«Πρώτος μεταξύ ίσων» προκαθήμενος της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο τίτλος που απονέμεται στον εκάστοτε Πατριάρχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο τίτλος Οικουμενικός (Universalis) παλαιότερα αποδιδόταν και στους Πάπες της Ρώμης. Πολύ γρήγορα όμως για την Ανατολική Εκκλησία, έγινε αποκλειστικός τίτλος του Αρχιεπισκόπου και Πατριάρχη της πρωτεύουσας του Βυζαντινού κράτους (Κωνσταντινούπολη). Ο τίτλος αυτός προήλθε κατ΄ από μίμηση αυτοκρατορικού τίτλου. Καθώς οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες αποκαλούνταν «Δεσπότες της Οικουμένης», έτσι και οι Πατριάρχες της έδρας των Αυτοκρατόρων αποκαλούνταν «Οικουμενικοί Πατριάρχες».
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως | |
---|---|
Επισκοπή | |
Ορθόδοξη | |
Εν ενεργεία: Βαρθολομαίος Από 2 Νοεμβρίου 1991 | |
Προσφώνηση | Παναγιώτατος |
Επισκοπή | Κωνσταντινουπόλεως |
Καθεδρικός ναός | Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου |
Κατοικία | Οικουμενικό Πατριαρχείο-Φανάρι |
Πρώτος επίσκοπος |
|
Ίδρυση | 38 (ως Επισκοπή Βυζαντίου) 451 |
Ιστότοπος | ec-patr.org |
Προσφωνήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Παναγιώτατος |
Προφορική προσφώνηση | Παναγιώτατε |
Θρησκευτική προσφώνηση | Ἡ Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότης |
Από τις αρχές του 6ου αιώνα ο Πατριάρχης Ιωάννης Β΄ Καππαδόκης (518-520) τιτλοφορούταν «Οικουμενικός». Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός δεν ονόμασε μόνο την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης «Κεφαλή πασών των Εκκλησιών», αλλά και στα περισσότερα διατάγματά του (Νεαραί) αποδίδει τον τίτλο «Οικουμενικός» στους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Επιφάνιο (520-535), Άνθιμο (535-536) και Μηνά (536-552). Ο Πατριάρχης Ιωάννης Δ' ο Νηστευτής, που το 588 συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη Σύνοδο για να δικάσει τον Αντιοχείας Γρηγόριο, έφερε τον τίτλο Οικουμενικός ενώπιον των Πατριαρχών Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Εντούτοις, η επίσημη χρήση αυτού του τίτλου στην υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καθιερώθηκε αργότερα, κατά την περιόδο της λατινοκρατίας, από τον πατριάρχη Γερμανό Β' κατά την προσωρινή εγκατάστασή του στη Νίκαια.
Προς δήλωση του μεγαλείου αλλά και του γοήτρου του Οικουμενικού Πατριάρχη συγγραφείς, ιεράρχες και άλλοι μεταχειρίστηκαν λέξεις όπως «Αρχιερεύς Μέγιστος», «ο την του σύμπαντος κόσμου επιστασίαν λαχών» (τίτλος που απέδωσε ο Καισαρείας Προκόπιος προς τον Πατριάρχη Φώτιο). Επίσης ο Στουδίτης Ιωσήφ ο Βρυέννιος αποκαλεί τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «ο Μέγας της Οικουμένης και Άκρος Αρχιερεύς».
Σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατά το Διεθνές Δίκαιο θεωρείται International Person (Διεθνής Προσωπικότητα), όπως και ο Πάπας της Ρώμης. Σύμφωνα με την ισχύουσα τουρκική νομοθεσία, ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης θα πρέπει υποχρεωτικά να φέρει την τουρκική υπηκοότητα προκειμένου να εκλεγεί στον θρόνο του και να ασκήσει τα καθήκοντά του, κάτι που ισχύει και για όλα τα μέλη της Συνόδου από τα οποία εκλέγεται.
Οι Πατριάρχες ήταν ανέκαθεν αποκλειστικά Έλληνες, καθώς θεωρείται ότι για να κατανοεί επαρκώς ένας ιερέας τις γραφές πρέπει να μιλά ελληνικά, σε αντίθεση με τον Πάπα που δεν απαιτείται να έχει συγκεκριμένη καταγωγή[1].
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, οι Πατριάρχες είχαν από το νόμο την αποκλειστική εξουσία να διοικούν την εκκλησία και να ρυθμίζουν τα εκκλησιαστικά ζητήματα στην επικράτεια, με τον Αυτοκράτορα να μην έχει δικαίωμα παρέμβασης, αν και αρκετές φορές ο Αυτοκράτορας είχε τη δύναμη να παραβιάσει αυτόν τον κανόνα, ενώ υπήρξαν φορές που ο Πατριάρχης διορίστηκε αυθαίρετα από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα.
Ο Πατριάρχης είχε επίσης εξουσία και επί των ξένων Ορθοδόξων εκκλησιών, όπως π.χ. της Βουλγαρικής, της Σερβικής, της Ρωσικής, εκκλησίες οι οποίες ήταν αποτέλεσμα ιεραποστολών του Πατριαρχείου[1] και εκείνη την εποχή οι ανώτεροι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι των εκκλησιών αυτών διορίζονταν από τον Πατριάρχη και ήταν κυρίως Έλληνες.
Κατά την Οθωμανική περίοδο ο τίτλος αυτός διατήρησε και επέκτεινε τη σημασία του, καθώς πλέον είχε και πολιτικές αρμοδιότητες επί των Ορθοδόξων, κυρίως των Ρωμιών, τοπικών ηγετών, στην επικράτεια της Οθωμανικής πλέον Αυτοκρατορίας και οι βασικές του αρμοδιότητες στην εκκλησία διατηρήθηκαν ως επί το πλείστον, ενώ ήταν η ισχυρότερη προσωπικότητα μεταξύ των Ορθοδόξων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[2]
Ο τίτλος του Πατριάρχη άρχισε να χάνει τη δύναμή του από την εποχή της ίδρυσης του Νέου Ελληνικού Κράτους (1821), καθώς άρχισαν να ιδρύονται εκκλησίες εκτός της δικαιοδοσίας του Πατριάρχη, έξω από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1912-1922) και την ίδρυση εθνικών κρατών στην Ανατολική Ευρώπη ιδρύθηκαν κι άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, με αποτέλεσμα ο Πατριάρχης να χάσει την άμεση δικαιοδοσία του επί των εκκλησιών αυτών, διατηρώντας ωστόσο κάποιες εξουσίες σε πνευματικά ζητήματα.
Σήμερα ο Πατριάρχης έχει άμεση εξουσία σε κάποιες ημιανεξάρτητες εκκλησίες της Ελλάδος (τις λεγόμενες «Μητροπόλεις Νέων Χωρών», με προεξέχουσα την Αρχιεπισκοπή Κρήτης), επί της πολιτείας του Αγίου Όρους, όπου ισχύει ειδικό πολιτικό καθεστώς, στις Μητροπόλεις της Τουρκίας[3] και στις Ελληνορθόδοξες εκκλησίες των ξένων μη Ορθοδόξων κρατών[4].
«Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης»,[5] είναι ο επίσημος τίτλος που φέρει ο εκάστοτε προκαθήμενος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Η προσφώνηση των Οικουμενικών Πατριαρχών από αιώνες είναι: Παναγιώτατος, (δημ. Παναγιότατος), επί επιστολών και επισήμων εγγράφων φέρονται τα αρχικά: Α.Θ.Π. (Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα) π.χ. «Προς την Α.Θ.Π. τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως...».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.