Remove ads
Αμερικανός πολιτικός (1925-1968) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ρόμπερτ Φράνσις Μπόμπι Κένεντι (Robert Francis "Bobby" Kennedy, 20 Νοεμβρίου 1925 - 6 Ιουνίου 1968), κοινώς γνωστός και με τα αρχικά του RFK, ήταν Αμερικανός πολιτικός από τη Μασαχουσέτη.
Ρόμπερτ Κένεντι | |
---|---|
Γερουσιαστής των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Νέα Υόρκη | |
Περίοδος 3 Ιανουαρίου 1965 – 6 Ιουνίου 1968 | |
Προκάτοχος | Κένεθ Κίτινγκ |
Διάδοχος | Τσαρλς Γκούντελ |
64ος Υπουργός Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών | |
Περίοδος 20 Ιανουαρίου 1961 – 3 Σεπτεμβρίου 1964 | |
Πρόεδρος | Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι Λίντον Τζόνσον |
Διάδοχος | Νίκολας Κάτζενμπαχ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 20 Νοεμβρίου 1925, Μπρούκλαϊν, Μασαχουσέτη, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Θάνατος | 6 Ιουνίου 1968 (43 ετών) Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Πολιτικό κόμμα | Δημοκρατικό Κόμμα (ΗΠΑ) |
Σύζυγος | Έθελ Κένεντι (1950–1968)[1][2] |
Παιδιά | Κάθλιν Κένεντι Τάουνσεντ Τζόζεφ Κένεντι[3] Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ[3][1] Ντέιβιντ Κένεντι[3][1] Κόρτνεϊ Κένεντι Χιλ[3] Μάικλ Κένεντι[1] Κέρι Κένεντι[3] Κρίστοφερ Κένεντι[3] Μαξ Κένεντι[3] Ντάγκλας Κένεντι[3] Ρόρι Κένεντι[3] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια |
Επάγγελμα | Δικηγόρος, πολιτικός |
Θρήσκευμα | Καθολική Εκκλησία |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Βοστώνης, ήταν το έβδομο από τα εννέα παιδιά του πολυεκατομμυριούχου πρώην πρεσβευτή των Η.Π.Α. στη Μεγάλη Βρετανία Τζόζεφ Πάτρικ Κένεντι και της Ρόουζ Φιτζέραλντ[4]. Με άριστες νομικές σπουδές στα φημισμένα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και της Βιρτζίνια, ασχολήθηκε με την πολιτική βοηθώντας τον αδελφό του, Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, στον προεκλογικό του αγώνα ως γερουσιαστή. Το 1961 έγινε υπουργός Δικαιοσύνης ενώ παράλληλα ήταν σύμβουλος του προέδρου αδελφού του. Η θητεία του στο υπουργείο Δικαιοσύνης και η διαμάχη του με τον ρατσιστή κυβερνήτη της Αλαμπάμα, Τζορτζ Ουάλας, τον ανέδειξαν σε μαχητικό υπέρμαχο των δικαιωμάτων των μαύρων και των φτωχών, ενώ η αντιπολεμική στάση του στο θέμα του Βιετνάμ τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό στους κόλπους των φοιτητών και της φιλελεύθερης διανόησης. Το 1964 εξελέγη γερουσιαστής Νέας Υόρκης και στη συνέχεια εκδήλωσε την πρόθεσή του να διεκδικήσει το προεδρικό αξίωμα.
Τους πρώτους μήνες του 1968, το Δημοκρατικό Κόμμα (ΗΠΑ) διχαζόταν ανάμεσα στην υπό τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον δεξιά πτέρυγα και στο φιλελεύθερο στρατόπεδο του γερουσιαστή Γιουτζίν Μακάρθι, φλογερού πολέμιου της πολιτικής Τζόνσον στο Βιετνάμ, που συγκέντρωνε την υποστήριξη των πιο αριστερών στοιχείων του κόμματος, της νεολαίας και της διανόησης. Μέχρι τις αρχές Μαρτίου, σχεδόν όλοι οι πολιτικοί παρατηρητές προέβλεπαν επικράτηση του Τζόνσον στο συνέδριο των Δημοκρατικών, στα τέλη Αυγούστου[5].
Το κλίμα άλλαξε στις αρχές Μαρτίου, μετά τις απροσδόκητα καλές επιδόσεις του Μακάρθι σε προκριματικές εκλογές και κυρίως μετά τη νίκη του στο Νιου Τζέρσεϊ, που έπεισε πολλούς ότι «ο Τζόνσον δεν τραβάει» και ότι το αντιπολεμικό λαϊκό ρεύμα ήταν πολύ πιο ορμητικό απ' ό,τι υπολόγιζαν τα κομματικά επιτελεία. Ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων του εκλογικού σώματος ο Ρόμπερτ Κένεντι (είχε διαπρέψει ως επικεφαλής της νικηφόρας προεκλογικής εκστρατείας του αδελφού του το 1960), πήρε τη μεγάλη απόφαση: Στις 16 Μαρτίου ανακοίνωσε την πρόθεσή του να διεκδικήσει το προεδρικό χρίσμα, καταδικάζοντας την «καταστροφική, διχαστική πολιτική του προέδρου Τζόνσον στο Βιετνάμ» και καλώντας τον γερουσιαστή Μακάρθι σε «κοινό μέτωπο για την Αλλαγή», παρότι μέχρι τότε δήλωνε κατηγορηματικά ότι δεν θα διεκδικούσε την προεδρία[6].
Σε μια στιγμή που το Δημοκρατικό Κόμμα εμφανιζόταν έντονα πολωμένο σε αριστερή και δεξιά πτέρυγα, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, στην κυβέρνηση του αδελφού του, εμφανίστηκε ως το ενωτικό Κέντρο, που ήξερε να βρίσκει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο ριζοσπαστισμό και τη σύνεση, το φιλειρηνικό κίνημα και το εθνικό συμφέρον, τις ελπίδες των πολλών και τα συμφέροντα των λίγων. Αυτό το προφίλ φιλοτέχνησε από το πρώτο του κιόλας προεκλογικό μήνυμα προς τους υποψήφιος ψηφοφόρους του:
«Ως μέλος της κυβέρνησης και της Γερουσίας έχω δεν την ασυγχώρητη και άγρια στέρηση που κάνει τα παιδιά να λιμοκτονούν στον Μισισιπή, τους μαύρους πολίτες να εξεγείρονται στα γκέτο του Γουότς, τους νεαρούς Ινδιάνους να αυτοκτονούν στις περιοχές τους και περήφανες οικογένειες να μαραζώνουν, μέσα στην ανεργία, στο Ανατολικό Κεντάκι. (...) Σας καλώ να αγωνιστούμε όλοι μαζί για μια νέα Αμερική, που θα έχει σημαία της την ελπίδα κι όχι την απόγνωση, τη συμφιλίωση και όχι το αυξανόμενο ρίσκο ενός νέου παγκοσμίου πολέμου».
Στις 31 Μαρτίου ο Λίντον Τζόνσον αιφνιδίασε τους πάντες ανακοινώνοντας, εκτός χειρογράφου, κατά τη διάρκεια ραδιοτηλεοπτικού μηνύματος, ότι αποσύρεται από την προεδρική κούρσα. Στο εξής, η δεξιά πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος συσπειρώθηκε γύρω από τον αντιπρόεδρο των Η.Π.Α. Χούμπερτ Χάμφρεϊ, εκλεκτό του κομματικού γραφειοκρατικού μηχανισμού[7]. Για να υπερκεράσει τις τοπικές επιτροπές του Δημοκρατικού κόμματος, ο Ρόμπερτ Κένεντι έριξε το σύνθημα της λαϊκής συμμετοχής, εγκαινιάζοντας έναν νέο, για τα δεδομένα των Η.Π.Α., τύπο προεκλογικής εκστρατείας: όργωσε όλη τη χώρα προκαλώντας ένα κύμα μαζικών, λαϊκών συγκεντρώσεων που έπαιρναν συχνά χαρακτήρα διαδήλωσης. Τρένα σταματούσαν και σφύριζαν για να χαιρετίσουν το ανοιχτό αυτοκίνητο που μετέφερε τον Κένεντι, μαύροι εργάτες και λευκοί φοιτητές έτρεχαν να τον φιλήσουν και να του σφίξουν το χέρι, μαθήτριες του Γυμνασίου τσίριζαν σε έξαλλη κατάσταση και του ζητούσαν αυτόγραφα στο αεροδρόμιο, σαν να πρόκειται για αστέρα της ροκ ή του Χόλυγουντ. Απέναντι σε έναν πιο αριστερό, αλλά και πιο στεγνό, εσωστρεφή, διανοούμενο Μακάρθι, ο Ρόμπερτ Κένεντι, ο «Μπόμπι», πολύ πιο προσιτός, προβαλλόταν σαν η ελπίδα του απλού ανθρώπου.
Οι πρώτες προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος έδειξαν ότι είχε μεγάλες πιθανότητες, καθώς κέρδισε θριαμβευτικά στην Ιντιάνα, τη Νεμπράσκα, ακόμα και μέσα στη γενέτειρα του Χάμφρεϊ, τη Νότια Ντακότα[8] . Έτσι, όλοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα τις αποφασιστικές εκλογές της Καλιφόρνιας, για να ξεκαθαρίσει οριστικά η κατάσταση στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών.
Το βράδυ της Τρίτης, 4 Ιουνίου, όλα είχαν κριθεί: ο Ρόμπερτ Κένεντι ήταν ο θριαμβευτής των εκλογών, ο αδιαφιλονίκητος εκλεκτός των Δημοκρατικών για τον Λευκό Οίκο. Χιλιάδες ενθουσιώδεις οπαδοί του κατέκλυσαν το ξενοδοχείο Αμπάσαντορ, στο Λος Άντζελες, και ξέσπασαν σε ξέφρενους πανηγυρισμούς. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Κένεντι ανέβηκε στην εξέδρα της μεγάλης αίθουσας χορού για έναν σύντομο ευχαριστήριο λόγο προς τους εκλογείς του, με τη σύζυγό του Έθελ και με τέσσερα από τα δέκα παιδιά του στο πλευρό του. Όταν τελείωσε, το ρολόι του έδειχνε 12.15 μετά τα μεσάνυχτα. Είχε αργήσει για την προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου, σε μία διπλανή αίθουσα. Κατέβηκε από το βήμα και, για να κόψει δρόμο, πέρασε από ένα διάδρομο, δίπλα από τις κουζίνες, περιστοιχιζόμενος από συνεργάτες, δημοσιογράφους και συγγενείς. Κάποια στιγμή κοντοστάθηκε αναζητώντας την Έθελ που είχε μείνει πίσω. Εκείνη τη στιγμή ένα χέρι σηκώθηκε στα δεξιά του και αμέσως μετά ακούστηκαν οκτώ πυροβολισμοί[9].
Ακολούθησε απερίγραπτο πανδαιμόνιο. Μία γυναίκα φώναξε «Όχι, Θεέ μου, όχι πάλι τα ίδια». Ο γνωστός ποδοσφαιριστής Ρούζβελτ Γκράιερ, σωματοφύλακας του υποψήφιου προέδρου, έπεσε πάνω στον μικροκαμωμένο μελαψό με το μικρό περίστροφο και τον αφόπλισε ενώ αυτός κραύγαζε: "Αφήστε με να σας εξηγήσω, το έκανα για την πατρίδα μου". Στο μεταξύ, ο Ρόμπερτ Κένεντι ήταν στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη αίματος, με πρόσωπο κατάλευκο, μάτια ανοιχτά και χείλη που τρεμόπαιζαν. Κάποιος του έδωσε να κρατήσει ένα ροζάριο και η Έθελ ωρυόταν: «Φέρτε γιατρό, για όνομα του Θεού, κάντε χώρο, αφήστε τον να αναπνεύσει!»[10].
Στο νοσοκομείο του «Καλού Σαμαρείτη», όπου μεταφέρθηκε, επί 3 ώρες και 45 λεπτά οι καλύτεροι νευροχειρουργοί έδωσαν άνιση μάχη[11]. Ήταν Πέμπτη 6 Ιουνίου, 1.44 τα χαράματα όταν ο Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι απεβίωσε.
Η επίσημη εκδοχή για τη δολοφονία του Κένεντι, που δόθηκε κάπως βιαστικά από τον υπουργό Δικαιοσύνης, είναι ότι ο δράστης, ο 24χρονος Παλαιστίνιος Σιρχάν Βισχάρα Σιρχάν, κινήθηκε μόνος του, χωρίς να υπάρχει ευρύτερη συνωμοσία, με κίνητρο τη φιλοϊσραηλινή στάση του Κένεντι στο Μεσανατολικό[12].
Ο Ρόμπερτ Κένεντι ήταν παντρεμένος με την Έθελ Σκέικελ και είχε 11 παιδιά (το τελευταίο γεννήθηκε έξι μήνες μετά τη δολοφονία του).
Δεκατρείς Μέρες: Η κρίση των πυραύλων της Κούβας (Εκδόσεις Λιναίος, Αθήνα 2019, ISBN 978-618-80512-3-2)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.