προτρέπω

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

Etymology

From προ- (pro-) + τρέπω (trépō).

Pronunciation

 

Verb

προτρέπω (protrépō)

  1. to urge forwards
  2. (middle voice) to turn in headlong flight
  3. (middle voice, figurative) to give oneself up
  4. to urge on, impel, persuade, exhort

Conjugation

More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προτρέπω προτρέπεις προτρέπει προτρέπετον προτρέπετον προτρέπομεν προτρέπετε προτρέπουσῐ(ν)
subjunctive προτρέπω προτρέπῃς προτρέπῃ προτρέπητον προτρέπητον προτρέπωμεν προτρέπητε προτρέπωσῐ(ν)
optative προτρέποιμῐ προτρέποις προτρέποι προτρέποιτον προτρεποίτην προτρέποιμεν προτρέποιτε προτρέποιεν
imperative   πρότρεπε προτρεπέτω προτρέπετον προτρεπέτων   προτρέπετε προτρεπόντων
middle/
passive
indicative προτρέπομαι προτρέπῃ,
προτρέπει
προτρέπεται προτρέπεσθον προτρέπεσθον προτρεπόμεθᾰ προτρέπεσθε προτρέπονται
subjunctive προτρέπωμαι προτρέπῃ προτρέπηται προτρέπησθον προτρέπησθον προτρεπώμεθᾰ προτρέπησθε προτρέπωνται
optative προτρεποίμην προτρέποιο προτρέποιτο προτρέποισθον προτρεποίσθην προτρεποίμεθᾰ προτρέποισθε προτρέποιντο
imperative   προτρέπου προτρεπέσθω προτρέπεσθον προτρεπέσθων   προτρέπεσθε προτρεπέσθων
active middle/passive
infinitive προτρέπειν προτρέπεσθαι
participle m προτρέπων προτρεπόμενος
f προτρέπουσᾰ προτρεπομένη
n προτρέπον προτρεπόμενον
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προέτρεπον προέτρεπες προέτρεπε(ν) προετρέπετον προετρεπέτην προετρέπομεν προετρέπετε προέτρεπον
middle/
passive
indicative προετρεπόμην προετρέπου προετρέπετο προετρέπεσθον προετρεπέσθην προετρεπόμεθᾰ προετρέπεσθε προετρέποντο
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προύτρεπον προύτρεπες προύτρεπε(ν) προυτρέπετον προυτρεπέτην προυτρέπομεν προυτρέπετε προύτρεπον
middle/
passive
indicative προυτρεπόμην προυτρέπου προυτρέπετο προυτρέπεσθον προυτρεπέσθην προυτρεπόμεθᾰ προυτρέπεσθε προυτρέποντο
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προτρέπον προτρέπες προτρέπε(ν) προτρέπετον προτρεπέτην προτρέπομεν προτρέπετε προτρέπον
middle/
passive
indicative προτρεπόμην προτρέπου προτρέπετο προτρέπεσθον προτρεπέσθην προτρεπόμε(σ)θᾰ προτρέπεσθε προτρέποντο
Notes:
Dialects other than Attic are not well attested. Some forms are based on conjecture. Use with caution. For more details, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προτρέψω προτρέψεις προτρέψει προτρέψετον προτρέψετον προτρέψομεν προτρέψετε προτρέψουσῐ(ν)
optative προτρέψοιμῐ προτρέψοις προτρέψοι προτρέψοιτον προτρεψοίτην προτρέψοιμεν προτρέψοιτε προτρέψοιεν
middle indicative προτρέψομαι προτρέψῃ,
προτρέψει
προτρέψεται προτρέψεσθον προτρέψεσθον προτρεψόμεθᾰ προτρέψεσθε προτρέψονται
optative προτρεψοίμην προτρέψοιο προτρέψοιτο προτρέψοισθον προτρεψοίσθην προτρεψοίμεθᾰ προτρέψοισθε προτρέψοιντο
passive indicative προτραπήσομαι προτραπήσῃ προτραπήσεται προτραπήσεσθον προτραπήσεσθον προτραπησόμεθᾰ προτραπήσεσθε προτραπήσονται
optative προτραπησοίμην προτραπήσοιο προτραπήσοιτο προτραπήσοισθον προτραπησοίσθην προτραπησοίμεθᾰ προτραπήσοισθε προτραπήσοιντο
active middle passive
infinitive προτρέψειν προτρέψεσθαι προτραπήσεσθαι
participle m προτρέψων προτρεψόμενος προτραπησόμενος
f προτρέψουσᾰ προτρεψομένη προτραπησομένη
n προτρέψον προτρεψόμενον προτραπησόμενον
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προέτρεψᾰ προέτρεψᾰς προέτρεψε(ν) προετρέψᾰτον προετρεψᾰ́την προετρέψᾰμεν προετρέψᾰτε προέτρεψᾰν
subjunctive προτρέψω προτρέψῃς προτρέψῃ προτρέψητον προτρέψητον προτρέψωμεν προτρέψητε προτρέψωσῐ(ν)
optative προτρέψαιμῐ προτρέψειᾰς,
προτρέψαις
προτρέψειε(ν),
προτρέψαι
προτρέψαιτον προτρεψαίτην προτρέψαιμεν προτρέψαιτε προτρέψειᾰν,
προτρέψαιεν
imperative   πρότρεψον προτρεψᾰ́τω προτρέψᾰτον προτρεψᾰ́των   προτρέψᾰτε προτρεψᾰ́ντων
middle indicative προετρεψᾰ́μην προετρέψω προετρέψᾰτο προετρέψᾰσθον προετρεψᾰ́σθην προετρεψᾰ́μεθᾰ προετρέψᾰσθε προετρέψᾰντο
subjunctive προτρέψωμαι προτρέψῃ προτρέψηται προτρέψησθον προτρέψησθον προτρεψώμεθᾰ προτρέψησθε προτρέψωνται
optative προτρεψαίμην προτρέψαιο προτρέψαιτο προτρέψαισθον προτρεψαίσθην προτρεψαίμεθᾰ προτρέψαισθε προτρέψαιντο
imperative   πρότρεψαι προτρεψᾰ́σθω προτρέψᾰσθον προτρεψᾰ́σθων   προτρέψᾰσθε προτρεψᾰ́σθων
passive indicative προετρέφθην προετρέφθης προετρέφθη προετρέφθητον προετρεφθήτην προετρέφθημεν προετρέφθητε προετρέφθησᾰν
subjunctive προτρεφθῶ προτρεφθῇς προτρεφθῇ προτρεφθῆτον προτρεφθῆτον προτρεφθῶμεν προτρεφθῆτε προτρεφθῶσῐ(ν)
optative προτρεφθείην προτρεφθείης προτρεφθείη προτρεφθεῖτον,
προτρεφθείητον
προτρεφθείτην,
προτρεφθειήτην
προτρεφθεῖμεν,
προτρεφθείημεν
προτρεφθεῖτε,
προτρεφθείητε
προτρεφθεῖεν,
προτρεφθείησᾰν
imperative   προτρέφθητῐ προτρεφθήτω προτρέφθητον προτρεφθήτων   προτρέφθητε προτρεφθέντων
active middle passive
infinitive προτρέψαι προτρέψᾰσθαι προτρεφθῆναι
participle m προτρέψᾱς προτρεψᾰ́μενος προτρεφθείς
f προτρέψᾱσᾰ προτρεψᾰμένη προτρεφθεῖσᾰ
n προτρέψᾰν προτρεψᾰ́μενον προτρεφθέν
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προύτρεψᾰ προύτρεψᾰς προύτρεψε(ν) προυτρέψᾰτον προυτρεψᾰ́την προυτρέψᾰμεν προυτρέψᾰτε προύτρεψᾰν
middle indicative προυτρεψᾰ́μην προυτρέψω προυτρέψᾰτο προυτρέψᾰσθον προυτρεψᾰ́σθην προυτρεψᾰ́μεθᾰ προυτρέψᾰσθε προυτρέψᾰντο
passive indicative προυτρέφθην προυτρέφθης προυτρέφθη προυτρέφθητον προυτρεφθήτην προυτρέφθημεν προυτρέφθητε προυτρέφθησᾰν
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προτρέψᾰ προτρέψᾰς προτρέψε(ν) προτρέψᾰτον προτρεψᾰ́την προτρέψᾰμεν προτρέψᾰτε προτρέψᾰν
subjunctive προτρέψω,
προτρέψωμῐ
προτρέψῃς,
προτρέψῃσθᾰ
προτρέψῃ,
προτρέψῃσῐ
προτρέψητον προτρέψητον προτρέψωμεν προτρέψητε προτρέψωσῐ(ν)
optative προτρέψαιμῐ προτρέψαις,
προτρέψαισθᾰ,
προτρέψειᾰς
προτρέψειε(ν),
προτρέψαι
προτρεψεῖτον προτρεψείτην προτρεψεῖμεν προτρεψεῖτε προτρεψεῖεν
imperative   πρότρεψον προτρεψᾰ́τω προτρέψᾰτον προτρεψᾰ́των   προτρέψᾰτε προτρεψᾰ́ντων
middle indicative προτρεψᾰ́μην προτρέψᾰο προτρέψᾰτο προτρέψᾰσθον προτρεψᾰ́σθην προτρεψᾰ́με(σ)θᾰ προτρέψᾰσθε προτρέψᾰντο
subjunctive προτρέψωμαι προτρέψηαι προτρέψηται προτρέψησθον προτρέψησθον προτρεψώμε(σ)θᾰ προτρέψησθε προτρέψωνται
optative προτρεψαίμην προτρέψαιο προτρέψαιτο προτρέψαισθον προτρεψαίσθην προτρεψαίμε(σ)θᾰ προτρέψαισθε προτρεψαίᾰτο
imperative   πρότρεψαι προτρεψᾰ́σθω προτρέψᾰσθον προτρεψᾰ́σθων   προτρέψᾰσθε προτρεψᾰ́σθων
passive indicative προτρέφθην προτρέφθης προτρέφθη προτρέφθητον προτρεφθήτην προτρέφθημεν προτρέφθητε προτρέφθησᾰν,
προτρέφθεν
subjunctive προτρεφθῶ προτρεφθῇς προτρεφθῇ προτρεφθῆτον προτρεφθῆτον προτρεφθῶμεν προτρεφθῆτε προτρεφθῶσῐ(ν)
optative προτρεφθείην προτρεφθείης προτρεφθείη προτρεφθεῖτον,
προτρεφθείητον
προτρεφθείτην,
προτρεφθειήτην
προτρεφθεῖμεν,
προτρεφθείημεν
προτρεφθεῖτε,
προτρεφθείητε
προτρέφθειεν,
προτρεφθείησᾰν
imperative   προτρέφθητῐ προτρεφθήτω προτρέφθητον προτρεφθήτων   προτρέφθητε προτρεφθέντων
active middle passive
infinitive προτρέψαι/προτρεψᾰ́μεν/προτρεψᾰμέναι προτρέψᾰσθαι προτρεφθῆναι/προτρεφθήμεναι
participle m προτρέψᾱς προτρεψᾰ́μενος προτρεφθείς
f προτρέψᾱσᾰ προτρεψᾰμένη προτρεφθεῖσᾰ
n προτρέψᾰν προτρεψᾰ́μενον προτρεφθέν
Notes:
Dialects other than Attic are not well attested. Some forms are based on conjecture. Use with caution. For more details, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
passive indicative προετράφθην προετράφθης προετράφθη προετράφθητον προετραφθήτην προετράφθημεν προετράφθητε προετράφθησᾰν
subjunctive προτραφθῶ προτραφθῇς προτραφθῇ προτραφθῆτον προτραφθῆτον προτραφθῶμεν προτραφθῆτε προτραφθῶσῐ(ν)
optative προτραφθείην προτραφθείης προτραφθείη προτραφθεῖτον,
προτραφθείητον
προτραφθείτην,
προτραφθειήτην
προτραφθεῖμεν,
προτραφθείημεν
προτραφθεῖτε,
προτραφθείητε
προτραφθεῖεν,
προτραφθείησᾰν
imperative   προτράφθητῐ προτραφθήτω προτράφθητον προτραφθήτων   προτράφθητε προτραφθέντων
passive
infinitive προτραφθῆναι
participle m προτραφθείς
f προτραφθεῖσᾰ
n προτραφθέν
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
passive indicative προυτράφθην προυτράφθης προυτράφθη προυτράφθητον προυτραφθήτην προυτράφθημεν προυτράφθητε προυτράφθησᾰν
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
passive indicative προτράφθην προτράφθης προτράφθη προτράφθητον προτραφθήτην προτράφθημεν προτράφθητε προτράφθησᾰν,
πρότραφθεν
subjunctive προτραφθῶ προτραφθῇς προτραφθῇ προτραφθῆτον προτραφθῆτον προτραφθῶμεν προτραφθῆτε προτραφθῶσῐ(ν)
optative προτραφθείην προτραφθείης προτραφθείη προτραφθεῖτον,
προτραφθείητον
προτραφθείτην,
προτραφθειήτην
προτραφθεῖμεν,
προτραφθείημεν
προτραφθεῖτε,
προτραφθείητε
προτράφθειεν,
προτραφθείησᾰν
imperative   προτράφθητῐ προτραφθήτω προτράφθητον προτραφθήτων   προτράφθητε προτραφθέντων
passive
infinitive προτραφθῆναι/προτραφθήμεναι
participle m προτραφθείς
f προτραφθεῖσᾰ
n προτραφθέν
Notes:
Dialects other than Attic are not well attested. Some forms are based on conjecture. Use with caution. For more details, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προέτρᾰπον προέτρᾰπες προέτρᾰπε(ν) προετρᾰ́πετον προετρᾰπέτην προετρᾰ́πομεν προετρᾰ́πετε προέτρᾰπον
subjunctive προτρᾰ́πω προτρᾰ́πῃς προτρᾰ́πῃ προτρᾰ́πητον προτρᾰ́πητον προτρᾰ́πωμεν προτρᾰ́πητε προτρᾰ́πωσῐ(ν)
optative προτρᾰ́ποιμῐ προτρᾰ́ποις προτρᾰ́ποι προτρᾰ́ποιτον προτρᾰποίτην προτρᾰ́ποιμεν προτρᾰ́ποιτε προτρᾰ́ποιεν
imperative   πρότρᾰπε προτρᾰπέτω προτρᾰ́πετον προτρᾰπέτων   προτρᾰ́πετε προτρᾰπόντων
middle indicative προετρᾰπόμην προετρᾰ́που προετρᾰ́πετο προετρᾰ́πεσθον προετρᾰπέσθην προετρᾰπόμεθᾰ προετρᾰ́πεσθε προετρᾰ́ποντο
subjunctive προτρᾰ́πωμαι προτρᾰ́πῃ προτρᾰ́πηται προτρᾰ́πησθον προτρᾰ́πησθον προτρᾰπώμεθᾰ προτρᾰ́πησθε προτρᾰ́πωνται
optative προτρᾰποίμην προτρᾰ́ποιο προτρᾰ́ποιτο προτρᾰ́ποισθον προτρᾰποίσθην προτρᾰποίμεθᾰ προτρᾰ́ποισθε προτρᾰ́ποιντο
imperative   προτρᾰποῦ προτρᾰπέσθω προτρᾰ́πεσθον προτρᾰπέσθων   προτρᾰ́πεσθε προτρᾰπέσθων
passive indicative προετρᾰ́πην προετρᾰ́πης προετρᾰ́πη προετρᾰ́πητον προετρᾰπήτην προετρᾰ́πημεν προετρᾰ́πητε προετρᾰ́πησᾰν
subjunctive προτρᾰπῶ προτρᾰπῇς προτρᾰπῇ προτρᾰπῆτον προτρᾰπῆτον προτρᾰπῶμεν προτρᾰπῆτε προτρᾰπῶσῐ(ν)
optative προτρᾰπείην προτρᾰπείης προτρᾰπείη προτρᾰπεῖτον,
προτρᾰπείητον
προτρᾰπείτην,
προτρᾰπειήτην
προτρᾰπεῖμεν,
προτρᾰπείημεν
προτρᾰπεῖτε,
προτρᾰπείητε
προτρᾰπεῖεν,
προτρᾰπείησᾰν
imperative   προτρᾰ́πηθῐ προτρᾰπήτω προτρᾰ́πητον προτρᾰπήτων   προτρᾰ́πητε προτρᾰπέντων
active middle passive
infinitive προτρᾰπεῖν προτρᾰπέσθαι προτρᾰπῆναι
participle m προτρᾰπών προτρᾰπόμενος προτρᾰπείς
f προτρᾰποῦσᾰ προτρᾰπομένη προτρᾰπεῖσᾰ
n προτρᾰπόν προτρᾰπόμενον προτρᾰπέν
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προύτρᾰπον προύτρᾰπες προύτρᾰπε(ν) προυτρᾰ́πετον προυτρᾰπέτην προυτρᾰ́πομεν προυτρᾰ́πετε προύτρᾰπον
middle indicative προυτρᾰπόμην προυτρᾰ́που προυτρᾰ́πετο προυτρᾰ́πεσθον προυτρᾰπέσθην προυτρᾰπόμεθᾰ προυτρᾰ́πεσθε προυτρᾰ́ποντο
passive indicative προυτρᾰ́πην προυτρᾰ́πης προυτρᾰ́πη προυτρᾰ́πητον προυτρᾰπήτην προυτρᾰ́πημεν προυτρᾰ́πητε προυτρᾰ́πησᾰν
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προτρᾰ́πον προτρᾰ́πες προτρᾰ́πε(ν) προτρᾰ́πετον προτρᾰπέτην προτρᾰ́πομεν προτρᾰ́πετε προτρᾰ́πον
subjunctive προτρᾰ́πω,
προτρᾰ́πωμῐ
προτρᾰ́πῃς,
προτρᾰ́πῃσθᾰ
προτρᾰ́πῃ,
προτρᾰ́πῃσῐ
προτρᾰ́πητον προτρᾰ́πητον προτρᾰ́πωμεν προτρᾰ́πητε προτρᾰ́πωσῐ(ν)
optative προτρᾰ́ποιμῐ προτρᾰ́ποις/προτρᾰ́ποισθᾰ προτρᾰ́ποι προτρᾰπεῖτον προτρᾰπείτην προτρᾰπεῖμεν προτρᾰπεῖτε προτρᾰπεῖεν
imperative   πρότρᾰπε προτρᾰπέτω προτρᾰ́πετον προτρᾰπέτων   προτρᾰ́πετε προτρᾰπόντων
middle indicative προτρᾰπόμην προτρᾰ́πεο προτρᾰ́πετο προτρᾰ́πεσθον προτρᾰπέσθην προτρᾰπόμε(σ)θᾰ προτρᾰ́πεσθε προτρᾰ́ποντο
subjunctive προτρᾰ́πωμαι προτρᾰ́πηαι προτρᾰ́πηται προτρᾰ́πησθον προτρᾰ́πησθον προτρᾰπώμε(σ)θᾰ προτρᾰ́πησθε προτρᾰ́πωνται
optative προτρᾰποίμην προτρᾰ́ποιο προτρᾰ́ποιτο προτρᾰ́ποισθον προτρᾰποίσθην προτρᾰποίμε(σ)θᾰ προτρᾰ́ποισθε προτρᾰποίᾰτο
imperative   προτρᾰ́πεο προτρᾰπέσθω προτρᾰ́πεσθον προτρᾰπέσθων   προτρᾰ́πεσθε προτρᾰπέσθων
passive indicative προτρᾰ́πην προτρᾰ́πης προτρᾰ́πη προτρᾰ́πητον προτρᾰπήτην προτρᾰ́πημεν προτρᾰ́πητε προτρᾰ́πησᾰν,
προτρᾰ́πεν
subjunctive προτρᾰπῶ προτρᾰπῇς προτρᾰπῇ προτρᾰπῆτον προτρᾰπῆτον προτρᾰπῶμεν προτρᾰπῆτε προτρᾰπῶσῐ(ν)
optative προτρᾰπείην προτρᾰπείης προτρᾰπείη προτρᾰπεῖτον,
προτρᾰπείητον
προτρᾰπείτην,
προτρᾰπειήτην
προτρᾰπεῖμεν,
προτρᾰπείημεν
προτρᾰπεῖτε,
προτρᾰπείητε
προτρᾰ́πειεν,
προτρᾰπείησᾰν
imperative   προτρᾰ́πηθῐ προτρᾰπήτω προτρᾰ́πητον προτρᾰπήτων   προτρᾰ́πητε προτρᾰπέντων
active middle passive
infinitive προτρᾰπεῖν/προτρᾰπέμεν(αι) προτρᾰπέσθαι προτρᾰπῆναι/προτρᾰπήμεναι
participle m προτρᾰπών προτρᾰπόμενος προτρᾰπείς
f προτρᾰποῦσᾰ προτρᾰπομένη προτρᾰπεῖσᾰ
n προτρᾰπόν προτρᾰπόμενον προτρᾰπέν
Notes:
Dialects other than Attic are not well attested. Some forms are based on conjecture. Use with caution. For more details, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προτέτροφᾰ προτέτροφᾰς προτέτροφε(ν) προτετρόφᾰτον προτετρόφᾰτον προτετρόφᾰμεν προτετρόφᾰτε προτετρόφᾱσῐ(ν)
subjunctive προτετρόφω προτετρόφῃς προτετρόφῃ προτετρόφητον προτετρόφητον προτετρόφωμεν προτετρόφητε προτετρόφωσῐ(ν)
optative προτετρόφοιμῐ,
προτετροφοίην
προτετρόφοις,
προτετροφοίης
προτετρόφοι,
προτετροφοίη
προτετρόφοιτον προτετροφοίτην προτετρόφοιμεν προτετρόφοιτε προτετρόφοιεν
imperative   προτέτροφε προτετροφέτω προτετρόφετον προτετροφέτων   προτετρόφετε προτετροφόντων
middle/
passive
indicative προτέτραμμαι προτέτραψαι προτέτραπται προτέτραφθον προτέτραφθον προτετράμμεθᾰ προτέτραφθε προτετράφᾰται
subjunctive προτετραμμένος προτετραμμένος ᾖς προτετραμμένος προτετραμμένω ἦτον προτετραμμένω ἦτον προτετραμμένοι ὦμεν προτετραμμένοι ἦτε προτετραμμένοι ὦσῐ(ν)
optative προτετραμμένος εἴην προτετραμμένος εἴης προτετραμμένος εἴη προτετραμμένω εἴητον/εἶτον προτετραμμένω εἰήτην/εἴτην προτετραμμένοι εἴημεν/εἶμεν προτετραμμένοι εἴητε/εἶτε προτετραμμένοι εἴησᾰν/εἶεν
imperative   προτέτραψο προτετράφθω προτέτραφθον προτετράφθων   προτέτραφθε προτετράφθων
active middle/passive
infinitive προτετροφέναι προτετρᾶφθαι
participle m προτετροφώς προτετραμμένος
f προτετροφυῖᾰ προτετραμμένη
n προτετροφός προτετραμμένον
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προετετρόφειν,
προετετρόφη
προετετρόφεις,
προετετρόφης
προετετρόφει(ν) προετετρόφετον προετετροφέτην προετετρόφεμεν προετετρόφετε προετετρόφεσᾰν
middle/
passive
indicative προετετράμμην προετέτραψο προετέτραπτο προετέτραφθον προετετράφθην προετετράμμεθᾰ προετέτραφθε προετετράφᾰτο
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προυτετρόφειν,
προυτετρόφη
προυτετρόφεις,
προυτετρόφης
προυτετρόφει(ν) προυτετρόφετον προυτετροφέτην προυτετρόφεμεν προυτετρόφετε προυτετρόφεσᾰν
middle/
passive
indicative προυτετράμμην προυτέτραψο προυτέτραπτο προυτέτραφθον προυτετράφθην προυτετράμμεθᾰ προυτέτραφθε προυτετράφᾰτο
Notes:
This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close
More information number, singular ...
number singular dual plural
first second third second third first second third
active indicative προτετρόφειν,
προτετρόφη
προτετρόφεις,
προτετρόφης
προτετρόφει(ν) προτετρόφετον προτετροφέτην προτετρόφεμεν προτετρόφετε προτετρόφεσᾰν
middle/
passive
indicative προτετράμμην προτέτραψο προτέτραπτο προτέτραφθον προτετράφθην προτετράμμεθᾰ προτέτραφθε προτετράφᾰτο
Notes:
Dialects other than Attic are not well attested. Some forms are based on conjecture. Use with caution. For more details, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
Close

Quotations

  • New Testament, Acts of the Apostles 18:27:
    Βουλομένου δὲ αὐτοῦ διελθεῖν εἰς τὴν Ἀχαΐαν, προτρεψάμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἔγραψαν τοῖς μαθηταῖς ἀποδέξασθαι αὐτόν· ὃς παραγενόμενος συνεβάλετο πολὺ τοῖς πεπιστευκόσι διὰ τῆς χάριτος·
    Bouloménou dè autoû dieltheîn eis tḕn Akhaḯan, protrepsámenoi hoi adelphoì égrapsan toîs mathētaîs apodéxasthai autón; hòs paragenómenos sunebáleto polù toîs pepisteukósi dià tês kháritos;
    • Translation by KJV
      And when he was disposed to pass into Achaia, the brethren wrote, exhorting the disciples to receive him: who, when he was come, helped them much which had believed through grace:

Derived terms

  • προτροπάδην (protropádēn)
  • προτρέπτης (protréptēs)
  • προτρεπτικός (protreptikós)
    • English: protreptic

Descendants

Further reading

Greek

Etymology

From Ancient Greek προτρέπω. By surface analysis, προ- (before) + τρέπω (turn).

Pronunciation

  • IPA(key): /pɾoˈtɾe.po/
  • Hyphenation: προ‧τρέ‧πω

Verb

προτρέπω (protrépo) (past προέτρεψα/πρότρεψα, passive προτρέπομαι)

  1. to urge

Conjugation

Antonyms

  • προτρεπτικός (protreptikós, exhortative)
  • προτροπή f (protropí, exhortation)
  • and see: τρέπω (trépo, turn)

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.