From Wikipedia, the free encyclopedia
Το καλπάκι[1] (καρακαλπάκ: калпак, τουρκικά: kalpak kaɫˈpak[2], καζακικά: қалпақ, κιργιζικά: калпак, βουλγαρικά: калпак, πολωνικά: kołpak, ρωσικά: колпак , kolpak, ουκρανικά: ковпак, kovpak) είναι ένας τουρκικού στυλ σκούφος (συνήθως από τσόχα ή δέρμα προβάτου), που το φορούσαν Βούλγαροι, Τούρκοι, Τσερκέζοι, Νταγκεστάνοι, Τσετσένοι, Ουκρανοί, Πολωνοί και Ρώσοι σε όλη την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο.
Το καλπάκι χρησιμοποιείται για να κρατά το κεφάλι ζεστό τον χειμώνα και να σκιάζει τον ήλιο το καλοκαίρι. Υπάρχουν διαφορετικά καλπάκια για διαφορετικές εποχές, με τα καλπάκια που χρησιμοποιούνται το χειμώνα να είναι πιο χοντρά και αυτά που χρησιμοποιούνται το καλοκαίρι να είναι πιο λεπτά αλλά πιο φαρδιά για σκίαση.
Υπάρχουν πολλά στυλ. Συνήθως μπορούν να διπλωθούν επίπεδα για να φυλάσσονται ή να τα μεταφέρουν όταν δεν φοριούνται. Το χείλος μπορεί να γυριστεί. Μερικές φορές υπάρχει ένα κόψιμο στο χείλος, έτσι ώστε να μπορεί να σχηματιστεί μια κορυφή δύο άκρων. Τα απλά λευκά συχνά προορίζονται για εορτές και ειδικές περιστάσεις. Αυτά που προορίζονται για καθημερινή χρήση μπορεί να έχουν μαύρη βελούδινη επένδυση. Στους τουρκικούς πολιτισμούς της κεντρικής Ασίας, έχουν μια απότομη κωνικότητα για να μοιάζει με κορυφή βουνού, σε αντίθεση με κυλινδρικά καλπάκια της Τουρκίας.
Η λέξη καλπάκ είναι ετυμολογικά τουρκική.
Σύμφωνα με τον Αρμένιο λεξικογράφο Σεβάν Νισανιάν, σημαίνει καπέλο από τσόχα[3].
Σύμφωνα με τον Τούρκο τουρκολόγο και λεξικογράφο Χασάν Ερέν, σημαίνει καπέλο από δέρμα, γούνα ή ύφασμα [4].
Η λέξη καλπάκ έχει περάσει από τα τουρκικά στα βουλγαρικά, σερβικά, ελληνικά, ουγγρικά, περσικά, τατζίκικα, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά και άλλες σλαβικές γλώσσες[4].
Οι παλαιότερες πληροφορίες για τους τουρκικούς λαούς που φορούσαν καλπάκι βρίσκονται σε αρχαίες κινεζικές πηγές.[5]
Ο Τούρκος λεξικογράφος Μαχμούντ αλ Κασγκάρι έγραψε στο τουρκικό λεξικό του τον 11ο αιώνα ότι ήταν πολύ συνηθισμένο για τους Τούρκους να φορούν καλπάκι.[5] Με βάση αυτό, δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι το καλπάκ είναι σκούφος τουρκικής προέλευσης και εθνικό στοιχείο των Τούρκων, που αργότερα πέρασε σε άλλους λαούς. [5]
Η λέξη καλπάκι αποτελεί επίσης ένα συστατικό του εθνωνυμίου ενός τουρκικού φύλου, των "Καρακαλπάκων" (κυριολεκτικά "μαύρο καλπάκι" στη\ν καρακαλπακική γλώσσα).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.