Αμερικανός γκάνγκστερ From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Σαμ Τζιανκάνα (αγγλικά: Salvatore "Sam" Giancana), (15 Ιουνίου 1908 - 19 Ιουνίου 1975), ήταν Αμερικανός γκάνγκστερ σικελικής καταγωγής.[2] Ορισμένες θεωρίες συνωμοσίας, βασισμένες σε καταθέσεις της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ελέγχου για τις Δολοφονίες, θεωρούν τον Σαμ Τζιανκάνα ως τον βασικό υποκινητή της δολοφονίας του Προέδρου Τζον Φ. Κέννεντυ.
Σαμ Τζιανκάνα | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 15 Ιουνίου 1908[1] Σικάγο |
Θάνατος | 19 Ιουνίου 1975 (67 ετών) Όουκ Παρκ |
Συνθήκες θανάτου | ανθρωποκτονία |
Τόπος ταφής | Mount Carmel Cemetery (41°51′51″ s. š., 87°54′51″ z. d.) |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | γκάνγκστερ |
Περίοδος ακμής | 1957 |
Οικογένεια | |
Σύντροφος | Judith Exner |
Τέκνα | Antoinette Giancana |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τζιανκάνα γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου (μερικές πηγές λένε στις 24 Μαΐου) του 1908, στο Σικάγο του Ιλλινόις και ήταν γιος Ιταλών μεταναστών από τη Σικελία. Μεγάλωσε σε μια κακόφημη γειτονιά στη δυτική πλευρά του Σικάγου και ως έφηβος, ήταν μέλος μιας συμμορίας του δρόμου ονόματι "The 42s", η οποία εκτέλουσε διάφορες μικροδουλειές για τα μέλη της ισχυρής μαφίας του Σικάγου τη δεκαετία του 1920. επικεφαλής της οποίας τότε ήταν ο διαβόητος γκάνγκστερ Αλ Καπόνε.
Αργότερα ο Τζιανκάνα έγινε οδηγός και μπράβος στην οργάνωση του Καπόνε και συνελήφθη για πρώτη φορά το 1925 για κλοπή αυτοκινήτων. Κατά την ηλικία των 20 ετών ήταν ο κύριος ύποπτος σε έρευνες της αστυνομίας για τρεις δολοφονίες, αλλά ποτέ δεν δικάστηκε.
Από τη δεκαετία του '30 και μετά άρχισε η άνοδος του Τζιανκάνα στον υπόκοσμο του Σικάγου, καθώς με τη φυλάκιση του Αλ Καπόνε το 1931 η ηγεσία στη μαφία άλλαξε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Τζιανκάνα ξεκίνησε να αναλαμβάνει τις παράνομες δραστηριότητες τυχερών παιχνιδιών του Σικάγου, ιδιαίτερα εκείνες της αφρο-αμερικανικής γειτονιάς της πόλης. Μέσα από μια βίαιη σειρά γεγονότων, συμπεριλαμβανομένων των ξυλοδαρμών, απαγωγών και των δολοφονιών, ο ίδιος και οι συνεργάτες του κέρδισαν τον έλεγχο της προστασίας μαγαζιών, αυξάνοντας το ετήσιο εισόδημα της μαφίας του Σικάγου κατά εκατομμύρια δολάρια.
Όταν ο Τόνι Ακάρντο παραιτήθηκε από επικεφαλής της Μαφίας του Σικάγου στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Τζιανκάνα ανέλαβε την ηγεσία. Μέχρι το 1955 ελέγχε τις επιχειρήσεις τυχερών παιχνιδιών και πορνείας, το εμπόριο ναρκωτικών και άλλες παράνομες βιομηχανίες στην πόλη. Υπό την ηγεσία του, η μαφία του Σικάγου έγινε από μια σχετικά μικρή οργάνωση σε ένα ολοκληρωμένο εγκληματικό συνδικάτο. Κάποτε είχε πει σε έναν πράκτορα του FBI, ότι του "ανήκε" όχι μόνο το Σικάγο, αλλά και το Μαϊάμι και το Λος Άντζελες.[3]
Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν, ότι ο Σαμ Τζιανκάνα ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας της νίκης στις Προεδρικές εκλογές του 1960, που οδήγησε τον Τζον Φ. Κένεντι στην ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ήταν ο Τζόζεφ Κένεντι, ένας πλούσιος επιχειρηματίας, διπλωμάτης και πολιτικός με ένα ταραγμένο παρελθόν, που διατηρούσε δεσμούς με αρκετούς μαφιόζους από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και στράφηκε προς τον Τζιανκάνα για να βοηθήσει τον γιο του να πάρει τους ψήφους της εκλογικής περιφέρειας του Ιλλινόις, καθώς και της μεγάλης κοινότητας των Ιταλο-αμερικανών.[4]
Ο Τζιανκάνα επίσης ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους Κένεντι μέσω του τραγουδιστή και ηθοποιού Φρανκ Σινάτρα, καθώς υπήρξε συνεταίρος του με ποσοστό 25% στο Καλ-Νέβα Λοτζ, ένα καζίνο ξενοδοχείο, όπου πολύ συχνά το επισκεπτόνταν οι αδερφοί Τζον και Ρόμπερτ Κένεντι.[5]
Με τη Δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι στις 22 Νοεμβρίου 1963, στο Ντάλας του Τέξας, πολλοί δεν πείστηκαν από την επίσημη έκθεση της Επιτροπής Γουώρεν και άρχισαν να κάνουν λόγο για ανάμιξη της μαφίας και ειδικότερα την άμεση εμπλοκή του Σαμ Τζιανκάνα και του Τζον Ροσέλλι, επειδή πίστευαν ότι παρά τη βοήθεια που παρείχαν στον ίδιο για την προεκλογική του εκστρατεία στις εκλογές του 1960, αυτός τους είχε προδώσει με την τοποθέτηση του αδελφού του, Ρόμπερτ στο Υπουργείο δικαιοσύνης, ο οποίος από την πρώτη στιγμή της άσκησης των καθηκόντων του ξεκίνησε έναν ανελέητο αγώνα κατά του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ, κάτι που προκάλεσε μεγάλη οργή στα αφεντικά της Μαφίας. Σε αυτήν τη θεωρία συνωμοσίας βασίζονται πολλοί και στο γεγονός ότι ο δολοφόνος του Όσβαλντ, Τζακ Ρούμπι διατηρούσε στενές επαφές με τη μαφία του Σικάγου, επικεφαλής της οποίας παρέμεινε ο Σαμ Τζιανκάνα.[6]
Είναι ευρέως γνωστό και εν μέρει επιβεβαιώθηκε από τις ακροάσεις της Επιτροπής Τσερτς ότι κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Κένεντι, η CIA στρατολόγησε τον Τζιανκάνα και άλλους μαφιόζους για να δολοφονήσουν τον Φιντέλ Κάστρο. Ο Τζιανκάνα φέρεται να είπε ότι η CIA και η Κόζα Νόστρα ήταν «οι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος».[7]
Η Τζούντιθ Έξνερ ισχυρίστηκε ότι ήταν η ερωμένη τόσο του Τζιανκάνα όσο και του Τζον Κένεντι, και ότι παρέδιδε επικοινωνίες μεταξύ τους για τον Κάστρο.[8] Η κόρη του Τζιανκάνα, Αντουανέτα, έχει δηλώσει ότι ο πατέρας της έκανε μια απάτη για να τσεπώσει εκατομμύρια δολάρια της CIA.[9]
Σύμφωνα με τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα "Οικογενειακά Κοσμήματα" της CIA, που κυκλοφόρησαν το 1997 αποκάλυψαν ότι κάποιοι μαφιόζοι συνεργάστηκαν με τη CIA σε απόπειρες δολοφονίας κατά του Κάστρο.[10] Τα έγγραφα της CIA που κυκλοφόρησαν το 2007 επιβεβαίωσαν ότι τον Σεπτέμβριο του 1960, η CIA στρατολόγησε τον πρώην πράκτορα του FBI Ρόμπερτ Μέιχιου για να συναντηθεί με τον εκπρόσωπο της Δυτικής Ακτής της μαφίας του Σικάγου, Τζον Ροσέλλι.
Όταν ο Μέιχιου επικοινώνησε με τον Ροσέλλι, ο Μέιχιου απέκρυψε ότι τον έστειλε η CIA, αντ' αυτού εμφανιζόταν ως συνήγορος διεθνών εταιρειών. Προσέφερε 150.000 δολάρια για να σκοτώσει τον Κάστρο, αλλά ο Ροσέλλι αρνήθηκε οποιαδήποτε πληρωμή. Ωστόσο ο Ροσέλλι σύστησε τον Μέιχιου σε δύο άντρες που ονόμαζε Σαμ Γκόλντ και Τζο. Ο "Σαμ Γκόλντ" ήταν ο Τζιανκάνα και ο "Τζο" ήταν ο Σάντο Τραφικάντε, ο οποίος ήταν αφεντικό της μαφίας στην Τάμπα της Φλόριντα και ένας από τους πιο ισχυρούς μαφιόζους στην προεπαναστατική Κούβα.[11] Ο Γκλεν Κέσλερ της The Washington Post εξήγησε: «Αφού ο Φιντέλ Κάστρο οδήγησε μια επανάσταση που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Φουλχένσιο Μπατίστα το 1959, η CIA ήθελε απεγνωσμένα να εξοντώσει τον Κάστρο. Έτσι, η υπηρεσία αναζήτησε έναν εταίρο που ανησυχούσε εξίσου για τον Κάστρο—τη μαφία, που είχε προσοδοφόρες επενδύσεις σε κουβανέζικα καζίνο».[12]
Ο Τζιανκάνα πρότεινε τη χρήση δηλητηριωδών χαπιών στο φαγητό και το ποτό του Κάστρο. Η CIA έδωσε αυτά τα χάπια στον υποψήφιο του Τζιανκάνα, Χουάν Όρτα, τον οποίο ο Τζιανκάνα παρουσίαζε ως διεφθαρμένο αξιωματούχο στη νέα κουβανική κυβέρνηση και ο οποίος είχε πρόσβαση στον Κάστρο. Μετά από έξι προσπάθειες να εισαγάγει το δηλητήριο στο φαγητό του Κάστρο, ο Όρτα απαίτησε απότομα να απαλλαγεί από την αποστολή, δίνοντας τη δουλειά σε έναν άλλο, ανώνυμο συμμετέχοντα. Αργότερα, ο Τζιανκάνα και ο Τραφικάντε έκαναν μια δεύτερη προσπάθεια χρησιμοποιώντας τον Άντονι Βερόνα, διοικητή της κουβανικής εξόριστης κυβέρνησης, ο οποίος, σύμφωνα με τον Τραφικάντε, είχε «αγανακτήσει με την προφανή αναποτελεσματικότητα». Ο Βερόνα ζήτησε έξοδα 10.000 δολαρίων και εξοπλισμό επικοινωνιών αξίας 1.000 δολαρίων. Το πόση δουλειά χρειάστηκε για τη δεύτερη προσπάθεια είναι άγνωστο, καθώς ολόκληρο το πρόγραμμα ακυρώθηκε αμέσως μετά λόγω της Εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων τον Απρίλιο του 1961. [13][14][15]
Σύμφωνα με τα "Οικογενειακά Kοσμήματα", ο Τζιανκάνα ζήτησε από τον Μέιχιου να τοποθετήσει κοριούς στο δωμάτιο της τότε ερωμένης του Φίλις Μαγκουάιρ, την οποία υποπτευόταν ότι είχε σχέση με τον κωμικό Νταν Ρόουαν. Αν και τα έγγραφα δείχνουν ότι ο Μέιχιου συναίνεσε, ο κοριός δεν τοποθετήθηκε λόγω της σύλληψης του πράκτορα που είχε επιφορτιστεί με την τοποθέτηση του. Σύμφωνα με τα έγγραφα, ο Ρόμπερτ Κένεντι απαγόρευσε τη δίωξη του πράκτορα και του Μέιχιου, ο οποίος σύντομα συνδέθηκε με την απόπειρα υποκλοπής τηλεπικοινωνιών, κατόπιν αιτήματος της CIA.[15] Ο Τζιανκάνα και η Μαγκουάιρ, που είχαν μια μακροχρόνια σχέση, παρουσιάστηκαν αρχικά από τον Φρανκ Σινάτρα. [16]Σύμφωνα με την Αντουανέτα Τζιανκάνα, η Μαγκουάιρ είχε ταυτόχρονη σχέση με τον πρόεδρο Κένεντι.[17]
Το 1965 ο Τζιανκάνα τέθηκε σε δίκη επειδή αρνήθηκε να καταθέσει ενώπιον μιας πολιτειακής επιτροπής του Σικάγου που ερευνούσε το οργανωμένο έγκλημα. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Τζιανκάνα ταξίδεψε στο Μεξικό, όπου ζούσε αυτοέξοριστος μέχρι το 1974. Εκδόθηκε εκείνο το έτος από τις μεξικανικές αρχές για να καταθέσει ενώπιον μιας άλλης επιτροπής. Του δόθηκε ασυλία από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και εμφανίστηκε ενώπιον αυτής της επιτροπής τέσσερις φορές, αλλά παρείχε ελάχιστες πληροφορίες για την ανάμιξη του. Ο Τζιανκάνα κλήθηκε στη συνέχεια να καταθέσει ενώπιον μιας επιτροπής της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών που διερευνούσε τη συμμετοχή της Μαφίας σε μια αποτυχημένη επιχείρηση της CIA για να δολοφονήσει τον Φιντέλ Κάστρο. Προτού προγραμματιστεί να καταθέσει, ο Τζιανκάνα ευρισκόμενος στο σπίτι του, στις 19 Ιουνίου 1975 πυροβολήθηκε μία φορά στο πίσω μέρος του κεφαλιού και αρκετές φορές επάνω από το πηγούνι με ένα 22άρι πιστόλι καθώς έψηνε στο υπόγειο του.[18]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.