From Wikipedia, the free encyclopedia
Η σχέση θρησκείας και επιστήμης αποτέλεσε θέμα μελέτης από τα αρχαία χρόνια για φιλόσοφους, θεολόγους, επιστήμονες και άλλους. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες της σχέσης αυτής, είτε αντιπαλότητας, είτε αρμονίας και συνεργασίας αλλά και πως δεν υπάρχει ουδεμία σχέση μεταξύ των δύο. Η επιστήμη χρησιμοποιεί την λογική, τον εμπειρισμό και τις αποδείξεις που προκύπτουν από την πειραματικη διαδικασία, ενώ η θρησκεία στηρίζεται στην αποκάλυψη, την πίστη και την ύπαρξη του υπερφυσικού. Τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη είναι πολύπλοκα κοινωνικά και πολιτιστικά φαινόμενα, τα οποία έχουν αλλάξει στον χρόνο.[1]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: μεταφράσεις, σύνδεσμοι, συμπλήρωση παραπομπών, απόδοση πραγματικού νοήματος πηγών Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Η "θρησκεία" (religion), με την έννοια του χριστιανισμού στην Ευρώπη[2], απέκτησε τη σύγχρονη σημασία της τον 17ο αιώνα κατά την διάρκεια της αποικιοκρατίας και της παγκοσμιοποίησης, όπως και της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης[3][4][5] Η "επιστήμη" εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα, στην προσπάθεια να οριστούν με ακρίβεια όσοι μελετούσαν τον φυσικό κόσμο.[3][6][7] Η φράση "θρησκεία και επιστήμη" εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα, σε μια προσπάθεια ενοποίησης των δύο εννοιών.[3] Ήταν τον 19ο αιώνα που πρωτοεμφανίστηκανι όροι "βουδισμός", "ινδουϊσμός", "ταοϊσμός" και "κομφουκιανισμός".[3] Στον αρχαίο και μεσσαιωνικό κόσμο, η ετυμολογική έννοια των λατινικών ρίζων τόσο της επιστήμης (scientia) όσο και της θρησκείας (religio) ήταν κατανοητές ως εσωτερικές προσωπικές αξίες, ποτέ ως δόγματα, πρακτικές ή πηγές γνώσης.[3]
Ήταν λοιπόν τον 19ο αιώνα που η έννοια της επστήμης πήρε την σημερινή της μορφή. Νέοι όροι εμφανίστηκαν όπως βιολογία, βιολόγος, φυσική, φυσικός και ιδρύθηκαν οι πρώτες επιστημονικές ενώσεις, κοινότητες και μέσω της διάδρασης μεταξύ τους, αναδύθηκε ένας νέος πολιτισμός.[6]
O όρος επιστήμονας επινοήθηκε από τον νατουραλιστή θεολόγο Ουίλλιαμ Χιούελ (William Whewell) το 1834 για να περιγράψει όσους προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν την γνώση μέσω της κατανόησης της φύσης.[3][8] Από τον Αριστοτέλη στην αρχαία Ελλάδα, έως τον 19ο αιώνα, η φράση φυσιοκρατία ήταν ο συχνός όρος για να περιγράψει όσους ασχολούνταν με την μελέτη της φύσης. [6][9] Το βιβλίο του Ισαάκ Νεύτωνα Philosophiae Naturalis Principia Mathematica (1687), το οποίο μεταφράζεται σε «μαθηματικές αρχές της Φυσικής φιλοσοφίας» αντανακλά την τότε χρήση της φράσης "φυσική φιλοσοφία", που σήμαινει συστηματική μελέτη της φύσης. Ακόμη και στον 19ο αιώνα, το βιβλίο των Ουίλιαμ Τόμσον (λόρδου Κέλβιν) και Πίτερ Γκάθρι Τέιτ είχε τίτλο Πραγματεία φυσικής φιλοσοφίας (Treatise on Natural Philosophy, 1867), πόνημα το οποίο καθόρισε τη σύγχρονη φυσική.
Η έννοια της Θρησκείας πήρε το σύγχρονο νόημα της μόλις τον 17ο αιώνα, παρά το γεγονός ότι ιερά βιβλία όπως το Κοράνιο ή η Βίβλος (αλλά και άλλα) δεν είχαν την έννοια της θρησκείας στα κείμενα τους, αλλά ουτε και οι λαοί μέσα στους οποίους αυτά τα βιβλία είχαν γραφτεί.[4] Κατά τον 19ο αι. ο Μαξ Μύλλερ (Max Müller) σημείωσε ότι αυτό που ονομάζεται αρχαία θρησκεία σήμερα θα μπορούσε να αποκαλείτο νόμος στην αρχαιότητα.[10]
Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση της λέξης θρησκεία στα Εβραϊκά και ο ιουδαϊσμός δεν διακρίνει απόλυτα ανάμεσα σε θρησκευτικές, εθνικές ή φυλετικές ταυτότητες.[11]
Παρόμοια, στην ελληνική γλώσσα, ο όρος "θρησκεία" είχε ήδη πολλές σημασίες από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, και περί τον 4ο αιώνα βρίσκονται οι απαρχές της σύγχρονης σημασίας. Μεταξύ των εννοιών που έχει ο όρος έως τον 4ο αιώνα περιλαμβάνονται: Ευσέβεια ή φόβος Θεού (πρώτη αναφορά στις Πράξεις των Αποστόλων, 2:5, 10:2, 13:50, επιστ. Ιακώβου 1:26), συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση ή διδασκαλία (Πράξεις 2:5, Κολοσσαείς 2:23 κ.ά.), αφοσίωση ή πίστη σε ανώτερα όντα (Κολοσσαείς 2:18, Α' Κλημέντια Επιστολή 45:7 κ.ά.), λατρεία-τελετουργία (επιστολή Ιακώβου 1:26), ιερό (έναντι ανίερου) (Τερτυλλιανός, 2ος αι.), και ως εννοιολογική κατηγορία χρησιμοποιείται από τον 2ο αιώνα (Τερτυλλιανός). Οι διάφορες έννοιες έχουν διαφορετική συχνότητα εμφάνισης στην ελληνική ("θρησκεία") και τη λατινική ("religio") γραμματεία. Η απαρχή της εννοιολογικής κατηγορίας "θρησκεία/religio", όπως εξελίχθηκε και παγιώθηκε στη δυτική σκέψη αργότερα, έχει απαρχές στον 2ο αιώνα, με πρώτες αναφορές στον Τερτυλλιανό, τον Κυπριανό Καρχηδόνος και τον Ευσέβειο Καισαρείας.[12]
Σύμφωνα με τον Guillermo Paz-y-Miño-C και Avelina Espinosa, η ιστορική μάχη μεταξύ εξέλιξης και θρησκείας είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής ασυμβατότητας μεταξύ επιστήμης, λογικής/εμπειρισμού και της πίστης στην υπεφυσική αιτιότητα[13] Οι συγγραφείς αυτοί έχουν σχηματίσει την «θεωρία ασυμβατότητας» σύμφωνα με την οποία ‘’εξηγεί την αιτία της αιώνιας διαμάχης θρησκείας επιστήμης ".[14] Σύμφωνα με τον Jerry Coyne, οι απόψεις επάνω στην θεωρία της εξέλιξης και θρησκευτικότητα της κάθε χώρας, (οι οποίες είναι αντιστρόφως ανάλογες) μαζί με την ύπαρξη βιβλίων και άλλων εκδόσεων που προσπαθούν να εξηγήσουν την επαναπροσέγγιση, είναι ένδειξη πως οι ανθρώποι δυσκολεύονται να πιστέψουν και τα δυο ταυτόχρονα, άρα υπάρχει ασυμβατότητα θρησκείας/επιστήμης.[15] Σύμφωνα με τον Lawrence Krauss, η συμβατότητα ή ασυμβατότητα θρησκείας/επιστήμης είναι θεολογικό ζήτημα, όχι επιστημονικό.[15] Σύμφωνα με την Lisa Randall η ερώτηση της ασυμβατότητας είναι αδύνατο να απαντηθεί, καθώς από την στιγμή που αποδέχεται κανείς την εξ ουρανού αλήθεια, εγκαταλείπει τους κανόνες της λογικής που είναι απαραίτητοι να εντοπίσουν, εάν υπάρχουν, αντιφάσεις μεταξυ επιστήμης και θρησκείας.[15] Ο Daniel Dennett ισχυρίζεται ότι υφίσταται ασυμβατότητα εξαιτίας του γεγονότος ότι η θρησκεία δεν είναι προβληματική, έως ότου καταρρεύσει σε αρκετές δικαιολογίες για την διατήρηση ορισμένων πεποιθήσεων, υπό το φως των εξελικτικών θεωρήσεων.[15]
Σύμφωνα με τον Neil deGrasse Tyson, η κεντρική διαφορά μεταξύ της φύσης των δυο (θρησκείας και επιστήμης) είναι πως οι ισχυρισμοί της επιστήμης βασίζονται στην πειραματική επαλήθευση, ενώ οι ισχυρισμοί της θρησκείας στηρίζονται στην πίστη, και αυτοί είναι ασυμβίβαστοι οδοί για την απόκτηση γνώσης. Εξ αιτίας αυτού, θρησκεία και επιστήμη είναι ασύμβατα μεγέθη.[16][17]
O φιλόσοφος και φυσικός Victor J. Stenger ισχυρίζεται πως θρησκεία και επιστήμη είναι ασυμβίβαστες, επειδή οι προσεγγίσεις τους για κατάκτηση της γνώσης είναι αντιμαχόμενες, καθώς η επιστήμη προσφέρει εύλογες εναλλακτικές φυσικών εξηγήσεων για τα φαινόμενα που συνήθως εξηγούνταν παλαιότερα με θρησκευτικούς όρους.[18]
Ο νευροεπιστήμονας και συγγραφέας Σαμ Χάρρις είναι σφοδρός πολέμιος της θρησκείας και υποστηρίζει πως η επιστήμη πρέπει να καταστρέψει την θρησκεία. Υποστηρίζει ότι η κάθε πρόοδος της επιστήμης έχει κόστος για την θρησκεία, και η διατήρηση της θρησκευτικότητας στον κόσμο έχει κόστος για την επιστήμη. Εκτιμά ότι ο φόβος για να μην προκληθεί θρησκευτικό μίσος εμποδίζει την κριτική στην θρησκεία.[19][20] H έγνοια του είναι πως η ήπια κριτική στο σύνολο των θρησκειών, οι οποίες δεν είναι ασύμβατες μόνο για την επιστήμη αλλά και για τον πολιτισμό γενικότερα, θα αποδειχθεί καταστροφική για την ανθρωπότητα.[21]
Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς, είναι εχθρικός με την θρησκεία και ισχυρίζεται πως διαβρώνει την επιστημονική διαδικασία, υποσκάπτοντας την διανόηση[22]
Εκτιμά πως όταν οι δασκάλοι επιστήμης προσπαθουν να μεταδώσουν στους μαθητές την θεωρία της εξέλιξης, υφίσταται εχθρότητα εναντίον τους από γονείς οι οποίοι πιστεύουν πως η συγκεκριμένη θεωρία είναι αντίθετη με την πίστη τους, και μάλιστα από ορισμένα βιβλία η λέξη «εξέλιξη» αφαιρείται συστηματικά.[23]
Σύμφωνα με τον Sean M. Carroll, από την στιγμή που η θρησκεια προβάλλει ισχυρισμούς οι οποίοι δεν είναι συμβατοι με την επιστήμη, όπως υπερφυσικά γεγονότα, τότε η επιστήμη και η θρησκεία είναι ασυμβίβαστες.[24]
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους, οι Francis Collins, Kenneth R. Miller, George Coyne και Francisco J. Ayala υποστηρίζουν πως είναι συμβατή η επιστήμη με την θρησκεία. Η κύρια γραμμή του επιχειρήματος τους είναι πως η επιστήμη δίνει πολλές ευκαιρίες να κοιτάξει και να βρει κανεις τον Θεό στην φύση ο οποίος να επιβεβαιώνει την πίστη του.[25] Ο Kenneth Miller υποστηρίζει πως σημαντικοί αριθμοί επιστημόνων είναι θρήσκοι και συγκρίνοντας τον με τον αριθμό Αμερικανών πολιτών που πιστέύουν στην εξέλιξη, αυτό συνεπάγεται πως υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των δύο. Ένα άλλο επιχείρημα του Μίλλερ, είναι πως όταν οι επιστήμονες κάνουν σχόλια για την σχέση θρησκείας και επιστήμης, τα σχόλια αυτά στερούνται επιστημονικότητας και υπερβαίνουν τα όρια της επιστήμης αφού εμπλέκονται σε συζητήσεις περι νοήματος και σκοπού της ζωής.
Σύμφωνα με την θεωρία σύγκρουσης θρησκείας Επιστήμης υπάρχει δομική διαφορά ανάμεσα στην θρησκεία και την επιστήμη, πράγμα που καθιστά την σχέση μεταξυ των δύο ανοικτά εχθρική, υπήρξε εχθρική στο παρελθόν και θα παραμείνει αναγκαστικά έτσι και στο μέλλον.[26] Η συγκεκριμένη θεωρία σήμερα βασίζεται κυρίως στην επανεξέταση της δικης του Γαλιλαίου και της υποδοχής της θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου.[27] Η συγκεκριμένη θεωρία έγινε δημοφιλής τον 19ο αιώνα από τους Τζον Ουίλιαμ Ντρέιπερ και Andrew Dickson White. Ήταν τον 19 αιώνα που η φύση της συγκεκριμένης σχέση απασχολούσε πλατιά τις κοινωνίες. Η θέση αυτή, παρότι έχει υποχωρήσει στην συχρονη εποχή μπροστά στην θεωρία της «πολυπλοκης σχέσης», ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς, παραμένει ακόμη ισχυρή [28], ειτε βασιζόμενοι πάνω σε φιλοσοφικά επιχειρήματα π.χ., ο ολλανδός φιλόσοφος Herman Philipse ή με ιστορικά, όπως o Gregory Dawes ο οποίος επανεξέτασε την δίκη του Γαλιλαίου.[27] O Peter Harrison επίσης θεωρεί σύγχρονο μύθο τη σύγκρουση της θρησκείας με την επιστήμη, ο οποίος διατηρείται στη δημόσια συζήτηση με συζητήσεις όπως περί εκτρώσεων, περί διδασκαλίας της εξέλιξης κλπ.[2][29]
Ο σύγχρονος φιλόσοφος A. C. Grayling, εξακολουθεί να πιστεύει πως θρησκεία και επιστήμη ανταγωνίζονται σε μια σειρά θεμάτων όπως την αρχή του σύμπαντος, την ανθρώπινη φύση και την πιθανότητα να πραγματοποιούνται θαύματα.[30]
Από την άποψη της Ανατολικής Ορθόδοξης θεολογίας υποστηρίζεται ότι τά προβλήματα μεταξύ θρησκείας καί επιστήμης πού παρουσιάσθηκαν στήν Ορθόδοξη Ανατολή ήταν προϊόντα εισαγωγής από τή Δύση καί δεν είχαν σχέση μέ τη γνήσια Ορθόδοξη παράδοση, η οποία είχε τελείως διαφορετική τοποθέτηση πάνω στό θέμα της επιστήμης. Κατά την άποψη αυτή, οι Ορθόδοξοι δανείστηκαν μία ξένη πρός τήν παράδοσή τους νοοτροπία καί άρχισαν νά θέτουν ερωτήματα εκεί πού δέν υπήρχαν.[31]
O Ντρέιπερ υπήρξε επιστήμονας και σε μια διάσημη ομιλία του το 1860 στη British Association, η οποία έμεινε στην ιστορία για την σύγκρουση του ιερέα Wilberforce και του δαρβινιστή βιολόγου Τόμας Χάξλεϋ για την θεωρία της εξέλιξης, and in America "the religious controversy over biological evolution reached its most critical stages in the late 1870s".[32] Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Draper προσκλήθηκε από τον αμερικάνο Edward Livingston Youmans να γράψει το βιβλίο «Ιστορία της Σύγκρουσης μεταξύ Θρησκείας και Επιστήμης», ενα βιβλίο το οποίο απαντούσε σε σύγχρονα ζητήματα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, όπως το παπικό αλάθητο και κυρίως κριτίκαρε τον αντι-διανοουμενισμό της ρωμαιοκαθολικής παράδοσης.[33] , αλλά κριτίκαρε και τον Προτεσταντισμό και το Ισλάμ.[34] Σε αυτό το βιβλίο οDraper συνοψίζει την θέση του ως εξής: Το 1896, ο White έκδοσε το βιβλιο «Η Ιστορία του Πολέμου Επιστήμης με Θεολογια στην Χριστιανοσύνη» Το 1896 οWhite δημοσίευσε το A History of the Warfare of Science with Theology in Christendom, το οποίο υπήρξε το απόσταγμα τριάντα ετών έρευνας σχετικά με το θέμα, στο οποίο επικρίνε τις ως περιοριστικά διάφορα δόγματα του Χριστιανισμού. Στην εισαγωγή, ο White υπογράμμισε ότι έφτασε στη θέση του μετά από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην προσπάθεια του βοηθήσει την Ezra Cornell στην ίδρυση ενός πανεπιστημίου χωρίς καμία θρησκευτική αναφορά.[35]
Στο «Θεός και Φύση»” ο, David Lindberg και ο Ronald Numbers αναφέρουν ότι ενώ το βιβλίο του White δεν πούλησε τόσο καλά στην εποχή του, όσο το βιβλίο Draper, στο τέλος αποδείκτηκε πως είχε περισσότερη επιρροή καθώς παρουσίαζε ισχυρότερη τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του.[36]
Συμφωνα με το μοντέλο ανεξάρτητων πεδίων (διεθνώς γνωστό ως ΝΟΜΑ Non-Overlapping Magisteria) η θρησκεία και η επιστήμη εξετάζουν διαφορετικά πεδία και ρωτάνε διαφορετικές ερωτήσεις, άρα μπορούν να συνυπάρχουν ειρηνικά. H συγχρονη αυτή θεωρία προτάθηκε από τον Stephen Jay Gould[37]
Ενώ ο Gould μίλησε για ανεξαρτησία από την πλευρά της Επιστήμης, ο W. T. Stace είδε την ανεξαρτησία από την πλευρά της φιλοσοφίας της θρησκείας.Ο Stace πιστευε πως η επιστήμη και η θρησκεία, όταν εξεταστούν από την δική τους σκοπιά η κάθε μία, είναι ολοκληρωμένες θεωρίες.[38] Η Αμερικάνικη Ακαδημία της Επιστήμης υποστηριζει ότι η Θρησκεία και η Επιστήμη είναι ανεξάρτητες.[39] «Η επιστήμη και η θρησκεία εξετάζουν διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας. Στην επιστήμη, οι εξηγήσεις πρέπει να βασίζονται σε στοιχεία που προέρχονται από την εξέταση του φυσικού κόσμου. Οι επιστημονικά βασισμένες παρατηρήσεις ή πειράματα που έρχονται σε αντίθεση με μια εξήγηση τελικά πρέπει να οδηγήσουν στην τροποποίηση ή ακόμη και στην εγκατάλειψη αυτής της εξήγησης. Η θρησκευτική πίστη, αντίθετα, δεν εξαρτάται από εμπειρικά δεδομένα και δεν τροποποιείται αναγκαστικά όταν υπάρχουν αντιφατικα εμπειρικά δεδομένα και συχνά ενέχει υπερφυσικές δυνάμεις και όντα. Επειδή δεν αποτελούν μέρος της φύσης, οι υπερφυσικές οντότητες δεν μπορούν να διερευνηθούν από την επιστήμη. Υπό αυτή την έννοια, η επιστήμη και η θρησκεία είναι διαχωρισμένες και αντιμετωπίζουν πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας με διάφορους τρόπους. Οι προσπάθειες να τεθεί η επιστήμη εναντίον της θρησκείας και το αντίστροφο, δημιουργούν άσκοπες αντιπαραθέσεις» Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο John Habgood, η επιστήμη και η θρησκεία αποτελούν διακριτές μεθόδους για να κατανοήση την ανθρώπινη εμπειρία. Βλέπει την Επιστήμη ως ‘’’περιγραφική’’’ του κόσμου ενώ την θρησκεία ως ‘’’κανονιστική’’’. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν η Επιστήμη και τα μαθηματικά επικεντρωθούν στο πως ‘’’πρέπει να είναι’’’ ο κοσμος, θα οδηγηθούν στο να αποδώσουν στον φυσικό κόσμο ιδιότητες λανθασμένα, όπως έκαναν οι οπαδοί του Πυθαγόρα τον 6ο αιώνα προ Χριστού.[40] Ο Habgood συνεχίζει και εκτιμά πως το αντίστροφο, οπου η θρησκεία προσπαθεί να περιγράψει τον φυσικό κόσμο, θα του αποδώσει με την σειρά της, λανθασμένες [40]
Συμφωνα με το μοντέλο διαλόγου, υπάρχει αλληλοβοηθούμενη σχέση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. .[27] Σε αντίθεση με το μοντέλο ανεξάρτητων πεδίων ΝΟΜΑ, το μοντέλο αυτό υπάρχει κοινό έδαφος πιθανόν στις προϋποθέσεις, μεθοδολογία και έννοιες. Για παράδειγμα, το δόγμα του δημιουργισμού ευννόησε την επιστήμη να υποθέσει ότι η δημιουργία του κόσμου για να είναι αποτέλεσμα ενός Δημιουργού, έχει ευφυϊα και τάξη, έτσι κάποιος μπορεί να αναμένει ότι νόμοι που διέπουν την φύση θα βρεθουνε.[27]
Σύμφωνα με το μοντέλο της ενσωμάτωσης, η διαδραστική και πολύπλοκη σχέση επιστήμης και θρησκείας οδηγεί συνήθως σε πρόοδο της ανθρωπότητας . Η επιστημονική και η θρησκευτική σκοπιά μπορουν να συνυπάρχουν ειρηνικά. Χριστιανοι- αλλά και άλλες θρησκέιες- έχουν ενσωματωθεί σε επιστημονικές ιδέες, οπως στην αρχαία Αίγυπτο και την τεχνολογική της ανάπτυξη, όπως την άνθιση της λογικής και των μαθηματικών κατά τον Ινδουίσμό και Βουδισμό, καθώς επίσης και επιστημονικές προοδους από μουσουλμάνους επιστήμονες κατά την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμη, πολλές χριστιανικές κοινότητες του 19ου αιώνα καλοσώριζαν τους χριστιανούς επιστήμονες που ισχυρίζονταν πως δεν τους ένοιαζε η υπέρτατη φύση της πραγματικότητας.[40]
Θεωρείται αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη επιστήμη αναπτύχθηκε μέσα στον Χριστιανικό πολιτισμό της Δυτικής Ευρώπης. Υπάρχουν όμως διαφορετικές απόψεις γύρω από το αν η λεγόμενη Επιστημονική Επανάσταση της πρώιμης σύγχρονης εποχής συνδέεται - και σε ποιά έκταση - με τη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα. Όσον αφορά την περίπτωση της Αγγλίας, ορισμένοι συγγραφείς, με πρώτο τον R.K. Merton (1938) υποστήριξαν ότι ο Πουριτανισμός και ο ασκητικός Προτεσταντισμός γενικά, είχαν υπολογίσιμο ρόλο στην εμφάνιση του ενδιαφέροντος για την επιστήμη ("άποψη Merton"). Κατά τον ιστορικό της επιστήμης R. Hooykaas (1971) η βιβλική οπτική της φύσης μέσα από την ελευθερία της βούλησης (βολονταρισμός) ευνόησε την ανάπτυξη της επιστήμης, κάτι που ενισχύθηκε από ορισμένα χαρακτηριστικά της Μεταρρύθμισης. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ή διαφωνήσει με αυτή την άποψη.[41]
Από τις αρχές του 17ου αιώνα, νατουραλιστές φιλόσοφοι προσπαθούνσαν να βρουν εξηγήσεις για την συμπεριφορά του ανθρώπου (θρησκεία, συναισθήματα, ηθική) βασισμένοι επάνω σε φυσιοκεντρικές εξηγήσεις. Για παράδειγμα, ο Φοντενέλ έγραφε το 1724 : «όσο περισσότερη άγνοια έχει κάποιος, ή λιγότερη εμπειρία, τοσο περισσότερο βλέπει θαύματα», ενώ ο Αύγουστος Κομτε το 1841 πίστευε πως οι μύθοι σταδιακα θα δώσουν την θέση τους σε επιστημονικές γνώμες. Το καλύτερο παραδειγμα προσπάθειας να εξηγηθεί νατουραλιστικά η θρησκεία είναι το έργο του Ντεϊβιντ Χιούμ «Φυσική Ιστορία της Θρησκείας» (Natural History of Religion) οπου ανιχνεύει τις απαρχές του πολυθεϊσμού στην άγνοια για τις φυσικές αιτιές μαζί με τον φόβo. Ο Χιουμ έβλεπε την θρησκεία σαν ένα πολιτιστικό και κοινονικοπολιτικο φαινόμενο της ανθρωπότητας (νατουραλιστική προσέγγιση της θρησκείας).[42] Έκτοτε, οι επιστήμονες από διάφορα αναδυόμενα πεδία προσπάθησαν να εξηγήσουν τα αποτελέσματα της έρευνας τους δίνοντας μια ενοποιητική για τις θρησκείες εξήγηση.
Το 1915 ο κοινωνιολόγος Εμίλ Ντιρκέμ (1915) εκτιμούσε πως η θρησκεία ήταν το συνεκτικό στοιχείο της ανθρωπότητας. Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, το 1927 ερμήνευε την θρησκεία ως ψευδαίσθηση που οφείλεται σε δυο παράγοντες: την παλιμπαιδίστικη ανάγκη για πατρικη φιγούρα και την τεράστια μοναξιά που νοιώθει κάποιος ο οποίος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να έρθει σε επαφή με τον κόσμο. Κοινωνιολόγοι και οικονομικοί στοχαστές όπως ο Καρλ Μαρξ και ο Μαξ Βέμπερ, έδωσαν κοσμικές εξηγήσεις για το φαινόμενο της Θρησκείας την ίδια περίοδο. Με τις προόδους της επιστημονικής μεθοδολογίας, η προσέγγιση της θρησκείας από την επιστήμη αλλάζει από το 1920 περίπου.
Οι ανθρωπολόγοι Edward Evans-Pritchard και Bronislaw Malinowski απομακρύνθηκαν από την θέση πως η άγνοια δίνει γένεση στην θρησκεία, ενώ ακόμη πιο πρόσφατα (2012) η Cristine Legare (2012) βρήκε πως οι ανθρώποι σε διάφορες κουλτουρες εξηγούν διάφορα φαινόμενα χρησιμοποιόντας ταυτόχρονα υπερφυσικες και φυσικές εξηγήσεις. Μια πιο συγχρονη επιστημονική θεωρία για την μελέτη της θρησκείας, είναι η γνωσιακη επιστήμη της θρησκείας (cognitive science of religion). Σύμφωνα με αυτή την θεωρία, η θρησκεία δεν είναι απλά πολιτιστικό παράγωγο αλλά η συνέπεια της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας. (e.g., Barrett 2004, Boyer 2002). Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν πως αυτή η διαφοροποίηση δεν σχετίζεται ειδικά με την θρησκεία, αλλά με την ικανότητα των ανθρώπων για διάκριση μεταξυ του σώματος και του μυαλού: άρα μπορούμε να υποθέσουμε πως το μυαλό συνεχίζει να ζεί μετά τον θάνατο του σώματος.
Μια άλλη υπόθεση, θεωρεί την θρησκεία ως βιολογική ή πολιτιστική ανάγκη για τους ανθρώπους να λύσουν προβλήματα συνεργασίας. Ετσι με την θρησκεία, οι ανθρώπινες κοινότητες κατάφεραν να συνεργαστούν, να αυξηθούν σε μέγεθος, να γίνουν αποτελεσματικότεροι και ικανότεροι για επιβίωση στην νεολιθική εποχή.[43][44]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.