Φαναγορία
αρχαιοελληνική πόλη στην Ρωσία From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Φαναγορία (ρωσικά: Фанагория, γνωστή και ως η Φαναγόρεια, τα Φαναγόρεια, η Φαιναγόρη, η Φαναγόρα) ήταν αρχαία ελληνική αποικία της Τεούς η οποία ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. στη νότια ακτή της χερσονήσου του Ταμάν,[1] στις όχθες του Κιμμέριου Βοσπόρου. Ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της Μαιώτιδας λίμνης καθώς και των πόλεων στις ακτές του δυτικού Καυκάσου.[2] Μετέπειτα αποτέλεσε την ανατολική πρωτεύουσα του βασιλείου του Βοσπόρου, με τη δυτική να είναι στο Παντικάπαιο. Κατά τον Μεσαίωνα αποτέλεσε ένα από τα κέντρα των Χαζάρων, ενώ αργότερα υπήρξε η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βουλγαρίας. Στη σημερινή εποχή σε κοντινή απόσταση βρίσκεται ο οικισμός Σεννόυ στην επαρχία Κρασνοντάρ Κράι της Ρωσίας, και τα ερείπια της Φαναγορίας αποτελούν τον μεγαλύτερο χώρο ελληνικών αρχαιοτήτων στη Ρωσία.[3]
Ερείπια της αρχαίας πόλης | |
Άλλες ονομασίες | Φαναγόρεια, Φαιναγόρη, Φαναγόρα |
---|---|
Τοποθεσία | Σεννόυ, Κρασνοντάρ Κράι, Ρωσία |
Περιοχή | Χερσόνησος του Ταμάν |
Είδος | αρχαία πόλη |
Έκταση | 65 εκτάρια |
Ιστορία | |
Κατασκευαστής | Αποικία της Τέου |
Ίδρυση | 540 π.Χ. |
Περίοδοι | Αρχαϊκή εποχή έως Μεσαίωνας |
Πολιτισμοί | Ελληνικός, Βουλγαρικός, Χαζαρικός |
Σημειώσεις | |
Κατάσταση | Ερείπια |
Ιστορία
Αποικία
Η πόλη ιδρύθηκε το 540 π.Χ.[1] και ιδρυτής της φέρεται να υπήρξε ο Φαναγόρας, αρχηγός της αποστολής η οποία έφυγε από την Τέω στα παράλια της Λυδίας υπό την καταδίωξη των Περσών, ωστόσο εξίσου πιθανό είναι πως πρόκειται για αποικία των Αβδήρων οι κάτοικοι των οποίων προέρχονταν επίσης από την Τέω.[3] Η αποικία βρισκόταν σε νησί (σημερινό Ταμάν) το οποίο σχηματιζόταν από το κύριο ρεύμα του ποταμού Αντιχίτη[2] ή Υπανίτη[3] (Κουμπάν) ο οποίος διαχέονταν στον Εύξεινο Πόντο, και ένα μικρότερο ρεύμα το οποίο κατέληγε στη Μαιώτιδα λίμνη. Το τμήμα του Αντιχίτη προς Εύξεινο Πόντο σχημάτιζε μια μικρή λίμνη η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν γνωστή ως Κοροκονδαμίτις κατά τον Στράβωνα (Κουμπανσκόι Λιμάν), και στα αριστερά της λίμνης αυτής βρισκόταν η Φαναγόρεια.[2][3]
Βασίλεια
Βασίλειο του Βοσπόρου
Η συμμαχία της πόλης με το Παντικάπαιο και τις υπόλοιπες γειτονικές ελληνικές αποικίες δημιούργησε το βασίλειο του Βοσπόρου.[3] Από το 480 π.Χ. η πόλη ανήκε στον οίκο των Αρχαιανακτιδών ωστόσο διατηρούσε την ανεξαρτησία της όπως μαρτυρείτε από τα επιγραφικά στοιχεία των τίτλων των αρχόντων της. Εκτείνονταν σε 2 επίπεδα, με συνολική έκταση 37 εκταρίων σύμφωνα με παλαιότερες εκτιμήσεις[1] και έως και 65 εκταρίων σύμφωνα με νεώτερες.[3] Στο χαμηλότερο επίπεδο βρισκόταν το κέντρο της πόλης και στο υψηλότερο η οχυρωμένη ακρόπολη. Γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. καθώς διασώζονται ίχνη από λιθόστρωτους δρόμους, πηγάδια, σωληνώσεις, υπόγεια σε οικίες, και επιστεγασμένα σπίτια με κεραμίδια, ενώ έχουν επίσης ανακαλυφθεί ίχνη από το γυμνάσιο της πόλης χρονολογούμενο τον 3ο αιώνα π.Χ.[1].
Το πιο εντυπωσιακό κτίσμα στην πόλη φέρεται να ήταν ο ναός της Αφροδίτης ο οποίος ήταν γνωστός ως Ἀπάτουρος, καθώς σύμφωνα με την παράδοση όταν επιτέθηκαν οι Γίγαντες στη θεά αυτή ζήτησε τη βοήθεια του Ηρακλή τον οποίο είχε κρύψει, και αυτός κρυμμένος όπως ήταν τους φόνευε έναν έναν ως δολοφονεῖν ἐξ ἀπάτης και έτσι προέκυψε η επωνυμία Ἀπάτουρος. Σύμφωνα με διασωζόμενη επιγραφή ο ναός επισκευάστηκε από τον Σαυρομάτη έναν από τους βασιλείς του Βοσπόρου.[2]
Περίοδος αναταραχής υπήρξε η εμφάνιση του οίκου των Σπαρτoκιδών οι οποίοι ανέτρεψαν τους Αρχαιανακτίδες κατά το 480-470 π.Χ., σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία δείχνουν πως σημαντικό τμήμα της πόλης καταστράφηκε κατά την περίοδο εκείνη κατά την περίοδο μεγάλων συγκρούσεων και πυρκαγιάς, κάτι που συμπίπτει με παρόμοιες καταστροφές κατά την ίδια περίοδο στις άλλες πόλεις της ευρύτερης περιοχής.[4][5] Η ευημερία της πόλης φαίνεται πως επανήλθε κατόπιν και ανέπτυξε σημαντική εμπορική δραστηριότητα τόσο με τις ελληνικές πόλεις στον κύριο ελλαδικό χώρο όσο και με την ασιατική ενδοχώρα έως τα Ουράλια όρη.[3]
Βασίλειο του Πόντου
Κατόπιν από τον 1ο αιώνα π.Χ. και έπειτα η Φαναγορία έγινε τμήμα του βασιλείου του Πόντου. Κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη ΣΤ´ του Μέγα, η πόλη υποστήριξε τους Ρωμαίους[3] κατά τον Γ´ Μιθριδατικό πόλεμο και υπήρξε η τοποθεσία όπου τον ανέτρεψε, καθώς ο Μιθριδάτης μαζί με τους γιούς του ήταν οχυρωμένος στο φρούριο της πόλης και τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί.[2] Για κάποιο χρονικό διάστημα η πόλη μετονομάστηκε σε Αγριππεία προς τιμή του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα ο οποίος ήταν θετός γιος του καίσαρα Οκταβιανού Αυγούστου.[3]
Η πόλη καταστράφηκε τον 4ο αιώνα μετά από επιδρομές των Ούνων, με την κατάλυση αυτή να αποτελεί το τέλος της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας.[1][2][3]
Μετέπειτα
Η πόλη ξανακτίστηκε και εξελίχθηκε σε ένα από τα κέντρα διοίκησης των Χαζάρων, ενώ στην πόλη είχε εξοριστεί ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´ κατά τις περιόδους 685-695 και 705-711.[3]
Από τον 7ο αιώνα έως τον 8ο, η πόλη έγινε η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βουλγαρίας των Βουλγάρων υπό τους Κούβρατο[6] και μετέπειτα Ασπαρούχ, οι οποίοι μετέπειτα κατέβηκαν νοτιότερα προς τη χερσόνησο των Βαλκανίων στην ευρύτερη τοποθεσία της σημερινής Βουλγαρίας.[3]
Αρχαιολογικές έρευνες
Κατά τον 18ο αιώνα η θέση της πόλης εξακριβώθηκε επακριβώς, με την ανακάλυψη μαρμάρινων αναθηματικών βάσεων αγαλμάτων με αφιερώματα προς την Αφροδίτη. Η αρχαιολογική εξερεύνηση του χώρου ξεκίνησε το 1822, όταν ανακαλύφθηκαν χρυσά και αργυρά αντικείμενα τα οποία διαμοιράστηκαν μεταξύ των στρατιωτών που συμμετείχαν στις ανασκαφές.[7] Πολλά από τα υπόλοιπα αρχαία αντικείμενα της πόλης μεταφέρθηκαν στη γειτονική Ερμώνασσα (Τμουταρακάν) κατά την περίοδο της ίδρυσης του εκεί ρωσικού φρουρίου,[2] ενώ κάποια μεταφέρθηκαν στα μουσεία Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης και Πούσκιν στη Μόσχα.[1]Δεν κτίστηκε κανένα κτήριο επί της αρχαίας πόλης ενώ περίπου το 1/3 της βρίσκεται πλέον βυθισμένο κάτω από τη θάλασσα.[3]
Έκτοτε στην περιοχή εξακολούθησαν να ανακαλύπτονται εκατοντάδες χιλιάδες αντικείμενα, όπως νομίσματα, κοσμήματα, εκμαγεία, αλιευτικά αγκίστρια, δεξαμενές κρασιού, τμήματα αγαλμάτων, κλίβανοι και μήτρες, καθώς και μεγάλος αριθμός τμημάτων αμφορέων, πιθαριών, ειδωλίων και λοιπών ειδών κεραμικής.[3]
Το 2006 ανακαλύφθηκε μαρμάρινη επιγραφή η οποία έκανε αναφορά στην Υψικράτεια, σύζυγο του Μιθριδάτη ΣΤ´ Ευπάτωρα. Στην επιγραφή η Υψικράτεια αναφέρεται ως Υψικράτης (ΥΨΙΚΡΑΤΗΣΙ ΓΥΝΗ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΙΘΡΙΔΑΤΟΥ ΕΥΠΑΤΟΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΧΑΙΡΕ), κάτι που δικαιολογείται καθώς υπάρχουν αρχαίες αναφορές κατά τις οποίες ο ίδιος ο Μιθριδάτης αναφερόταν στη σύζυγο του με αρσενικό όνομα λόγω του ισχυρού πνευματικού σθένους και κουράγιου -παρομοίου με άντρα κατά τον Μιθριδάτη- που διέθετε.[8][9]
Το 2011 την περιοχή επισκέφτηκε ο Ρώσος πρωθυπουργός (και πρώην/μετέπειτα πρόεδρος) Βλαντίμιρ Πούτιν, όπου κατά την κατάδυση του στον αρχαιολογικό χώρο βγήκε από τη θάλασσα έχοντας ανακαλύψει 2 αρχαίους ελληνικούς αμφορείς.[10] Μετά από μερικές ημέρες ο εκπρόσωπος τύπου του παραδέχτηκε πως οι αμφορείς είχαν ανακαλυφθεί μερικές ημέρες νωρίτερα από τους Ρώσους αρχαιολόγους της εκεί αρχαιολογικής αποστολής, και ανέφερε πως είχαν τοποθετηθεί σε εύκολα προσβάσιμο σημείο ως ευχάριστη έκπληξη για τον πρωθυπουργό κατά την κατάδυση του, κάτι που αποτέλεσε σημείο κριτικής ως προς την ευρύτερη σκοπιμότητα.[11][12]
Κατά τη διάρκεια υποθαλάσσιας έρευνας το 2014, ανακαλύφθηκε ορειχάλκινο έμβολο πολεμικού πλοίου το οποίο χρονολογείται στην εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ´,σε πολύ κοντινή τοποθεσία από πλοίο της ίδιας εποχής το οποίο ανακαλύφθηκε το 2012 και θεωρείται πως ήταν διήρης.[8]
Το 2016 ανακαλύφθηκε κομμάτι από στήλη με επιγραφή στην περσική γλώσσα που αναφέρεται στον βασιλιά Δαρείο Α´ και θεωρείται πως μεταφέρθηκε στη Φαναγορία από τη Μίλητο όπου βρισκόταν αρχικά, με την επιγραφή να αφορά την καταστολή της Ιωνικής Επανάστασης από τους Πέρσες, ενώ η στήλη χρονολογείται στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.[13].
Κοντά στον αρχαιολογικό χώρο υπάρχουν επίσης σκυθικές στήλες Κούργκαν και νεκρόπολη.[14]
Άλλα
Η νήσος Φαναγόρεια των νήσων Ζεντ στα ανοικτά της νήσου Λίβινγκστον στην Ανταρκτική, έχει πάρει την ονομασία της από την αρχική Φαναγόρεια.[15]
Παραπομπές
Σχετική βιβλιογραφία
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Wikiwand in your browser!
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.