ρομανική γλώσσα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η καταλανική ή βαλενσιανική γλώσσα[2] (στα καταλανικά català και valencià, [kətəˈɫa] ή [kataˈɫa]) είναι μία από τις οξιτανορομανικές γλώσσες της Ευρώπης που ομιλείται σήμερα ως επίσημη στην Ανδόρα, ως συνεπίσημη, μαζί με τα ισπανικά, σε τρεις αυτοδιοικούμενες περιφέρειες της Ισπανίας (Καταλονία, Βαλενθιανική Κοινότητα και Βαλεαρίδες Νήσοι) και ως ανεπίσημη στις αυτοδιοικούμενες περιφέρειες της Αραγωνίας και της Μούρθια (περιοχή του Κάρτσε), στον γαλλικό νομό των Ανατολικών Πυρηναίων και την πόλη Αλγκέρο της Σαρδηνίας.
Καταλανικά | |
---|---|
català και valencià | |
Φυσικοί ομιλητές | 7,3 εκατομμύρια (2013)[1] |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες |
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Ανδόρρα Ισπανία:
|
Ρυθμιστής | Ινστιτούτο Καταλανικών Σπουδών Βαλενθιανική Ακαδημία της Γλώσσας |
ISO 639-1 | ca |
ISO 639-2 | cat |
ISO 639-3 | cat |
SIL | - |
Linguist list | cat |
Ιστορικά προέκυψε από τη ρομανική διάλεκτο της σημερινής Καταλονίας κατά τον 9ο αιώνα κι έφτασε στη μέγιστη ακμή της κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, όταν και έγινε η κυρίαρχη γλώσσα των εδαφών του Στέμματος της Αραγώνας. Η ένωση του αραγωνικού στέμματος με το Στέμμα της Καστίλης τον 16ο αιώνα και η σταδιακή συγκρότηση, από τις αρχές του 17ου, της σημερινής Ισπανίας σε ένα συγκεντρωτικό κράτος με επίκεντρο την Καστίλη ευνόησε τα ισπανικά ως μοναδική επίσημη γλώσσα εις βάρος των υπολοίπων γλωσσών της χώρας. Το λογοτεχνικό κίνημα της Καταλανικής Αναγέννησης (Renaixença, «Ρεναϊσένσα») στα μέσα του 19ου αιώνα και η ακμή της καταλανόφωνης αστικής τάξης επανέφεραν κάπως τη δημογραφική της δυναμική, που κινδύνευσε ωστόσο κατά τη διάρκεια της σαραντάχρονης δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο. Η έλευση της δημοκρατίας και η απόδοση ευρειών εξουσιών στις περιφέρειες, που συμπεριελάμβαναν σχετική αυτονομία σε θέματα εκπαίδευσης, οδήγησε στην αναγνώριση της σημασίας της καταλανικής και στην εξομάλυνση της χρήσης της.
Η καταλανική γλώσσα γεννήθηκε κατά τον 9ο αιώνα στις περιοχές της σημερινής Καταλονίας, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού γαλλικού νομού των Ανατολικών Πυρηναίων, ως εξέλιξη της τοπικής ρομανικής διαλέκτου. Η αυτονόμηση των καταλανών κόμητων οδήγησε στην άνοδο της Κομητείας της Βαρκελώνης, που πήρε από τα χέρια των μουσουλμάνων την υπόλοιπη Καταλονία και μετά την ένωσή της με το βασίλειο της Αραγωνίας, κατέκτησε εκτεταμένες περιοχές της Ισπανίας (το Βασίλειο της Βαλένθια, τις Βαλεαρίδες νήσους και, προσωρινά, τη Μούρθια) που εποίκησε με καταλανόφωνους πληθυσμούς. Η πόλη του Αλγκέρο στη Σαρδηνία εποικίστηκε επίσης με καταλανόφωνους κατά τον 14ο αιώνα.[3]
Τα πρώτα γραπτά κείμενα στα καταλανικά είναι του 11ου αιώνα (το Memorial de greuges de Ponç I, comte d'Empúries, contra Jofre, Compte de Roselló, 'Υπόμνημα των προσβολών του Κόμη Ζόφρε του Ροσελιό στον Πονς Α’, κόμη της Ενπούριες'[4] και το Jurament de pau I treva del compte Pere Ramon de Pallars Jussà, 'Ο όρκος ειρήνης κι εμπιστοσύνης του κόμη Πέρε Ραμόν' αλλά ο πρώτος σημαντικός επώνυμος συγγραφέας στα καταλανικά ήταν ο μαγιορκινός Ραμόν Λιουλ (1232–1315). Ακολούθησαν τα λεγόμενα «Τέσσερα Μεγάλα Χρονικά» της καταλανικής ιστοριογραφίας, έργα που αναφέρονται στη ζωή και τη δράση τριών βασιλέων, του Ιάκωβου Α΄, του Πέτρου Β’ και του Πέτρου Δ’, και του Ραμόν Μουντανέ, ενός ευγενούς που συμμετείχε στην Καταλανική Εταιρεία.
Αν και στα πρώτα της βήματα, η καταλανική γλώσσα έφερε ισχυρές επιρροές από την οξιτανική και την προβηγκιανική, λόγω του λογοτεχνικού κύρους που έχαιραν αυτές στην αυλική ζωή των ευγενών και των μοναρχών, με τον Βαλενθιανικό Χρυσό Αιώνα καθιερώθηκε ένα αρκετά ξεκάθαρο γλωσσικό μοντέλο που καθιέρωσαν σπουδαία έργα στα καταλανικά από συγγραφείς όπως τον Αουζιάς Μαρκ και τον Ζοανότ Μαρτορέλ. Ο ερχομός της τυπογραφίας στην Ιβηρική είδε την ίδρυση τυπογραφείων σε πολλές καταλανόφωνες περιοχές όπως τη Βαρκελώνη, τη Λιέιδα και τη Βαλένθια[5], όπου και τυπώθηκε το πρώτο βιβλίο στα καταλανικά με τίτλο «Ποιήματα εξύμνησης της Παρθένου Μαρίας» (Trobes en llaors de la Verge Maria)[6].
Η κατακόρυφη πληθυσμιακή μείωση και οικονομική συρρίκνωση των καταλανόφωνων περιοχών από το τέλος του 14ου αιώνα και η ένωση των στεμμάτων της Αραγώνας και της Καστίλης, περιόρισαν το κύρος και την πληθυσμιακή δυναμική της γλώσσας. Τα ισπανικά εισήχθησαν στην καθημερινή ζωή των καταλανόφωνων ελίτ, που τον 17ο αιώνα ήταν πλέον δίγλωσσες, και κυριάρχησαν απόλυτα στους εκκλησιαστικούς κύκλους.[7]
Το πρώτο από τα δύο μεγάλα πλήγματα για το καθεστώς των καταλανικών επήλθε αρχικά από την απώλεια της Βόρειας Καταλονίας, που εντάχθηκε στη συγκεντρωτική Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ’ μετά τη συνθήκη των Πυρηναίων το 1659. Το δεύτερο πλήγμα προκλήθηκε όταν μετά τον πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής και την ήττα των υποστηρικτών των Αρχιδούκα Καρόλου από τον Φίλιππο Ε’, η πλειοψηφία των οποίων εντοπιζόταν στα εδάφη του Στέμματος της Αραγώνας, επιβλήθηκαν οι καστιλιανικοί νόμοι σε όλη την Ισπανία και απαγορεύτηκε η χρήση των καταλανικών στη διοίκηση.
Η Αναγέννηση των καταλανικών γραμμάτων[8] συμβολικά ορίζεται ότι ξεκίνησε από το 1833 και διήρκησε μέχρι τέλη του 19ου αιώνα και συνέβη παράλληλα και στα δύο κύρια καταλανόφωνα αστικά κέντρα, τη Βαλένθια[9] και τη Βαρκελώνη. Το κίνημα αυτό κατάφερε να επαναφέρει τα καταλανικά στο πολιτισμικό προσκήνιο κυρίως της Καταλονίας και, σε συνδυασμό με την άνοδο του καταλανικού εθνικισμού και του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος για τη γλώσσα (ίδρυση του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών το 1907), ανατροφοδότησε την καταλανική πολιτική και γλωσσική συνείδηση.[10] Εν τούτοις, οι δικτατορίες των Μιγέλ Πρίμο δε Ριβέρα (1923-1930) και του Φρανθίσκο Φράνκο (1939-1975) υπονόμευσαν εκ νέου τη χρήση των καταλανικών.
Από την επανασύσταση της δημοκρατίας στην Ισπανία το 1975, τα καταλανικά επανέκτησαν το κύρος τους ως αυθεντική γλώσσα των καταλανόφωνων περιοχών με τους νόμους περί γλωσσικής εξομάλυνσης της δεκαετίας του 1980[11] και επανεντάχθηκαν στους επίσημους θεσμούς του κράτους και των περιφερειών, στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση ενώ αναπτύχθηκαν και αποκλειστικά καταλανόφωνοι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί. Ωστόσο η εξομάλυνσης της χρήσης και η θεσμική προώθηση της γλώσσας διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.
Η Ζενεραλιτάτ της Καταλονίας αφιερώνει σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού της για την προώθηση των καταλανικών.[12] Στην Καταλονία πλέον είναι αδύνατον για κάποιον μαθητή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης να αποφοιτήσει χρησιμοποιώντας μόνο τα ισπανικά ενώ παρατηρείται μια κάποια μεγαλύτερη προτίμηση της νέας γενιάς στα καταλανικά.[13] Στη Βαλενθιανική κοινότητα και τις Βαλεαρίδες αντίθετα, οι επίσημοι θεσμοί ακολουθούν μια τακτική ισορροπίας μεταξύ των ισπανικών και των καταλανικών, που ωστόσο έχει λάβει πολλές κριτικές.[14]
Στις υπόλοιπες καταλανόφωνες περιοχές τα καταλανικά δεν χαίρουν θεσμικής υποστήριξης αν και στο νομό των Ανατολικών Πυρηναίων της Γαλλίας, από το 2004 έχει ξεκινήσει η μερική υποστήριξη και αναγνώριση των καταλανικών ως γλώσσας του νομού[15].
Τον Μάιο του 2013 προκλήθηκε μεγάλη διαμάχη αναφορικά με την αλλαγή της ονομασίας της καταλανικής γλώσσας που μιλιέται στις ανατολικές περιοχές της Αραγονίας, όταν το περιφερειακό κοινοβούλιο αποφάσισε, στο νέο νομοσχέδιό του περί γλωσσών της Αραγονίας[16], να αναφερθεί στη γλώσσα που ομιλείται στις καταλανόφωνες ανατολικές περιοχές της περιφέρειας ως «αραγωνική γλώσσα, ιδιαίτερη των ανατολικής περιοχής της περιφέρειας» (Lengua aragonesa propia de las aréas orientales, γνωστής πλέον ως LAPAO).[17] Η πράξη αυτή προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από πολλές πλευρές σε τοπικό και εθνικό επίπεδο[18].
Οι πρώτες σύγχρονες γλωσσολογικές μελέτες της καταλανικής εντοπίζονται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στα πλαίσια της συγκριτικής φιλολογίας.[19] Προηγουμένως, μεταγλωσσικά αποσπάσματα εντοπίζονται σε συγγραφείς και δοκιμιογράφους με πρώτον τον Ραμόν Λιουλ, τον Ζοάν Λιουίς Μπίβες, Γκρεγόρι Μαγιάνς, Μπισέν Σαλβά, Ζάουμε Μπάλμες (οι πρώτες γραμματικές της καταλανικής εκδόθηκαν τον 18ο αιώνα) μέχρι τον Μανουέλ Μιλά ι Φοντανάλς που τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ των παραδοσιακών γλωσσικών μελετών και της σύγχρονης γλωσσολογίας.[20] Ο ίδιος, μελετητής εξίσου της ισπανικής και οξιτανικής γλώσσας, θεωρείται ο ιδρυτής της καταλανικής φιλολογικής παράδοσης.[21] Μαθητής του υπήρξε ο Αντόνι Ρουβιό ι Λιουκ.
Η καταλανική φιλολογία και γλωσσολογία απέκτησε τον πρώτο επίσημο θεσμό με την ίδρυση του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών το 1907 με πρώτο πρόεδρό του τον Ενρίκ Πρατ ντε λα Ρίβα. Ο φιλολογικός τομέας του ινστιτούτου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προώθηση και εξομάλυνσης της καταλανικής γλώσσας παρήγαγε με τον Πονπέου Φάβρα το πρώτο γενικό λεξικό της γλώσσας το 1931 και ορθογραφικούς κανόνες. Την ίδια εποχή εκδόθηκε το Βαλενθιανικό-Καταλανικό-Βαλεαρικό λεξικό του, πρωτοπόρου και σε θέματα διαλεκτολογίας, Αντόνι Μαρία Αλκοβέ και Φρανσέσκ ντε Μπόρζα Μολ.[22] Ο Αλκοβέ ήταν ο πρόεδρος του πρώτου διεθνούς συνεδρίου της καταλανικής γλώσσας (1906), όπου συζητήθηκαν καίρια προβλήματα κανονικοποίησης της γλώσσας και όπου τέθηκαν οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές για τις μελέτες που θα ακολουθούσαν. Νεαροί γλωσσολόγοι όπως ο Αντόνι Γκριέρα, σε άμεση επαφή με τους ρομανιστές όπως τον Σέντελ και Γκιγιερόν. Ως αποτέλεσμα εκδόθηκε, μερικώς, από τον ίδιο ο Γλωσσολογικός Άτλαντας της Καταλονίας. Η εμφάνιση της νέας γενιά των γλωσσολογικών μελετών της καταλανικής ενοπίζεται στη δεκαετία του 1930.
Η πρώτη ακαδημαϊκή έδρα ιδρύθηκε το 1932 στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Με το πέρας του Εμφυλίου πολέμου, η επακόλουθη δικτατορία απαγόρευσε τη δημόσια παρουσία των καταλανικών και την παρουσία τους στο πανεπιστήμιο και τη δράση του Ινστιτούτου. Ακαδημαϊκοί όπως ο Μαρτί δε Ρικέ και ο Αντόνι Μαρία Μπαδία ι Μαργαρίτ συνέχισαν να προφέρουν μαθήματα σχετικά με την καταλανική λογοτεχνία και γλώσσα (επικεντρωμένα κυρίως στον Μεσαίωνα)[23] ενώ η πρώτη έδρα Καταλανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ιδρύθηκε το 1968 και κατελήφθη από τον Αντόνι Κόμας ι Πουζόλ. Σπουδαίο γεγονός για την εξέλιξη των μελετών της καταλανικής υπήρξε το 8ο Διεθνές Συνέδριο Ρομανικής Γλωσσολογίας που έλαβε χώρα στη Βαρκελώνη το 1953 υπό την προεδρία του Μπαδία. Συνέβαλε στην ανανέωση του ντόπιου και διεθνούς ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος για τα καταλανικά εν μέσω της δικτατορίας.[24] Ο Φρανσέσκ ντε Μπόρζα Μολ, πέραν της οριστικής έκδοσης του λεξικού του Αλκοβέ, διατήρησε ζωντανές τις μελέτες γύρω από τη γλώσσα στις Βαλεαρίδες. Αντίστοιχη εργασία επιτέλεσε ο Μανουέλ Σάντσις Γκουαρνέ στη Βαλένθια.
Παράλληλα φιλόλογοι όπως ο Ζοάν Κορομίνες, ένας από τους σημαντικότερους ρομανιστές της γενιάς του σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συνέχισαν την έρευνα σε θέματα ιστορική γλωσσολογίας και ονομασιολογίας, χαρίζοντας στην ακαδημαϊκή έρευνα στα καταλανικά ένα βάθος που ξεπερνάει στους παραπάνω τομείς αυτό των υπόλοιπων ρομανικών γλωσσών.[25] Μεταξύ 1969 και 1981 εκδόθηκαν οι 15 τόμοι της Μεγάλης Καταλανικής Εγκυκλοπαίδειας. Ο ακαδημαϊκός Ζερμά Κολόν, συνεχίζοντας την πορεία του Κορομίνες, μελέτησε ιδιαίτερα το καταλανικό λεξικό στα πλαίσια των ρομανικών γλωσσών και την ετυμολογία[26] λειτουργώντας με τη σειρά του ως καθοδηγητής των ρομανιστών Ρολφ Έμπερεντς και Μίκαελ Μετσέλτιν.
Ο ποιητής και γλωσσολόγος Γκαβριέλ Φερατέ, καθηγητής για σύντομο χρονικό διάστημα στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, προώθησε τη γενετική γλωσσολογία. Τον ακολούθησαν ακαδημαϊκοί όπως ο Ζοάν Αρζεντέ. Από τον δομισμό, μελέτες στην ιστορική φωνητική της γλώσσας έγιναν από τον Εμίλιο Αλάρκος, που επίσης εφάρμοσε τη φωνολογία του Αντρέ Μαρτινέ στην καταλανική.[27] Ο πολυπράγμων ακαδημαϊκός Ζοάν Σολά θεωρείται ειδικός στα προβλήματα της γραμματικής. Η διαλεκτολογία συνεχίστηκε από τον Ζοάν Μπεν που εξέδοσε το εγχειρίδιο αναφοράς του τομέα με το Els parlars catalans.
Η σύγχρονη καταλανική γλωσσολογία είναι ευρύτατα γνωστή σε δύο κατευθύνσεις: αυτή της κοινωνιογλωσσολογίας και αυτή της ορολογίας. Την πρώτη πρωταγωνίστησε το Grup de sociolingüística catalana, προϊόν της προβληματικής γύρω από την καταλανική γλώσσα και την εξέλιξή της σε ένα εχθρικό περιβάλλον με τη μαζική εισροή ισπανόφωνων μεταναστών από τον νότο της χώρας, παρήγαγε πολυάριθμες μελέτες και έφερε εις πέρας ένα αξιοπρόσεκτο έργο προσαρμογής της γλώσσας στο νέο περιβάλλον. Στη δεύτερη εντάσσονται πρωτοπόρες πρωτοβουλίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο όπως το Termcat, το κέντρο επικαιροποίησης της ορολογίας της καταλανικής γλώσσας που βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο έργο της γλωσσολόγου Μαρία Τερέζα Καβρέ.
Το 1861, ο γλωσσολόγος Μανουέλ Μιλά ι Φοντανάλς πρότεινε τον κατηγοριοποίηση των καταλανικών σε δύο μεγάλες διαλεκτολογικές ομάδες, τις Δυτικές και τις Ανατολικές διαλέκτους και στην οποία είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή που να χωρίζει τις δύο ομάδες, δεδομένης της ύπαρξης μεταβατικών διαλέκτων.
Οι κύριες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο ομάδων είναι:
Στις καταλανόφωνες περιοχές υπάρχουν ουσιαστικά δύο πρότυπα για τη γλώσσα, αυτό που καθορίζεται από το Ινστιτούτο Καταλανικών Σπουδών, με έδρα τη Βαρκελώνη, αυτό που καθορίζεται από τη Βαλενθιανική Ακαδημία της Γλώσσας. Το πρώτο έχει ευρύτερη αποδοχή και αφορά το σύνολο της καταλανικής γλώσσας και παρότι το πρότυπό του είναι αρκετά επηρεασμένο από την κεντρική διάλεκτο, ακολουθεί την αρχή περί ενότητας της καταλανικής γλώσσας, κύρια ιδέα των γλωσσολόγων που εγκαθίδρυσαν τη σημερινή γραμματική της καταλανικής στις αρχές του 20ού αιώνα. Στις Βαλεαρίδες ως όργανο έκφρασης της τοπικής διαλέκτου είναι το Πανεπιστήμιο των Βαλεαρίδων[28], που ωστόσο αποδέχεται ως πρότυπο αυτό του Ινστιτούτου.
Το δεύτερο πρότυπο δημιουργήθηκε από τη Βαλενθιανική Ακαδημία της Γλώσσας, και αφορά συγκεκριμένα τη βαλενθιανική διάλεκτο. Παίρνει ως βάση τη λεγόμενη ορθογραφία της Καστελιό[29], επίσης φρούτο των ίδιων γλωσσολογικών κύκλων που διαμόρφωσαν και το προηγούμενο πρότυπο, που αποτυπώνει όμως κυρίως τις δυτικές διαλέκτους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.