αναμειγνύω
From Wiktionary, the free dictionary
From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Ancient Greek ἀναμειγνύω or ἀναμιγνύω (anamignúō). Morphologically, from ανα- (“re-”) + μειγνύω from the ancient μείγνυμι (meígnumi), also spelt μίγνυμι (mígnumi).
αναμειγνύω • (anameignýo) (past ανέμειξα, passive αναμειγνύομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναμειγνύω | αναμείξω | αναμειγνύομαι | αναμειχθώ2 3 |
2 sg | αναμειγνύεις | αναμείξεις | αναμειγνύεσαι | αναμειχθείς |
3 sg | αναμειγνύει | αναμείξει | αναμειγνύεται | αναμειχθεί |
1 pl | αναμειγνύουμε, [‑ομε] | αναμείξουμε, [‑ομε] | αναμειγνυόμαστε | αναμειχθούμε |
2 pl | αναμειγνύετε | αναμείξετε | αναμειγνύεστε, αναμειγνυόσαστε | αναμειχθείτε |
3 pl | αναμειγνύουν(ε) | αναμείξουν(ε) | αναμειγνύονται | αναμειχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αναμείγνυα | ανέμειξα, ανάμειξα1 | αναμειγνυόμουν(α) | αναμείχθηκα2 3 |
2 sg | αναμείγνυες | ανέμειξες, ανάμειξες | αναμειγνυόσουν(α) | αναμείχθηκες |
3 sg | αναμείγνυε | ανέμειξε, ανάμειξε | αναμειγνυόταν(ε) | αναμείχθηκε |
1 pl | αναμειγνύαμε | αναμείξαμε | αναμειγνυόμασταν, (‑όμαστε) | αναμειχθήκαμε |
2 pl | αναμειγνύατε | αναμείξατε | αναμειγνυόσασταν, (‑όσαστε) | αναμειχθήκατε |
3 pl | αναμείγνυαν, αναμειγνύαν(ε) | ανέμειξαν, αναμείξαν(ε), ανάμειξαν | αναμειγνύονταν, (αναμειγνυόντουσαν) | αναμείχθηκαν, αναμειχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναμειγνύω ➤ | θα αναμείξω ➤ | θα αναμειγνύομαι ➤ | θα αναμειχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναμειγνύεις, … | θα αναμείξεις, … | θα αναμειγνύεσαι, … | θα αναμειχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναμείξει έχω, έχεις, … αναμεμειγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναμειχθεί είμαι, είσαι, … αναμεμειγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναμείξει είχα, είχες, … αναμεμειγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναμειχθεί ήμουν, ήσουν, … αναμεμειγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναμείξει θα έχω, θα έχεις, … αναμεμειγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναμειχθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναμεμειγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αναμείγνυε | ανάμειξε | — | αναμείξου |
2 pl | αναμειγνύετε | αναμείξτε | αναμειγνύεστε | αναμειχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναμειγνύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναμείξει ➤ | αναμειγμένος, ‑η, ‑o {αναμεμειγμένος, ‑η, ‑o}2 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναμείξει | αναμειχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Frequently with the internal augment ανα+έ>ανέ-. Forms without the augment (ανά-) are colloquial and less common for this verb. 2. The ancient past passive stem of μειγ- is μιχθ-, and for the participle: μιγ-. Hence, an etymological spelling with iota < ι > is proposed by some dictionaries for the corresponding modern forms. 3. Passive forms with -χθ- are formal, suitable for this verb. Colloquial ‑χτ- is rare. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.