From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά άρχισαν τη σύγχρονη δραστηριότητά τους στην Ελλάδα γύρω στις αρχές του εικοστού αιώνα και έχουν πλήρη νομική αναγνώριση ως θρησκεία.[1]
Το 1912 υπήρχαν 12 Σπουδαστές της Γραφής, όπως ήταν γνωστοί τότε οι Μάρτυρες, οι οποίοι εργάζονταν δραστήρια στην Ελλάδα. Αυτοί χρησιμοποιούσαν εκτεταμένα έντυπη ύλη, διανέμοντας βιβλία και φυλλάδια που ήταν βοηθήματα για τη μελέτη της Αγίας Γραφής.
Ήρθαν επίσης σε επαφή με χιλιάδες Έλληνες πολίτες με το να οργανώνουν δημόσιες διαλέξεις. Παραδείγματος χάρη, το 1912, ο Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ, ο πρώτος πρόεδρος της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, εκφώνησε μια διάλεξη στην Αίθουσα του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων στην Αθήνα. Αργότερα εκφώνησε τη διάλεξη "Που είναι οι Νεκροί;" στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία του Αγίου Παύλου στην Κόρινθο. Η ανταπόκριση στην ομιλία ήταν καλή, και ο δήμαρχος ξενάγησε τον Ρώσσελ στην πόλη. Το 1920, ο δεύτερος πρόεδρος της Εταιρίας, ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, εκφώνησε μια διάλεξη στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα.
Ο Αθανάσιος Καρανάσιος, φωτογράφος και επιμελής σπουδαστής της εβραϊκής και της ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή της Αγίας Γραφής, είχε γίνει Σπουδαστής της Γραφής το 1910. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αυτός εκφώνησε τη μνημειώδη διάλεξη "Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν" στο Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας. Υπήρχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον ώστε εκφώνησε ξανά αυτή την ομιλία στην Αίθουσα του Ωδείου στην οδό Φειδίου. Ο Γεώργιος Δούρας, γνωστός ποιητής της εποχής,[2] εκφώνησε παρόμοιες διαλέξεις στην Πάτρα, στην Καλαμάτα και στην Κέρκυρα.
Αργά και σταθερά αυτές οι προσπάθειες άρχισαν να παράγουν καρπούς. Οι Μάρτυρες άρχισαν να αυξάνουν στη Θεσσαλία, και κυρίως σε δύο χωριά, στο Ελευθεροχώρι και στο Καλαμάκι. Αυξήσεις σημειώθηκαν κατόπιν στη Μακεδονία και στα νησιά Σάμος, Κέρκυρα και Κρήτη.
Ωστόσο, τα εμπόδια που προκαλούνταν στο έργο κηρύγματος των Μαρτύρων ήταν πολλά και δύσκολα. Εξαιτίας της τεράστιας επιρροής που ασκεί ο κλήρος στην Ελλάδα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν γίνει συχνά αντικείμενο έντονου διωγμού.
Μια από τις πιο δύσκολες περιόδους άρχισε το 1936, όταν ανέβηκε στην εξουσία η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Οι νόμοι εναντίον του προσηλυτισμού, που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, έχουν χρησιμοποιηθεί από τότε και έπειτα με υπερβολική αυστηρότητα εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πολλοί Μάρτυρες του Ιεχωβά φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν στα ξερονήσια του Αιγαίου λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, μαζί με χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους. Κατά τη γερμανική κατοχή και αμέσως μετά, λόγω της πολιτικά ουδέτερης στάσης που τηρούσαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, σε ορισμένους από αυτούς επιβλήθηκαν ποινές από 7 μέχρι 20 χρόνια ενώ άλλοι καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιμετώπισαν σκληρές διώξεις εκείνη την περίοδο. Οι αποβολές παιδιών από τα σχολεία τους έγινε κάτι το συνηθισμένο, υπήρξαν απολύσεις από την εργασία, κ.ο.κ. Οι πηγές δείχνουν ότι οι Μάρτυρες ήταν συχνά αντικείμενο διώξεων αλλά ακόμη και εκτέλεσης αφού λόγω της ουδέτερης θέσης τους αρνούνται την στράτευση. Μετά από σοβαρή έρευνα, ο δημοσιογράφος Τσαρούχας Κώστας στο βιβλίο του "Αντιρρησίες Συνείδησης" εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα του 1996 και συγκεκριμένα στη σελίδα 30, παρέθεσε τεκμηριωμένα στοιχεία με βάση τα οποία το σύνολο των ποινών που έχουν καταδικαστεί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα ξεπερνούν τα 10.050 χρόνια, από τα οποία εκτίθησαν πραγματικά 5.731 χρόνια από 2.728 καταδικασθέντες Μάρτυρες του Ιεχωβά ως αντιρρησίες συνείδησης (τα στοιχεία καλύπτουν την περίοδο από τη δεκαετία του 1940 μέχρι το 1994). Επίσης, καταδικάστηκαν σε ισόβια 26 άτομα, σε θανατική ποινή 42 άτομα σε εξορία 68 άτομα, εκτελέστηκαν επίσημα 2 άτομα και βασανίστηκαν έως θανάτου 5 άτομα σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα στοιχεία.
Στη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960, τα πράγματα βελτιώθηκαν σε κάποιο βαθμό για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ελλάδα. Κατόπιν, το 1967, ανέλαβε την εξουσία η χούντα που διήρκεσε μια εφταετία, και αναστάλθηκε η ισχύς άρθρων του Συντάγματος που διασφάλιζαν την ελευθερία των συγκεντρώσεων και του τύπου. Η Σκοπιά ήταν το μόνο θρησκευτικό περιοδικό το οποίο απαγορεύτηκε ανάμεσα και σε άλλα έντυπα που βρίσκονταν υπό απαγόρευση. Οι Μάρτυρες, όπως και στο παρελθόν, απλώς συνέχισαν το έργο κηρύγματος υπό την επιφάνεια. Παρ' όλα αυτά, εξακολούθησαν να αυξάνουν αλματωδώς σε αριθμούς -από 10.940 το 1967 έφτασαν τους 17.073 το 1974.
Στη διάρκεια των σχετικά ήρεμων ετών που ακολούθησαν, οι Μάρτυρες συνέχισαν να ακμάζουν παρά τον συνεχή πόλεμο που έχουν δεχτεί από την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Στις μέρες μας έχουν πάψει να φυλακίζονται για λόγους στράτευσης καθώς εκτελούν εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία, μετά από ισχυρές πιέσεις που δέχτηκε η ελληνική Πολιτεία από διεθνείς οργανισμούς. Το Δεκέμβριο του 2007, κατόπιν τοποθέτησης της ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο επανεξέτασε και έκανε ριζικές διορθώσεις στο διδακτικό εγχειρίδιο των Θρησκευτικών της Β΄ Λυκείου όσον αφορά την ιστορία, τις πρακτικές και τις πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά.[3]
Σήμερα(2023) στην Ελλάδα υπάρχουν 27.759 ευαγγελιζόμενοι[4] σε 345 εκκλησίες, ενώ στον ετήσιο εορτασμό της Ανάμνησης του θανάτου του Ιησού Χριστού παραβρέθηκαν 43.572 άτομα[5].
Το κύριο πρόβλημα που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε σχέση με την ελληνική νομοθεσία είναι μόνο η ποινικοποίηση του αθέμιτου προσηλυτισμού (και η εφαρμογή της διάταξης αυτής από τα δικαστήρια). Τα δύο παλαιότερα, η νομοθεσία περί ιδρύσεως ευκτηρίων οίκων και η ποινικοποίηση της άρνησης στράτευσης, έχουν αντιμετωπισθεί. Η νομοθεσία του 2006 που αφορούσε βελτιώσεις στο ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών κατάργησε την (εν πολλοίς ανενεργή από καιρό) απαιτούμενη διαβούλευση και συναίνεση µε τον οικείο ορθόδοξο μητροπολίτη ως προϋπόθεση για την έκδοση άδειας,[6] ενώ η άρνηση στράτευσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά καλύπτεται ως "ευμενής διάκριση" από την αναγνώριση του δικαιώματος εναλλακτικής θητείας του Ν. 2510/97 που απαλλάσσει από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία λόγω κωλύματος απορρέοντος από τις θρησκευτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις. Στην Ελλάδα ο νόμος περί του προσηλυτισμού[7] που ισχύει έως σήμερα έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα σε όλους τους ετερόδοξους Έλληνες και κυρίως στους Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίοι κάνουν έντονο ευαγγελιστικό έργο. Ο νόμος αυτός κρίνεται από έγκριτους νομικούς ως ξεπερασμένος και υπάρχει μια έντονη προτροπή από μέρους τους ώστε να καταργηθεί. Σε δίκες που διεξήχθησαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, καταδείχθηκε ότι υπάρχει πρόβλημα στον συγκεκριμένο νόμο. Αρχικά το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να ποινικοποιούν τον αθέμιτο προσηλυτισμό. Θεώρησε επίσης ότι, μολονότι ο σχετικός ελληνικός νόμος είναι μάλλον ασαφής και έχει γίνει προσπάθεια να συμπληρωθεί από τη νομολογία που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, παραμένει ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσο αυτός ο νόμος περί προσηλυτισμού συμβιβάζεται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο εν λόγω νόμος θα μπορούσε να είναι συμβατός με το άρθρο 9 της Σύμβασης εφόσον καταδειχτεί ότι αποσκοπεί στην ποινικοποίηση του αθέμιτου και μόνο προσηλυτισμού. Οι χαρακτηριστικότερες υποθέσεις που έφτασαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και κατέδειξαν την ασάφεια του συγκεκριμένου νόμου αλλά και παρόμοιων νόμων που πλήττουν την θρησκευτική ελευθερία του ατόμου στην Ελλάδα είναι οι υποθέσεις Κοκκινάκης κατά Ελλάδας (1993),[8] Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδας (1996),[9] Βαλσαμής κατά Ελλάδας (1996),[10] Ευστρατίου κατά Ελλάδας (1996),[11] Τσιρλής και Κουλούμπας κατά Ελλάδας (1997),[12] Γεωργιάδης κατά Ελλάδας (1997),[13] Τσαβαχίδης κατά Ελλάδας (1999)[14] και Θλιμμένος κατά Ελλάδας (2000).[15]
Στην Ελλάδα η μετάγγιση σε ανηλίκους διατάσσεται παγίως από τον Εισαγγελέα σε περίπτωση κινδύνου για την υγεία ή τη ζωή του ανηλίκου, ενώ έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι η θρησκευτική πεποίθηση των γονέων - Μαρτύρων του Ιεχωβά περί άρνησης μετάγγισης αίματος είναι εν δυνάμει ενάντια στο συμφέρον των ανήλικων παιδιών και ότι σε περίπτωση διαζυγίου είναι παράγοντας που θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν για την απόφαση σε ποιον γονέα θα ανατεθεί η επιμέλειά τους. Στις δικαστικές αποφάσεις εκφράζεται ο φόβος ότι ο γονέας - Μάρτυρας του Ιεχωβά σε ενδεχόμενη έκτακτη περίπτωση πιθανώς θα αποκρύψει την ανάγκη του παιδιού για μετάγγιση, κάτι που προβλέπεται ότι θα έχει βλαπτικές συνέπειες για το παιδί.[16] Στις ίδιες αποφάσεις αναφέρεται βέβαια ότι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1511 Αστικού Κώδικα, όπου είναι δυνατό, το δικαστήριο οφείλει να ζητάει και να συνεκτιμάει την γνώμη του ίδιου του ανηλίκου "ανάλογα με την ωριμότητα του".
Η παλαιότερη νομική αναφορά στο ζήτημα του αίματος ανάγεται στο 1969 οπότε σε επίσημη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών αναφερόταν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν μπορούν να αρνηθούν «την εφαρμογή των νόμων [...] τόσο για την υποχρεωτική στράτευση, όσο και για τις μεταγγίσεις αίματος που επιβάλλονται για θεραπευτικούς σκοπούς».[17] Η σύγχρονη ιατρική δεοντολογία λαμβάνει όλο και περισσότερο υπόψη τις πεποιθήσεις και επιλογές του ασθενούς για την ολιστική θεραπευτική αντιμετώπισή του[18] και αυτό αφορά και το δικαίωμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά να αρνούνται τη μετάγγιση αίματος.[19] Με βάση τη νόμιμα δηλωμένη επιθυμία τους, οι ενήλικοι Μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούν να ασκήσουν το νόμιμο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και να αρνηθούν να δεχτούν οποιαδήποτε χρήση αίματος. Για αυτόν το σκοπό, οι ενήλικες Μάρτυρες του Ιεχωβά διαθέτουν ένα δεσμευτικό για το ιατρικό προσωπικό ενημερωμένο έγγραφο στο οποίο περιγράφονται με σαφήνεια οι προσωπικές τους επιλογές όσον αφορά την ιατρική τους περίθαλψη και στο οποίο ορίζεται αντιπρόσωπος σε περίπτωση που δεν θα είναι ικανοί για δικαιοπραξία.[20]
Ο κρητικός Μίνως Κοκκινάκης επί πενήντα χρόνια, από το 1938 έως το 1988, συνελήφθη 22 φορές από τις οποίες καταδικάστηκε στις 19 και αθωώθηκε στις 3 για το αδίκημα του προσηλυτισμού (καθώς κήρυττε τις διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά) και ως αντιρρησίας συνείδησης (καθώς παρέμενε στρατιωτικά ουδέτερος σε αρμονία με τις πεποιθήσεις του ως Μάρτυρας του Ιεχωβά). Ωστόσο -και χωρίς να περάσει από δίκη- τα έτη 1938, 1940, 1949 και 1954 εξορίστηκε για αυτές τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του.
Ο Κοκκινάκης (μαζί με τη γυναίκα του) καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο του Λασιθίου για απόπειρα προσηλυτισμού της συζύγου ενός ιεροψάλτη, και στο εφετείο αθωώθηκε η γυναίκα του αλλά επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία η καταδίκη του Κοκκινάκη αφού θεωρήθηκε ότι "εκμεταλλεύτηκε την απειρία και πνευματική αδυναμία της κ. Κ".
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση και ο Κοκκινάκης προσέφυγε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όπου εγκάλεσε τα ελληνικά δικαστήρια που τον καταδίκασαν χωρίς όμως να διευκρινίσουν τα αθέμιτα μέσα που υποτίθεται ότι είχε χρησιμοποιήσει στην προσπάθειά του να αλλάξει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της Χριστιανής Ορθοδόξου γειτόνισσάς του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε υπέρ του Κοκκινάκη ότι η καταδίκη του δεν ήταν δικαιολογημένη αφού τα ελληνικά δικαστήρια δεν προσδιόρισαν με ποιον τρόπο οι κατηγορούμενοι προσπάθησαν να μεταπείσουν ετερόδοξους με καταχρηστικά μέσα αλλά περιορίζονταν στην αναπαραγωγή των όρων των νόμων περί προσηλυτισμού. Το δικαστήριο όρισε στο ελληνικό κράτος να τον αποζημιώσει με το συμβολικό ποσό των 15.240 ευρώ.
Η νομοθεσία για την ίδρυση και λειτουργία ναών και ευκτηρίων οίκων (που δεν ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος) δεν προβλέπει προθεσμία στην οποία πρέπει να απαντήσει για την έκδοση της σχετικής άδειας ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μιας ομάδας Μαρτύρων του Ιεχωβά ο υπουργός μετά από τρία χρόνια δεν είχε ακόμη απαντήσει, κι έτσι ο οίκος τέθηκε σε λειτουργία χωρίς άδεια, και οι Μάρτυρες εδιώχθησαν και καταδικάσθηκαν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν τη μακρόχρονη παράλειψη του υπουργού ν' απαντήσει στο αίτημα της ομάδας των Μαρτύρων του Ιεχωβά και έκρινε δε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να προβάλει ως δικαιολογία για την καταδίκη των προσφευγόντων την παράλειψή τους να συμμορφωθούν με μια τυπική μάλλον προϋπόθεση του νόμου και παράλληλα κατέληξε στο΄ότι οι διοικητικές αρχές χρησιμοποιούν την εν λόγω νομοθεσία για να επιβάλουν στην πράξη απαγορευτικούς περιορισμούς στην άσκηση ορισμένων τύπων λατρείας, όπως αυτής των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Με άλλα λόγια το Δικαστήριο προβαίνει στη διάγνωση μιας πρακτικής διακριτικής μεταχείρισης κατά ορισμένων θρησκευτικών μειονοτήτων.
Μετά την υπόθεση Κοκκινάκη, το θέμα του προσηλυτισμού ήρθε στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία δεν απαίτησε από την Ελλάδα να καταργήσει το νόμο περί προσηλυτισμού. Η Επιτροπή εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο ο νόμος εφαρμόσθηκε μετά την απόφαση Κοκκινάκης και διαπίστωσε ότι μετά από αυτήν είχαν υπάρξει δύο μόνο καταδικαστικές αποφάσεις που αφορούσαν προσηλυτισμό ανηλίκων, περιπτώσεις δηλαδή χρήσης αθέμιτων μέσων. Αυτό οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είχε συμμορφωθεί με την απόφαση Κοκκινάκης. Σε συνδυασμό με τις αποφάσεις και για άλλες υποθέσεις (υπόθεση Λαρίσσης, υπόθεση Μανουσάκης, υποθέσεις Βαλσαμής και Ευστρατίου) σε ορισμένες από τις οποίες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι καταδίκες ήταν ορθές, νομικοί που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα βγάζουν το συμπέρασμα ότι ο νόμος περί προσηλυτισμού δεν αντιβαίνει στο άρθρο 9 της ευρωπαϊκής σύμβασης αλλά δεν αποκλείουν να υπάρξουν νέες υποθέσεις οι οποίες να καταδείξουν ότι ο νόμος είναι πλατύτερος απ' ό,τι χρειάζεται και να χρειασθεί η μεταρρύθμισή του. Σε κάθε περίπτωση, η έμπρακτη εφαρμογή των αποφάσεων που έχουν εκδικασθεί εις βάρος του ελληνικού κράτους έχει ιδιαίτερη σημασία αναφορικά με την πρόοδο του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα.[21]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.