From Wikipedia, the free encyclopedia
Προγραφή (λατινικά: proscriptio) είναι, στην τρέχουσα χρήση, «διάταγμα καταδίκης σε θάνατο ή εξορία» (Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολιτικό πλαίσιο, για να αναφερθεί σε δολοφονία ή εξορία εγκεκριμένη από το κράτος. Ο όρος προήλθε από την Αρχαία Ρώμη, όπου περιλάμβανε δημόσια ταυτοποίηση και επίσημη καταδίκη των δηλωμένων εχθρών του κράτους και συχνά περιλάμβανε δήμευση της περιουσίας τους. [1]
Η χρήση του έχει διευρυνθεί σημαντικά, για να περιγράψει κυβερνητικές και πολιτικές κυρώσεις ποικίλου βαθμού σε άτομα και τάξεις ανθρώπων, που έπεσαν σε δυσμένεια: από τη μαζική καταστολή των υποστηρικτών ανορθόδοξων ιδεολογιών έως την καταστολή πολιτικών αντιπάλων ή προσωπικών εχθρών.
Εκτός από τις υποτροπές του κατά τις διάφορες φάσεις της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, έχει γίνει ένας τυπικός όρος για να περιγραφεί:
Οι προγραφές (λατινικά proscriptio, πληθυντικός proscriptiones) σήμαιναν αρχικά δημόσιες διαφημίσεις ή προκηρύξεις, που σήμαιναν ακίνητα ή αγαθά προς πώληση.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορικής βασιλείας του Λ. Κ. Σύλλα, η λέξη πήρε μία πιο δυσοίωνη σημασία. Το 82 ή 81 π.Χ., ο Σύλλας καθιέρωσε τη διαδικασία της απαγόρευσης, προκειμένου να εκδικηθεί τις σφαγές του Γάιου Μάριου και του γιου εκείνου. Κατέθεσε μία ειδοποίηση για την πώληση κατασχεθέντων περιουσιών, που ανήκαν σε αυτούς, οι οποίοι δηλώθηκαν δημόσιοι εχθροί του κράτους (οι σύγχρονοι ιστορικοί εκτιμούν ότι περίπου 520 άτομα προγράφθηκαν σε αντίθεση με την αρχαία εκτίμηση των 4.700 ατόμων) και ως εκ τούτου καταδίκασε σε θάνατο τους προγραμμένους, που ονομάζονται proscripti στα λατινικά.
Υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους η αρχαία ρωμαϊκή κυβέρνηση μπορεί να ήθελε να προγράψει ή να αποδώσει πολλές άλλες μορφές ποινών. Ένας από τους πιο διαδεδομένους λόγους τιμωρίας ήταν τα εγκλήματα προδοσίας, γνωστά και ως lex maiestatis. Τα εγκλήματα προδοσίας αποτελούνταν από έναν πολύ ευρύ και μεγάλο αριθμό κανονισμών και τέτοια εγκλήματα είχαν αρνητική επίδραση στην κυβέρνηση. Αυτός ο κατάλογος περιλαμβάνει, αλλά δεν περιορίζεται σε: βοήθεια με οποιονδήποτε τρόπο σε έναν εχθρό, Crimen Laesae Majestasis, πράξεις ανατροπής και σφετερισμού, αδίκημα κατά της ειρήνης του κράτους, αδικήματα κατά της απονομής δικαιοσύνης και παραβίαση απόλυτων καθηκόντων. Συνολικά, εγκλήματα στα οποία το κράτος, ο αυτοκράτορας, η ηρεμία του κράτους ή τα αδικήματα κατά του καλού του λαού θα θεωρούνταν προδοσία και, ως εκ τούτου, θα αποτελούσαν αιτία προγραφής. Ορισμένοι από αυτούς τους κανονισμούς είναι κατανοητοί και συγκρίσιμοι με τους νόμους ασφαλείας σήμερα. Ωστόσο, άλλοι, όπως η παραβίαση των απόλυτων καθηκόντων, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να είναι ατυχήματα ή περιστασιακές κρίσεις, που θα άξιζαν ανεξάρτητα τιμωρίας.
Οι τιμωρίες για προδοσία ήταν πολύ αυστηρές με τα σημερινά πρότυπα και είχαν σκοπό να αναδείξουν τη σοβαρότητα και την ατιμία των εγκλημάτων προδοσίας, που διαπράχθηκαν. Υπήρχαν διάφορες ποινές για εγκλήματα κατά της πρωτεύουσας, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου, της απώλειας της ιδιότητας του ελεύθερου, απώλεια της ιθαγένειας με απώλεια των οικογενειακών δικαιωμάτων και απώλεια μόνο των οικογενειακών δικαιωμάτων. Ο θάνατος ήταν μία πολύ συνηθισμένη τιμωρία και αναφερόταν ως <i id="mwWg">summum supplicium</i> (ακραία ποινή). Η θανατική ποινή ήταν συχνά η τιμωρία για όλες εκτός από τις πιο ήπιες μορφές προδοσίας. Ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν ένας σημαντικός διαμορφωτής του νόμου για την προδοσία. Η απαγόρευση από την Ύδρευση και την Πυρόσβεση ήταν μία αστική αποξένωση, που είχε ως αποτέλεσμα την τελική εξορία, η οποία περιλάμβανε στέρηση της ιθαγένειας και κατάσχεση περιουσίας. Όσοι καταδικάζοντο, απελαύνοντο σε νησί. Ο Αυτοκράτορας Αύγουστος χρησιμοποιούσε συχνά αυτή τη μέθοδο εξορίας, καθώς ήθελε να εμποδίσει τους εξορισμένους άνδρες να συνενωθούν σε μεγάλες ομάδες. Μία τέτοια τιμωρία δόθηκε μόνο για τις πιο ήπιες μορφές προδοσίας, σε σύγκριση με τη θανατική ποινή που ίσχυε για τα περισσότερα άλλα εγκλήματα προδοσίας. Ο Αύγουστος δημιούργησε επίσης τον έπαρχο (prefect, νομάρχη), του οποίου οι εξουσίες περιλάμβαναν τη δυνατότητα να εξορίσουν, να απελάσουν ή να στείλουν κάποιον στα ορυχεία. Ο έπαρχος ακροάτο επίσης τις εκκλήσεις.
Μία πρώιμη περίπτωση μαζικής απαγόρευσης έλαβε χώρα το 82 π.Χ., όταν ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλα διορίστηκε dictator rei publicae constituendae (δικτάτορας για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας). Ο Σύλλας ζήτησε από τη Σύγκλητο να καταρτίσει μία λίστα, με αυτούς που θεωρούσε εχθρούς του κράτους και δημοσίευσε τη λίστα στο Ρωμαϊκό Φόρουμ. Οποιοσδήποτε άνδρας του οποίου το όνομα εμφανιζόταν στη λίστα, στερήθηκε ipso facto από την υπηκοότητά του και αποκλείστηκε από κάθε νόμιμη προστασία. Τα χρήματα της αμοιβής δίδοντο σε οποιονδήποτε πληροφοριοδότη έδινε πληροφορίες που οδηγούσαν στο θάνατο ενός προγραμμένου άνδρα, και κάθε άτομο που σκότωνε έναν προγραμμένο άνδρα είχε το δικαίωμα να κρατήσει μέρος της περιουσίας του (το υπόλοιπο πήγαινε στο κράτος). Κανένα άτομο δεν θα μπορούσε να κληρονομήσει χρήματα ή περιουσίες από προγραμμένους άνδρες, ούτε θα μπορούσε μία γυναίκα παντρεμένη με έναν προγραμμένο άντρα να ξαναπαντρευτεί μετά τον θάνατό του. Πολλά θύματα της προγραφής αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους εκτέθηκαν σε δόρατα στην Αγορά (Forum).
Ο Σύλλας χρησιμοποίησε την προγραφή, για να αποκαταστήσει το εξαντλημένο Ρωμαϊκό θησαυροφυλάκιο (<i id="mwbQ">Aerarium</i> , το οποίο είχε καταστραφεί από τους δαπανηρούς εμφύλιους και ξένους πολέμους την προηγούμενη δεκαετία, και για να εξαλείψει τους εχθρούς (τόσο πραγματικούς όσο και δυνητικούς) της μεταρρυθμισμένης πολιτείας και νομοθετημάτων του. Οι πλουτοκράτες ιππείς της Τάξης των Ιππέων επλήγησαν ιδιαίτερα. Έδωσε στη διαδικασία έναν ιδιαίτερα απαίσιο χαρακτήρα στα μάτια των πολιτών το γεγονός, ότι πολλοί από τους προγραμμένους άνδρες, αφού συνοδεύτηκαν από τα σπίτια τους τη νύχτα από ομάδες ανδρών, που όλοι ονομάζοντο "Λεύκιοι Κορνήλιοι", δεν εμφανίστηκαν ποτέ ξανά. Αυτοί οι άνδρες ήταν όλοι απελεύθεροι του Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα. Έτσι δημιουρόταν ένας γενικός φόβος, το να πάρουν κάποιον από το σπίτι του τη νύχτα, όταν υπήρχε κάποια εξωτερική στασιαστική συμπεριφορά.
Η προγραφή του Σύλλα επιβλεπόταν γραφειοκρατικά και τα ονόματα των πληροφοριοδοτών και εκείνων που ωφελήθηκαν από τη δολοφονία απαγορευμένων ανδρών καταχωρήθηκαν στο δημόσιο αρχείο. Επειδή το Ρωμαϊκό δίκαιο μπορούσε να ποινικοποιήσει πράξεις ex post facto (εκ των υστέρων), πολλοί πληροφοριοδότες και κερδοσκόποι διώχθηκαν αργότερα.
Η παραγραφή του 82 π.Χ. επιβλήθηκε από τον apελεύθερο διαχειριστή του Σύλλα, Λεύκιο Κορνήλιο Χρυσόγονο, και ήταν γεμάτη διαφθορά.
Οι κατάλογοι προγραφών που δημιουργήθηκαν από τον Σύλλα, οδήγησαν σε μαζικό τρόμο στη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, «οι πόλεις της Ιταλίας έγιναν θέατρα εκτέλεσης». Οι πολίτες τρομοκρατούντο, όταν έβρισκαν τα ονόματά τους στις λίστες. Εκείνοι των οποίων τα ονόματα παρατέθηκαν, καταδικάστηκαν τελικά σε θάνατο. Οι εκτελέσεις ήταν βάναυσες και γινόταν με αποκεφαλισμό. Συχνά τα κεφάλια εκτίθεντο στη συνέχεια, για να τα δει η πόλη. Τα σώματα των καταδικασμένων συχνά ακρωτηριάζοντο και σύροντο πριν ριφθούν στον ποταμό Τίβερη. Επιπλέον, όσοι καταδικάζοντο έχαναν τα δικαιώματά τους ακόμη και μετά τον βάναυσο θάνατό τους. Στους νεκρούς στερείτο το δικαίωμα σε κηδεία και όλα τα υπάρχοντά τους δημοπρατούντο, συχνά σε αυτούς που τους σκότωσαν. Αρνητικές συνέπειες προέκυπταν, για όποιον επέλεγε να βοηθήσει αυτούς, που περιλαμβάνονται στη λίστα, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν οι ίδιοι καταχωρημένοι στις απαγορευμένες λίστες. Όποιος κρινόταν ένοχος για συνδρομή των καταδικασθέντων, τιμωρείτο με θάνατο.
Οι οικογένειες τιμωρούντο επίσης λόγω συγγένειας με έναν από τους προγραμμένους. Απαγορευόταν το πένθος για τον θάνατο ενός προγραμμένου ατόμου. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η μεγαλύτερη αδικία από όλες τις συνέπειες ήταν η άρση των δικαιωμάτων των παιδιών και των εγγονών τους. Ενώ όσοι προγράφοντο -και τα αγαπημένα τους πρόσωπα- αντιμετώπιζαν σκληρές συνέπειες, οι άνθρωποι που βοηθούσαν την κυβέρνηση σκοτώνοντας οποιοδήποτε άτομο στον κατάλογο προγραμμένων, ανταμείβοντο.
Η παραγραφή του 43 π.Χ. ήταν η δεύτερη σημαντική προγραφή. Ξεκίνησε με μία συμφωνία τον Νοέμβριο 43 μεταξύ των μελών της Β΄ Τριανδρίας Οκταβιανού Καίσαρα, Μάρκου Αντωνίου και Μάρκου Λεπίδου μετά από δύο μακρές συναντήσεις. Ο στόχος τους ήταν να εκδικηθούν τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα, να εξαλείψουν τους πολιτικούς εχθρούς και να αποκτήσουν τις περιουσίες τους. Η προγραφή απευθυνόταν στους συνωμότες του Ιούλιου Καίσαρα, όπως ο Βρούτος και ο Κάσσιος, και άλλα άτομα που είχαν λάβει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων πλούσιων ανθρώπων, γερουσιαστών, ιππέων και δημοκρατών όπως ο Σέξτος Πομπήιος και ο Κικέρωνας. Υπήρχαν 2.000 ονόματα στη λίστα συνολικά και μία ελκυστική αμοιβή 2.500 δραχμών για το κεφάλι ενός ελεύθερου στον κατάλογο (το κεφάλι ενός σκλάβου άξιζε 1.000 δραχμές). Οι ίδιες αμοιβές δόθηκαν, σε όποιον έδινε πληροφορίες, για το πού κρύβεται κάποιος στη λίστα. Όποιος προσπαθούσε να σώσει άτομα του καταλόγου, προστίθετο στον κατάλογο. Τα υλικά αντικείμενα των νεκρών θυμάτων επρόκειτο να κατασχεθούν. Μερικοί από τους καταχωρημένους στερήθηκσν την περιουσία τους, αλλά προστατεύτηκαν από τον θάνατο από τους συγγενείς τους που ανήκαν στην Τριανδρία (π.χ., ο Λεύκιος Ιούλιος Καίσαρας και ο αδελφός του Λεπίδου). Οι περισσότεροι ωστόσο σκοτώθηκαν, σε ορισμένες περιπτώσεις τραγικά, όπως ο Κικέρων, ο νεώτερος αδελφός του Κόιντος Τύλλιος Κικέρων (ένας από τους αντιπροσώπους του Ιουλίου Καίσαρα) και ο Μάρκος Φαβορίνος σκοτώθηκαν στην προγραφή. [8] Το κεφάλι και τα χέρια του Κικέρωνα κόπηκαν και στερεώθηκαν στα Ρόστρα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.