Remove ads
Δολοφονία των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας στην Θεσσαλονίκη From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως σφαγή των προξένων είναι γνωστό το γεγονός που συνέβη στις 6 Μαΐου του 1876 στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, όπου ο τουρκικός όχλος λυντσάρισε τον πρόξενο της Γερμανίας Ερρίκο Άμποτ και της Γαλλίας Ζυλ Μουλέν εντός κτηρίου τεμένους, μετά από αναστάτωση που προκλήθηκε στον μουσουλμανικό πληθυσμό της πόλης λόγω της απόπειρας αποτροπής εξισλαμισμού νεαρής χριστιανής. Άμεση εμπλοκή είχε και το προξενείο των ΗΠΑ στο κτήριο του οποίου κρατήθηκε προσωρινά η νεαρή, ενώ οι πρόξενοι της Βρετανίας, της Ιταλίας, και της Αυστρίας ήταν εν μέρει αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Το επεισόδιο προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στα ευρωπαϊκά χριστιανικά κράτη ως προς την ασφάλεια των εκεί πληθυσμών και διπλωματικών αποστολών τους, και υπήρξε αποστολή πολεμικών πλοίων γύρω από τη Θεσσαλονίκη, τόσο από τις Μεγάλες Δυνάμεις όσο και από το Βασίλειο της Ελλάδας. Ακολούθησαν συλλήψεις από τις οθωμανικές αρχές και αυτοί που κρίθηκαν ως ένοχοι απαγχονίστηκαν, οι αξιωματούχοι της πόλης καθαιρέθηκαν, καθώς και υπήρξαν χρηματικές αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων. Ο ίδιος ο σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ καθαιρέθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα καθώς οι όροι αποζημίωσης που υποχρεώθηκε να δεχτεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν ταπεινωτικοί και ενέτειναν την ιδιαίτερα κακή κατάσταση στην οποία βρισκόταν η οθωμανική αυτοκρατορία κατά την περίοδο διακυβέρνησης του.
Σφαγή των προξένων | |
---|---|
Αναπαράσταση του συμβάντος από γαλλικό έντυπο της εποχής. | |
Χώρος | Τέμενος Σαατλί |
Ημερομηνία | 6 Μαΐου 1876 |
Τοποθεσία | Θεσσαλονίκη, Ελλάδα |
Συντεταγμένες | 40.6407°N 22.9443°E |
Θέμα | Δολοφονία του προξένου της Γερμανίας Ερρίκου Άμποτ και του προξένου της Γαλλίας Ζυλ Μουλέν |
Συμμετέχοντες | Μουσουλμανικός όχλος |
Αίτια | Αποτροπή εξισλαμισμού |
Συλλήψεις | 52 |
Καταδίκες | 6 καταδικάστηκαν σε θάνατο για απαγχονισμού για συμμετοχή στα επεισόδια. Από τους αξιωματούχους της πόλης καθαιρέθηκαν 4 για την αποτυχία επιβολής της τάξης. |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η οθωμανική αυτοκρατορία στα μέσα της δεκαετίας του 1870 αντιμετώπιζε εξεγέρσεις στα Βαλκάνια καθώς και σοβαρή οικονομική κρίση. Τον Ιούλιο του 1875 είχαν ξεκινήσει οι εξεγέρσεις στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη με την υποστήριξη της Σερβίας και του Μαυροβουνίου και την ευρύτερη υποκίνηση της Ρωσίας,[1] τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η οθωμανική αυτοκρατορία είχε αναγκαστεί να κηρύξει πτώχευση,[2] ενώ τον Απρίλιο του 1876 είχε ξεκινήσει νέα εξέγερση από τους Βουλγάρους στην περιοχή της Ροδόπης και σύντομα έπειτα ακολούθησε η σφαγή του Μπατάκ. Όλες αυτές οι συνθήκες ως τμήμα του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος, είχαν συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος εκνευρισμού από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς προς τους χριστιανικούς καθώς τους ήταν δύσκολο να αποδεχθούν πως οι οθωμανικές αρχές τους αντιμετώπιζαν στο ίδιο επίπεδο με τους χριστιανούς,[3] βάσει των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ) που είχαν συμβεί κατά τις προηγούμενες δεκαετίες με φιλελευθεροποίηση των λειτουργιών του κράτους και ελαχιστοποίηση των θρησκευτικών διακρίσεων.[4]
Ειδικά σε ότι αφορά τη Θεσσαλονίκη σύμφωνα με τον Αυστριακό πρόξενο σε επιστολή του της 5ης Απριλίου 1876 ο πληθυσμός ήταν ερεθισμένος έναντι του χριστιανικού πληθυσμού και ιδιαίτερα εναντίον της ευρωπαϊκής παροικίας και των προξένων.[5] Κατά την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου του 1875 και Ιανουαρίου του 1876 υπήρχε έντονη φημολογία για πογκρόμ εναντίον των χριστιανών κάτι που αποσοβήθηκε μετά από παρέμβαση του Γάλλου προξένου Μουλέν και τη λήψη μέτρων από τον κυβερνήτη. Η απειλή σύρραξης όμως συνέχισε να υπάρχει.[6]
Κατά την εποχή εκείνη μια νεαρή κοπέλα, χριστιανή, βουλγαρικής καταγωγής μεταξύ 12 και 16 ετών και ορφανή από πατέρα, η οποία ζούσε στη Βογδάντσα και ονομαζόταν Στεφάνα[7] ή Βελίκω,[8] φέρεται να είχε αποφασίσει να ασπαστεί το Ισλάμ. Υπάρχει η υπόθεση πως αυτό έγινε καθώς είχε ερωτευτεί έναν Τούρκο με τον οποίο σκόπευε να παντρευτεί,[9] όμως υπάρχει και η εκδοχή πως την κοπέλα επιθυμούσε τοπικός αξιωματούχος της Θεσσαλονίκης (Εμίν Εφέντης) ώστε να την εντάξει στο χαρέμι του.[10][11][12]
Σύμφωνα με τους κοτζαμπάσηδες του χωριού η Στεφάνα απήχθη από οικογένεια Τούρκων γειτόνων της, ενώ κατά άλλη εκδοχή δραπέτευσε από το σπίτι της στο δικό τους και η απαγωγή ήταν σκηνοθετημένη,[7][13] και της πρότειναν να την πάνε στη Θεσσαλονίκη έτσι ώστε να προχωρήσουν με τις σχετικές διαδικασίες ως προς τη μεταστροφή της στο Ισλάμ,[14] κάτι που απαιτούσε σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο την παρουσία του ατόμου ενώπιον συμβουλίου και την κατάθεση πως το κάνει υπό ελεύθερη θέληση χωρίς να πιέζεται.[15]
Για το ταξίδι αυτό η κοπέλα ντύθηκε όχι με βουλγαρική ενδυμασία αλλά με παραδοσιακό μουσουλμανικό ένδυμα γιασμάκ και φερετζέ, και μέσω της Γευγελής πήρε την αμαξοστοιχία προς τη Θεσσαλονίκη μαζί με μια Αράβισσα.[16] Κατά μια εκδοχή η μητέρα της κοπέλας βρισκόταν στο τραίνο από την αρχή προσπαθώντας να τη μεταπείσει, ενώ κατά άλλη όταν το τραίνο έκανε στάση στο Καρασούλι (σημερινό Πολύκαστρο) η μητέρα της κοπέλας ήταν ήδη σε κάποιο από τα βαγόνια καθώς πήγαινε στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης για να ζητήσει βοήθεια για την κόρη της -κάτι που σήμαινε ότι δεν άνηκε στην πρόσφατα δημιουργημένη βουλγαρική εξαρχία του 1870 αλλά στο ελληνικό Οικουμενικό Πατριαρχείο- και τυχαία αναγνώρισε την κόρη της την οποία προσπάθησε να αποτρέψει να αλλαξοπιστήσει στο Ισλάμ.[13][17]
Όταν το τραίνο έφτασε στον σταθμό Θεσσαλονίκης το απόγευμα της 5ης Μαΐου (κατά το παλαιό ημερολόγιο),[17] η Στεφάνα ζήτησε από τους αστυνομικούς να τη συνοδέψουν στην κατοικία του κυβερνήτη (βαλή), ενώ η μητέρα της κατέφυγε στους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους καθώς και χριστιανούς περαστικούς εκλιπαρώντας τους για βοήθεια ώστε να αποτρέψουν τον εξισλαμισμό της κόρης της.[18] Καθώς η 5η Μαΐου ήταν χριστιανική γιορτή (Αγίου Γεωργίου),[7][9] έτυχε να υπάρχει μεγάλος αριθμός χριστιανών στον σταθμό, περί τους 150 σύμφωνα με τη μετέπειτα αναφορά του κυβερνήτη, ανάμεσα τους και ο Τζωρτζ Άμποτ, ο οποίος ήταν αδερφός του αγγλικής καταγωγής προξένου της Γερμανίας στην πόλη, Ερρίκου Άμποτ, με τους Άμποτ να είναι γνωστή οικογένεια της Θεσσαλονίκης με αγγλικές ρίζες.[19][20] Το πλήθος αυτό επιτέθηκε στη συνοδεία της Στεφάνας,[18] και αφότου κατάφεραν να την αποσπάσουν από αυτούς της αφαίρεσαν την τουρκική ενδυμασία και έσκισαν τον φερετζέ, κάτι που θεωρήθηκε μεγάλη ασέβεια και προσβολή από τους μουσουλμάνους. Κατόπιν απομακρύνθηκαν και την τοποθέτησαν σε άμαξα τη μητέρα της με κατεύθυνση την προξενική κατοικία του βουλγαρικής καταγωγής προξένου των ΗΠΑ, Περικλή Χατζηλαζάρου.[18][21] Καθώς ο Χατζηλαζάρου βρισκόταν σε ταξίδι στην Έδεσσα και απουσίαζε από την πόλη, την κοπέλα υποδέχτηκε η μητέρα του. Αφότου διανυκτέρευσε εκεί, μεταφέρθηκε κρυφά το επόμενο πρωινό μαζί με τη μητέρα της και έναν θείο της κοπέλας που είχαν έρθει στο εντωμεταξύ, στο γειτονικό σπίτι του Ιωάννη Αυγερινού, Έλληνα επιχειρηματία της πόλης με αυστριακή υπηκοότητα.[22]
Παράλληλα, τα νέα της συμπλοκής στον σιδηροδρομικό σταθμό είχαν κυκλοφορήσει στην πόλη, μαζί με φήμες πως είχε γίνει χρήση όπλων και πως η αρπαγή της κοπέλας ήταν οργανωμένη με τους ιθύνοντες να είναι οι Έλληνες πρόκριτοι και ο Χατζηλαζάρου (οι καταθέσεις του Αυστριακού προξένου ο οποίος ήταν αυτόπτης και άλλων μελών διπλωματικών αποστολών περιγράφουν πως φαίνεται να έγινε τυχαία το περιστατικό και πως δεν υπήρξε αιματηρή σύγκρουση με όπλα).[23] Την επόμενη ημέρα μουσουλμανικό πλήθος, υπό την καθοδήγηση του μουφτή Ιμπραήμ μπέη και του παρέδρου του τοπικού συμβουλίου του βιλαετιού Εμίν εφέντη οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει τις διεργασίες από το προηγούμενο βράδυ, συγκεντρώθηκε έξω από το αμερικανικό προξενείο στην περιοχή του Φραγκομαχαλά (σημερινή στοά Μαλακοπής στο ύψος της διασταύρωσης Εγνατίας οδού με Ίωνος Δραγούμη) απαιτώντας την παράδοση της Στεφάνας σε αυτούς.[24] Την ίδια χρονική περίοδο, πλήθος άρχισε να συγκεντρώνεται και μπροστά από το οθωμανικό διοικητήριο (κονάκι, σημερινό Διοικητήριο περίπου 1 χλμ. βορειότερα από τον Φραγκομαχαλά), και καθώς τα πνεύματα οξύνονταν όλο και περισσότερο ο αρχηγός της αστυνομίας, συνταγματάρχης Σαλίμ Μπέης, έκανε έκκληση στο πλήθος να ηρεμήσει και να διαλυθεί.[25] Οι οθωμανικές αρχές προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα με τον ισχυρισμό ότι η κοπέλα σύντομα θα αφήνονταν ελεύθερη, αλλά καθώς οι ώρες περνούσαν και δεν συνέβαινε τίποτα, το πλήθος εξαγριώθηκε ακόμα περισσότερο και μετατράπηκε σε οργισμένο όχλο,[26] επιζητώντας πορεία προς το αμερικανικό προξενείο για την απελευθέρωση της Στεφάνας δια της βίας.[27]
Κατά τις 3 η ώρα το απόγευμα στις 6 Μαΐου, μετέβησαν στην περιοχή του κυβερνείου οι πρόξενοι της Γαλλίας και Γερμανίας, Ερρίκος Άμποτ -γνωστός και ως Εδμόνδος-[28] και Ζυλ Μουλέν αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν οικογενειακές σχέσεις μεταξύ τους και ενδιαφέρον για την υπόθεση καθώς ο Μουλέν είχε σύζυγο του μια από τις αδελφές του Άμποτ, και ο εξάδελφος του Περικλή Χατζηλαζάρου -πρόξενος των ΗΠΑ στην κατοικία του οποίου φιλοξενούνταν η νεαρή- είχε παντρευτεί μια άλλη αδερφή του Άμποτ.[29] Έτσι έχοντας μάθει για την ταραχή, αποφάσισαν να μεταβούν στην περιοχή του κυβερνείου και να συναντηθούν με τον κυβερνήτη Μεχμέτ Ρεφέτ Πασά[30] για την αποτίμηση της κατάστασης και εξεύρεση λύσης.[27]
Σύντομα βρέθηκαν περικυκλωμένοι από το πλήθος που βρισκόταν ήδη εκεί, και μετακινήθηκαν εντός κτίσματος του τεμένους Σαατλί (στα διαμερίσματα των ιεροδιδασκάλων της σχολής/μεντρεσέ του τεμένους) το οποίο βρισκόταν απέναντι από το Διοικητήριο και σύντομα έπειτα μετέβη εκεί και ο κυβερνήτης. Εκεί μαζί με τον κυβερνήτη και τον αρχηγό της αστυνομίας είχαν στοιχειώδη προστασία από το πλήθος καθώς και την παρουσία ενός μικρού αριθμού αστυνομικών.[31] Εκτιμώντας την κατάσταση, ο Άμποτ έγραψε επί τόπου επιστολή προς τον Χατζηλαζάρου να απελευθερώσει την κοπέλα άμεσα, αλλά ο όχλος σταμάτησε τον αγγελιοφόρο που μετέφερε την επιστολή και κατέστρεψε το μήνυμα,[32] και παράλληλα αγνοούνταν πως ο ίδιος ο Χατζηλαζάρου βρισκόταν εκτός πόλης καθώς και πως η κοπέλα είχε μετακινηθεί σε άλλο σπίτι. Βλέποντας πως η επιστολή απέτυχε και πως δεν υπήρχαν επιπλέον δυνάμεις των αρχών για την προστασία τους και τη διάλυση του όχλου,[27] έγραψε και δεύτερη επιστολή προς τον αδερφό του ζητώντας του να κάνει ότι είναι δυνατό ώστε οπωσδήποτε η κοπέλα να έρθει εκεί άμεσα.[33]
Εντωμεταξύ και ο Βρετανός πρόξενος, Τζον Ε.Μπλαντ,[34] έσπευσε στον τόπο της ταραχής και βλέποντας την εκεί κρισιμότητα της κατάστασης, έγραψε επίσης επιστολή προς τον Χατζηλαζάρου ζητώντας του να αφήσει την κοπέλα να έρθει στο τέμενος.[35] Η μητέρα του Χατζηλαζάρου η οποία βρισκόταν στο προξενείο αρχικά αρνούνταν να αποκαλύψει την τοποθεσία την κοπέλας στις αρχές, όμως μαθαίνοντας τα νέα για την κρισιμότητα της κατάστασης και των αποκλεισμό των Άμποτ και Μουλέν στο τέμενος, αποκάλυψε την τοποθεσία της κοπέλας στους αστυνομικούς ώστε να τη βρουν και να την πάνε στο τζαμί.[36]
Παράλληλα ο κυβερνήτης είχε ήδη στείλει εντολή για την ενίσχυση των δυνάμεων περιφρούρησης με ενισχύσεις από τα οθωμανικά πολεμικά πλοία που ήταν σταθμευμένα στο λιμάνι, όμως δεν στάθηκε δυνατό να γίνει αυτό γρήγορα καθώς οι ναύτες των πλοίων βρίσκονταν διασκορπισμένοι στην πόλη για τις εορταστικές εκδηλώσεις της οθωμανικής εορτής του Χιντρελέζ Κοζού, παράλληλα με τους εορτασμούς του Αγίου Γεωργίου.[37]
Μετά από περίπου μια ώρα, ο εξαγριωμένος όχλος έχασε την όποια αυτοσυγκράτηση διέθετε και επιχείρησε να διεισδύσει στο κτήριο όπου βρίσκονταν οι πρόξενοι. Αρχικά μπήκαν από τη στέγη, κατόπιν αφαιρώντας τις σιδερένιες μπάρες που ήταν τοποθετημένες στα παράθυρα, και έπειτα από την κύρια πόρτα την οποία κατάφεραν να ανοίξουν κάμπτοντας την αντίσταση των λίγων αστυνομικών.[39] Το πλήθος εισέβαλλε μαζικά στο κτήριο, μπήκε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν οι Άμποτ και Μουλέν, και εκεί άρχισε να τους κτυπά μανιωδώς με τις σιδερένιες μπάρες και διάφορα άλλα αντικείμενα παρουσία του κυβερνήτη Μεχμέτ Ρεφέτ Πασά ο οποίος τους φώναζε να σταματήσουν να κτυπούν, και του αρχηγού της αστυνομίας, Σαλίμ Μπέη, και λίγους αστυνομικούς οι οποίοι προσπάθησαν αλλά ήταν ανήμποροι να προστατέψουν τους προξένους,[40] ενώ κατά μεταγενέστερες μαρτυρίες ο μόνος που πραγματικά προσπάθησε και προέβαλε σοβαρή φυσική αντίσταση ήταν ο λοχαγός Αλή αγάς ο οποίος τραυματίστηκε και παραμερίστηκε από τον όχλο.[41] Ο κυβερνήτης έφυγε προσπαθώντας να σωθεί,[42] ωστόσο κατά την τουρκική καταγραφή των γεγονότων τραυματίστηκε στο κεφάλι και έπεσε αναίσθητος.[43] Μετά τον θάνατο των προξένων, οι εξεγερμένοι συνέχισαν να κτυπούν τις παραμορφωμένες σωρούς τους και τους αφαίρεσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα.[40][44]
Σύντομα έπειτα, βγήκαν από το τζαμί και άρχισαν να κατευθύνονται στο αμερικανικό προξενείο ώστε να βρουν την κοπέλα, την οποία συνάντησαν καθ οδόν συνοδεία Τούρκων αστυνομικών. Όταν η ταυτότητα της εξακριβώθηκε από το πλήθος, άρχισαν να ηρεμούν τα πνεύματα και ο όχλος σταδιακά διαλύθηκε και αποχώρησε.[45] Ο κίνδυνος ευρύτερης ανάφλεξης ως προς την ασφάλεια του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης είχε απομακρυνθεί πλέον, και έτσι οι αρχές επικεντρώθηκαν στην προστασία του αμερικανικού προξενείου.[21]
Στο διοικητήριο της πόλης βρίσκονταν πλέον οι πρόξενοι της Αγγλίας, Ιταλίας και Ρωσίας οι οποίοι ανοικτά κατέστησαν υπεύθυνο τον κυβερνήτη για ότι είχε συμβεί, ενώ ο ίδιος βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση σοκ. Ενημέρωσαν τις χώρες τους στέλνοντας τηλεγραφήματα από το διοικητήριο, ενώ ο Βρετανός πρόξενος ζήτησε την προστασία του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού λέγοντας πως οι τοπικές αρχές ήταν ανίκανες να επιβάλλουν την τάξη.[46] Ο Ιταλός πρόξενος μετέβη στο τζαμί μαθαίνοντας πως τα πτώματα βρισκόταν ακόμα εκεί, και βρήκε τις σωρούς των Άμποτ και Μουλέν οι οποίες είχαν συρθεί στον προαύλιο χώρο φρικτά παραμορφωμένες, και ζήτησε από τους αστυνομικούς να τις σκεπάσουν με χαλί.[47] Ακολούθησε εντολή του κυβερνήτη για φρούρηση του κάθε προξενείου στην πόλη με 10 αστυνομικούς, ενώ τα πτώματα των 2 προξένων παραλήφθηκαν αργότερα το βράδυ, με τη σορό του Άμποτ να μεταφέρεται στο σπίτι του, και του Μουλέν στο νοσοκομείο των Αδελφών του Ελέους.[48]
Υπήρχε παρόμοιο προηγούμενο περιστατικό με τη σφαγή της Τζέντα το 1858 η οποία ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία την εποχή εκείνη και στο περιστατικό δολοφονήθηκαν 22 άτομα ανάμεσα τους και οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας,[49] ωστόσο αυτή τη φορά το περιστατικό ήταν σοβαρότερο καθώς συνέβη στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ευρωπαϊκό έδαφος και όχι σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή.[10]
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις άσκησαν έντονες επικρίσεις και πιέσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία,[50] εκδίδοντας αυστηρή προειδοποίηση και απαιτώντας βελτιώσεις ως προς την ασφάλεια των ξένων υπηκόων,[21] καθώς και άμεση και αυστηρή τιμωρία των υπευθύνων.[50] Έως τις 14 Μαΐου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης βρισκόταν πλέον πολεμικά πλοία από Ελλάδα (κανονιοφόρος Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ και Σαλαμίνα), Βρετανία (HMS Bittern και HMS Swiftsure), Γαλλία (Gladiateur και Châteaurenault), Ρωσία (Аскольд), και Ιταλία (Regina Maria Pia) μαζί με ένα μικρότερο σκάφος.[21][50] Στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης υπήρχαν τα οθωμανικά Εντιρνέ, Ικλαλίγιε, Σελιμίγιε, Σαχίρ, και Μουχμπίρ ι Σουρούρε.[51]
Ο σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ αντικατέστησε τον Ρεφάτ Πασά με τον Σερίφ Πασά ως κυβερνήτη, και έστειλε επιπλέον στρατεύματα για διατήρηση της τάξεως. Συνελήφθησαν συνολικά 52 άτομα,[52][53] εκ των οποίων οι 6 εκτελέστηκαν στις 16 Μαΐου δια απαγχονισμού στην περιοχή της σημερινής πλατείας Ελευθερίας, οι οποίοι όμως ήταν ασήμαντοι από τις λαϊκές τάξεις και όχι οι κύριοι υποκινητές.[54][55]
Στις 19 Μαΐου έγινε η επικήδεια τελετή των 2 προξένων, πρώτα του Μουλέν στην καθολική εκκλησία της πόλης, και ακολούθησε του Άμποτ στην ορθόδοξη του Αγίου Νικολάου, και οι 2 με αποδόσεις τιμών, αγήματα και πομπές, και παρουσία επισήμων και διπλωματών.[56] Ο Άμποτ ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Ευαγγελίστριας στη Θεσσαλονίκη,[57] ενώ ο Ζυλέν μεταφέρθηκε στη Γαλλία και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.[58]
Η σοβαρή οικονομική και πολιτική κρίση στην αυτοκρατορία που υπήρχε ήδη πριν το συμβάν χειροτέρευσε με το συμβάν στη Θεσσαλονίκη, και σύντομα έπειτα ακολούθησε πραξικόπημα και καθαίρεση του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ στο τέλος του μήνα (30 Μαΐου) με τις κατηγορίες που του προσάπτονταν να είναι ανικανότητα στην οικονομία, αποτυχία αντιμετώπισης των εξεγέρσεων, φιλορωσική πολιτική, και αποτυχία απόδοσης δικαιοσύνης σε ότι αφορούσε τη Θεσσαλονίκη.[59]
Εν μέσω των εξελίξεων αυτών, στις αρχές Ιουνίου ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη η δίκη των αξιωματούχων που απέτυχαν να αποτρέψουν τα επεισόδια, και στις 12 Ιουνίου εξεδόθη απόφαση η οποία επέβαλλε ελαφρές ποινές στους αξιωματούχους. Αυτό εξαγρίωσε τη Γαλλία και τη Γερμανία, σε βαθμό όπου και ο ίδιος ο Βίσμαρκ παρενέβη και εξέφρασε την ισχυρή ενόχληση του λέγοντας πως έτεινε να θεωρήσει την ίδια την οθωμανική αυτοκρατορία ως ένοχη για την τέλεση των επεισοδίων. Μετά τις γαλλογερμανικές πιέσεις η οθωμανική διοίκηση άλλαξε άρδην κατεύθυνση ακυρώνοντας τη δίκη της Θεσσαλονίκης, και ορίζοντας νέα η οποία θα ξεκινούσε άμεσα αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη.[60][61] Στις 21 Αυγούστου του 1876 πραγματοποιήθηκε η καθαίρεση των στρατιωτικών αξιωματούχων που ενέχονταν στις ταραχές, ο τότε διευθυντής της αστυνομίας Σαλίμ μπέης ο οποίος βρισκόταν μπροστά στο συμβάν του λυντσαρίσματος, ο Ριζά μπέης ο οποίος ήταν κυβερνήτης της κορβέτας Ιντζαλιέ και δεν είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει τους ναύτες του έγκαιρα προς ενίσχυση της περιφρούρησης, και ο συνταγματάρχης Αλτά μπέης στον οποίο επιπλέον επιβλήθηκε τριετής φυλάκιση μαζί με την απώλεια των μεταλλείων. Ο κυβερνήτης Μεχμέτ Ρεφάτ πασάς ο οποίος επίσης βρισκόταν ενώπιον του γεγονότος της δολοφονίας, είχε ήδη καθαιρεθεί και έκτιε την ποινή φυλάκισης ενός έτους που του επιβλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.[62] Επιπλέον, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέβαλλε αποζημίωση 600.000 γαλλικών φράγκων στην οικογένεια του Μουλέν, και 300.00 στην άτεκνη σύζυγο του Άμποτ.[63]
Σε ότι αφορά τις τύχες της κοπέλας η οποία στάθηκε ως η αφορμή της ανάφλεξης, σύμφωνα με τη μετέπειτα επιστολή που απέστειλε ο Βρετανός πρεσβευτής στην ενημέρωση του προς το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και ο πρόξενος των ΗΠΑ Χατζηλαζάρου, ανέφεραν πως ο όχλος την παρέλαβε και την οδήγησε στο διοικητήριο, ενώ η βρετανική αναφορά συμπλήρωσε πως αργότερα εγκαταστάθηκε στην οικία ενός χότζα[37] και έλαβε το μουσουλμανικό όνομα Αϊσέ (Aiysheh).[30]
Το παλιό διοικητήριο γκρεμίστηκε και σε πολύ κοντινή τοποθεσία αντικαταστάθηκε από το νέο Διοικητήριο το 1891 όπου σήμερα στεγάζεται το υφυπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Το τέμενος Σαατλί όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα καταστράφηκε κατά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Ο δρόμος που βρισκόταν ανάμεσα στα 2 κτήρια και εξακολουθεί να υπάρχει, έχει ονομαστεί οδός Προξένων προς ανάμνηση των δολοφονημένων προξένων,[64][65][66][67] ενώ υπάρχει και η μικρή οδός Άββοτ Εδμόνδου παραπλήσια προς τη διασταύρωση της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας με την οδό Μάρκου Μπότσαρη όπου βρισκόταν η κατοικία του Άββοτ[28] στον δρόμο όπου σήμερα βρίσκεται το βουλγαρικό προξενείο.
Τον Μάιο του 2016, τελέστηκε από κοινού αναμνηστική εκδήλωση του γαλλικού και του γερμανικού προξενείου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τον δήμο στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, με την παρέλευση 140 ετών από το συμβάν και με ομιλίες για το ιστορικό γεγονός και την αντιμετώπιση της μισαλλοδοξίας.[68]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.