Γάλλος πολιτικός, ευρωβουλευτής και Συμπρόεδρος του Αριστερού Κόμματος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, (Ταγγέρη, Γαλλικό Προτεκτοράτο του Μαρόκου, 19 Αυγούστου 1951) είναι Γάλλος πολιτικός, ευρωβουλευτής και συμπρόεδρος του Αριστερού Κόμματος.
Ζαν-Λυκ Μελανσόν Jean-Luc Mélenchon | |
---|---|
Συμπρόεδρος του Εθνικού Γραφείου του Αριστερού Κόμματος | |
Εν ενεργεία Ανέλαβε καθήκοντα 1 Φεβρουαρίου 2009 | |
Προκάτοχος | Ίδρυση του κόμματος |
Ευρωβουλευτής | |
Εν ενεργεία Ανέλαβε καθήκοντα 14 Ιουλίου 2009 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 19 Αυγούστου 1951 , Ταγγέρη, Μαρόκο |
Εθνότητα | Γάλλος |
Υπηκοότητα | Γαλλία |
Πολιτικό κόμμα | Αριστερό Κόμμα |
Σύντροφος | Σοφιά Σικιρού[1] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Φρανς-Κοντέ |
Επάγγελμα | Καθηγητής Τεχνικής Εκπαίδευσης Δημοσιογράφος |
Ιστοσελίδα | http://www.jean-luc-melenchon.fr/ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Μετά την ένταξή του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1976, εκλέχθηκε διαδοχικά δημοτικός σύμβουλος του Μασσί (1983), γενικός σύμβουλος της Εσόν (1985) και στη συνέχεια γερουσιαστής του ίδιου νομού το 1986, το 1995 και το 2004. Διατελεί υπουργός Επαγγελματικής Εκπαίδευσης από το 2000 μέχρι το 2002, στη κυβέρνηση συνεργασίας του Λιονέλ Ζοσπέν.
Ήταν μέλος της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος μέχρι το Συνέδριο της Ρενς το Νοέμβριο του 2008, μετά από τα αποτελέσματα του οποίου αποχώρησε από το κόμμα για να ιδρύσει το Αριστερό Κόμμα.[2][3] Ήταν ο πρόεδρος του κόμματος και στη συνέχεια ο συμπρόεδρος του, μαζί με τη Μαρτίν Μπιγιάρ, μέχρι τον Αύγουστο του 2014.[4]
Ως αρχηγός του Αριστερού Κόμματος, εντάχθηκε στον εκλογικό συνασπισμό του Αριστερού Μετώπου πριν από τις ευρωεκλογές του 2009 και εξελέγη μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη νοτιοδυτική εκλογική περιφέρεια (επανεξελέγη το 2014). Κατά τη διάρκεια του κινήματος διαμαρτυρίας κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του 2010, η δημοτικότητά του αυξήθηκε χάρη στις πολλές δημόσιες και τηλεοπτικές του εμφανίσεις. Ήταν επίσης ο υποψήφιος του συνασπισμού αυτού στις προεδρικές εκλογές του 2012, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην τέταρτη θέση, λαμβάνοντας το 11,1% των ψήφων. Ήταν, τέλος, υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2017 "εκτός πλαισίου πολιτικών κομμάτων" ενώ ίδρυσε το Φεβρουάριο του 2016 το κίνημα Ανυπότακτη Γαλλία (La France insoumise, FI).
Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν είναι ο νεότερος γιος του Ζωρζ Μελανσόν, υπαλλήλου των Γαλλικών Ταχυδρομείων, και της Ζανίν Μπαγιονά, καθηγήτριας, της οποίας η οικογένεια είχε καταγωγή από την Ισπανία.[5]
Το 1962, μετά τον χωρισμό των γονιών του,[6] εγκατέλειψε το Μαρόκο με προορισμό τη Γαλλία, και εγκαταστάθηκε στο Υβετό, στη Πεΐ ντε Κω (Pays de Caux), και στη συνέχεια στο Ζυρά, όπου η μητέρα του πήρε μετάθεση.[7][8][9] Παντρεμένος στη διάρκεια της διαμονής του στην Μπεζανσόν (στη συνέχεια χωρισμένος), έχει μια κόρη, γεννημένη το 1974.[9]
Κάτοχος licence στη Φιλοσοφία,[8][10] παντρεύτηκε και έγινε διορθωτής[9] στην εταιρία εκτυπώσεων Néo-Typo[11] του Μπεζανσόν, παράλληλα με τις σπουδές του.[9] Εργάστηκε επίσης στην εταιρία ωρολογοποιίας Maty και σε ένα πρατήριο καυσίμων στην έξοδο της πόλης.[11] Το 1976, επέστρεψε στο Λον-λε-Σωνιέ,[9] όπου ήταν καθηγητής Γαλλικών[12][13] σε ένα τεχνικό λύκειο,[9][14] και στη συνέχεια έγινε δημοσιογράφος στη La Dépêche du Jura, συνεργάστηκε περιστασιακά ως σκιτσογράφος με την εβδομαδιαία καθολική εφημερίδα La Voix Jurassienne και διηύθυνε τη La Tribune du Jura, τη μηνιαία εφημερίδα της σοσιαλιστικής ομοσπονδίας του Ζυρά, που τελικά κατέρρευσε κυκλοφορικά, στο τέλος της δεκαετίας του 1970.[15][16] Το 1978, κατόπιν αιτήματος του Κλωντ Ζερμόν, δημάρχου του Μασσύ τον οποίο συνάντησε στη διάρκεια μιας επίσκεψης του τελευταίου στο Ζυρά, εγκαταστάθηκε στην Εσόν όπου έγινε διευθυντής του πολιτικού του γραφείου[10][15][17] και δημιούργησε ένα εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο με τίτλο À Gauche (Στα Αριστερά).[9] Από το 1993 στο 1995 ήταν πολιτικός διευθυντής του εβδομαδιαίου εντύπου του Σοσιαλιστικού Κόμματος Vendredi.[8][9][10]
Ως συνέχεια των γεγονότων του Μαΐου-Ιουνίου 1968 στο Μπεζανσόν, η Κομμουνιστική Ένωση και το PSU, που είχαν τη μεγαλύτερη δύναμη στην AGEC-UNEF, υποστηρίζουν μια κατάληψη του συνδικάτου από τους οπαδούς μιας μετατροπής του σε «μαζικό πολιτικό κίνημα». Αντιτιθέμενος σ' αυτό, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν προσχωρεί στην Κομμουνιστική Διεθνή, τροτσκιστικό ρεύμα υπακοής στον λαμπερτισμό, που προσπαθεί να αντιταχθεί σε αυτή την πολιτική.[18]
Ηγέτης του φοιτητικού κινήματος[15][19][20] στη διάρκεια του Μάη του '68, στην πόλη του, προσχωρεί στην UNEF από την είσοδό του κιόλας στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Μπεζανσόν[8] τον Σεπτέμβριο του 1969.
Μαθητής στο Λύκειο Ρουζέ ντε Λιλ του Λον-λε-Σωνιέ, αποφοιτά το 1969.[21]
Μετά τη διχοτόμηση της UNEF το 1970, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν συμμετέχει στον αγώνα για την ανακατασκευή μιας τοπικής έδρας για το φοιτητικό συνδικάτο,[9] ταυτοχρόνως ενάντια στο συνδικαλιστικό ρεύμα προερχόμενο από την UEC, κινητοποιώντας την UNEF-Renouveau (ελ:UNEF-Ανανέωση), συνδέοντας το συνδικάτο με τα διοικητικά συμβούλια που είχαν δημιουργηθεί υπό τον νόμο Εντγκάρ Φωρ, και ενάντια στα αριστερής νοοτροπίας ρεύματα που στόχευαν στη μετατροπή του σε πολιτικό κίνημα. Είναι για αυτό το λόγο που γίνεται πρόεδρος της τοπικής φοιτητικής ένωσης, και στη συνέχεια ενσωματώνεται στο εθνικό γραφείο της UNEF-US το 1974. Η λίστα του στις εκλογές του CROUS το 1975 συγκεντρώνει το 60 % των ψήφων.[15]
Από το 1972 έως το 1975, γίνεται διοικητής της OCI στο Μπεζανσόν, όπου αυτή η οργάνωση έχει ριζώσει για τα καλά.[15] Επί τέσσερα έτη, συμμετέχει σε όλους τους φοιτητικούς και εργατικούς αγώνες του Ζυρά — κυρίως στην απεργία των Lip,[9] σημαντικής εταιρίας ωρολογοποιίας του Μπεζανσόν που διαλύθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Αυτή η εμπειρία τον οδηγεί σταδιακά τον οδηγεί σταδιακά στο να αποστασιοποιηθεί από τη λενινιστική αντίληψη του κόμματος ("η πραγματική διαφορά μου είναι ότι ποτέ δεν πίστεψα στην πρωτοπορία", εξήγησε αργότερα). Αυτό του αποφέρει, σύμφωνα με τον ίδιο, να "απομακρυνθεί" από την οργάνωση — ο Σαρλ Μπεργκ, λαμπερτιστής ηγέτης, επιβεβαιώνει από την πλευρά του πως "διαπραγματεύτηκε την αποχώρηση" μαζί του.[15] Είναι η εποχή κατά την οποία το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Φρανσουά Μιτεράν που αναδημιουργήθηκε στο Συνεδριο του Επιναί το 1971, αρχίζει σταδιακά να να καταλαμβάνει το τμήμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού της αριστεράς, βάζοντας το PCF σε εκλογικούς μπελάδες.
Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν εγκαταλείπει τη Μπεζανσόν για να ξεκινήσει την επαγγελματική δραστηριοποίησή του στο Λον-λε-Σωνιέ και γίνεται μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1977.[22] Σύντομα βρίσκεται να καταλαμβάνει περιφερειακές αρμοδιότητες και εκδίδει μια ομοσπονδιακή εφημερίδα που αγωνίζεται για την ένωση μεταξύ Σοσιαλιστικού Κόμματος και Κομμουνιστικού Κόμματος. Είναι η εποχή κατά την οποία το δεύτερο καταπατά τα σύμφωνα ένωσης της αριστεράς με βάση ένα κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Έχοντας παρατηρηθεί στη διάρκεια μιας γιορτής στο Ζυρά του Poing et la Rose από τον Κλωντ Ζερμόν, δήμαρχο του Μασσύ και μέλος του εκτελεστικού γραφείου του PS με αντικείμενο το χαρτοφυλάκιο των επιχειρήσεων του Σοσιαλιστικού Κόμματος, φεύγει με προορισμό την περιοχή του Παρισιού και γίνεται διευθυντής του πολιτικού γραφείου του συγκεκριμένου πολιτικού.
Γίνεται ένας από τους κυριότερους μιτερανιστές ηγέτες της ομοσπονδίας της Εσόν, κάτι που τον οδηγεί στο πόστο του πρώτου γραμματέα αυτής της ομοσπονδίας στη διάρκεια του συνεδρίου της Βαλάνς το 1981 — διατηρεί αυτή τη θέση μέχρι το 1986.[10] Αντιτιθέμενος ταυτόχρονα στη ροκαρντιανή Δεύτερη αριστερά και στο CERES του Σεβενεμάν, αντιπαρατίθεται στη ροκαρντιανή Μαρί-Νοέλ Λιενμάν, μέσω των τοπικών ενώσεων και ραδιοσταθμών. Έτσι, όταν η τελευταία δημιουργεί το Radio Massy-Pal, αυτός με τη σειρά του ιδρύει το Radio Nord Essonne.[15] Εργάζεται στην οργάνωση του μιτερανιστικού ρεύματος, αρχικά στην Εσόν και στη συνέχεια μέσω του περιοδικού Données et arguments (ελ: Δεδομένα και επιχειρήματα), που θα αποτελέσει το χωνευτήρι ενός ρεύματος αγκυροβολημένου στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος.
Ισπανόφωνος, θα αναπτύξει στο Μασσύ την αλληλεγγύη με τη Νότια Αμερική, οργανώνοντας συγκέντρωση Χιλιανών, Αργεντινών, κτλ. αντικαθεστωτικών.[15]
Το 1983, προσχωρεί στη μασονική λέσχη του Ροζέ Λεραί της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας όπου έχει ως θέματα ενασχόλησής του το ρεπουμπλικανικό ιδανικό και την υπεράσπιση των συμφερόντων του λαού. Είναι το σημείο καμπής της αυστηρότητας που ξεκίνησε η σοσιαλιστική κυβέρνηση της εποχής που αποτέλεσε το κίνητρο για αυτή την προσέγγιση, σύμφωνα με τον ίδιο τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν : «Είναι η χρονιά της πνευματικής κρίσης. Τίποτα δεν δουλεύει. Όλα είναι χαμένα. [...] Όταν όλα έχουν σπάσει τα μούτρα τους, τί απομένει; Η Δημοκρατία. Συνεπώς, in fine, η ελευθερία και η ισότητα».[23] Εκτός από αυτή την πολιτική ταύτιση, βρίσκει στον μασονισμό μια προσωπική ταύτιση : ο πατέρας του ήταν επίσης μασόνος.[24] Το 1984, στη διάρκεια των αντιπαραθέσεων σχετικά με το νόμο Σαβαρύ, αγανακτεί βλέποντας το GODF να έχει αναμειχθεί ελάχιστα στη μάχη υπέρ αυτού του νόμου που στοχεύει σε μια ένωση της δημόσιας και της ιδιωτικής εκπαίδευσης στα πλαίσια ενός μεγάλου εθνικού φορέα της Éducation nationale.[25] Από αυτό θα κρατήσει μια πικρή ανάμνηση, ομολογώντας πως είχε «φαντασιώσεις πάνω σε αυτό που ήταν» και πως «κατάλαβε πως δεν ήταν ακριβώς αυτό το οποίο (αυτός) περίμενε». Θα παραμείνει στη συνέχεια ένας «πιστός» μασόνος αλλά « μικρής συμμετοχής », ένας «βασικός αδελφός», που ασχολείται ελάχιστα με τις εσωτερικές υποθέσεις του GODF και αρνούμενος να συμμετάσχει στις «βουλευτικές αδελφότητες» που τις κατηγορεί ως, σύμφωνα με την προσωπική του οπτική γωνία, «μια σοβαρή παρανομία, μια απόπειρα ενάντια στη Δημοκρατία».[26]
Ιδρυτής με τον Ζυλιάν Ντραι της Σοσιαλιστικής Αριστεράς το 1988, αντιτίθεται στην έναρξη της δεύτερης επταετίας του Φρανσουά Μιτεράν, στοχεύοντας στον Μισέλ Ροκάρ και τη "μαλθακή αριστερά", όπως και στην είσοδο της Γαλλίας στο πρώτο πόλεμο του Κόλπου — σε αντίθεση με την πλειοψηφία του κόμματός του και τον πρόεδρό του.[15]
Στη διάρκεια του δραματικού συνεδρίου της Ρεν το 1990 όπου κανένα κίνημα δεν φτάνει το 30%, η αριστερή πτέρυγα του κόμματος αποχωρεί διαιρεμένη στα τέσσερα, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν ηγείται του δικού του κινήματος, που παίρνει το 1,35% των ψήφων.
Το 1992, ψηφίζει και καλεί τους ψηφοφόρους να πράξουν παρομοίως για το Σύμφωνο του Μάαχστριτ,[27] περισσότερο από πίστη στον Φρανσουά Μιτεράν και για να μη διασπαστεί η ενότητα του κόμματος παρά από τις προσωπικές του απόψεις.[28]
Αποτελώντας για καιρό ένα στέρεο και σταθερό ρεύμα, η Σοσιαλιστική Αριστερά θα κατέβει με το δικό της κίνημα στα τρία συνέδρια του PS μέχρι την εξαφάνιση (του κινήματος) το 2002. Λαμβάνει ποσοστά που κυμαίνονται ανάμεσα στο 7,3 % και το 13,3 %.
Στη διάρκεια του συνεδρίου της Βρέστης το 1997, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν παρουσιάζεται ως υποψήφιος για τη θέση του γενικού γραμματέα του PS : μοναδικός αντίπαλος απέναντι στον Φρανσουά Ολλάντ, βγάζει έναν λόγο ως υποψήφιος που θα μείνει χαραγμένος στις μνήμες, κάνοντας ιδιαίτερες αναφορές σε λόγια του Φρανσουά Μιτεράν προς αυτόν : «Μου είπε «Ποτέ μην τα παρατάτε»... «Συνεχίστε το δρόμο σας»... «Τον συνεχίζω κύριε!».[29] Λαμβάνει το 8,81 % των ψήφων, ποσοστό μικρότερο αυτού του κινήματος της Σοσιαλιστικής Αριστεράς. Αυτή την εκλογική ήττα θα τη ζήσει ως μια μεγάλη ντροπή.[30]
Τον Μάρτιο του 2000, αποδέχεται να συμμετάσχει στην κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν ως εκλεγμένος υπουργός αρμόδιος για τα θέματα της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί τα χαρτοφυλάκια της Στέγασης και των Υπερπόντιων Κτήσεων.[15]
Ως αποτέλεσμα της εκλογικής ήττας τον Απρίλιο του 2002, όταν το ρεύμα του οποίου ο κυριότερος εκφραστής και ηγέτης ήταν ο Ζυλιάν Ντραι αποφασίζει να περάσει στο στρατόπεδο του Φρανσουά Ολλάντ, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν συνιδρύει το κίνημα Νέος Κόσμος με τον Ανρί Εμανουελί. Το κίνημά τους θα λάβει το 16,3 % των ψήφων στη διάρκεια του συνεδρίου του Ντιζόν, ποσοστό ισοδύναμο του αντίστοιχου του NPS, το άλλο κυριότερο κίνημα της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.
Μετά το δημοψήφισμα που λαμβάνει χώρα εντός του Σοσιαλιστικού Κόμματος πάνω στο σχέδιο για σύμφωνο δημιουργίας ευρωπαϊκού συντάγματος και τη νίκη του ναι, παραβιάζει τις οδηγίες του κόμματός του και πραγματοποιεί περιοδεία συνοδεία των Μαρί-Ζωρζ Μπυφέ (PCF), Ολιβιέ Μπεζανσενό (LCR) και Ζοσέ Μποβέ (Confédération paysanne) στη διάρκεια κοινών meetings για ένα όχι της αριστεράς.
Η εκστρατεία του όχι οδηγεί στη διάλυση του Nouveau Monde και στην αναδιοργάνωση της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ενώ ο Ανρί Εμανουελί δημιουργεί ένα νέο κίνημα, την Alternative socialiste, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν ιδρύει από την πλευρά του το Trait d'union (TU). Ιδρύει τον ίδιο καιρό την ένωση PRS (Υπέρ της Κοινωνικής Δημοκρατίας (Γαλλία)), ξέχωρα και ανεξάρτητα από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με στόχο τη δημιουργία και τον βιοπορισμό μιας πολιτικής κατεύθυνσης ξεκάθαρα ρεπουμπλικανικής και αντιλιμπεραλιστικής εντός της γαλλικής αριστεράς. Το PRS τίθεται υπέρ μιας νέας πολιτικής δύναμης που να αναλαμβάνει ταυτόχρονα την αποτυχία αυτού που ονομάστηκε "το σοβιετικό μοντέλο"[31] και το αδιέξοδο μιας ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που ακολουθεί τις «μεταρρυθμίσεις» του νεοφιλελευθερισμού.[32][33] Σύμφωνα με το PRS, υπάρχει μια άλλη πιθανή οδός, αυτή που θα μεταφραζόταν από την άνοδο ενός κόμματος όπως το Die Linke στη Γερμανία.[34]
Το 2005, μετά τη νίκη του όχι στη χώρα για το δημοψήφισμα της 29ης Μαΐου 2005, παρουσιάζεται ο ίδιος ως ο «σύνδεσμος» ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και στους συντρόφους της αριστεράς, απ' όπου και το όνομα του νέου του κινήματος.
Υπερασπίζεται την ιδέα σύμφωνα με την οποία ο Σοσιαλιστής υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του 2007 θα πρέπει να είναι ένα πρόσωπο που υπερασπίστηκε το όχι στο δημοψήφισμα σχετικά με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, καθώς αυτή η ημερομηνία θα συνέπεφτε σύμφωνα με αυτόν με το ευρωπαϊκό ημερολόγιο για την επαναδιαπραγμάτευση του συνταγματικού συμφώνου που θα έμπαινε σε εφαρμογή από το 2009. Σε αυτό το πνεύμα, για τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, ο Λοράν Φαμπιούς θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συσπειρωτής εντός του PS.
Στη διάρκεια του Συνεδρίου του Μαν, το Νοέμβριο του 2005, το Trait d'union (TU) θα συνεισφέρει και αυτό. Η αριστερή πτέρυγα του PS, παρά τη συναίνεση των ηγετών της στο ευρωπαϊκό ζήτημα, θα αποχωρήσει και πάλι διαιρεμένη, το TU θα συμμαχήσει με το ρεύμα του οποίου ηγείτο ο Λοράν Φαμπιούς και του οποίου υποστηρικτής ήταν η Μαρί-Νοέλ Λιενεμάν, ενώ οι άλλοι ηγέτες της αριστερής πτέρυγας συγκεντρώνονται πίσω από το ρεύμα του οποίου κυριότερος εκφραστής είναι το NPS. Το πρώτο θα λάβει ποσοστό 21,2 %, το δεύτερο 23,6 %, ενώ οι υποστηρικτές του κόμματος αναδεικνύουν νικητήριο το ρεύμα του Φρανσουά Ολλάντ (53 %). Στα πλαίσια των προκαταρκτικών εκλογών που οργανώθηκαν έναν χρόνο αργότερα στο PS για τον διαμοιρασμό των υποψηφίων για τη σοσιαλιστική υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν θα στηρίξει για μια ακόμη φορά τον Λοράν Φαμπιούς.
Έτσι, δηλώνει τη Δευτέρα 22 Αυγούστου 2005 : «Δεν υπάρχουν πενήντα υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές του 2007 στο PS, εδώ που βρισκόμαστε, απομένουν μόνο δύο : ο Λοράν Φαμπιούς και ο Ντομινίκ Στρος-Καν. Είναι δύο έξυπνοι άνθρωποι, που έχουν καλή εμφάνιση, αλλά πρέπει να τους ξεχωρίσουμε σε κάτι, κι αυτό το κάτι είναι οι ιδέες τους και η αφοσίωσή τους. [...] Εύχομαι το PS να μην κάνει το λάθος να παρουσιάσει στις εκλογές έναν υποψήφιο που να υπήρξε υπέρμαχος του ναι [στο γαλλικό δημοψήφισμα σχετικά με το σύμφωνο επιβολής ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, κάτι που είναι η περίπτωση του Ντομινίκ Στρος-Καν]. Μετά από σκέψη, καταλήγω πως είναι ο Λοράν Φαμπιούς αυτός που πρέπει να είναι υποψήφιος. [...] Ο Φαμπιούς υπήρξε υπουργός, είναι ικανός να κυβερνήσει τη χώρα. Θα τον στηρίξω, αλλά χωρίς λευκή επιταγή». Δύο μέρες μετά την ορκωμοσία της Σεγκολέν Ρουαγιάλ από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, λάμβανε μέρος σε ένα meeting της αντιλιμπεραλιστικής αριστεράς, αφήνοντας να υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με μια ενδεχόμενη στήριξή του προς αυτήν ενόψει της υποψηφιότητάς της για τις εκλογές.
Μετά την αποτυχία της Εθνικής Κολεκτίβας για μια Αντιλιμπεραλιστική Συγκέντρωση να προσφέρει τη στήριξή της σε κάποιο υποψήφιο, γράφει στο μπλογκ του : « Ένα τμήμα του πολιτισμένου ελεκτοράτου της αριστεράς αρχίζει να χάνει το κίνητρό του. Αισθάνεται πως δεν εκπροσωπείται. Ένα τμήμα του πληθυσμού που ψηφίζει ανάμεσα στους ανίδεους (με τη σκληρότητα της ζωής) - τους αποπροσανατολισμένους (λόγω της απουσίας μιας πολιτικής ριζοσπαστικής εναλλακτικής λύσης) θα συνεχίσει να πλέει ανάμεσα στην αρρωστημένη αδιαφορία και τα τυφλά ξεσπάσματα εκλογικού θυμού. Τέλος, η κεντρικότητα της σοσιαλιστικής υποψηφιότητας της αριστεράς είναι πλέον απόλυτη, είτε αυτό αρέσει σε κάποιους είτε όχι, γιατί μοιάζει να είναι η μοναδική αποτελεσματική για να φτάσουμε στο βασικότερο κοινό πρόγραμμα : να είμαστε παρόντες στον δεύτερο γύρο και να νικήσουμε τη δεξιά[35] », επιβεβαιώνοντας έτσι τη στήριξή του στη Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Η ήττα της τελευταίας στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, απέναντι στον υποψήφιο του UMP Νικολά Σαρκοζί, θα τον οδηγήσει στο να κριτικάρει πολύ έντονα τη στρατηγική της πρώην υποψήφιας, κυρίως μέσω του βιβλίου του En quête de gauche.
Με την ευκαιρία του Συνεδρίου της Ρενς τον Σεπτέμβριο του 2008, το Trait d'union είναι και πάλι παρόν. Καλώντας σε ενότητα όλα τα ρεύματα της αριστερής πτέρυγας του PS, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν καταφέρνει πολύ νωρίς σε συμφωνία με το ρεύμα Forces militantes του οποίου ηγέτης είναι ο βουλευτής από τη Βόρεια Γαλλία Μαρκ Ντολέ. Αλλά τα άλλα ρεύματα, συγκεντρωμένα γύρω από το Νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μπενουά Αμόν και του Ανρί Εμανουελί, διστάζουν για αρκετό καιρό ανάμεσα σε αυτή τη στρατηγική και σε μια στήριξη στο κίνημα του οποίου ηγούνται η Μαρτίν Ωμπρύ και ο Λωράν Φαμπιούς. Την παραμονή της κατάθεσης των κινημάτων, τελικά υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στα επτά ρεύματα της αριστερής πέρυγας PS, και ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν είναι ένας από τους υπογράφοντες τη motion C η οποία έχει τίτλο « Un monde d'avance » (ένας κόσμος προόδου), της οποίας ηγείται ο Μπενουά Αμόν.[36] Χαρακτήρισε αυτή τη συγκέντρωση ως ένα «ιστορικό γεγονός»[37] : αυτό το κίνημα πράγματι συγκεντρώνει για πρώτη φορά όλο το ενδιαφέρον και την προσοχή της αριστερής πτέρυγας του PS, με μερικές εμβληματικές προσωπικότητες αυτής της κίνησης όπως οι Ζεράρ Φιλός, Μαρί-Νοέλ Λιενμάν και Πολ Κιλές.
Στις 7 Νοεμβρίου 2008 λαμβάνει χώρα η ψηφοφορία των μελών του σοσιαλιστικού κόμματος για να αποφασίσουν μεταξύ των διαφορετικών ρευμάτων εντός του κόμματος. Το ρεύμα που υποστηριζόταν από τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ τερματίζει επικεφαλής με 29 % των ψήφων, ενώ αυτό του οποίου ηγούταν ο Μπενουά Αμόν τερματίζει στην τέταρτη θέση με ποσοστό 18,5 %. Για τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, είναι μια νίκη της απερχόμενης πλειοψηφίας, που λαμβάνει το 80 % των ψήφων και, ανάμεσά τους, αυτής που προτείνει μια συνεργασία με τους κεντρώους.[38] Εκτιμώντας πως βρίσκονται ήδη πολύ μακριά από αυτό το κίνημα σε βαθμό να είναι αχρείαστο να συμμετάσχουν στο Συνέδριο, αυτός και ο Μαρκ Ντολέ δημοσιοποιούν την απόφασή τους, "από αφοσίωση στις δεσμεύσεις τους" και με την έγνοια της ανεξαρτησίας της πράξης τους, να εγκαταλείψουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, για να δημιουργήσουν ένα νέο κίνημα "χωρίς κανένα συμβιβασμό απέναντι στη δεξιά".[39]
Ανακοίνωσαν "τη δημιουργία ενός νέου αριστερού κόμματος", με την απλή ονομασία «Parti de gauche» (ελ:Αριστερό Κόμμα) (στο γερμανικό μοντέλο του Die Linke), και κάλεσαν "στη δημιουργία ενός μετώπου αποτελούμενου από αριστερές δυνάμεις ενόψει των Ευρωεκλογών".[40] Στις 18 Νοεμβρίου, με την ευκαιρία μιας συνάντησης με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, τα δύο κόμματα ανακοίνωσαν ανακοίνωσαν τη συμμαχία τους με τη μορφή «συνεργασίας», στα πλαίσια ενός «αριστερού μετώπου για μια άλλη δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη, κατά της επικύρωσης του Συμφώνου της Λισαβώνας και των υπαρχόντων ευρωπαϊκών συμφώνων». Το ιδρυτικό meeting σημιουργίας του Αριστερού Κόμματος έλαβε χώρα στις 29 Νοεμβρίου στο Σαιν-Ουόν, παρουσία του αντιπροέδρου του Die Linke Όσκαρ Λαφονταίν.[41]
Το PG ιδρύεται επίσημα την 1η Φεβρουαρίου 2009 στη διάρκεια του Συνεδρίου του Λιμέι-Μπρεβάν, παρουσία περίπου 600 βουλευτών προερχόμενων από όλες τις περιφέρειες στις οποίες ιδρύθηκαν γραφεία του κόμματος. Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν γίνεται ο πρόεδρος του εθνικού γραφείου του κόμματος.
Με την ευκαιρία αυτής της ίδρυσης και εμπνεόμενος από το μοντέλο του Die Linke, μια εθνική γραμματεία (SN) αφιερωμένη στη μάχη της οικολογίας (την οποία ανέλαβε η Κορίν Μορέλ-Νταρλέ) ιδρύεται για τη συμφιλίωση μεταξύ του σοσιαλισμού και της διατήρησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη Γη. Εμπνέεται ως έναν βαθμό από τις θεωρίες της décroissance για να επιβεβαιώσει την ισχυρή ιδέα μιας οργάνωσης μιας κοινωνικής και οικολογικής αριστεράς.
Έτσι, η Μαρτίν Μπιγιάρ, πρώην βουλευτής των Οικολόγων στο Παρίσι [42] ανακοινώνει τον Ιούνιο του 2009 την απόφασή της να συμμετάσχει στην επανίδρυση του PG τον Δεκέμβριο του 2009, λόγω της κούρασής της « να υπηρετεί ως αριστερή ασφάλεια » σε Πρασίνους κολλημένους σε μια « φιλελεύθερη κεντροδεξιά » a fortiori από την έλευση του Ευρώπη Οικολογία στις Γαλλικές Ευρωεκλογές της 6ης Ιουνίου 2009.[43]
Η ανάπτυξη των επιστημονικών και τεχνολογικών ερευνών πάνω στο ηλεκτρικό αυτοκίνητο και στη μαζική βιομηχανική παραγωγή του (ιδιαίτερα τονωμένη από τις παραγγελίες του κοινού), των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, των συνοδευόμενων συνδυασμένων μεταφορών αποτελούν λοιπόν σημαντικά χαρτιά για το PG και τον πρόεδρό του Μελανσόν που θεωρεί πως «η οικολογία και ο καπιταλισμός είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους» και αντίθετα.
Σύμφωνα με τον Ζακ Ζενερέ (SN στον τομέα της οικονομίας στο PG) στα πλαίσια του Νεομοντέρνου Σοσιαλισμού, η «πραγματική οικολογία είναι σοσιαλιστική» και «τάσσεται υπέρ της ρήξης με τον παραγωγισμό δίνοντας ταυτόχρονα τα απαραίτητα οικονομικά μέσα στη μεσαία και λαϊκή τάξη να εξασφαλίσει τη μετάβαση της ενέργειας» (μηδενικός συντελεστής στις οικολογικές υπηρεσίες και προϊόντα, που είναι υγιείς και επιβολή συμπληρωματικών τελών στα ρυπογόνα και ανθυγιεινά προϊόντα και υπηρεσίες για παράδειγμα) «η βαθιά μεταμόρφωση των τρόπων ζωής και μετακίνησης η οποία συνδέει στενά κοινωνική πρόοδο και οικολογική διαφύλαξη του πλανήτη».
Η λίστα του Αριστερού Μετώπου της οποίας ηγείται στη Νοτιοδυτική περιφέρεια στη διάρκεια των των Ευρωεκλογών του Ιουνίου του 2009 λαμβάνει το 8,15 % των ψήφων και του δίνει τη δυνατότητα να γίνει Ευρωβουλευτής.
Λίγο καιρό μετά την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του ως Ευρωβουλευτής στις 14 Ιουλίου 2009, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν αναφέρει στο μπλογκ του πως αρχίζει να αντιλαμβάνεται (κυρίως στη διάρκεια του ορισμού του προέδρου (PPE) του Ευρωκοινοβουλίου, του πρώην πρωθυπουργού της Πολωνίας, Γέζι Μπούζεκ και της επανεκλογής του Πορτογάλου προέδρου Μπαρόζο ως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) πως στην πραγματικότητα ένας Ευρωβουλευτής έχει ακόμα λιγότερη εξουσία από ένα εθνικό βουλευτή (χρόνος ομιλίας περιορισμένος σε ένα λεπτό αντί για τρία στο γαλλικό κοινοβούλιο, κτλ.) στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Κατά συνέπεια, τον Οκτώβριο του 2009, έθεσε τον εαυτό του διαθέσιμο για να κατεβεί στις γαλλικές περιφερειακές εκλογές του 2010 ως επικεφαλής της λίστας του κόμματός του στο Λανγκντόκ-Ρουσιγιόν,[44] από μια πλευρά, και στη συνέχεια, από την άλλη — μετά την "υπόθεση" Ζαν Σαρκοζί σχετικά με τη διεύθυνση του EPAD, βρισκόμενος στον νομό των Ω-ντε-Σεν, εντός της περιοχής της Ντεφάνς, πρώτη επιχειρηματική περιοχή της Ευρώπης — επισήμανε τη διαθεσιμότητά του για να ηγηθεί της λίστας του Αριστερού Μετώπου στην Ιλ-ντε-Φρανς για να κερδίσει τη μάχη για την ηγεσία της αριστεράς.
Τέλος, αν ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν αυτοχαρακτηρίζεται ως Σοσιαλδημοκράτης, η μεγαλύτερη φιλοδοξία του είναι να καταφέρει να «είναι ο συνδετικός κρίκος όλης της αριστεράς» σε μια αντι-φιλελεύθερη πολιτική γραμμή ή αντικαπιταλιστική προερχόμενη από την «επανάσταση μέσω της κάλπης» για να κυβερνήσει και να μεταμορφώσει ριζικά (σοσιαλιστική επανάσταση) τη Γαλλία με την έννοια της σταθερής προόδου του γενικού συμφέροντος (δημοκρατική μεταρρύθμιση) όπως τα Νοτιοαμερικάνικα παραδείγματα της Βολιβίας και της Βενεζουέλας με ηγέτες αντίστοιχα τους Έβο Μοράλες και Ούγκο Τσάβες[45] και της Άλλης Αριστεράς.
Ο Ζαν-Λυκ Μελανσό εκλέγεται πρόεδρος του εθνικού γραφείου του Αριστερού Κόμματος στη διάρκεια του Συνεδρίου του Λιμέι-Μπρεβάν τον Γενάρη του 2009, και στη συνέχεια αντιπρόεδρος αυτού του κόμματος (από κοινού με τη Μαρτίν Μπιγιάρ) στη διάρκεια του Συνεδρίου του Μαν τον Νοέμβριο του 2010.
Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν προτείνει την υποψηφιότητά του για τις προεδρικές εκλογές στις 21 Ιανουαρίου 2011.[46] Λαμβάνει διαδοχικά τη στήριξη του Αριστερού Κόμματος, της Ενωτικής Αριστεράς και της Ομοσπονδίας για μια κοινωνική και οικολογική εναλλακτική. Στις 5 Ιουνίου 2011, το 63,6 % των 800 αντιπροσώπων του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που είχαν συγκεντρωθεί στο πλαίσιο μιας εθνικής διάσκεψης στο Μοντρέι ψηφίζουν υπέρ μιας πολιτικής λύσης που θα περιλαμβάνει την υποψηφιότητα του Ζαν-Λυκ Μελανσόν ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2012.[47] Στη διάρκεια μιας εσωτερικής διαβούλευσης που λαμβάνει χώρα στις 16 και 18 Ιουνίου 2011, οι Κομμουνιστές αγωνιστές τάσσονται στην πλειοψηφία τους υπέρ της υποψηφιότητάς του (59,12 %) απέναντι σ' αυτές των Αντρέ Σασαίνι (36,82 %) και Εμανουέλ Ντανγκ Τραν (4,07 %). Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν γίνεται με αυτό τον τρόπο ο επίσημος υποψήφιος του Αριστερού Μετώπου για τις προεδρικές εκλογές του 2012.[48][49][50] Λαμβάνει τη στήριξη της πλειονότητας των τμημάτων του Αριστερού Μετώπου, άλλων κομμάτων όπως Οι Εναλλακτικοί, και αρκετών διοικούντων του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος που τον προτιμούν σε σχέση με τον υποψήφιο που επέλεξε το κόμμα τους, τον Φιλίπ Πουτού.[51]
Στη διάρκεια της εκλογικής του εκστρατείας, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν πραγματοποιεί πολλές συγκεντρώσεις που γνωρίζουν μια μεγάλη επιτυχία με ιδιαίτερα αυξημένη προσέλευση.[52] Συγκεντρώνει μέχρι 120 000 άτομα, σύμφωνα με τους διοργανωτές, στη διάρκεια μιας «πορείας για την Έκτη Δημοκρατία» που οργανώθηκε στην πλατεία της Βαστίλης, στο Παρίσι, στις 18 Μαρτίου.[53] Ο υποψήφιος του Αριστερού Μετώπου γνωρίζει μια σταθερή αύξηση των ποσοστών του στα δημοψηφίσματα. Το Ινστιτούτο CSA του δίνει έτσι ποσοστό 13 % πρόθεσης ψήφου στις 21 Μαρτίου.[54] Στις 23 Μαρτίου, συγκεντρώνοντας το 14 % της πρόθεσης ψήφου σύμφωνα με δημοψήφισμα του BVA,[55] επιβεβαιώνει αυτή τη θετική δυναμική ξεπερνώντας, σε αυτό το δημοψήφισμα, τον Φρανσουά Μπαϊρού και τη Μαρίν Λε Πεν που συχνά γίνεται στόχος του στη διάρκεια των ομιλιών του εν μέσω της εκστρατείας του. Στις 27 Μαρτίου 2012, το Αριστερό Μέτωπο συγκεντρώνει 23 000 άτομα στη διάρκεια της συγκέντρωσής του στη Λιλ.[56] Την επόμενη βδομάδα, μετά από δύο συγκεντρώσεις σε κλειστούς χώρους ασφυκτικά γεμάτους από κόσμο στο Βιερζόν και στη Λιμόζ, συγκεντρώνει κοντά 70 000 άτομα στην Πλατεία του Καπιτολίου στην Τουλούζ και σχεδόν 120 000 στο Πράδο στη Μασσαλία στις 14 Απριλίου. Στις 11 Απριλίου 2012, λαμβάνει τη στήριξη του προέδρου του Ισημερινού Ραφαέλ Κορρέα.[57] Στη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας των εκλογών, υπενθυμίζεται η παρουσία του, 4 χρόνια νωρίτερα το 2008, στη διάρκεια της απονομής της Λεγεώνας της Τιμής στον Πατρίκ Μπουϊσόν προκαλώντας μια σύντομη διαμάχη.[58][59] Στις 18 Απριλίου 2012, ένα μανιφέστο με τίτλο «Για μας, είναι ο Μελανσόν» ξεκινά από παραπάνω από 1 000 πανεπιστημιακούς, ερευνητές, καλλιτέχνες και «εργαζόμενους του πολιτισμού» καλώντας στην ψήφο υπέρ του.[60] Σύμφωνα με ένα δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 22 Απριλίου από ένα εθνικό δείγμα που αντιστοιχούσε σε 5 969 άτομα, συγκέντρωσε ποσοστό 12 % στους εργάτες, 14 % στους υπαλλήλους και 16 % στην ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών.[61]
Συγκεντρώνοντας το 11,10 % των ψήφων (3 984 822 ψήφοι) στον πρώτο γύρο,[62] ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν τερματίζει τέταρτος σε αυτές τις προεδρικές εκλογές, πίσω από τη Μαρίν Λε Πεν και μπροστά από τον Φρανσουά Μπαϊρού, βρισκόμενος σε ένα επίπεδο σαφώς ανώτερο αυτού της Μαρί-Ζωρζ Μπυφέ το 2007 (1,93 %). Καλεί από το βράδυ κιόλας του πρώτου γύρου για ψήφο ενάντια στον Νικολά Σαρκοζί στο δεύτερο γύρο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.