From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μηδία, παλαιά περσικά: 𐎶𐎠𐎭 Māda, ακκαδικά: Mādāya ήταν μια πολιτική οντότητα με κέντρο τα Εκβάτανα, που υπήρχε από τον 7ο αι. π.Χ. έως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Πιστεύεται ότι κυριαρχούσε σε σημαντικό μέρος του ιρανικού υψίπεδου, και προηγήθηκε της ισχυρής Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας. Οι συχνές παρεμβάσεις των Ασσυρίων στην περιοχή του Ζάγκρου οδήγησαν στη διαδικασία ενοποίησης των Μηδικών φυλών. Το 612 π.Χ., οι Μήδοι έγιναν αρκετά ισχυροί, ώστε, σε συμμαχία με τους Βαβυλώνιους, να ανατρέψουν την παρακμάζουσα Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, η σύγχρονη επιστήμη τείνει να είναι δύσπιστη σχετικά με την ύπαρξη ενός ενωμένου βασιλείου ή κράτους των Μήδων, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος του 7ου αι. π.Χ.[1]
Σύμφωνα με την κλασική ιστοριογραφία, η Μηδία εμφανίστηκε ως μια σημαντική δύναμη της αρχαίας Μέσης Ανατολής μετά την κατάρρευση της Ασσυρίας. Κάτω από τον Κυαξάρη (βασ. 625-585 π.Χ.), τα σύνορα του βασιλείου επεκτάθηκαν προς τα ανατολικά και τα δυτικά μέσω της υποταγής γειτονικών λαών, όπως οι Πέρσες και οι Αρμένιοι. Η εδαφική επέκταση των Μήδων οδήγησε στο σχηματισμό της πρώτης Περσικής αυτοκρατορίας, η οποία στην ακμή της θα είχε ασκήσει εξουσία σε περισσότερα από δύο εκατομμύρια τετρ. χλμ., εκτεινόμενη από τις ανατολικές όχθες τού ποταμού Άλυος στη Μ. Ασία μέχρι την Κεντρική Ασία. Την περίοδο αυτή, η Μηδική αυτοκρατορία ήταν μία από τις μεγάλες δυνάμεις στην αρχαία Μέση Ανατολή, μαζί με τη Βαβυλώνα, τη Λυδία και την Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Αστυάγης (585-550 π.Χ.) εργάστηκε για να ενισχύσει και να κάνει επίκεντρο το κράτος των Μήδων, πηγαίνοντας ενάντια στη θέληση των ευγενών από τις φυλές, το οποίο μπορεί να συνέβαλε στην πτώση του βασιλείου. Το 550 π.Χ. η μηδική πρωτεύουσα, τα Εκβάτανα, κατακτήθηκαν από τον Πέρση βασιλιά Κύρο Β΄, σηματοδοτώντας την αρχή της Αυτοκρατορίας των Αχαμενιδών.[1]
Ενώ είναι γενικά αποδεκτό ότι οι Μήδοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αρχαία Μέση Ανατολή μετά την πτώση της Ασσυρίας, οι ιστορικοί διαφωνούν για την ύπαρξη μιας Μηδικής αυτοκρατορίας ή ακόμη και ενός βασιλείου. Μερικοί μελετητές αποδέχονται την ύπαρξη μιας ισχυρής και οργανωμένης αυτοκρατορίας, που θα είχε επηρεάσει τις πολιτικές δομές της μεταγενέστερης Αυτοκρατορίας των Αχαμενιδών. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Μήδοι είχαν σχηματίσει μια χαλαρή ομοσπονδία φυλών, και όχι ένα κεντρικό κράτος.
Όχι μόνο κατά τη διάρκεια της νεο-ασσυριακής περιόδου του 9ου έως 7ου αι. π.Χ., αλλά και για τις επόμενες νεο-βαβυλωνικές και πρώιμες Περσικές εποχές, οι πηγές εκθέτουν μια εξωτερική άποψη των Μήδων. Δεν υπάρχει ούτε μία πηγή των Μήδων, που να αντιπροσωπεύει μια Μηδική άποψη για την ιστορία τους.[2] Οι διαθέσιμες κειμενικές πηγές στη Μηδία αποτελούνται κυρίως από σύγχρονα Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά κείμενα,[3] καθώς και από την περσική επιγραφή του Μπεχιστούν, έργα μεταγενέστερων Ελλήνων συγγραφέων όπως ο Ηροδότος και ο Κτησίας, και ορισμένα βιβλικά κείμενα.[4] Πριν από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις των ασσυριακών και βαβυλωνικών ερειπίων και των κειμενικών αρχείων στα μέσα του 19ου αι., η ιστορία των πολιτισμών στην Εγγύς Ανατολή πριν από την Αυτοκρατορία των Αχαμενιδών βασίστηκε αποκλειστικά σε κλασικές και Βιβλικές πηγές. Οι πληροφορίες για τους Μήδους, καθώς και για τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, προέρχονταν από τα έργα κλασικών συγγραφέων, όπως ο Ηροδότος και οι διάδοχοί του. Συγκέντρωσαν πληροφορίες από επιστημονικούς κύκλους μέσα στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, αλλά αυτές οι πληροφορίες δεν ήταν ούτε άμεσες ούτε σύγχρονες, ούτε βασίστηκαν σε στερεά αρχεία ή ιστορικά υλικά. Αν και δεν έχει ανακαλυφθεί καμία σύγχρονη κειμενική πηγή στα Μηδικά, οι πληροφορίες που υπάρχουν στις ασσυριακές και Βαβυλωνικές πηγές είναι αρκετά σχετικές.[5]
Λόγω της απουσίας γραπτών αρχείων από την προ-Αχαιμενιδική Μηδία, και μέχρι πρόσφατα, της έλλειψης αρχαιολογικών στοιχείων, ο «Μηδικός λόγος» του Έλληνα ιστορικού Ηροδότου (Α΄.95-106) ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η πρωταρχική και γενικά αποδεκτή ιστορική περιγραφή των αρχαίων Μήδων. [6] Στην αφήγησή του στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του, ο Ηρόδοτος εντοπίζει την ανάπτυξη ενός ενοποιημένου Μηδικού κράτους ή αυτοκρατορίας με κύρια πρωτεύουσα τα Εκβάτανα και γεωγραφική εμβέλεια δυτικά ως τον ποταμό Άλυ στην κεντρική Μ. Ασία. [7] Αν και αυτό που περιγράφει συνέβη αιώνες νωρίτερα, και πιθανότατα βασίστηκε σε αναξιόπιστες προφορικές αφηγήσεις, η περιγραφή του μπορεί να συσχετιστεί σε κάποιο βαθμό με τις ασσυριακές και βαβυλωνιακές πηγές. [8] Ο Έλληνας ιστορικός Κτησίας εργάστηκε ως ιατρός στην υπηρεσία του βασιλιά των Αχαιμενιδών Αρταξέρξη Β' και έγραψε για την Ασσυρία, τη Μηδία και την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών στο έργο του Περσικά [9], που αποτελείται από 23 βιβλία, που υποτίθεται ότι βασίζονται σε περσικά βασιλικά αρχεία. [10] Παρά τη σφοδρή κριτική του Ηρόδοτου και την κατηγορία ότι είπε πολλά ψέματα, ο Κτησίας ακολουθεί τον Ηρόδοτο, και αναφέρει επίσης μια μακρά περίοδο κατά την οποία οι Μήδοι κυβέρνησαν μια τεράστια αυτοκρατορία. [9] Ό,τι έχει διασωθεί από το έργο του είναι γεμάτο με ρομαντικές ιστορίες, εξωτικά ανέκδοτα, κουτσομπολιά της Αυλής και λίστες αμφισβητήσιμης αξιοπιστίας [10], καθιστώντας τον Κτησία έναν από τους λίγους αρχαίους συγγραφείς, που θεωρούνται όχι πολύ αξιόπιστοι. Ωστόσο, άλλοι τον θεωρούν σημαντική πηγή. [9] [11]
Οι ασσυριακές βασιλικές επιγραφές, που χρονολογούνται από τον Σαλμανεσέρ έως τον Εσαρχαντδών (π. 850-670 π.Χ.), περιέχουν τις πιο σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για τους Μήδους. Η Ηροδότειος αφήγηση που ασχολείται με την περίοδο πριν από τον βασιλιά της Μηδίας Κυαξάρη, έχει σε μεγάλο βαθμό απορριφθεί υπέρ των σύγχρονων ασσυριακών αρχείων. [5] Οι ασσυριακές πηγές που παρέχουν πληροφορίες για τους Μήδους, δεν αναφέρουν ποτέ ένα ενιαίο Μηδικό κράτος. Αντίθετα, αυτές οι πηγές υποδεικνύουν ένα κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο, που περιλαμβάνει οντότητες μικρής κλίμακας, με επικεφαλής διάφορους άρχοντες των πόλεων. Ενώ οι μελετητές έχουν προτείνει συνδέσεις μεταξύ ορισμένων ατόμων σε αυτό το περιβάλλον, και των ονομάτων που αναφέρονται στις κλασικές πηγές, όλες οι ταυτοποιήσεις που βασίζονται στην ομοιότητα των ονομάτων είναι αμφισβητήσιμες. [12] Οι ασσυριακές πηγές προσφέρουν καθαρή εικόνα μόνο μέχρι το π. 650 π.Χ. Για την επόμενη περίοδο, υπάρχει ένα κενό σε ποσότητα και ποιότητα των ασσυριακών πηγών. [13] Ιστορικές μαρτυρίες για ένα ενοποιημένο Μηδικό κράτος έρχονται πολύ αργά στην περίοδο, όταν το 615 π.Χ. οι Μήδοι επανεμφανίστηκαν στις βαβυλωνιακές πηγές με επικεφαλής τον Κυαξάρη. Μετά από αυτό το γεγονός, οι Μήδοι υποχωρούν για άλλη μια φορά από την ιστορία μέχρι το 550 π.Χ., όταν ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος Β' νικά τον βασιλιά της Μηδίας Αστυάγη, για να γίνει η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στο Ιράν. [7] Η ιστορία της περιόδου π. 650–550 π.Χ. -το προφανές ζενίθ της Μηδικής δύναμης- παραμένει ελάχιστα κατανοητό. [14] Ενώ οι κλασικές ελληνικές πηγές υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας Μηδικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, απτές αποδείξεις που να υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας τέτοιας αυτοκρατορίας, δεν έχουν ακόμη βρεθεί, και σύγχρονες πηγές αυτής της περιόδου σπάνια αναφέρονται στους Μήδους. [15]
Η Μηδική περίοδος είναι μια από τις λιγότερο κατανοητές περιόδους στην ιρανική αρχαιολογία, και η γεωγραφία των Μήδων παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασαφής. [16] Οποιαδήποτε προσπάθεια εντοπισμού διακριτικών στοιχείων του Μηδικού υλικού πολιτισμού από την Εποχή του Σιδήρου ΙΙΙ (περίπου 800-550 π.Χ.) στη δυτική περιοχή του Ιράν, επικεντρώνεται κυρίως σε τοποθεσίες κοντά στην αρχαία πρωτεύουσα της Μηδίας, τα Eκβάτανα (σύγχρονο Χαμαντάν). [17] Επιπλέον, η έλλειψη σαφήνειας στα αρχαιολογικά αρχεία καθιστά δύσκολο να καθοριστεί, εάν ορισμένα αρχαιολογικά υλικά πρέπει να αποδοθούν στον Μηδικό ή Αχαιμενιδικό πολιτισμό. [4] [18] Η σύγχρονη αρχαιολογική δραστηριότητα στην κεντρική περιοχή των αρχαίων Μήδων ήταν ιδιαίτερα έντονη και καρποφόρα τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, με τις ανασκαφές στο Γκοντίν Τεπέ, στο Tεπέ Nουσ-ι Τζαν και στο Μπαμπά Τζαν. Επιπλέον, στην παρακείμενη περιοχή του αρχαίου βασιλείου της Mανέα, οι ανασκαφές στο Χασανλού και στο Zιβιγιέ απέδωσαν επίσης παραγωγικά αποτελέσματα. Η αρχαιολογική δραστηριότητα αποκάλυψε ότι, κατά τον 8ο και 7ο αι. π.Χ., οι μεσαίες τοποθεσίες γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη, αλλά ερημώθηκαν στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ., περίοδος που υποτίθεται ότι ήταν το ζενίθ της ανάπτυξης για την υποτιθέμενη αυτοκρατορία των Μήδων.
Η φάση Nουσ-ί Τζαν I, με κατά προσέγγιση ημερομηνία 750-600 π.Χ., αποκάλυψε μια σειρά από πολλά κτίρια στην τοποθεσία. Το «Κεντρικό Κτήριο» κατασκευάστηκε νωρίς σε αυτή τη φάση, τον 8ο αι. π.Χ., ενώ το «Οχυρό» και το «Δυτικό Κτίριο», το τελευταίο με μια αξιοσημείωτη με κίονες αίθουσα, προστέθηκαν στον χώρο κατά τον 7ο αι. π.Χ. Αυτά τα δημόσια κτίρια αργότερα εγκαταλείφθηκαν, και στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ., η τοποθεσία καταλήφθηκε από λιγότερο θεσμοθετημένους πληθυσμούς. Σε μια από τις αναφορές τους, οι ανασκαφείς Ντέιβιντ Στρόναχ και Mάικλ Ρόαφ υπέθεσαν, ότι η κατάρρευση της Ασσυρίας και η σταδιακή διάβρωση της δύναμης των Σκυθών μπορεί να επηρέασαν την εγκατάλειψη διαφόρων φρουρίων, ειδικά εκείνων που βρίσκονται κοντά στον εδαφικό πυρήνα της Μηδίας. Σε μια άλλη αναφορά, προτάθηκε ότι τα διάφορα κτίρια εγκαταλείφθηκαν με διαφορετικούς τρόπους κατά την περίοδο που η μεσαία δύναμη ήταν ακόμα σε άνοδο. Το Επίπεδο II του Γκοντίν Τεπέ, που ανασκάφηκε από τους T. Κάυλερ Γιάνγκ και Λούις Λέβιν, περιέχει αρχιτεκτονικές δομές παρόμοιες με αυτές του Nουσ-ί Τζαν I, και παρουσιάζει μια παρόμοια αφήγηση: την προοδευτική ανάπτυξη των δημόσιων κτιρίων κατά τη διάρκεια των φάσεων 1 έως 4, ακολουθούμενη από μια περίοδο «ειρηνικής εγκατάλειψης» και «κατάληψη καταπάτησης» στη Φάση 5. Μια παρόμοια ιστορία αφηγούνται επίσης τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Μπαμπά Τζαν, αν και ο ανασκαφέας υποστηρίζει μια υψηλότερη χρονολογία με την ακμάζουσα Φάση III τον 9ο-8ο αι. και την ακανόνιστη κατοχή τον 7ο αι., κυρίως για ιστορικούς λόγους (υποτιθέμενες Ασσύριοι και Σκυθικοί επιθέσεις). Σε κάθε περίπτωση, ο χώρος φαίνεται να εγκαταλείφθηκε εντελώς στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ.
Οι αρχαιολογικές εξελίξεις στη Μάναε φαίνεται να ήταν ακριβώς οι ίδιες με αυτές στη Μηδία: ακμάζοντες οικισμοί με δημόσια κτίρια στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. και σε όλο τον 7ο αι. π.Χ., ακολουθούμενη από μια περίοδο παράνομης κατοχής στο πρώτο μισό του τον 6ου αι. π.Χ. Μια τέτοια εικόνα δεν ευθυγραμμίζεται με την ανοικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας των Μήδων, που βασίζεται σε κλασικούς ιστορικούς. [5] Ο ιστορικός Mάριο Λιβεράνι υποστηρίζει, ότι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες από αυτές τις μεσαίες τοποθεσίες ευθυγραμμίζονται καλά με τις μαρτυρίες από τις πηγές της Μεσοποταμίας. [19] Ορισμένοι μελετητές προτείνουν ότι η εγκατάλειψη του Τεπί Νουσ-ί Τζαν και άλλων τοποθεσιών στο βορειοδυτικό Ιράν, μπορεί να σχετίζεται με τη συγκέντρωση της εξουσίας στα Eκβάτανα. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρατήρηση του Ηροδότου για τον Δηιόκη που εξανάγκαζε τους Μήδους ευγενείς να εγκαταλείψουν τις μικρές πόλεις τους, για να ζήσουν κοντά στην πρωτεύουσα, γίνεται επίκαιρη. [20] Ένα πιθανό σενάριο υποδηλώνει ότι το Tεπέ Νουσ-ί Τζαν έκλεισε επίσημα γύρω στο 550 π.Χ. Η αναθεωρημένη χρονολόγηση υποδηλώνει ότι το Tεπέ Νουσ-ί Τζαν και πιθανώς άλλες τοποθεσίες από την περίοδο του Σιδήρου III διατήρησαν επίσημη κατοχή μέχρι την έναρξη της περιόδου των Αχαιμενιδών. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε δεν θα υπήρχε διακοπή στην κατάληψη των περιοχών της Μηδικής περιόδου μεταξύ 600 και 550 π.Χ., όπως προτείνουν ορισμένοι μελετητές, υπονοώντας μια κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας σε αυτήν την περίοδο. [21] Σύμφωνα με τον Στιούαρτ Μπράουν, η άνοδος της περσικής κυριαρχίας μπορεί να ήταν ένας παράγοντας, που συνέβαλε στην εγκατάλειψη διαφόρων περιοχών της Μηδείας, συμπεριλαμβανομένου του Γκοντίν Τεπέ. [20]
Αρκετές ανασκαφικές τοποθεσίες όπως το Γκοντίν Τεπέ, το Tεπέ Νουσ-ί Τζαν, το Moυς Τεπέ, το Γκουνεσπάν, το Μπαμπά Τζαν και το Tεπέ Οζμπακί, παρουσιάζουν σημαντικά κοινά στοιχεία στην αρχιτεκτονική, την κεραμική και τα μικρά ευρήματα, που πρέπει να θεωρηθούν αναμφισβήτητα Μηδικά. Ο διάμεσος οικισμός μπορεί να συνοψιστεί ως διάσπαρτος με οχυρούς κόμβους, που ελέγχουν μεγάλες πεδιάδες, κοιλάδες και περάσματα. [7] Οι μεγαλύτερες τοποθεσίες που εντοπίστηκαν στη Μηδία έχουν έκταση μόνο 3-4 εκτάρια, όσο το μέγεθος των μικρών χωριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μνημειακή αρχιτεκτονική, που βρήκε πολλές μηδικές τοποθεσίες, δεν φαίνεται να είναι ενσωματωμένες σε μεγαλύτερους οικισμούς. Είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί αυτή η αρχαιολογική εικόνα με το σύστημα των «αρχηγικών πόλεων» που αναφέρεται στις ασσυριακές πηγές. [22] Η πρωτεύουσα της Μηδίας, τα Εκβάτανα, είναι ένας τόπος με μεγάλο ενδιαφέρον για αρχαιολογική μελέτη, αλλά οι μέχρι τώρα ανασκαφές έχουν αποκαλύψει λείψανα που ανήκουν στη Σασσανιδική περίοδο . [5] Η πρώιμη πρωτεύουσα στα Εκβάτανα απλώς θάφτηκε ή καταστράφηκε από την ουσιαστικά μετέπειτα κατάληψη της τοποθεσίας. [22] Ο εντοπισμός των μεσαίων τοποθεσιών πέρα από το Ιράν είναι δύσκολος, αλλά ορισμένα κεραμικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά μπορεί να υποδηλώνουν διάσπαρτη μεσαία παρουσία ή τουλάχιστον κάποια επιρροή σε τοποθεσίες όπως το Nορ Aρμαβίρ και το Aρινμπέντ στην Αρμενία, το Aλτιντεπέ, το Βαν και το Tιλέ Χογιούκ στην Τουρκία, το Κιζκαπάν και το Tαλ Γκουμπά στην Ιράκ και Ουλούγκ Τεπέ στο Τουρκμενιστάν. [7] Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην ουραρτική τοποθεσία Eρεμπουνί, στην Αρμενία, έδειξαν ότι μια αίθουσα με κίονες, που χρονολογείται αρχικά στην Αχαιμενιδική περίοδο, είναι τώρα πιθανό να κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου αι. Αυτή είναι η περίοδος μετά την πτώση της Ασσυρίας, όταν οι Μήδοι θα είχαν αρχίσει την επέκτασή τους προς τα βόρεια, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Μια παρόμοια αίθουσα με κίονες στο Aλτιντεπέ, στην ανατολική Τουρκία, μπορεί επίσης να χρονολογηθεί σε αυτήν την περίοδο. Η εξάπλωση της μορφής της αίθουσας με κίονες πριν από την άνοδο της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών υποδηλώνει κάποια μορφή Μηδικής παρουσίας ή επιρροής σε γειτονικές περιοχές κατά τα τέλη του 7ου και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. [22] Τα στοιχεία από πρόσφατες ανασκαφές και έρευνες υποδηλώνουν, ότι η μόνιμη εγκατάσταση στη Μηδία παρέμεινε και μετά τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Η κατασκευή μνημείων φαίνεται να συνεχίστηκε σε διάφορες τοποθεσίες, και μια πρώιμη μορφή χρημάτων προφανώς χρησιμοποιήθηκε στην καρδιά των Μήδων γύρω στο 600 π.Χ. [6] Ωστόσο, η αυτοκρατορία των μήδων εξακολουθεί να μην είναι ένα συγκεκριμένο αρχαιολογικό γεγονός, και η ιστορία της βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες, που παρέχονται από τον Ηρόδοτο και άλλα κείμενα, που επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από αυτόν. [23]
Στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. οι Μηδικές φυλές άρχισαν να εγκαθίστανται στην επικράτεια των μελλοντικών Μήδων στο δυτικό Ιράν. Από τον 9ο αι. π.Χ. οι Ασσύριοι εισέβαλαν και λεηλατούσαν τακτικά περιοχές στο βορειοδυτικό Ιράν, όπου υπήρχαν πολλά μικρά πριγκιπάτα εκείνη την εποχή. Η πρώτη αναφορά των Μήδων στα ασσυριακά κείμενα χρονολογείται από το 834 π.Χ., όταν ο Ασσύριος βασιλιάς Σαλμανεσέρ Γ' (βασ. 858–824 π.Χ.) επέστρεψε από μια στρατιωτική εκστρατεία, περνώντας από τη Μηδική επικράτεια στην πεδιάδα του Χαμαντάν. [24] Οι Μήδοι σχημάτισαν πολυάριθμες μικρές οντότητες υπό τους αρχηγούς των φυλών [25], και παρά το γεγονός ότι υπέταξαν αρκετούς Μήδους αρχηγούς, οι Ασσύριοι βασιλείς δεν κατέκτησαν ποτέ όλη τη Μηδία. [4] Το 815 π.Χ., ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ (βασ. 823–811 π.Χ.) βάδισε εναντίον της Σαγκμπίτα, της «βασιλικής πόλης» του αρχηγού της Μηδίας Χανασιρούκα, και την κατέκτησε. Σύμφωνα με την ασσυριακή επιγραφή, 2.300 Μήδοι σκοτώθηκαν και η Σαγκμπίτα, μαζί με 1.200 οικισμούς κοντά, καταστράφηκαν. Αυτή η εκστρατεία ήταν σημαντική, καθώς η Ασσυρία επέβαλε στο εξής τακτικό φόρο υποτέλειας στις Μηδικές φυλές σε άλογα, βοοειδή και προϊόντα χειροτεχνίας. Οι Ασσύριοι μετατόπισαν τώρα την κύρια κατεύθυνση των επιθέσεών τους στη Μηδία, εν μέρει επηρεασμένοι από τα γεγονότα γύρω από τη λίμνη Ούρμια, όπου, στα τέλη του 9ου αι. π.Χ., οι Ουράρτιοι είχαν κατακτήσει τις δυτικές και νότιες όχθες της λίμνης Ούρμια και άρχισαν να προελαύνουν προς τη Μανέα. Η Ασσυρία απέτυχε να σταματήσει την προέλαση των Ουραρτίων και σταδιακά έγινε σύμμαχος της Μανέας στον αγώνα της ενάντια στην Ουραρτού. Οι Ασσύριοι δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν νίκες στις έξι εκστρατείες (το 809, 800, 799, 793, 792 και 788 π.Χ.) που διεξήγαγε εναντίον των Μήδων ο Aντάντ-Νιραρί Γ΄ (βασ. 810–781 π.Χ.), και στη συνέχεια μια μακρά πολιτική κρίση άρχισε να αναπτύσσεται στην Ασσυρία. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Tιγκλάθ-Πιλεσέρ Γ΄ (βασ. 745–728 π.Χ.), η Ασσυρία άρχισε να οργανώνει επαρχίες σε κατακτημένα εδάφη, εξασφαλίζοντας μια τακτική πηγή εισοδήματος και παρέχοντας βάση για περαιτέρω εδαφικές κατακτήσεις. Τα ασσυριακά σύνορα πλησίασαν τη Μηδία, όταν το 744 π.Χ., οι Ασσύριοι δημιούργησαν, εκτός από την ήδη εγκατεστημένη επαρχία Ζαμούα, δύο ακόμη επαρχίες που ονομάζονταν Μπιτ Χαμπάν και Παρσούα, όπου εγκατέστησαν κυβερνήτες και φρουρές. Την ίδια χρονιά, οι Ασσύριοι έλαβαν φόρο υποτέλειας από τους Μήδους και τους Μαναίους και το 737 π.Χ., ο Τιγλάθ-Πιλεσέρ Γ΄ εισέβαλε στη Μηδία, φτάνοντας στα απομακρυσμένα μέρη της και απαιτώντας φόρο υποτέλειας από τους «άρχοντες της πόλης» των Μήδων μέχρι την έρημο της αλμυρής και το όρος Μπίκνι. Σε μια αφήγηση αυτής της εκστρατείας, ο Tιγκλάθ-Πιλεσέρ Γ΄ αναφέρει «τις επαρχίες των ισχυρών Μήδων», και ισχυρίζεται ότι απέλασε 6.500 ανθρώπους από το βορειοδυτικό Ιράν στη Συρία και τη Φοινίκη. [24]
Επί Σαργών Β' (722–705 π.Χ.), η παρουσία των Ασσυρίων στη Μηδία έφτασε στο ζενίθ της. Ο Σαργών Β΄ είχε ως στόχο να καθιερώσει άμεσο διοικητικό έλεγχο σε αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές, ακολουθώντας το επαρχιακό σύστημα που είχε ήδη εφαρμοστεί σε πιο προσβάσιμες και κοντινές περιοχές. Οι Ασσύριοι κυβερνήτες συνυπήρχαν με τους τοπικούς άρχοντες των πόλεων: οι πρώτοι πιθανότατα ήταν υπεύθυνοι για την επίβλεψη του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων και της είσπραξης φόρων, ενώ οι δεύτεροι διατήρησαν την εξουσία για το χειρισμό των τοπικών υποθέσεων. [5] Το 716 π.Χ., ο Σαργών έκανε το Χαρχάρ και το Κισεσίμ κέντρα νέων ασσυριακών επαρχιών, προσθέτοντας σε αυτά ορισμένες άλλες περιοχές της δυτικής Μηδίας, συμπεριλαμβανομένης της Σαγκμπίτα, και μετονόμασε αυτές τις επαρχίες Kαρ-Σαρουχίν και Kαρ-Νεργκάλ, αντίστοιχα. [24] Παρά το γεγονός ότι δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή του Ζάγκρου, ο Σενναχερίμπ (βασ. 704-681 π.Χ.) λειτούργησε μόνο σε πολύ χαμηλό επίπεδο, σε σύγκριση με τους προκατόχους του Τιγλάθ-Πιλέσερ Γ' και Σαργών Β'. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι, μετά τα αρχικά προβλήματα ελέγχου των νέων επαρχιών Kαρ-Σαρουκίν και Kαρ-Νεγκάλ, τα πράγματα εξελίχθηκαν ομαλά στα ανατολικά ασσυριακά εδάφη μετά το 713 π.Χ. Το καθιερωμένο διττό σύστημα, στο οποίο εμπλέκεται η ασσυριακή επαρχιακή διοίκηση και οι τοπικοί άρχοντες των πόλεων, φαίνεται ότι βρήκε μια ισορροπία, που ήταν αμοιβαία επωφελής. Οι διαθέσιμες πηγές δείχνουν τον συνεχή έλεγχο των Ασσυρίων στις επαρχίες που ίδρυσαν οι Tιγκλάθ-Πιλεσέρ Γ΄ και Σαργών, τουλάχιστον μέχρι τη βασιλεία του Eσαρχαντόν. Το 702 π.Χ., ο Σενναχερίμπ συμμετείχε με τους Μήδους κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας εναντίον τού βασιλείου των Ελλίπων του Ζάγκρου. Αυτό σηματοδότησε τη μοναδική καταγεγραμμένη άμεση επαφή του με τους Μήδους στην επικράτειά τους, λαμβάνοντας φόρο υποτέλειας από τους Μήδους που κατοικούσαν εκτός περιοχών, που ελέγχονταν από τους Ασσύριους. [26]
Οι Ασσύριοι αναφέρονταν με συνέπεια στους Μήδους ότι ζούσαν σε οικισμούς που διοικούνταν από bēl ālāni («άρχοντες των πόλεων»). Η συνένωση της ευρύτερης εξουσιαστικής εξουσίας προφανώς είχε τις ρίζες της στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ αυτών των Mήδων μπελ αλάνι. [14] Η εφαρμογή ενός μοντέλου σχηματισμού δευτερογενούς κράτους στην περίπτωση των Μήδων προτείνει ότι, υποκινούμενοι από δεκαετίες επιθετικής ασσυριακής εισβολής, οι Μήδοι μπελ αλάνι έμαθαν με το παράδειγμα, πώς να οργανώνονται και να αυτοδιαχειρίζονται πολιτικά και οικονομικά, έτσι ώστε να αποκτήσουν πολιτειακό καθεστώς. [7] Οι συχνές επιθέσεις των Ασσυρίων ανάγκασαν διάφορους κατοίκους των Μήδων να συνεργαστούν και να αναπτύξουν πιο αποτελεσματική ηγεσία. Οι Ασσύριοι εκτιμούσαν τα αγαθά από την Ανατολή, όπως το βακτριανικό λάπις λάζουλι, και η εμπορική οδός ανατολής-δύσης μέσω της Μηδίας γινόταν όλο και πιο κρίσιμη. Το εμπόριο θα μπορούσε να εξηγήσει την άνοδο των Εκβατάνων ως κεντρικής πόλης των Μήδων, και θα μπορούσε να είχε πυροδοτήσει τη διαδικασία ενοποίησης. [4]
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Δηιόκης σχεδίαζε στρατηγικά να εγκαθιδρύσει αυταρχική κυριαρχία στους Μήδους. Σε μια εποχή εκτεταμένης ανομίας στη Μηδία, ο Δηιόκης εργάστηκε επιμελώς για την εγκαθίδρυση δικαιοσύνης, κερδίζοντας τη φήμη του αμερόληπτου και δίκαιου δικαστή. Τελικά, έπαψε να απονέμει τη δικαιοσύνη, οδηγώντας σε χάος τη Μηδία. Αυτό ώθησε τους Μήδους να συγκεντρωθούν και να αποφασίσουν να εκλέξουν έναν βασιλιά, με αποτέλεσμα τελικά ο Δηιόκης να γίνει ηγεμόνας τους. Στη συνέχεια κατασκευάστηκε μια πόλη-φρούριο με το όνομα Εκβάτανα, όπου συγκεντρώθηκε όλη η κυβερνητική εξουσία. [27] [22] Ωστόσο αυτό δεν αναφέρεται σε σύγχρονες πηγές κειμένου ή αρχαιολογικά ευρήματα. [28] Κρίνοντας από τις ασσυριακές πηγές, στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., δεν υπάρχει ενοποιημένο Μηδικό κράτος, όπως περιγράφεται στον Ηρόδοτο: η αφήγησή του είναι -στην καλύτερη περίπτωση- ένας Μηδικός θρύλος για την ίδρυση του βασιλείου τους. [29] [30] [26] Αντίθετα ο Κτησίας παρουσιάζει μια διαφορετική αφήγηση, που επικεντρώνεται γύρω από έναν Μήδο που ονομάζεται Aρβάκης. Ο Αρβάκης υπηρέτησε ως στρατηγός στον ασσυριακό στρατό, και ως κυβερνήτης των Μήδων για λογαριασμό του Ασσύριου βασιλιά. Συνάντησε τον μετέπειτα σύμμαχό του, τον Βαβυλώνιο Μπελεσύ, στη Νινευή, όπου και οι δύο διοικούσαν τα βοηθητικά στρατεύματα της Ασσυρίας και των Βαβυλωνίων κατά τη διάρκεια ενός έτους στρατιωτικής θητείας. Ενθαρρυμένοι από την αδυναμία του βασιλιά των Ασσυρίων Σαρδανάπαλου, ο Αρβάκης και ο Βελεσύς επαναστάτησαν εναντίον της Ασσυρίας, και ο Αρβάκης αναδείχθηκε ο πρώτος βασιλιάς της Μηδίας. Ονόματα παρόμοια ή πανομοιότυπα με το Δηιόκης και Aρβάκης εμφανίζονται στις ασσυριακές πηγές, αλλά επίσης αυτά τα ονόματα φαίνεται να ήταν κοινά μεταξύ των ανθρώπων στο ιρανικό οροπέδιο κατά την ασσυριακή περίοδο. Έτσι, κανένα από τα άτομα με αυτά τα ονόματα δεν μπορεί να αναγνωριστεί οριστικά ως οι πρωταγωνιστές, που περιγράφουν οι Έλληνες ιστορικοί. Αν και ορισμένοι χαρακτήρες στον Ηρόδοτο και τον Κτησία μπορούν να ταυτιστούν με πρόσωπα γνωστά στις ασσυριακές και βαβυλωνιακές πηγές, οι αφηγήσεις που παρουσιάζονται από αυτούς τους Έλληνες ιστορικούς αποκλίνουν από την πορεία των γεγονότων, που βρίσκονται στις πηγές της Εγγύς Ανατολής. Κατά συνέπεια παραμένει άγνωστο σε ποιο βαθμό πολλές λεπτομέρειες στις ιστορίες τους αντικατοπτρίζουν την ιστορική πραγματικότητα. [31]
Ο Ασσύριος βασιλιάς Eσαρχαντόν (βασ. 680–669 π.Χ.) διεξήγαγε αρκετές αποστολές στο ιρανικό έδαφος. Σε σύγκριση με τις κατακτήσεις του Σαργώνος, τα αποτελέσματα της εκστρατείας του Eσαρχαντόν ήταν μάλλον ασήμαντα. [24] Πιθανότατα το 676 π.Χ., και σίγουρα πριν από το 672 π.Χ., οι άρχοντες των πόλεων Ούπις της Παρτάκα, Ζανασάνα της Παρτούκκα και Ραμάτεια της Ουρακαζαμπάρνα έφεραν άλογα και λάπις λάζουλι ως φόρο τιμής στη Νινευή. Αυτοί οι ηγεμόνες, που προέρχονταν από περιοχές πέρα από τις ασσυριακές επαρχίες του Ζάγκρου, υποτάχθηκαν στον Εσαρχαντδών και ζήτησαν τη βοήθειά του ενάντια στους αντίπαλους άρχοντες των πόλεων. Αυτό το επεισόδιο ακολουθείται από την εκτόπιση δύο αρχόντων πόλεων από τη χώρα του Πατουσάρι στην Ασσυρία, εδώ οι δραστηριότητες του Eσαρχαντόν εναντίον των «μακρινών» Μήδων έφτασαν στην Κασπία Θάλασσα και στην Αλμυρά έρημο, κοντά στο όρος ΄Μπίκνι. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Eσαρχαντόν δεν φαίνεται να έχει επεκτείνει την ασσυριακή επικράτεια στο Ιράν. [26] Ο Ραμάτεια αναφέρεται επίσης στους λεγόμενους «όρκους πίστης», που συνήφθησαν με την ευκαιρία του διορισμού του διαδόχου του Ασσυριακού θρόνου το 672 π.Χ. Εκείνο το έτος, έγιναν συμφωνίες μεταξύ του Εσαρχαντόν και των αρχηγών από διάφορες δυτικές περιοχές της Μηδίας, διασφαλίζοντας την πίστη τους στον Ασσύριο βασιλιά και την ασφάλεια των κτημάτων τους. Οι μελετητές θεωρούν γενικά αυτή τη συμφωνία ως μια «συνθήκη υποτέλειας», που επιβλήθηκε από την ασσυριακή διοίκηση στους πρόσφατα υποταγμένους υποτελείς. Ωστόσο ο Mάριο Λιβεράνι υποστήριξε, ότι αυτή η συμφωνία προέκυψε από εσωτερικούς αγώνες μεταξύ διαφόρων ομάδων της Μηδίας, και την παρουσία ένοπλων Μήδων πολεμιστών στο ασσυριακό παλάτι, που υπηρετούσαν ως σωματοφύλακες του διαδόχου. Οι Μήδοι αρχηγοί έπρεπε να ορκιστούν, ότι οι άνδρες τους στην Ασσυριακή Αυλή θα ήταν πιστοί στον Εσαρχαντόν και στον γιο του, Ασουρμπανιπάλ. [24]
Αν κρίνουμε από τα ασσυριακά κείμενα από την εποχή του Εσαρχαντόν, η κατάσταση στα ανατολικά σύνορα της Ασσυρίας ήταν εξαιρετικά τεταμένη. [24] Ενώ η μετάβαση στις ασσυριακές επαρχίες στο Ζάγκρος για τη συλλογή φόρου, αποτελεί ρουτίνα των διαφόρων κυβερνητών μετά το 713 π.Χ. Αυτός ο αυξημένος κίνδυνος προήλθε, όχι μόνο από παραδοσιακούς αντιπάλους όπως οι Μήδοι και οι Μαναίοι, αλλά και από τους Κιμμέριους και τους Σκύθες, που δραστηριοποιούνται στο Ιράν. Η πρωταρχική απειλή στα ανατολικά προήλθε από τις ενέργειες του Kασταρίτου, του άρχοντα της πόλης του Kαρ-Κασί, ο οποίος αναφέρεται σε εξέχουσα θέση σε ερωτήσεις χρησμών σχετικά με τις Μηδικές υποθέσεις. Οι Ασσύριοι αντιλαμβάνονταν τον Kασταρίτου ως πολιτικό ηγέτη με σημαντική επιρροή και μια υπολογίσιμη δύναμη. Ο Eσαρχαντόν ανησυχούσε μήπως ο Kασταρίτου συνωμοτούσε με άλλους άρχοντες των πόλεων της Μηδίας, κινητοποιώντας κατά της Ασσυρίας και επιτίθεντο στα οχυρά και τις πόλεις των Ασσυρίων. Οι διαθέσιμες πηγές δεν αποκαλύπτουν, εάν επιτεύχθηκε μια ειρηνική ή στρατιωτική λύση για το πρόβλημα με τον Κασταρίτου, αυτή η σιωπή μπορεί να υποδηλώνει αρνητικό αποτέλεσμα. Οι επιθέσεις στα οχυρά των Ασσυρίων δείχνουν, ότι η Ασσυρία άρχισε να χάνει τον έλεγχο του εδάφους στα ανατολικά υπό τη βασιλεία του Εσαρχαντόν. Η Σαπάρντα, η οποία έγινε μέρος της επαρχίας Χαρχάρ το 716 π.Χ., δεν βρισκόταν πια υπό τον έλεγχο των Ασσυρίων και ο άρχοντας της πόλης Ντουσάνι αναφέρεται, μαζί με το Kασταρίτου, ως εχθρός της Ασσυρίας σε διάφορες ερωτήσεις του χρησμού. [26] Κατά τη βασιλεία του Ασουρμπανιπάλ (βασ. 668–630 π.Χ.), οι αναφορές στους Μήδους γίνονται πολύ αραιές. Ο Ασουρμπανιπάλ αναφέρει ότι τρεις άρχοντες των πόλεων της Μηδίας που είχαν επαναστατήσει ενάντια στην ασσυριακή κυριαρχία, ηττήθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Νινευή κατά την πέμπτη εκστρατεία του το 656 π.Χ. Αυτή είναι η τελευταία αναφορά των Μήδων στις ασσυριακές πηγές. Το γεγονός ότι οι τρεις ηγεμόνες της Μηδίας περιγράφονται ως άρχοντες των πόλεων, μπορεί να υποδηλώνει ότι η δομή των εξουσιών μεταξύ των Μήδων αυτή την εποχή ήταν η ίδια με τον 8ο αι. Είναι άγνωστο εάν οι ασσυριακές επαρχίες στο Zάγκρος, Παρσούα, Μπιτ-Χαμπάν, Kισεσίμ (Kαρ-Nεργκάλ) και Χαρχάρ (Kαρ-Σαρουκίν), εξακολουθούσαν να αποτελούν μέρος της αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Aσουρμπανιπάλ. [26] Αν και οι Ασσυριακές πηγές τηρούν σιωπή για τους Ιρανούς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υποδηλώνοντας ότι η Ασσυρία ασχολούνταν λιγότερο με αυτούς από ό,τι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εσαρχαντδών [32], όλα δείχνουν ότι οι Ασσύριοι έχαναν τον έλεγχο των επαρχιών, που είχαν δημιουργηθεί στο Ζάγκρος. Αυτό θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει χώρο για την ανάπτυξη ενός ενιαίου μηδικού κράτους [33], και παρόλο που οι ασσυριακές πηγές δεν κάνουν κάποια αναφορά σε ένα ενιαίο μηδικό εδαφικό κράτος που θα ήταν συγκρίσιμο με την ίδια την Ασσυρία ή άλλα σύγχρονα πριγκιπάτα όπως το Eλάμ, η Mανέα ή το Ουραρτού, πολλοί μελετητές παραμένουν απρόθυμοι να αποδώσουν κάποια ιστορική συνάφεια με την αφήγηση του Ηροδότου. [26]
Οι Μήδοι επανεμφανίζονται στις σύγχρονες πηγές περίπου σαράντα χρόνια αργότερα το 615 π.Χ., υπό την ηγεσία του Κυαξάρη, εξαπολύοντας επίθεση στην καρδιά των Ασσυρίων και συμμαχώντας με τους Βαβυλώνιους. Τίποτε στις υπάρχουσες ασσυριακές πηγές δεν παρέχει πληροφορίες, για το πώς ο Κυαξάρης ανέλαβε την ηγεσία μιας ενοποιημένης Μηδικής δύναμης, αφού οι προηγούμενες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από σπανιότητα πηγών σχετικά με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ασσυρίας, δημιουργώντας μια κατακερματισμένη κατανόηση του δεύτερου μισού του 7ου αι. π.Χ. [26] Ο τρέχων συλλογισμός υποδηλώνει, ότι η μετάβαση προς ένα ενιαίο κράτος μπορεί να συνέβη την περίοδο από το 670 έως το 615 π.Χ., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ασουρμπανιπάλ ή των διαδόχων του. Η έλλειψη ασσυριακών αρχείων ή άλλων σύγχρονων πηγών γι' αυτή την περίοδο, άφησε περιθώρια για την αποδοχή της αφήγησης του Ηροδότου. Ενώ οι πληροφορίες του Έλληνα ιστορικού για παλαιότερες περιόδους στερούνται αξιοπιστίας, στην περίπτωση του Κυαξάρη, η ύπαρξη και ο ρόλος του στην πτώση της Νινευή επιβεβαιώνονται από το Βαβυλωνιακό Χρονικό. Έτσι, άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τη χρονολογία της βασιλείας του και την ιδιότητά του ως βασιλιά ενός ενιαίου κράτους, έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία. [5] Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τον Δηιόκη διαδέχθηκε ο γιος του Φραόρτης. Ο Ηρόδοτος μπορεί να προώθησε τα γεγονότα που συνδέονται με τους βασιλείς της Μηδίας κατά μία βασιλεία. Έτσι, ο ιδρυτής του Μηδικού βασιλείου, που ένωσε όλες τις Μηδικές φυλές και έκτισε τη νέα πρωτεύουσα της Μηδίας, θα μπορούσε να ήταν ο διάδοχος του Δηιόκη. [34] Ο Φραόρτης συνήθως ταυτίζεται με τον Kασταρίτου, ο οποίος ηγήθηκε της εξέγερσης των Μήδων κατά των Ασσυρίων το 672 π.Χ., αν και ορισμένοι μελετητές τείνουν να απορρίπτουν ή να θεωρούν αυτή την ταύτιση αμφίβολη. [24] Άλλοι μελετητές πιστεύουν ότι οι Μήδοι ήταν ενωμένοι μόνο υπό τον Κυαξάρη, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν γιος του Φραόρτη και άρχισε τη βασιλεία του γύρω στο 625 π.Χ. [35] [25] [36] Από το 627 π.Χ. και μετά, οι Ασσύριοι αντιμετώπιζαν σίγουρα σοβαρά προβλήματα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στη Βαβυλωνία, και ως εκ τούτου, το βασίλειο της Μηδίας εμφανίστηκε πιθανότατα μετά το 627, ή πιθανώς ήδη μετά το 631 π.Χ. [31]
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο βασιλιάς Φραόρτης οδήγησε μια επίθεση κατά της Ασσυρίας, αλλά ο Ασσύριος βασιλιάς κατάφερε να αποκρούσει την εισβολή, και ο Φραόρτης, μαζί με μεγάλο μέρος τού στρατού του, απεβίωσε στη μάχη. [37] Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κυαξάρης, θέλοντας να εκδικηθεί το τέλος τού πατέρα του, βάδισε με το στρατό προς την πρωτεύουσα της Ασσυρίας, τη Νινευή, με σκοπό να καταστρέψει την πόλη. Ενώ πολιορκούσαν τη Νινευή, οι Μήδοι δέχθηκαν επίθεση από έναν μεγάλο σκυθικό στρατό υπό τη διοίκηση του Mάδυες, γιου του Bαρτατούα. Ακολούθησε μάχη, στην οποία οι Μήδοι ηττήθηκαν, χάνοντας τη δύναμή τους στην Ασία, την οποία κατέλαβαν εξ ολοκλήρου οι Σκύθες. [38] Ο σκυθικός ζυγός λέγεται ότι ήταν αφόρητος, χαρακτηριζόταν από θηριωδία, αδικία και υψηλούς φόρους. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κυαξάρης κάλεσε τους Σκύθες ηγέτες σε ένα γλέντι, τους παρότρυνε να πιουν μέχρι να μεθύσουν τελείως, τους επιτέθηκε, και τους σκότωσε εύκολα. Στη συνέχεια ακολούθησε πόλεμος, που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των Σκυθών. [39] Ωστόσο, είναι πιο πιθανό, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Σκύθες να αποσύρθηκαν οικειοθελώς από το δυτικό Ιράν για να επιδράμουν αλλού, ή απλώς να απορροφηθούν από μια ταχέως αναπτυσσόμενη συνομοσπονδία υπό τη Μηδική ηγεμονία. [29]
Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι η περίοδος από τη νίκη των Σκυθών επί των Μήδων μέχρι τη δολοφονία των Σκυθών ηγετών ήταν ακριβώς 28 χρόνια, αλλά αυτή η χρονολογία είναι προβληματική. [39] Είναι πολύ απίθανο οι Σκύθες να είχαν κυριαρχήσει στους Μήδους για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Οι Σκύθες, όντας νομάδες, ήταν σκληροί πολεμιστές, αλλά ανίκανοι να κυβερνήσουν μεγάλα εδάφη για μεγάλο χρονικό διάστημα. [38] Αυτός, και άλλοι λόγοι, οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι η κυριαρχία των Σκυθών ήταν πολύ μικρότερη. Δεν θα μπορούσε να περάσει πολύς καιρός μετά την επίθεση των Σκυθών, για να αρχίσουν οι Μήδοι να ανακτούν και να καθαρίζουν τα εδάφη τους από τους Σκύθες. Αν η εισβολή έγινε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κυαξάρη, και όχι του Φραόρτη, είναι πιθανό ότι λιγότερο από μια δεκαετία μετά την εμφάνισή τους, οι Μήδοι ήταν αρκετά ισχυροί για να επαναλάβουν τα παλαιά τους σχέδια, και για δεύτερη φορά, να οδηγήσουν στρατό στην Ασσυρία. [39] Αν και η αφήγηση του Ηροδότου για τη μεσοβασιλεία των Σκυθών δεν είναι απίθανη, εκτός από τη διάρκεια της σκυθικής κυριαρχίας [38], η αφήγησή του έχει θρυλικό χαρακτήρα, και δεν είναι αξιόπιστη. [24] Παρά την αμφίβολη ιστορικότητα της Σκυθικής μεσοβασιλείας, οι Σκύθες αναφέρονται στις ασσυριακές πηγές την ίδια περίοδο της υποτιθέμενης μεσοβασιλείας. [40]
Μετά το τέλος του Ασουρμπανιπάλ το 631 π.Χ., η αυτοκρατορία των Ασσυρίων εισήλθε σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. [41] Το 626 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι επαναστάτησαν ενάντια στην κυριαρχία των Ασσυρίων. Ο Ναβοπολάσαρ, κυβερνήτης των νότιων περιοχών και ηγέτης της εξέγερσης, σύντομα αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς της Βαβυλώνας. [24] Ο Ναβοπολάσαρ απέκτησε τον έλεγχο της Βαβυλώνας, αλλά όχι όλη τη Βαβυλωνία από τους Ασσύριους, και επιδόθηκε σε σοβαρές μάχες: πρέπει να έψαχνε για πιθανούς συμμάχους. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο βασιλιάς της Μηδίας Φραόρτης σκοτώθηκε γύρω στο 625 π.Χ., κατά τη διάρκεια μιας ανεπιτυχούς εισβολής στην Ασσυρία. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ Μήδων και Ασσυρίων από το 624 έως το 617 π.Χ. Είναι άγνωστο εάν οι Μήδοι εξακολουθούσαν να χωρίζονται γεωγραφικά από την καρδιά της Ασσυρίας από τα βουνά του Ζάγκρος και τους γύρω λαούς, ή αν είχαν ήδη επιβληθεί στις ορεινές ασσυριακές επαρχίες, ιδιαίτερα στη Μαζαμούα (σημερινή Σουλεϊμανίγια). Ωστόσο, για τα επόμενα χρόνια από το 616 έως το 595, μεγάλο μέρος του Βαβυλωνιακού Χρονικού διατηρείται και παρέχει αρκετά αξιόπιστη περιγραφή των γεγονότων. Η πηγή δεν αποτελεί πλήρη καταγραφή της ιστορίας της περιόδου, [42] και επικεντρώνεται αποκλειστικά σε γεγονότα στη Μεσοποταμία. [31] Αφού εξασφάλισε τον πλήρη έλεγχο της βαβυλωνιακής επικράτειας, ο Ναβοπολάσαρ (π. 626–605 π.Χ.) βάδισε εναντίον της Ασσυρίας. [24]
Το 616 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι νίκησαν έναν ασσυριακό στρατό στον μέσο Ευφράτη, και αιχμαλώτισαν τις δυνάμεις των Μανέων που βοηθούσαν τους Ασσύριους. Το αν το βασίλειο των Μαννέων υπήρχε ακόμη μέχρι τότε, παραμένει αβέβαιο. Την ίδια χρονιά, οι Βαβυλώνιοι νίκησαν τους Ασσύριους κοντά στην Aρράφα (σημερινό Κιρκούκ). Τον 3ο μήνα του 615 π.Χ., οι Βαβυλώνιοι βάδισαν κατευθείαν στον Τίγρη, και επιτέθηκαν στην Ασούρ, αλλά εκδιώχθηκαν πίσω. Τον 8ο μήνα, οι Μήδοι ήταν ενεργοί κοντά στην Αρράφα, γεγονός που υποδηλώνει μια αμοιβαία συμφωνία μεταξύ Μήδων και Βαβυλωνίων. [42] Δεδομένου ότι η Αράφα ήταν πολύ κοντά στα κύρια κέντρα της ασσυριακής καρδιάς (Ασούρ, Νινευή και Αρμπέλα), όλες οι θέσεις της αυτοκρατορίας στο δυτικό Ιράν πιθανότατα είχαν ήδη χαθεί. [31] Οι Μήδοι έφτασαν στη Νινευή τον 5ο μήνα του 614 π.Χ., λεηλατώντας την περιοχή μεταξύ Αρράφα και Νινευή. Στα μέσα του 614 π.Χ., οι Μήδοι κατέλαβαν την Ταρμπίσου, μια πόλη λίγο βόρεια της ασσυριακής πρωτεύουσας Νινευή, και στη συνέχεια κατέβηκαν στον Τίγρη για να επιτεθούν στην Ασούρ, την οποία κατέλαβαν πριν από την άφιξη του βαβυλωνιακού στρατού, που ερχόταν σε βοήθεια. Αυτή η συλλογική προσπάθεια υποδηλώνει μια προϋπάρχουσα συμμαχία μεταξύ του Ναβοπολάσαρ και του βασιλιά της Μηδίας Κυαξάρη (βασ. 625–585 π.Χ.), στη συνέχεια συναντήθηκαν προσωπικά και επισημοποίησαν τη σχέση τους. [42] Ο Βαβυλώνιος ιστορικός Βηρωσσός αναφέρει, ότι αυτή η συμμαχία μεταξύ της Βαβυλώνας και της Μηδίας επισφραγίστηκε με το γάμο της Αμύτης, πιθανώς της κόρης του Κυαξάρη, με τον γιο του Ναβοπολάσαρ, τον Ναβουχοδονόσορ Β'. [38] Μετά ο Κυαξάρης και ο στρατός του επέστρεψαν στην χώρα τους. Το 613 π.Χ. οι Μήδοι δεν αναφέρονται στο χρονικό. Ωστόσο το 612 π.Χ. εμφανίζεται στη σκηνή ένας βασιλιάς της ουμάν-μαντά: είναι σίγουρα πανομοιότυπος με τον βασιλιά των Μήδων, αν και είναι περίεργο το γεγονός, ότι μια μόνο σφηνοειδής πλάκα περιγράφει έναν λαό με δύο διαφορετικούς όρους. Οι συνδυασμένες στρατιωτικές δυνάμεις Κυαξάρης και Ναβοπολάσαρ πολιόρκησαν τη Νινευή, με αποτέλεσμα την πτώση της μετά από τρεις μήνες. Μετά την λεηλασία της ασσυριακής πρωτεύουσας, μόνο οι Βαβυλώνιοι φαίνεται ότι συνέχισαν την εκστρατεία, και ένα μέρος του βαβυλωνιακού στρατού βάδισε στη Νασιβίνα και τη Ρασάπα, ενώ ο Κυαξάρης και ο στρατός του επέστρεψαν στη Μηδία. Εν τω μεταξύ οι Ασσύριοι ανασυγκροτήθηκαν υπό έναν νέο βασιλιά δυτικότερα στο Χαρράν. Οι Μήδοι φαίνεται να απουσιάζουν από την αφήγηση του 611 π.Χ., ενώ οι Βαβυλώνιοι δραστηριοποιούνται στρατιωτικά προχωρώντας προς τη Συρία και τον άνω Ευφράτη. [42] Ο Αιγύπτιος φαραώ Nεχώ Β΄ έστειλε βοήθεια στον ασσυριακό στρατό που είχε εδραιωθεί στη Χαρράν. Έτσι ο Ναβοπολάσαρ φαίνεται ότι ζήτησε βοήθεια από τους Μήδους. [43] Οι Μήδοι επανεμφανίστηκαν στη σκηνή το 610 π.Χ., όταν ενώθηκαν με τους Βαβυλώνιους για μια επίθεση στη Χαρράν. Αντιμέτωποι με την τρομερή συμμαχία, οι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι σύμμαχοί τους εγκατέλειψαν τη Χαρράν, η οποία κατελήφθη. Μετά από αυτό, οι Μήδοι αναχώρησαν για τελευταία φορά [42], και γνωρίζουμε τις δραστηριότητές τους σε μεγάλο βαθμό από κλασικές πηγές. [44] Το 605 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι βάδισαν στο Καρχεμίς και το κατέκτησαν, νικώντας εντελώς τους Ασσύριους και τους Αιγύπτιους. Δεν είναι ξεκάθαρο αν και οι Μήδοι συμμετείχαν στην τελική αυτή ήττα των Ασσυρίων. [24]
Το αποτέλεσμα της πτώσης της Ασσυρίας για τη Μηδική εδαφική επέκταση είναι άγνωστο, αλλά το Βαβυλωνιακό Χρονικό και άλλα στοιχεία υποδηλώνουν, ότι το μεγαλύτερο μέρος της πρώην ασσυριακής επικράτειας τέθηκε υπό τον έλεγχο της Βαβυλωνίας. [45] Ο Mάριο Λιβεράνι υποστηρίζει την αντίληψη, ότι οι Μήδοι και οι Βαβυλώνιοι μοιράζονταν την ασσυριακή επικράτεια. Αντίθετα, οι Μήδοι απλώς κατέλαβαν το Ζάγκρος, το οποίο η Ασσυρία είχε ήδη χάσει νωρίτερα. [5] Μέχρι πρόσφατα ήταν κοινή άποψη, ότι μετά την πτώση της Ασσυρίας, οι Μήδοι κατέλαβαν τα ασσυριακά εδάφη ανατολικά του ποταμού Τίγρη, καθώς και την περιοχή Χαρράν. Αυτή η άποψη βασίζεται εν μέρει σε ένα κείμενο του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβονίδη, που δείχνει ότι οι Μήδοι κυριάρχησαν στη Χαρράν για 54 χρόνια μέχρι το 3ο έτος της βασιλείας του, και αργότερα σε κλασικές πηγές. Σε αυτή την περίπτωση, οι Μήδοι κατείχαν το Χαρράν από το 607 έως το 553 π.Χ. Ωστόσο, ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η καρδιά της Ασσυρίας και της Χαρράν παρέμεινε υπό τον έλεγχο της Βαβυλωνίας από το 609 π.Χ. μέχρι την πτώση της Νεο-Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας το 539 π.Χ. Είναι αλήθεια ότι, αν κρίνουμε από το Βαβυλωνιακό Χρονικό, η Χαρράν παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Βαβυλωνίων ενώ οι Μήδοι επέστρεψαν στη γη τους. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι λίγο καιρό μετά το 609 π.Χ., οι Μήδοι πήραν ξανά τη Χαρράν και παρέμειναν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. [24]
Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., οι Μήδοι φαίνεται να έχουν συγχωνευθεί σε μια σημαντική πολιτική οντότητα υπό έναν μονάρχη, όπως αποδεικνύεται από τη μηδο-βαβυλωνιακή κατάκτηση της Ασσυρίας. Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη Μηδική κοινωνικοπολιτική δομή, και οι μελετητές διαφέρουν έντονα σε ό,τι συμπεραίνουν από ορισμένα μάλλον διφορούμενα στοιχεία. Ορισμένοι υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας πολύ ανεπτυγμένης αυτοκρατορίας, επηρεασμένης έντονα από τις ασσυριακές αυτοκρατορικές πρακτικές. Αντίθετα, άλλοι, υπογραμμίζοντας την έλλειψη συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, κλίνουν να θεωρούν τους Μήδους ως σίγουρα μια ισχυρή δύναμη, αλλά που ποτέ δεν ανέπτυξαν κρατικούς θεσμούς. [45] Είναι η περίοδος μεταξύ της πτώσης της Νινευή το 612 π.Χ. και της κατάκτησης της πρωτεύουσας των Μηδικών Εκβάτανων από τους Πέρσες το 550 π.Χ., που εικάζεται η ύπαρξη μιας ισχυρής αυτοκρατορίας των Μήδων. Ωστόσο, οι σύγχρονες πηγές για τους Μήδους αυτής της περιόδου είναι σπάνιες. [5] Σε κάθε περίπτωση, τα διαθέσιμα στοιχεία σε βαβυλωνιακές και βιβλικές πηγές δείχνουν, ότι οι Μήδοι έπαιξαν σημαντικό πολιτικό ρόλο στην αρχαία Εγγύς Ανατολή μετά την πτώση της Ασσυρίας. [46] Τέσσερις δυνάμεις κυριάρχησαν στην αρχαία Εγγύς Ανατολή από τότε: Βαβυλώνα, Μηδία, Λυδία και, νοτιότερα η Αίγυπτος. [24]
Οι Μήδοι φαίνεται ότι σύντομα δημιούργησαν κοινά σύνορα με τη Λυδία στην κεντρική Μ. Ασία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι εχθροπραξίες μεταξύ των Μήδων και των Λυδών ξεκίνησαν πέντε χρόνια πριν από μια μάχη, που χρονολογείται ακριβώς από την έκλειψη του 585 π.Χ. Αν αυτή η αφήγηση ισχύει, υπονοείται ότι πριν από το 590 π.Χ., οι Μήδοι είχαν ήδη υποτάξει τη Μανέα και την Ουραρτού. Ο Τζούλιαν Ρηντ πρότεινε ότι το λήμμα του Βαβυλωνιακού Χρονικού για το 609 π.Χ. θα μπορούσε να αναφέρεται σε μια επίθεση της Μηδίας κατά της Ουραρτού, και όχι σε μια Βαβυλωνιακή επίθεση. Αυτό το γεγονός, που συνέβη λίγο πριν από τις επιθέσεις των Βαβυλωνίων το 608 και πιθανώς το 607 π.Χ., θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι οι Βαβυλώνιοι παρείχαν υποστήριξη για την επέκταση των Μήδων προς τα δυτικά, στο οροπέδιο της Μ. Ασίας. Μια άλλη υπόθεση είναι ότι, ήδη από το 615 π.Χ., ο Κυαξάρης και ο Ναβοπολάσαρ είχαν σφυρηλατήσει ένα σχέδιο για την καταστροφή τόσο της Ουραρτού όσο και της Ασσυρίας. [42] Λίγα είναι γνωστά για το τέλος της Ουραρτού, καθώς οι γραπτές πηγές τελειώνουν μετά το 640 π.Χ. Ενώ οι Κιμμέριοι και οι Μήδοι θεωρούνται υπεύθυνοι για το τέλος της Ουραρτού, η γενική συναίνεση είναι ότι η Ουραρτού καταστράφηκε από τους Μήδους στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. [47]
Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. οι Κιμμέριοι εισέβαλαν στον Καύκασο και τη Μ. Ασία. Ενώ οι Κιμμέριοι εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες της Καππαδοκίας, το βασίλειο της Λυδίας αναδυόταν στη Μ. Ασία, με πρωτεύουσα τις Σάρδεις. Οι Λυδοί βασιλείς απέκρουσαν την εισβολή των Κιμμέριων, και ξεκίνησαν μια επίθεση προς τα ανατολικά, πλησιάζοντας σταδιακά την Καππαδοκία. [48] Η Κιμμέρια δύναμη, κάποτε μεγάλη και σημαντική στην Καππαδοκία, κατέρρευσε σχεδόν ταυτόχρονα με την Ουραρτού. Αυτό δημιούργησε μια ευκαιρία στους Μήδους, οι οποίοι, αφού κατέκτησαν την Ουραρτού, εισήλθαν στη Μ. Ασία, υποτάσσοντας την Καππαδοκία. Αυτή η περιοχή μπορεί να τους ήταν οικεία, καθώς τα ασσυριακά κείμενα από τον 7ο αι. π.Χ. περιγράφουν την κατάσταση στη Μ. Ασία δυτικά του Ευφράτη, παρόμοια με την περιοχή του Ζάγκρου. [47] Ο Ηρόδοτος αφηγείται ότι ο Κυαξάρης έστειλε μια πρεσβεία στη Λυδία για να απαιτήσει την έκδοση των Σκύθων φυγάδων από τη Μηδία, αλλά ο Λυδός μονάρχης Αλυάττης Β΄ αρνήθηκε, οδηγώντας σε πόλεμο μεταξύ των δύο βασιλείων. Ο πόλεμος μεταξύ των Μήδων και των Λυδών οδήγησε σε μια σειρά συγκρούσεων για πέντε χρόνια, με τις δύο πλευρές να βιώνουν εναλλασσόμενες νίκες. Κατά το 6ο έτος της σύγκρουσης, μια έκλειψη Ηλίου διέκοψε μια μάχη, οδηγώντας και τις δύο πλευρές να συνάψουν μια συνθήκη ειρήνης με τη μεσολάβηση του Λαβύνητου της Βαβυλώνας και του Συενέση Α' της Κιλικίας . Ως αποτέλεσμα, ο ποταμός Άλυς καθιερώθηκε ως το σύνορο μεταξύ των δύο δυνάμεων. Η συνθήκη επισφραγίστηκε με το γάμο της Αρυένης, κόρης του Αλυάττη, και του Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη [39] δημιουργώντας μια νέα ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των κρατών της Εγγύς Ανατολής. [29]
Με λίγα λόγια, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κυαξάρης υπέταξε όλη την Ασία ανατολικά του ποταμού Άλυ, προτείνοντας να εμπλακεί σε μια σειρά μαχών με διάφορους λαούς της περιοχής, για να τους υποτάξει. Αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να υπονοεί, ότι εκτός από την Καππαδοκία και την Ουραρτού, οι Iβενάνοι, Mάκρωνες, Mούσκοι, Mάρες, Mοσύνοικοι και Tιβαρενοί υποτάχθηκαν από τον Κυαξάρη. [39] Αργότερα έμμεσα στοιχεία υποδηλώνουν, ότι οι Μήδοι μπορεί να κατέκτησαν τις περιοχές Υρκανία, Παρθία, [24] Σαγαρτία, [49] Δρανγκιανή, [50] Aρία [51] και Βακτρία, αποτελώντας μια αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τη Μ. Ασία στα δυτικά έως την Κεντρική Ασία στα ανατολικά. [24] Όποιος και αν είναι ο πολιτικός ρόλος των Μήδων στα ανατολικά, η εκπροσώπηση μιας ινδικής πρεσβείας στην αυλή τού Κυαξάρη (Ξενοφών, Κύρου Παιδεία 2.4.1) φαίνεται εύλογο αποτέλεσμα εμπορικών επαφών. [49]
Ο Κυαξάρης απεβίωσε λίγο μετά τη συνθήκη με τους Λυδούς, αφήνοντας τον θρόνο στον γιο του Αστυάγη. [38] Σε σύγκριση με τον Κυαξάρη, λίγα είναι γνωστά για τη βασιλεία του Αστυάγη. [29] Ο γάμος του με την Αρυένη τον έκανε κουνιάδο του μελλοντικού βασιλιά της Λυδίας Κροίσου, και ο γάμος της αδελφής του Αμύτης με τον βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα Β' (βασ. 605–562 π.Χ.) τον έκανε κουνιάδο τού τελευταίου επίσης. [38] Ωστόσο, δεν ήταν όλα καλά με τη συμμαχία με τη Βαβυλώνα, και υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που υποδηλώνουν, ότι η Βαβυλώνα μπορεί να φοβόταν τη δύναμη των Μήδων. [29] Οι σχέσεις μεταξύ Βαβυλωνίας και Μηδίας φαίνεται να έχουν επιδεινωθεί, αφού στη δεκαετία του 590 π.Χ. αναμενόταν ότι οι Μήδοι θα εισέβαλαν στη βαβυλωνιακή επικράτεια, όπως φαίνεται από τις ομιλίες του Ιερεμία. [52] Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αστυάγης πάντρεψε την κόρη του Μανδάνη με τον Πέρση βασιλιά Καμβύση Α', με τον οποίο θα αποκτήσει έναν γιο, τον Κύρο Β', συνδέοντας τη δυναστεία των Μήδων με τη δυναστεία των Αχαιμενιδών. Αυτός ο γάμος θα είχε γίνει πριν από το 576 π.Χ., αλλά υπάρχει κάποια αμφιβολία για την ιστορικότητά του. [53]
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Αστυάγης μπορεί να εργάστηκε, για να ενισχύσει και να συγκεντρώσει το Μηδικό κράτος, σε αντίθεση με τη θέληση των φυλετικών ευγενών. Αυτό μπορεί να συνέβαλε στην πτώση του βασιλείου. [1] Σύμφωνα με τον Κτησία, οι βασιλείς της Μηδίας πολέμησαν επίσης εναντίον των Καδουσίων και των Σακαίων, αν και δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που να το υποστηρίζουν. Ωστόσο, η αναφορά σε πόλεμο κατά των Σακαίων μπορεί να υποδηλώνει συνεχείς προκλήσεις από τις νομαδικές επιδρομές, ενώ η αφήγηση για τον πόλεμο κατά των Καδουσίων μπορεί να υποδηλώνει, ότι οι Μήδοι είχαν περιορισμένο έλεγχο στις νότιες ακτές της Κασπίας Θάλασσας, όπου ζούσαν οι Καδούσιοι. [15] Προφανώς, η βασιλεία του Αστυάγη ήταν σχετικά αδιατάρακτη μέχρι λίγο πριν το τέλος της. Ο Μωυσής της Χορηνής ισχυρίζεται, ότι συμμετείχε σε μακροχρόνιο αγώνα με έναν Αρμένιο βασιλιά ονόματι Τιγράνη, αλλά ελάχιστη αξία μπορεί να δοθεί σε αυτές τις δηλώσεις. [39]
Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Κτησίας, απεικονίζουν τη Μηδο-Περσική σύγκρουση ως μια παρατεταμένη εξέγερση υπό την ηγεσία του Πέρση βασιλιά Κύρου Β' εναντίον του άρχοντα των Μήδων. Ωστόσο, η έννοια της Μηδικής κυριαρχίας στην Περσία δεν υποστηρίζεται από τα σύγχρονα στοιχεία. Σύμφωνα με το Χρονικό του Ναβονίδη, το 550 π.Χ., ο βασιλιάς της Μηδίας Αστυάγης βάδισε με τα στρατεύματά του εναντίον του Κύρου της Περσίας "για κατάκτηση". Όμως, οι δικοί του στρατιώτες επαναστάτησαν, τον αιχμαλώτισαν και τον παρέδωσαν στον Κύρο. Στη συνέχεια, ο Κύρος κατέλαβε τη Μηδική πρωτεύουσα των Εκβάτανων. Οι βασικές λεπτομέρειες αυτής της αφήγησης ευθυγραμμίζονται με τη λεπτομερή αφήγηση της προδοσίας και του δεσποτισμού του βασιλιά της Μηδίας στον Ηρόδοτο. Το ότι η αντιπαράθεση είναι πιθανό να ήταν μεγαλύτερη από ό,τι αναφέρει το συνοπτικό λήμμα του χρονικού, υποδηλώνεται από μια επιγραφή από τη Σιπάρ, όπου ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβόνιδος φαίνεται να αναφέρεται σε μια σύγκρουση μεταξύ Περσών και Μήδων ήδη το 553 π.Χ. [54]
Στην αφήγηση του Ηροδότου, ο Κύρος, εκτός από υποτελής της Μηδίας, ήταν και εγγονός του Αστυάγη. Ωστόσο, οι βαβυλωνιακές πηγές δεν το αναφέρουν. Αναφέρονται στον Κύρο μόνο ως «ο βασιλιάς της Ανσάν» (δηλαδή της Περσίας), ενώ ο Αστυάγης ονομάζεται «βασιλιάς των Μήδων». Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Μήδος στρατηγός Άρπαγος οργάνωσε συνωμοσία κατά του Αστυάγη, και κατά τη διάρκεια μιας μάχης αυτομόλησε με μεγάλο μέρος των στρατευμάτων στο πλευρό του Κύρου. Ο ίδιος ο Αστυάγης διέταξε τον στρατό στη μάχη, αλλά οι Μήδοι ηττήθηκαν και ο βασιλιάς τους αιχμαλωτίστηκε. [24] Η βαθύτερη αιτία της εξέγερσης του Μηδικού στρατού μπορεί να ήταν η δυσαρέσκεια με τις πολιτικές του Αστυάγη. Τον 6ο αι. π.Χ., οι ιρανικές φυλές εγκαθίστανται όλο και περισσότερο και οι ηγέτες τους δεν έμοιαζαν πλέον με τους αρχηγούς των πρώτων φυλών, αλλά άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν βασιλείς. Όταν ο Αστυάγης άρχισε να τιμωρεί μερικούς από αυτούς τους ηγέτες των φυλών, μια εξέγερση έγινε αναπόφευκτη. [53]
Μετά την κατάληψη του Αστυάγη, ο Κύρος βάδισε στα Εκβάτανα και μετέφερε τα τιμαλφή της πόλης στο Ανσάν. [24] Καθώς η έκταση της επικράτειας που έλεγχαν οι Μήδοι αμφισβητείται, δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς κέρδισε ο Κύρος με τη νίκη του. [54] Η ανάληψη του ελέγχου των Μήδων μπορεί να συνεπαγόταν την ανάληψη του ελέγχου υποτελών κρατών, όπως η Αρμενία, η Καππαδοκία, η Παρθία, η Δρανγιανή και η Αρία. Αν ο Κύρος ήταν πράγματι εγγονός του Αστυάγη, όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, τότε αυτό θα εξηγούσε, γιατί οι Μήδοι αποδέχτηκαν τη βασιλεία του. Ωστόσο, είναι επίσης πιθανό ότι η σύνδεση μεταξύ του Κύρου και του Αστυάγη επινοήθηκε, για να δικαιολογήσει την περσική κυριαρχία στους Μήδους. [55] Σύμφωνα με τον Κτησία, ο Αστυάγης είχε μια κόρη την Αμύτη, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Σπιτάμα, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ο υποτιθέμενος διάδοχος τού πεθερού του. Αφού σκότωσε τον Σπιτάμα, ο Κύρος θα είχε νυμφευτεί την Αμύτη για να αποκτήσει νομιμότητα. Αν και η αυθεντικότητα της αφήγησης του Κτησία είναι αμφισβητήσιμη, είναι πολύ πιθανό ο Κύρος να νυμφεύτηκε μια κόρη του βασιλιά της Μηδίας. [56]
Μετά την ήττα του Αστυάγη, ο Λυδός βασιλιάς Κροίσος διέσχισε τον ποταμό Άλυ, με την ελπίδα να επεκτείνει τα σύνορά του προς τα ανατολικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα έναν πόλεμο, που οδήγησε τη Λυδία να κατακτηθεί από τους Πέρσες. [53] Στη συνέχεια ο Κύρος κατέκτησε τη Βαβυλώνα, βάζοντας τέλος σε τρεις δυνάμεις στην Αρχαία Εγγύς Ανατολή: τη Μηδία, τη Λυδία και τη Βαβυλώνα, όλες μέσα σε μια δεκαετία. [4] Στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, η Μηδία διατήρησε μια προνομιακή θέση, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση μετά την ίδια την Περσία. Η Μηδία ήταν μια μεγάλη επαρχία, και η πρωτεύουσά της, τα Εκβάτανα, έγινε μια από τις πρωτεύουσες των Αχαιμενιδών, και η θερινή κατοικία των Περσών βασιλέων. [24] Η περσική κυριαρχία στη Μηδία κλονίστηκε από μια μεγάλη εξέγερση στις αρχές της βασιλείας του Δαρείου Α΄, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία, αφού σκότωσε τον σφετεριστή Γαυμάτα. Το γεγονός αυτό ακολούθησε μια σειρά εξεγέρσεων στις σατραπείες των Αχαιμενιδών. Όταν ο Δαρείος κατέστειλε αυτές τις εξεγέρσεις και έμεινε στη Βαβυλώνα, κάποιος Φραόρτης προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία, και να αποκαταστήσει τη Μηδική ανεξαρτησία. Ισχυρίστηκε ότι ήταν απόγονος του Κυαξάρη, και κατάφερε να καταλάβει τα Εκβάτανα τον Δεκέμβριο του 522 π.Χ. Περίπου την ίδια εποχή σημειώθηκε μια νέα εξέγερση στο Ελάμ, και εξεγέρσεις σημειώθηκαν σε γειτονικές επαρχίες όπως η Αρμενία, η Ασσυρία και η Παρθία. Την άνοιξη, ο Πέρσης ηγέτης εισέβαλε στη Μηδία από τα δυτικά, και τον Μάιο του 521 π.Χ. νίκησε τον Φραόρτη. Η περσική νίκη ολοκληρώθηκε, και ο Φραόρτης κατέφυγε στην Παρθία, αλλά αιχμαλωτίστηκε στο Ράγες (σημερινή Τεχεράνη). Αργότερα, ο επαναστάτης βασανίστηκε και σταυρώθηκε στα Εκβάτανα. Μετά τη νίκη του, ο Δαρείος μπορούσε να στείλει στρατεύματα στην Αρμενία και την Παρθία, όπου οι στρατηγοί του κατάφεραν να νικήσουν τους εναπομείναντες επαναστάτες. [57] Ένας Σαγκάρτιος ονόματι Τριταντέχμης, ο οποίος ισχυρίστηκε επίσης ότι ήταν απόγονος του Κυαξάρη, συνέχισε την εξέγερση, αλλά και ηττήθηκε. Αυτή είναι η τελευταία εξέγερση των Μήδων κατά της κυριαρχίας των Αχαιμενιδών. Μετά το τέλος της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, η Μηδία συνέχισε να έχει μεγάλη σημασία στις μεταγενέστερες αυτοκρατορίες των Σελευκιδών και των Πάρθων. [58]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.