ισραελ From Wikipedia, the free encyclopedia
Από την Εποχή του Πλειστόκαινου, περίπου 1,8 εκατομμύρια χρόνια πριν, η Κοιλάδα του Νείλου κατοικήθηκε από διάφορους πληθυσμούς κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. Κατά την Ύστερη Παλαιολιθική Περίοδο, περίπου το 10.000 π.Χ., το υγρό κλίμα της Βόρειας Αφρικής άρχισε να γίνεται αυξανόμενα ζεστό και ξηρό, αναγκάζοντας τους ανθρώπινους πληθυσμούς της τότε μη ερημικής (ακόμη) Σαχάρας, να συγκεντρωθούν σταδιακά στην Κοιλάδα του Νείλου. Ο Νείλος ήταν η γραμμή της ζωής για την Αίγυπτο.[1] Έτσι, πληθυσμοί από τις γύρω περιοχές μετακόμισαν μέσα σε αυτήν (τη μη ερημική τότε) περιοχή. Οι ενδείξεις δείχνουν ότι ταυτόχρονα οι πληθυσμοί της Κοιλάδας του Νείλου μειώθηκαν.[2] Περίπου πριν από 5.000 χρόνια, η υγρή περίοδος της Σαχάρας τελείωσε. Ο πληθυσμός της υποχώρησε νότια, προς το Σαχέλ, και ανατολικά, προς την Κοιλάδα του Νείλου. Αυτοί οι πληθυσμοί έπαιξαν ένα μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του Αιγυπτιακού κράτους καθώς έφεραν τα σπαρτά τους, τα πρόβατά τους, τις κατσίκες τους και τα βοοειδή τους στην Κοιλάδα του Νείλου.[2][3]
Η Προδυναστική Περίοδος της Αρχαίας Αιγύπτου (πριν το 3100 π.Χ.) ήταν παραδοσιακά μια περίοδος μεταξύ της Νεώτερης Νεολιθικής και της αρχής της Φαραωνικής Μοναρχίας, που άρχισε με τον Φαραώ Μήνη. Ωστόσο, οι χρονολογίες της Προδυναστικής Περιόδου αρχικά καθορίστηκαν πριν αρχίσουν οι μεγάλες αρχαιολογικές ανασκαφές στην Αίγυπτο, οπότε πιο πρόσφατες ανακαλύψεις άρχισαν σταδιακά να προκαλούν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών για το πότε ακριβώς τελείωσε η περίοδος αυτή. Έτσι, από ορισμένοι από αυτούς ονομάζουν τμήμα της περιόδου ως «Δυναστεία 0» και περιορίζοντας έτσι τη χρονική περίοδο της κυρίως Προδυναστικής Περιόδου.
Η Προδυναστική Περίοδος γενικά υποδιαιρείται σε δυο πολιτιστικές περιόδους που ονομάστηκαν από τις περιοχές που βρέθηκαν για πρώτη φορά δείγματα οικισμών της κάθε υποπεριόδου. Ωστόσο, η ίδια σταδιακή ανάπτυξη χαρακτηρίζει ολόκληρη την Προδυναστική Περίοδο και οι διαφορετικοί πολιτισμοί δεν πρέπει να ερμηνευτούν ως ξεχωριστές οντότητες, αλλά σε μεγάλο βαθμό ως υποκειμενικά χωρισμένα τμήματα, που χρησιμοποιούνται για να διευκολυνθεί η μελέτη ολόκληρης της περιόδου.
Οι περισσότερες αρχαιολογικές ανασκαφές στην Αίγυπτο έγιναν στην Άνω Αίγυπτο, επειδή η λάσπη του Νείλου καθιζάνει πολύ έντονα στην περιοχή του δέλτα, οπότε οι περισσότερες τοποθεσίες της Προδυναστικής Περιόδου εκεί έχουν από τότε ταφεί εντελώς.[4]
Ο «Κοινωνία[5] του Κουαντάν» ήταν μια κοινωνία που εντοπίστηκε ότι ζούσε στη Βορειοδυτική Αφρική περίπου πριν από 15.000 χρόνια.[6][7] Ο τρόπος ζωής της διατηρήθηκε για 4.000 χρόνια και χαρακτηριζόταν από το κυνήγι και την τροφοσυλλογή που περιλάμβανε την κατανάλωση, μετά από επεξεργασία, άγριων λαχανικών και δημητριακών.[6][7]
Αυτή η κοινωνία χαρακτηρίστηκε ως μια από τις Μεσολιθικού επιπέδου κοινότητες που ζούσαν στη Νουβία και στην άνω Κοιλάδα του Νείλου πριν από το 9.000 π.Χ, κατά την περίοδο που ο Νείλος είχε υψηλή στάθμη υδάτων. Χαρακτηριζόταν, ακόμη, από μια βιοτεχνία εξειδικευμένων λίθινων εργαλείων, που οδηγεί στο συμπέρασμα ενός βαθμού εξειδίκευσης και τοπικά διαφοροποιημένων ομάδων του πληθυσμού της.[8]
Η συνολική οικονομία της Κοινωνίας του Κουαντάν βασιζόταν, λοιπόν, στην αλιεία, στο κυνήγι, στην τροφοσυλλογή και επεξεργασία δημητριακών, καθώς και στην κατασκευή εξειδικευμένων λίθινων εργαλείων.[8]
Αναλύσεις γύρης σε αρχαιολογικές τοποθεσίες δείχνουν την ύπαρξη της «Κοινωνίας της Λατόπολης» ή «Κοινωνίας της Έσνας» ή «Σηβίλιας Κοινωνίας». Ήταν μια Μεσολιθικού επιπέδου κοινότητα που βασίζονταν στην τροφοσυλλογή και επεξεργασία άγριου σιταριού και κριθαριού. Καλλιεργημένοι σπόροι δεν βρέθηκαν. Άλλωστε, τόσο το σιτάρι όσο και το κριθάρι που καλλιεργούμε ως στις μέρες μας, προέρχεται από τη Μικρά Ασία και την Παλαιστίνη.[9] Υποτέθηκε, μάλιστα, ότι ο σχετικά τεμπέλικος τρόπος ζωής τους οδήγησε σε αυξανόμενη πολεμικότητα, που τελικά ήταν επιζήμια για την οικονομία τους και οδήγησε, τελικά, την κοινωνία αυτή στο τέλος της.[9] Την αντικατέστησε μια άλλη κοινωνία από κυνηγούς, ψαράδες και τροφοσυλλέκτες με λίθινα εργαλεία.
Η συνεχιζόμενη ερημοποίηση οδήγησε τους πρώτους προγόνους των Αιγυπτίων να εγκατασταθούν οριστικά γύρω από τον Νείλο και να αναγκαστούν να αποδεχτούν έναν πιο καθιστικό τρόπο ζωής. Η περίοδος 9.000 - 6.000 π.Χ. άφησε πολύ λίγες αρχαιολογικές ενδείξεις. Ωστόσο, γύρω στο 6.000 π.Χ. εμφανίστηκαν Νεολιθικοί οικισμοί σε όλη την Αίγυπτο.[10] Τότε, για πρώτη φορά στην αποκαλούμενη «Περίοδο Φαγιούμ», και αντίθετα από ότι συνέβαινε στους μεταγενέστερους Αιγυπτιακούς οικισμούς, οι νεκροί τους θάβονταν πολύ κοντά, και μερικές φορές και μέσα στους οικισμούς των ζωντανών.[11]
Παρόλο που οι αρχαιολογικές τοποθεσίες αποκάλυψαν πολύ λίγα γι' αυτήν την περίοδο, μια εξέταση πολλών αιγυπτιακών λέξεων για «πόλη», δίνει μια υποθετική λίστα από αιτίες για τη μόνιμη πια εγκατάσταση των Αιγυπτίων. Στην Άνω Αίγυπτο, οι λέξεις για «πόλη» προβάλουν τη λειτουργικότητά της για εμπορικό κέντρο, για την παροχή προστασίας του ζωικού κεφαλαίου και των κατοίκων από τις πλημμύρες σε σχετικά υψηλό έδαφος και τέλος ως ιερών τόπων για τις θεότητες.[12]
Η «Κοινωνία του Μερίμντε» ή «Κοινωνία του Μερίμντε Μπενί-Σαλάμ» ήταν μια Νεολιθικού επιπέδου κοινωνία που αντιστοιχεί στην ύστερη φάση της Κοινωνίας του Φαγιούμ και της Κοινωνίας Μπεντάρι της Προδυναστικής Αιγύπτου. Εκτιμάται ότι αναπτύχθηκε μεταξύ του 4800 και του 4300 π.Χ.[13] Το Μερίμντε αναφέρεται στην ομώνυμη αρχαιολογική τοποθεσία.
Η κοινωνία αυτή συγκεντρώθηκε γύρω από τον κύριο οικισμό της, που κάλυπτε περίπου 250 στρέμματα του Δυτικού Δέλτα του Νείλου, στην Κάτω Αίγυπτο, 45 χλμ. βορειοδυτικά του Καΐρου. Η τοποθεσία ανακαλύφθηκε από τον Γερμανό πρώην εφημέριο Hermann Junker, που ανέσκαψε μια έκταση 6.400 τετραγωνικά μέτρα στην τοποθεσία αυτή κατά την εκστρατεία του στο Δυτικό Δέλτα το 1928. Η εκστρατεία αυτή χρηματοδοτήθηκε από τον Άλμπερτ Ρόθμπαρτ (Albert Rothbart) από τη Νέα Υόρκη για λογαριασμό της Ακαδημίας της Βιέννης.[14]
Νεότερες ανασκαφές τη δεκαετία του 1970, που πραγματοποιήθηκε από τον Αιγυπτιακό Οργανισμό Αρχαιοτήτων και το Γερμανικό Ίδρυμα Αρχαιολογίας, οδήγησε στην εγκατάσταση της στρωματογραφικής ακολουθίας.[15]
Η τοποθεσία δείχνει μια ακολουθία κατοικημένων περιόδων που κράτησαν σχεδόν μια χιλιετία, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις. Ενώ ο Junker αναγνώρισε τρεις (3) τέτοιες ακολουθίες, άλλοι όπως ο Joseph Eiwanger, το 1977, ανακάλυψε ότι υπάρχουν πέντε (5), σημαντικά διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης περίοδοι. Τεχνουργήματα, όπως κεραμικά. που ήταν σχετικά πρωτόγονα χαρακτηρίστηκαν ότι ανήκαν στη «φάση I», μια φάση που χαρακτηρίστηκε από σχετικά μικρή πυκνότητα κατοίκησης. Ο Eiwanger τεκμηρίωσε ότι οι αποθηκευτικοί χώροι που ανήκαν στη «φάση II» ανήκαν σε μια φάση με αυξημένο (σχετικά) πληθυσμό.[16]
Οι αρχαιολογικές ενδείξεις δείχνουν ότι η οικονομία της Κοινωνίας του Μερίμντε ήταν κυρίως αγροτική, αν και συνέχιζαν παράλληλα και κάποιες αλιευτικές - κυνηγετικές δραστηριότητες, αλλά σε σαφώς μικρότερο βαθμό. Ο οικισμός αποτελούνταν από μικρές καλύβες από βέργες και άχυρο σε στρογγυλό ή ελλειπτικό επίπεδο σχήμα. Η κεραμική της κοινωνίας γραμμικών σχεδίων.[17]
Οι τάφοι είχαν πολύ μοναδικά χαρακτηριστικά, διαφορετικά από αυτά που εφάρμοζαν στην Άνω Αίγυπτο της Προδυναστικής Αιγύπτου και της μεταγενέστερης Δυναστικής Αιγύπτου. Δεν υπήρχαν ξεχωριστές περιοχές για τα κοιμητήρια και οι νεκροί θάβονταν μέσα στον οικισμό σε συνεσταλμένη θέση, σε ελλειπτικούς λάκκους χωρίς κτερίσματα και προσφορές.[18]
Την εποχή της Κοινωνίας των Μαάντι η τοποθεσία χρησιμοποιούνταν ως κοιμητήριο.
Η «Κοινωνία του Ελ Ομάρι» είναι γνωστή από έναν οικισμό κοντά στο σύγχρονο Κάιρο. Οι άνθρωποι εκεί φαίνεται να ζούσαν σε καλύβες αν και μόνο οι θέσεις και οι λάκκοι επιβίωσαν. Τα κεραμικά τους ήταν αδιακόσμητα. Τα λίθινα εργαλεία τους αποτελούνταν από μικρές λεπίδες, τσεκούρια και δρεπάνια. Τα μέταλλα τους ήταν άγνωστα ακόμη.[19]
Η «Κοινωνία του Μαάντι» ή «Κοινωνία του Μπούτο Μαάντι» ήταν η πιο σημαντική της Προϊστορική κοινωνία της Κάτω Αιγύπτου και σύγχρονη με την «Κοινωνία Ναπάντα - Φάση ΙΙ» (δείτε παρακάτω) της Άνω Αιγύπτου. Η κοινωνία είναι καλύτερα γνωστή από την τοποθεσία Μαάντι, κοντά στο Κάιρο, αλλά βεβαιώθηκε επίσης η παρουσία τγς και σε πολλές άλλες τοποθεσίες στο Δέλτα και στην περιοχή Φαγιούμ.
Ο χαλκός ήταν γνωστός και κάποιες χάλκινες αιχμές έχουν βρεθεί. Η κεραμικά ήταν απλά κα αδιακόσμητα και δείχνει, σε κάποιες φόρμες, διασυνδέσεις με τη Νότια Παλαιστίνη. Οι άνθρωποι ζούσαν αε μικρές καλύβες, που ήταν σκαμμένες εν μέρει μέσα στο έδαφος. Οι νεκροί θάβονταν σε κοιμητήρια, αλλά πολύ λίγα περιείχαν κτερίσματα. Τελικά η κοινωνία αυτή αντικαταστάθηκε από την «Κοινωνία Ναπάντα - Φάση ΙΙI» (δείτε παρακάτω) της Άνω Αιγύπτου. Ανοικτό ζήτημα αποτελεί τόσο το πότε ακριβώς συνέβη αυτό και το αν πρόκειται για βίαιη κατάκτηση ή ειρηνική διείσδυση.[20]
Η «Τάσια Κοινωνία» ήταν η πιθανώς η αρχαιότερη Προδυναστική Κοινωνία της Άνω Αιγύπτου, περίοπου το 4500 π.Χ.[21] Η κοινωνιακή ομάδα ονομάστηκε από τους τάφους που βρέθηκαν στην Ντερ Τάσα, μια τοποθεσία στην Ανατολική όχθη του Νείλου, μεταξύ Ασιούτ και Αχμίμ. Είναι αξιοσημείωτη γιατί παρεήγαγε τα αρχαιότερα (γνωστά) «μελανόκορφα», ένα είδος κόκκινων και καφέ κεραμικών, που βάφονταν μαύρα στην κορυφή και το εσωτερικό τους.[22] Αυτή η χαρακτηριστική κεραμική ήταν ζωτικής σημασίας για τη χρονολόγηση της Προδυναστικής Αιγύπτου. Επειδή όλες οι χρονολογήσεις για την περίοδο αυτή είναι σχετικά αραιές, ο WMF Petrie ανέπτυξε ένα σύστημα Ακολουθιακής Χρονολόγησης, σύμφωνα με το οποίο προκύπτει σχετική και όχι απόλυτη χρονολόγηση, των Προδυναστικών τοποθεσιών, κυρίως με βάση τα κεραμικά που βρέθηκαν εκεί.
Καθώς η Προδυναστική περίοδος εξελίσσονταν, τα κεραμικά εξελίχθηκαν από λειτουργικά σε διακοσμητικά και ο βαθμός εξέλιξής τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σχετική χρονολόγηση της κάθε τοποθεσίας και κοινωνίας. Επειδή οι διαφορές μεταξύ της Τάσιας και της Μπαντάριας κεραμικής ήταν μικρές, η Τάσια Κοινωνία επικαλύπτει σημαντικά την Μπαντάρια στον καθορισμό της κλίμακας της σχετικής ακολουθίας χρονολόγησης μεταξύ 21 και 29.[22] Από την Τάσια περίδο και μετά, φαίνεται ότι η Άνω Αίγυπτος επηρεάστηκε πολύ από τις κοινωνίες της Κάτω Αιγύπτου.[23]
Η «Μπαντάρια Κοινωνία» προσφέρει ένα άμεσο παράδειγμα αγροτικής κοινωνίας στην Άνω Αίγυπτο κατά την Προδυναστική Περίοδο. Άνθησε μεταξύ 4500 π.Χ. και 3800 π.Χ.[25] αν και μάλλον υπήρχε ήδη από το 5000 π.Χ.[26] Πρωτοανακαλύφθηκε στο Ελ-Μπαντάρι, της περιοχής του Ασιούτ.
Έχουν βρεθεί περίπου σαράντα (40) οικισμοί και εξακόσιοι (600) τάφοι. Η κοινωνική θέση των πιο ευημερούντων μελών της κοινωνίας εξασφάλιζε ένα διαφορετικό τμήμα στο κοιμητήριο. Η οικονομία τους βασίζονταν κυρίως στη γεωργία, στην αλιεία και στην κτηνοτροφία. Τα εργαλεία τους περιλάμβαναν ξύστρες δερμάτων, σουβλιά, τσεκούρια, δίκοπα δρεπάνια και αιχμές βελών με κοίλη βάση. Βρέθηκαν ακόμη υπολείμματα από βοοειδή, σκύλους και πρόβατα σε κοιμητήρια. Κατανάλωναν σιτάρι, κριθάρι, φακές και γογγύλια.
Η κοινωνία είναι γνωστή και από κοιμητήρια στην έρημο. Οι νεκροί τοποθετούνταν σε χαλιά και θάβονταν σε λάκκους μαζί με τα κεφάλια τους ξαπλωμένοι προς τον νότο, αλλά «κοιτώντας» προς τη δύση. Κεραμικά θάβονταν μαζί τους, αποτελώντας το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο για τον εντοπισμό της κοινωνίας τους. Είχαν μια ξεχωριστή, διακοσμημένη και κυματιστή επιφάνεια.
Όσον αφορά την καταγωγή των ανθρώπων της, η Μπαντάρια Κοινωνία φαίνεται ότι είχε πολλαπλές ρίζες, από τις οποίες αυτή με τη μεγαλύτερη συμμετοχή ήταν η Δυτική Έρημος. Πιθανότατα δεν εγκαταστάθηκαν μόνο στην περιοχή που βρέθηκαν, γιατί συγγενείς πληθυσμοί βρέθηκαν και πιο πέρα προς τον νότο, στην Mahgar Dendera, στην Elkab και την Ιερακόπολη, και προς τα Ανατολικά στο Wadi Hammamat.
Πολλές αρχαιολογικές έρευνες έγιναν σε Μπαντάρια κρανία έπειτα από δυο επιτυχημένες ανασκαφές που έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Τα χρήσιμα συμπεράσματα ήταν πως τα κρανία ήταν από ανθρπωπους που ήταν απόγονοι συνεύρεσης Μπανταρίων και Αφρικανών. Σημειωτέο είναι ότι το 1971 ο Φυσικός - Ανθρωπολόγος Eugen Strouhal ξανανάλυσε πάνω από δώδεκα (12) προγενέστερες ανεξάρτητες επιστημονικές έρευνες (δύο από τις οποίες ήταν δικές του) και συνόψισε τα αποτελέσματα για να φθάσει σε παρόμοιο συμπέρασμα:« Οι Μπαντάριοι ήταν ένα μείγμα φυλών» Πρόσφατες επαναλήψεις των αναλύσεων των προγενέστερων ερευνών, που περιλάμβαναν εκείνη του Καθηγητή Strouhal, αποκάλυψαν ότι μόνο κρανία από τη Δυτική και Νότια Αφρική ανταποκρίνονταν στον ορισμό των καθαρών μαύρων, ενώ αυτά στην Ανατολική Αφρική είχαν φόρμες μιγάδων και απείχαν από τους καθαρούς μαύρους. Μάλιστα, κάποιες πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι ο μέσος μετρικός φαινότυπος των Μπαντάριων κρανίων είναι περισσότερο όμοια με αυτά της Τροπικής Αφρικής, σε σχέση με διάφορα άλλα δείγματα που έχουν μελετηθεί.[27]
Κοντά στο τέλος της έρευνάς του (1971) του Καθηγητή Strouhal, αριθμούνται αρκετές αρχαιολογικές έρευνες που προτείνουν μια μετανάστευση κοινωνικών πρακτικών και πεποιθήσεων από τις Αφρικανικές περιοχές που βρίσκονταν στα νότια και στα δυτικά των Μπαντάριων τοποθεσιών. Ο Καθηγητής Strouhal σε μια εργασία του σημείωσε ότι έρευνα του 2005 συμπέρανε ότι: «Οι Μπαντάριοι έδειξαν μια μεγαλύτερη συγγένεια με ιθαγενείς Αφρικανούς, ενώ δεν ήταν και ταυτόσημοι. Είναι πιθανό ότι άνθρωποι από την Εγγύς Ανατολή και τη Νότια Ευρώπη εξημέρωσαν ζώα και φυτά που υιοθετήθηκαν από τους ιθαγενείς της Κοιλάδας του Νείλου, χωρίς μεγάλη μετανάστευση από μη Αφρικανούς. Ήταν περισσότερο πολιτιστική μεταφορά.»[28]
Η «Αμράτια Κοινωνία» ή «Κοινωνία της Νακάντα - Φάση I» ονομάστηκε από την τοποθεσία Ελ-Άμρα, περίπου 120 χλμ. νότια από το Μπαντάρι, στην Άνω Αίγυπτο. Η Ελ-Άμρα ήταν η πρώτη τοπο8εσία που βρέθηκε κοινωνική ομάδα χωρίς να αναμειχθεί με τη μεταγενέστερη «Γκέρζια Κοινωννική Ομάδα». Ωστόσο, αυτή η περίοδος καλύτερα επιβεβαιώθηκε στην τοποθεσία Νακάντα και γι' αυτό αναφέρται και ως «Κοινωνία της Νακάντα - Φάση I» ή και λίγο απλούστερα «Κοινωνία της Νακάντα I».[29] Τα μελανόμορφης κορυφής κεραμικά συνεχίστηκαν να παράγονται, αλλά έκαναν την εμφάνισή τους και τα «κεραμικά με τις λευκές διασταυρωμένες γραμμές», ένας τύπος κεραμικών που διακοσμούνταν με κλειστές παράλληλες λευκές γραμμές που διασταυρώνονταν με μια άλλη ομάδα κλειστών παράλληλων (μεταξύ τους) λευκών γραμμών. Αυτός ο τύπος κεραμικών ξεκίνησε να παράγεται αυτήν την εποχή. Η περίοδος καταρρέει μεταξύ 30 και 39, σύμφωνα με τη σχετική ακολουθία χρονολόγησης Petrie.[30] Την ίδια περίοδο άρχισε και το εμπόριο ανάμεσα στην Άνω και Κάτω Αίγυπτο, όπως δείχνουν αντικείμενα από εκσκαφές. ΄Ένα λίθινο βάζο από τον βορρά βρέθηκε στην Ελ-Άμρα και χαλκός, που δεν υπάρχει στην (κυρίως) Αίγυπτο φαίνεται να εισάγονταν από τη Χερσόνησο του Σινά ή ίσως από τη Νουβία. Οψιδιανός[31] και μια μικρή ποσότητα χρυσού[30] βρέθηκαν επίσης και εισήχθηκαν σίγουρα από τη Νουβία αυτήν την περίοδο. Το εμπόριο με τις οάσεις είναι επίσης πιθανό.[31]
Νέες καινοτομίες όπως η κατασκευή τούβλων από λάσπη, που είναι γνωστή στην «Γκέρζια περίοδο», άρχισαν επίσης αυτήν την περίοδο, επιβεβαιώνοντας την πολιτιστική συνέχεια. Ωστόσο δεν έφθαναν την ευρύτητα της χρήσης που είχαν στις μεταγενέστερες περιόδους.[32] Επιπρόσθετα, ελλειπτικές και θηριομορφικές κοσμετικές πλακέτες εμφανίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν αυτήν την περίοδο. Ωστόσο, η τεχνική ήταν ακόμη πολύ στοιχειώδης και το καλλιτεχνικό φινίρισμα που είχαν μεταγενέστερα δεν εμφανίστηκε ακόμη.[33]
Η «Γκαρζέχια Κοινωνία» ή «Τζιρζάχια Κοινωνία» ή «Κοινωνία της Νακάντα - Φάση II» ήταν μια Προδυναστική Αιγυπτιακή Κοινωνία, που πήρε το όνομά της από ένα κοιμητήριο της περιόδου που εντοπίστηκε κατά μήκος της δυτικής όχθης του Νείλου κοντά στην κωμόπολη της σύγχρονης Ελ-Γκίρζα.[34] Η Κοινωνία αυτή εντοπίστηκε μόνο μερικά χιλιόμετρα ανατολικά της λίμνης Αλ Φαγιούμ.[35]
Πρόκειται για μια υλιστική κοινωνία που ταυτοποιήθηκε από αρχαιολόγους. Αποτελεί τη δεύτερη (2η) από τις τρεις (3) φάσης της γενικότερης «Κοινωνίας της Νακάντα» και γι' αυτό ονομάζεται και «Κοινωνία της Νακάντα - Φάση II» ή απλούστερα «Κοινωνία της Νακάντα II». Αποτελεί εξέλιξη της «Αμράτιας Κοινωνίας» ή «Κοινωνίας της Νακάντα - Φάση I» και ακολουθήθηκε από την πρωτοδυναστική «Σημαίνια Κοινωνία» ή «Κοινωνία της Νακάντα - Φάση III».
Άρχισε περίπου το 3600 π.Χ. και κράτησε περίπου ως το 3200 π.Χ.[36] Κράτησε κατά την περίοδο που η ερημοποίηση της Σαχάρας έφτασε σχεδόν στη σημερινή κατάσταση.
Ο κύριος διαχωρισμός ανάμεσα στις δυο συνεχόμενες περιόδους, της Αμράτιας και της Γκαρζέχιας είναι η επιπλέον διακοσμητική προσπάθεια που παρατηρήθηκε στα κεραμικά της δεύτερης, τυποποιώντας τα θέματα ζώων και του περιβάλλοντος σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με την πρώτη. Επιπλέον, οι εικόνες στρουθοκαμήλων δείχνουν την τάση αυτών των αρχαίων ανθρώπων να αδυνατούν να εξερευνήσουν την έρημο της Σαχάρας.
Κάποια σύμβολα της κεραμικής τους μοιάζουν με παραδοσιακές ιερογλυφικές γραφές, ταυτόχρονες με τα προσφηνοειδείς Σουμεριακές επιγραφές.
Οι ταφικές τοποθεσίες της περιόδου αποκάλυψαν τεχνουργήματα όπως οι Κοσμητικές παλέτες, ένα οσέινο καμάκι, ένα βάζο από ελεφαντόδοντο, λίθινα δοχεία και πολλά περιδέραια από μετεωριτικό σίδηρο.[37] Ακόμη βρέθηκαν θσυμάσια μαχαίρια εξαιρετικής κατασκευής. Τα περιδέρεια πό μετεωριτικό σίδηρο βρέθηκαν σε τάφους της περιόδου από τον Αιγυπτιολόγο Wainwright το 1911.[38] Πρόκειται στην πραγματικότητα για τα αρχαιότερα γνωστά σιδερένια τεχνουργήματα.[39] Επίσης, περιδέρεια από Lapis lazuli δείχνουν ότι το εμπόριό τους, από τη μόνη γνωστή προϊστορική πηγή τους, το Badakshan, στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, έφθανε ως τους Γκερζέχ.[40] Άλλα ταφικά κτερίσματα από την κοινωνία αυτή παρουσιάζονται στις ακόλουθες ιστοσελίδες:
Μια ταφή αποκάλυψε ένδειξη ενός προϊστορικού αποκεφαλισμού.[41]
Το τέλος της περιόδου γενικά θεωρείται ότι συμπίπτει με την ένωση της Αιγύπτου.
εμφάνισης της αλχημείας, με τη μορφή της βυρσοδεψίας.
Αχλαδοειδής κορύνη στα ιερογλυφικά |
Η Πρωτοδυναστική Περίοδος της Αιγύπτου (που γενικά χρονολογείται την περίοδο 3100 π.Χ. - 3000 π.Χ.) αναφέρεται στην περίοδο του τέλους της Προδυναστικής Περιόδου της. Είναι ισοδύναμη αρχαιολογικά με την αποκαλούμενη «Κοινωνία της Νακάντα - Φάση III» ή απλούστερα «Κοινωνία της Νακάντα III». Άλλες φορές αποκαλείται «Δυναστεία 0» ή «Ύστερη Προδυναστική Περίοδος»
Η Πρωτοδυναστική Περίοδος χαρακτηρίστηκε από την έναρξη της διαδικασίας σταδιακής πολιτικής ενοποίησης της Αιγύπτου, που ολοκληρώθηκε κατά την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο. Επιπλέον, κατά τη διάρκειά της η Αιγυπτιακή γλώσσα έγινε για πρώτη φορά γραπτή και καταγράφηκε σε ιερογλυφικά. Υπάρχουν ακόμη ισχυρές αρχαιολογικές ενδείξεις για Αιγυπτιακούς οικισμούς στο (σημερινό) νότιο Ισραήλ, που θεωρούνται αποικίες ή εμπορικοί σταθμοί.
Κατά την Πρωτοδυναστική Περίοδο άρχισε να γίνεται φανερή, πλέον, η διαδικασία σχηματισμού του Αρχαίου Αιγυπτιακού Κράτους, η οποία ουσιαστικά άρχισε κατά την προηγούμενη περίοδο (Νακάντα II). Εμφανίστηκαν επώνυμοι (δηλαδή με ονόματα που επέζησαν ως τις μέρες μας) βασιλείς με ισχυρές εξουσίες. Γι' αυτό και η Περίοδος αναφέρεται και ως «Δυναστεία 0». Η λέξη «δυναστεία» παραπέμπει άμεσα στην ύπαρξη βασιλικής εξουσίας. Οι βασιλείς αυτοί ήταν επικεφαλής αρκετών ανεξάρτητων, ακόμη, Αιγυπτιακών φυλών δεν ανήκαν στην πραγματικότητα σε μια συγκεκριμένη δυναστεία. Πιθανότατα δεν είχαν καμιά συγγένεια μεταξύ τους και μάλλον δρούσαν ανταγωνιστικά ο ένας προς τον άλλον. Τα βασιλικά ονόματα καταγράφηκαν στη μορφή των serekhs σε μια ποικιλία επιφανειών, που περιλάμβαναν κεραμικά και τάφους.
Ο Wilkinson (το 1999) κατέγραψε σε λίστες αυτούς τους πρώτους βασιλείς από τάφο της Αβύδου με ονόματα που μετέφρασε ως Iry-Hor, Ηασιλιάς Α, Βασιλιάς Β, Σκορπιός, Κροκόδειλος - και άλλα ελαφρά διαφορετικά.
Η Κοινωνία Νακάντα III επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Αίγυπτο και χαρακτηρίστηκε από τις ακόλουθες καινοτομίες:
Η διαδικασία δημιουργίας του Αρχαίου Αιγυπτιακού Κράτους άρχισε μάλλον πριν από αυτήν την εποχή. Δημιουργήθηκαν αρκετές πόλεις-κράτη κατά μήκος του Νείλου. Αιώνες πολέμων και κατακτήσεων μεταξύ τους μείωσαν σταδιακά τον αριθμό κρατών της Άνω Αιγύπτου σε τρία (3) κυρίαρχα κράτη: Θίνις, Νακάντα και Νέκχεν. Από αυτά, η Νακάντα, όντας ανάμεσα στα δυο άλλα, έπεσε πρώτη. Η Θίνις κατέκτησε έπειτα την Κάτω Αίγυπτο. Οι σχέσεις ανάμεσα στη Θίνις και τη Νάκχεν είναι αδιευκρίνιστες, ωστόσο τελικά τα δυο κράτη μάλλον ενώθηκαν ειρηνικά, με τη βασιλική οικογένεια της Θίνις να κυβερνά όλη την Αίγυπτο. Οι Θινίτες βασιλείς θάβονταν στην Άβυδο στο κοιμητήριο Umm el-Qa'ab.
Οι περισσότεροι Αιγυπτιολόγοι θεωρούν τον βασιλιά Νάρμερ ως τελευταίο βασιλιά αυτής της περιόδου, αν και κάποιοι άλλοι τον τοποθετούν στην Πρώτη Δυναστεία. Ονομάζονταν επίσης «Βασιλιάς Σκορπιός», όνομα που μάλλον αναφέρεται στη θεά Serket (ή απλώς πάρθηκε από αυτήν), που ήταν η πρώτη ειδική προστάτιδα των άλλων θεοτήτων και βασιλέων της Αιγύπτου.
Τα ονόματα των περισσότερων βασιλέων αυτής της περιόδου διασώζονται από τη Στήλη του Παλέρμο, αλλά πιστεύεται ότι δεν είναι τα πραγματικά τους ονόματα αλλά τελετουργικά. Γνωστοί είναι οι παρακάτω:
Βασιλιάς | Σημειώσεις |
---|---|
Που... (Pu ...) | Δεν έχει διασωθεί ολόκληρο το όνομα. Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Σεκά (Seka) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Τζααού (Jaau) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Τιού (Tiu) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Τες (Tesh) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Νεχέμπ (Neheb) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Ουαντυνάρ (Uadynar) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Μεχέτ (Mejet) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Α. ... | Δεν έχει διασωθεί ολόκληρο το όνομα. Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Ώρος Ιρύ (Hor iry) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Ναρμάντα (Narmada) | |
Ώρος Κα (Hor Ka) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Σκορπιός Α΄ | Βασιλιάς της Άνω Αιγύπτου |
Σκορπιός Β΄ | Βασιλιάς της Άνω Αιγύπτου |
Ώρος Σερέκ (Horus au serekh) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Νου Χορ ή Νου Ώρος (Nu-Hor) | |
Χατζ Χορ ή Χαρζ Ώρος (Hatj-Hor) | |
Πε Χορ ή Πε Ώρος (Pe-Hor) | |
Χεντζού Χορ ή Ώρος (Hedjou-Hor) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Ρα Ώρος (Ra-Hor) | |
Ώρος Κροκόδειλος (Horus Crocodile) | |
Ώρος Λέων (Horus Lion) | |
Θωθ (Thoth) | |
Ναρ (Nar) | |
Ώρος Ταύρος (Horous Bull) | Βασιλιάς της Κάτω Αιγύπτου |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.