχή της Σιντσιάνγκ τέθηκε ουσιαστικά υπό πλήρη σοβιετικό έλεγχο, ενώ ο Στάλιν αντιτίθονταν στο κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα.[74]
Το καλοκαίρι του 1938 ο Νικολάι Γιεζόφ απομακρύνθηκε από την ηγεσία της Εν Κα Βε Ντε -φυλακίστηκε και εκτελέστηκε το 1940- και τον αντικατέστησε ο Λαβρέντι Μπέρια ο οποίος συνέχισε για λίγους μήνες τις επιχειρήσεις εκκαθάρισης. Στις 17 Νοεμβρίου του 1938 εκδόθηκαν διατάγματα για τον τερματισμό των οργανωμένων επιχειρήσεων εκκαθάρισης της Εν Κα Βε Ντε.
Σε μερικές περιπτώσεις, οι στρατιωτικοί που είχαν συλληφθεί από τον Γιεζόφ, εκτελέστηκαν αργότερα από τον Μπέρια.[75] Επίσης πολλές οικογένειες οι οποίοι δεν γνώριζαν τι είχαν απογίνει οι συγγενείς τους κατά την περίοδο 1937-1938 και αρχικά τους είχε ειπωθεί πως βρίσκονταν σε καταναγκαστικά έργα χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας, τους ανακοινώθηκε 10 χρόνια αργότερα πως είχαν πεθάνει στη φυλακή.[76]
Tα τεκταινόμενα στις Δίκες της Μόσχας ήταν γνωστά στο εξωτερικό. Ο Αμερικανός διπλωμάτης Joseph E. Davies που παρακολούθησε - όπως και όλοι οι ξένοι διπλωμάτες που το επιθυμούσαν - τις δίκες της Μόσχας δημοσίευσε το 1943 στη Ζυρίχη βιβλίο με τον τίτλο: «Σαν πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα». Αυθεντικές και εμπιστευτικές εκθέσεις για τη Σοβιετική Ένωση έως τον Οκτώβρη του 1941.[77]
«Για τη δίκη της Μόσχας 23–30/1/1937. Έκθεση Νο 57». (Δίκη των Τροτσκιστών). Κρίνει τον ποινικό κώδικα σαν νομικός κι εντοπίζει τις διαφορές με τον Αμερικάνικο, όπως τη σημαντικότερη, ότι στην ΕΣΣΔ το έγκλημα κατά του κράτους τιμωρείται πολύ πιό σκληρά από ότι το έγκλημα κατά της ζωής ή της περιουσίας του μεμονωμένου πολίτη. Αναφέρει ότι ο Εισαγγελέας Andrey Vyshinsky είναι ένας έντιμος και λαμπρός νομικός που στάθηκε στο ύψος του στη διάρκεια της δίκης. Λέει ότι όλοι οι διπλωμάτες (πλην ενός) αναγνωρίζουν ότι υπήρξε κι αποδείχτηκε συνομωσία σε βάρος του σοβιετικού κράτους. Ότι την ίδια σκέψη μοιράζονταν μαζί του και δεκάδες εκπρόσωποι του διεθνούς τύπου τους οποίους συναντούσε και δεξιωνότανε συχνά. Ότι κατά τη γνώμη όλων αυτών των παρατηρητών, το κράτος είχε εδραιώσει την υπόθεσή του, τουλάχιστον στο μέγιστο βαθμό, αποδεικνύοντας την ύπαρξη ευρείας συνομωσίας η οποία αποδείχτηκε στο κατηγορητήριο.[77]
Τα ίδια περίπου λέει και στην Έκθεση Νο 1039 της 17 Μαρτίου 1938, για τη δίκη του Μπουχάριν. “Μαζί και με άλλους που παρακολούθησαν μαζί μου τη δικαστική διαδικασία, θεωρώ ότι έχουν αποδειχθεί επαρκώς τα εγκλήματα κατά το σοβιετικό δίκαιο».[77] Γράφει ακόμα: “Κάθε βράδυ μετά τη δίκη, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι έρχονταν στην Πρεσβεία για ένα “σνακ” και μπίρα μετά από αυτές τις καθυστερημένες νυκτερινές συνεδρίες και ξεψαχνίζαμε την πορεία των γεγονότων της ημέρας. Μεταξύ αυτών ήταν ο Walter Duranty και ο Harold Denny του “The New Tork Times”, ο Joe Barnes και ο Joe Phillips της “New York Herald Tribune”, ο Charlie Nutter ή ο Dick Massock του “Associated Press”, ο Norman Deuel και ο Henry Shapiro του “Ηνωμένου Τύπου”, ο Jim Brown της “Οι Διεθνείς Ειδήσεις”, ο Spencer Williams που εκπροσωπεί τον “Guardian” του Μάντσεστερ. Ήταν μια εξαιρετικά λαμπρή ομάδα ανδρών. Είχαμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, οι οποίες κράτησαν πολλές νύχτες. Η ιστορία που ξεδιπλώθηκε σε αυτές τις δίκες, αποκάλυψε ένα ρεκόρ Πεμπτοφαλαγγίτικων και ανατρεπτικών δραστηριοτήτων στη Ρωσία, με συμφωνίες συνομωσίες με τις γερμανικές και ιαπωνικές κυβερνήσεις που ήταν εκπληκτικές. Η ουσία της μαρτυρίας που αποκαλύπτουν τα πρακτικά της υπόθεσης περιγράφεται ως εξής: Οι κύριοι εναγόμενοι είχαν συνωμοτήσει σε συμφωνία με τη Γερμανία και την Ιαπωνία για να βοηθήσουν αυτές τις κυβερνήσεις σε στρατιωτική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Συμφώνησαν και ουσιαστικά συνεργάστηκαν σε σχέδια να δολοφονήσουν τον Στάλιν και Μολότοφ και να εκτελέσουν μια στρατιωτική εξέγερση εναντίον του Κρεμλίνου, στην οποία επικεφαλής θα ήταν ο στρατηγός Τουχατσέφσκι”.[77]
Αυτές του τις γνώμες του, τις επανεξετάζει αργότερα, το καλοκαίρι του 1941, μετά τη Γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ, μελετώντας τις παλιές του εκθέσεις και ενώ πιά βρίσκεται στις ΗΠΑ. Και γράφει: “Ξαφνικά είδα την εικόνα, όπως θα έπρεπε να το είχα δει από εκείνη τη στιγμή. Η ιστορία είχε ειπωθεί στις λεγόμενες δίκες της προδοσίας του 1937 και του 1938 που τις είχα παρακολουθήσει. Επανεξετάζοντας τα πρακτικά αυτών των δικαστηρίων και αυτά που είχα γράψει τότε, διαπίστωσα ότι σχεδόν κάθε οργάνωση της Γερμανικής Πέμπτης Φάλαγγας μέσα στην ΕΣΣΔ, όπως τη γνωρίζουμε τώρα πια, αποκαλύφθηκε και αποδείχτηκε από τις μαρτυρίες και ομολογίες που προέκυψαν σε αυτές τις δίκες, των κατηγορούμενων που ομολόγησαν κι αλληλοκατηγορήθηκαν μεταξύ τους σαν Κουίσλιγκ της Ρωσία. Ήταν σαφές ότι η σοβιετική κυβέρνηση πίστευε ότι αυτές οι δραστηριότητες υπήρχαν στη Ρωσία, όπως κι ένα γερμανικό σχέδιο κατά των Σοβιετικών, ήδη από το 1935. Η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ έδειξε μεγάλη ανησυχία και μεθοδικότητα κι είχε προχωρήσει στο να τους συντρίψει. Μέχρι το 1941, όταν ήρθε η γερμανική εισβολή, είχαν σβήσει οποιαδήποτε “πέμπτη φάλαγγα” που είχε οργανωθεί. Στη Ρωσία δεν έγινε ό,τι έγινε στη Σλοβακία, ή στη Γαλλία ή στη Νορβηγία με την επίθεση των Γερμανών. Στη Ρωσία δεν υπήρξαν “Κουίσλινκς” κατά τη Γερμανική εισβολή».[77]
Άλλες πηγές αναφέρουν εκατοντάδες χιλιάδες των υπολοίπων συλλήψεων και εκτελέσεων δεν ήταν οι οποίες έγιναν γνωστές στη Δύση μόνο αφότου κάποιοι από τους επιζώντες των γκουλάγκ κατάφεραν να φύγουν από τη Σοβιετική Ένωση και να διηγηθούν τα συμβάντα.[78] Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται και στο γεγονός ότι πολλοί ξένοι ανταποκριτές της περιόδου 1936-1939 απλώς δεν ανέφεραν τίποτα για τις εκκαθαρίσεις, ενώ σε πολλές δυτικές χώρες και ιδιαίτερα στη Γαλλία, υποστηρίζεται πως έγιναν προσπάθειες αποσιώπησης των γεγονότων αυτών, όπως η θέση του Ζαν Πωλ Σαρτρ πως τα στοιχεία των στρατοπέδων συγκέντρωσης θα πρέπει να αγνοηθούν έτσι ώστε να μην προκαλέσουν την αποθάρυνση του γαλλικού προλεταριάτου.[79] Μετά τις αρχικές καταθέσεις των επιζώντων των γκούλαγκ, ακολούθησαν νομικές διαδικασίες και ανακάλυψη στοιχείων τα οποία επιβεβαίωναν τις διηγήσεις τους.[80]
Τα στοιχεία και τα αποτελέσματα των ερευνών φανερώθηκαν μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, και κατέδειξαν την έκταση των εκκαθαρίσεων. Η πρώτη σημαντική πηγή ήταν οι αποκαλύψεις του Νικίτα Χρουστσόφ στην ομιλία του με τίτλο Περί της λατρείας της προσωπικότητας και των συνεπειών της (О культе личности и его последствиях) το 1956.[81] Η επιχείρηση της Μεγάλης Εκκαθάρισης αποκηρύχτηκε εμφατικά από τον Χρουστσόφ τον Φεβρουάριο του 1956 στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ. Η ομιλία αφορούσε τα γεγονότα της περιόδου αυτής, και κρατήθηκε αρχικά μυστική χωρίς να δημοσιευτεί. Αναφέρθηκε στις ενέργειες του Στάλιν ως κατάχρηση εξουσίας η οποία ως αποτέλεσμα είχε τεράστια ζημιά στη χώρα. Στον ίδιο λόγο που εκφώνησε, ανέφερε επίσης πως πολλά από τα θύματα ήταν αθώοι και πως καταδικάστηκαν βάσει πλαστών ομολογιών οι οποίες ήταν αποτέλεσμα βασανιστηρίων.
Η χρονική στιγμή την οποία επέλεξε να κάνει τις ανακοινώσεις αυτές ο Χρουστσόφ ήταν πρακτικά χρήσιμη, καθώς την περίοδο αυτή προσπαθούσε να επικρατήσει στον αγώνα για το ποιος θα διαδέχονταν τον Στάλιν, έναντι των υποψηφίων οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι με τη διεξαγωγή και οργάνωση των εκκαθαρίσεων στο παρελθόν, κάτι που τελικά κατάφερε και έγινε ο νέος πολιτικός ηγέτης της ΕΣΣΔ.
Σύμφωνα με τα κρατικά στοιχεία της εποχής, κατά το 1937 και το 1938 η Εν Κα Βε Ντε συνέλαβε 1.548.366 άτομα, εκ των οποίων 681.692 εκτελέστηκαν, ένας αριθμός που αντιστοιχεί σε 1.000 εκτελέσεις ανά ημέρα.[3]
Ωστόσο υπάρχει σκεπτικισμός από αρκετούς ερευνητές οι οποίοι θεωρούν πως, ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων τη δεκαετία του 1990, πως τα θύματα ήταν λίγες εκατοντάδες χιλιάδες ή πως είναι δυνατό να ήταν ακόμα μόνο και μερικές δεκάδες χιλιάδες.[82][83][84][85][85][86]
Αντιθέτως υπάρχουν και ενστάσεις σχετικά με την ακρίβεια ή την αξιοπιστία των σοβιετικών αρχείων της εποχής,[3][87][88][89] και κάποιο θεωρούν πως ο αριθμός των νεκρών είναι πολύ μεγαλύτερος στο εύρος ανάμεσα στο 1.000.000[90] με 1.750.000,[4][5][91][92][93] ενώ σύμφωνα με μια εκδοχή πολλές εκτελέσεις στα χαρτιά φαινόταν ως δεκαετής φυλάκιση χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας, κάτι που επιβεβαιώνεται από τους μαζικούς τάφους στις Βίννιτσα και το Κουροπάτυ όπου οι εκτελεσθέντες είχαν όλοι λάβει την ποινή αυτή.[94]
Μερικοί ιστορικοί με πρόσβαση στα κρατικά αρχεία και στην αλληλογραφία των προσωπικοτήτων της εποχής επιβεβαιώνουν πως ο Στάλιν υπήρξε στενά συνδεδεμένος με τις εκκαθαρίσεις, και πως οι θεωρίες πως ο κεντρικός έλεγχος δεν μπορούσε να ελέγξει όλες τις πτυχές των εκκαθαρίσεων και τι συνέβαινε δεν ευσταθούν βάσει των ιστορικών δεδομένων.[95] Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Στάλιν προσωπικά κατεύθυνε τον Νικολάι Γιεζόφ να βασανίζει όσους δεν δεχόταν να ομολογήσουν στις κατηγορίες που τους προσάπτονταν, λέγοντας χαρακτηριστικά πως ήταν καιρός πια να αρχίσουν να ομολογούν και πως οι κρατούμενοι δεν βρισκόταν σε ξενοδοχείο αλλά σε φυλακή. Σε μια άλλη περίπτωση και καθώς εξέταζε τους καταλόγους συλληφθέντων του Γιεζόφ, σημείωσε δίπλα από το όνομα ενός συλληφθέντα χτύπα, χτύπα!.[96]
Χαρακτηριστικότερα, ο Στάλιν υπέγραψε 357 καταλόγους συλληφθέντων από το 1937 έως το 1938 εγκρίνοντας τις εκτελέσεις 40.000 ανθρώπων, και το 90% των ατόμων αυτών έχει επιβεβαιωθεί πως εκτελέστηκαν.[97] Κατά τη διάρκεια επισκόπησης ενός από τους καταλόγους αυτούς, ο Στάλιν σχολίασε "Ποιός θα θυμάται όλη αυτή την ανακατωσούρα σε 10 ή 20 χρόνια; - Κανείς. Ποιός θυμάται τα ονόματα των βογιάρων τους οποίους ξεφορτώθηκε ο Ιβάν ο Τρομερός; - Κανείς",[98] μια ρήση που ταιριάζει με την παρόμοια του Χίτλερ ο οποίος ανέφερε στους στρατηγούς του το 1939 "Ποιός ούτως και άλλως μιλά σήμερα για τον αφανισμό των Αρμενίων;".[99]
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ανακαλύφθηκαν πολυάριθμοι μαζικοί τάφοι με θύματα της Μεγάλης Εκκαθάρισης,[100][101][102][103] και σε κάποιες από αυτές τις τοποθεσίες ανεγέρθηκαν μνημεία υπέρ της μνήμης των θυμάτων.[104]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.