Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1878-1884 και 1901-1912) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιωακείμ Γ΄ (κατά κόσμον Χρήστος Δημητριάδης ή Δεβετζής) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης κατά τα έτη 1878-1884 και 1901-1912.
Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ | |
---|---|
Ο Ιωακείμ Γ΄ | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ιωακείμ Γ΄ (Ελληνικά) |
Γέννηση | 30 Ιανουαρίου 1834 Βαφειοχώρι |
Θάνατος | 26 Νοεμβρίου 1912 Κωνσταντινούπολη |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Βραβεύσεις | Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας[1] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γεννήθηκε στο προάστιο Βαφειοχώρι (Μπογιατζήκιοϊ) της Κωνσταντινούπολης στις 18 Ιανουαρίου του 1834[2] και το κοσμικό του όνομα ήταν Δεβετζής ή Δημητριάδης. Οι γονείς του ονομάζονταν Δημήτριος και Θεοδώρα[3]. Καταγόταν από το βλαχόφωνο Κρούσοβο της Πελαγονίας[4] και, από την πλευρά της μητέρας του, από τον Σκοπό ή το Ευκάρυο της Ανατολικής Θράκης[5].
Το 1852 χειροτονήθηκε διάκονος, λαμβάνοντας το όνομα Ιωακείμ, από τον Μητροπολίτη Πωγωνιανής Νίκανδρο στο Βουκουρέστι, όπου και παρέμεινε ως το 1854 σπουδάζοντας και μαθαίνοντας τη ρουμανική γλώσσα. Από το 1854 ως το 1860 υπηρέτησε ως ιεροδιάκονος στους ελληνικούς ναούς της Βιέννης[6], συνεχίζοντας τις σπουδές του και μαθαίνοντας γερμανικά. Ο Ιωακείμ Γ' δεν έλαβε πανεπιστημιακή μόρφωση, αλλά μπόρεσε να αναπληρώσει αυτό το κενό με την ευρύτητα της σκέψης του και την αγάπη του για τα γράμματα.
Πνευματικό παιδί του Μητροπολίτη Κυζίκου και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Β', μετά την εκλογή του τελευταίου στον οικουμενικό θρόνο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1863 και διορίστηκε Μέγας Πρωτοσύγκελλος. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1864 εξελέγη Μητροπολίτης Βάρνης[6], θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1874.
Μετά την επάνοδο του Ιωακείμ Β' στον οικουμενικό θρόνο, ο Ιωακείμ ανέλαβε την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης στις 9 Ιανουαρίου του 1874, την οποία ποίμανε ως το 1878.
Το 1875, ως Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Ιωακείμ πρότεινε στον Σμυρναίο μοναχό Δανιήλ (τον μετέπειτα ονομαζόμενο Κατουνακιώτη, που αγιοκατατάχθηκε το 2020) να διακονήσει σε όποια μονή της Μητρόπολης επιθυμούσε, διότι είχε αδικηθεί στην προηγούμενη διακονία του στον Άθωνα. Τον είχαν απομακρύνει αδίκως από το κοινόβιο του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος, διότι ενεργούσε για να αποτρέψει τις προσπάθειες των Ρώσων μοναχών να ελέγξουν την διοίκηση της Μονής. Έτσι ο Δανιήλ επέλεξε τη Μονή Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης. Εκεί ο Δανιήλ συνεισέφερε τα μέγιστα με την εισαγωγή του αγιορείτικου τυπικού στην νηστεία και στις ακολουθίες και κέρδισε την αγάπη όλων[7][8].
Επί των ημερών της Αρχιερατείας του Ιωακείμ στην Θεσσαλονίκη, το 1876, συνέβη η «σφαγή των προξένων[9]».
Στις 4 Οκτωβρίου 1878, μετά τον θάνατο του Ιωακείμ Β', εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης[10].
Κατά την Πατριαρχία του ρύθμισε με επιτυχία πολλά διοικητικά ζητήματα και φρόντισε ιδιαίτερα για την ενίσχυση της παιδείας. Έκτισε το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και το 1880 έθεσε και πάλι σε λειτουργία το πατριαρχικό τυπογραφείο και εξέδωσε το περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια, με διευθυντή συντάξεως το Μανουήλ Γεδεών (1880)[11]. Επίσης ίδρυσε την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη[12], έθεσε τα θεμέλια του νέου οικοδομήματος της Μεγάλης του Γένους Σχολής στο λόφο του Φαναρίου (30 Ιανουαρίου 1880) και επέκτεινε τις κτιριακές εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου. Με έξοδα του ευεργέτη Ευστάθιου Ευγενίδη οικοδομήθηκε ιδιαίτερο ενδιαίτημα για τον Πατριάρχη, καθώς και πατριαρχικό παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα. Συνέστησε την κεντρική Ιερατική Σχολή και ενίσχυσε τη Θεολογική Σχολή Χάλκης, βοηθώντας μάλιστα τους αποφοίτους της να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό.
Το 1879 αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Σερβικής Εκκλησίας[13] και μεταβίβασε τη Μητρόπολη Δρύστρας στην Εκκλησία της Ρουμανίας[14]. Το 1882 παραχώρησε τις μητροπόλεις Θεσσαλίας και Άρτας στην Εκκλησία της Ελλάδος, αφού ήδη είχε προηγηθεί η πολιτική τους ενσωμάτωση. Την ίδια χρονιά αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εκλογή του Φωτίου (Περόγλου) σε Πατριάρχη Ιεροσολύμων[15] και, μετά από έρευνες των Οθωμανικών αρχών, η εκλογή ακυρώθηκε και Πατριάρχης εξελέγη ο Νικόδημος (Τσιντσώνης).
Στις 30 Μαρτίου 1884 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση επειδή αντέδρασε στις απαιτήσεις της τουρκικής κυβέρνησης να καταργηθούν τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία[16]. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την Οθωμανική κυβέρνηση είχε υποβάλει παραίτηση τρεις φορές τον Δεκέμβριο του 1883, οι οποίες δεν έγιναν δεκτές[17].
Μετά την παραίτησή του, ο Ιωακείμ αποσύρθηκε αρχικά στην γενέτειρά του[18], περιόδευσε στα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας και τέλος εγκαταστάθηκε στο κελί Μυλοποτάμου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους όπου παρέμεινε επί 12 έτη[19]. Στις 25 Μαΐου 1901 επανήλθε στον οικουμενικό θρόνο, καθώς εξελέγη για δεύτερη φορά Οικουμενικός Πατριάρχης, διαδεχόμενος τον παυθέντα Κωνσταντίνο Ε΄.
Κατά τη 2η πατριαρχεία του συμπλήρωσε και βελτίωσε τα οικονομικά του Πατριαρχείου, ίδρυσε ορφανοτροφείο θηλέων στη νήσο Πρώτη και αρρένων στην Πρίγκηπο, συνέστησε τη σχολή Γλωσσών και Εμπορίου με μαθητές και Τούρκους, συμπλήρωσε την οικοδομή των νοσοκομείων Βαλουκλή βοηθούμενος κυρίως από τις οικογένειες Ζαρίφη, Μαυρογορδάτου, Βαλλιάνου, Νεγρεπόντη, Κορωνιού, Σινιόσογλου και άλλων από Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία καθώς και από Αίγυπτο.
Επί πατριαρχείας Ιωακείμ Γ΄ εξελέγη παμψηφεί, στις 23 Μαΐου 1902, Μητροπολίτης Δράμας ο Άγιος Χρυσόστομος ο Καλαφάτης, ο μετέπειτα μάρτυρας Μητροπολίτης Σμύρνης. Ο Ιωακείμ Γ΄ στις 19 Φεβρουαρίου του 1908 συγκάλεσε Σύνοδο για εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου Κύπρου και επίλυση του εκεί από το 1900 χρονίζοντος «Αρχιεπισκοπικού ζητήματος»[20][21]. Στις 18 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς εξέδωσε Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, με τον οποίο οι ορθόδοξες ελληνικές κοινότητες που λειτουργούσαν στην Ευρώπη, την Αμερική και σε άλλες χώρες, παραχωρούνταν στην Εκκλησία της Ελλάδος[22], ενώ επικύρωσε απόφαση της Αγιοταφικής Αδελφότητας με την οποία κηρυσσόταν έκπτωτος ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός[23]. Τέλος, παρασκεύασε Άγιο Μύρο τρεις φορές, το 1878, το 1903 και το 1912[24].
Τιμήθηκε με τα ανώτερα παράσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Αυστροουγγαρίας και των Βασιλείων Ελλάδος, Βουλγαρίας, Αιγύπτου, Ρωσίας και Ρουμανίας[25] (στη φωτογραφία, στο μέσον επάνω σε πορφυρή ταινία, φέρει και το μέγιστο των παρασήμων των Σουλτάνων). Στις 21 Μαρτίου του 1912 το πανεπιστήμιο Αθηνών τίμησε την προσφορά του αναγορεύοντας τον επίτιμο διδάκτορα της Θεολογίας.
Ο Ιωακείμ Γ΄ πατριάρχευσε έως τις 13 Νοεμβρίου του 1912, οπότε μετά από ολιγοήμερη ασθένεια πέθανε (στις 26 Νοεμβρίου) και κηδεύτηκε στο πατριαρχικό κοιμητήριο της Ζωοδόχου Πηγής του Βαλουκλή στην Κωνσταντινούπολη, λίγο μετά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.