είδος πουλιού From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αμπελουργός είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Εμπεριζιδών, ένα από τα τσιχλόνια που απαντούν στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Emberiza melanocephala και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[4]
Αμπελουργός (πτηνό) | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος αρσενικός αμπελουργός στη Λέσβο (βραβευμένη φωτογραφία) | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Emberiza melanocephala (Εμπέριζα η μελανοκέφαλος) [3] Scopoli, 1769 | ||||||||||||||||
Η επιστημονική ονομασία του γένους, emberiza είναι, πιθανότατα, εκλατινισμένος όρος της παλαιάς Ελβετογερμανικής λέξης Embritz «τσιχλόνι». Απαντά και στις παραλλαγές, Emberyza, Emberitza, Embriza, Emberisa.[6] Τον όρο δανείστηκε αυτούσιο και η ελληνική γλώσσα («εμπέριζα»).[7][8]
Ο όρος malanocephala στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι άμεση εκλατινισμένη απόδοση του ελληνικού όρου «μελανοκέφαλος», που παραπέμπει στο κύριο διαγνωστικό γνώρισμα του πτηνού. Η ίδια αναφορά γίνεται και για την αγγλική ονομασία του πτηνού (Black-headed bunting).
Το είδος περιγράφηκε από τον Αυστριακό φυσιοδίφη Τ. Σκόπολι (Giovanni Antonio Scopoli, 1723 - 1788) (Σλοβενία, 1769), με τη σημερινή επιστημονική του ονομασία. Πιθανόν να σχηματίζει υπερείδος μαζί με το ασιατικό είδος E. bruniceps, με το οποίο σχηματίζει υβρίδια στην περιοχή της Κασπίας, στο Β Ιράν,[9] αν και μοριακά δεδομένα δείχνουν σημαντική γενετική απόκλιση μεταξύ τους.[10] Πρόσφατες φυλογενετικές μελέτες το συνδέουν με το Melothus lathami.[6][11]
Ο αμπελουργός είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, δηλαδή στις περιοχές όπου απαντά, δεν βρίσκεται ποτέ όλες τις εποχές του χρόνου. Η γεωγραφική του εξάπλωση είναι αρκετά μικρή (οικοζώνη: Παλαιαρκτική) και, περιορίζεται σε μία σχετικά λεπτή ζώνη που εκτείνεται από το ύψος της κεντρικής Μεσογείου, περίπου, ανατολικά προς τη Μέση Ανατολή, κατόπιν διακόπτεται για να συνεχιστεί στην ινδική υποήπειρο, όπου βρίσκονται και οι περιοχές διαχείμασης.
Συγκεκριμένα, αναπαράγεται την καλοκαιρινή περίοδο στη ΝΑ. Ευρώπη, από το ύψος της Σλοβενίας και της K. Ιταλίας, ανατολικά προς Βαλκάνια και βόρεια μέχρι την Ουκρανία (ανατολικά του ποταμού Δνείπερου) και τη ΝΔ. Ρωσία στην Κριμαία. Η ζώνη αναπαραγωγής συνεχίζεται ανατολικά προς Μικρά Ασία, Εύξεινο Πόντο, Μέση Ανατολή, Τρανσκασπία, Τρανσκαυκασία (Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, όχι όμως στην κυρίως περιοχή του Καυκάσου), ΒΑ. και ΝΔ. Ιράν, νότια προς Ισραήλ και Δ. Ιορδανία. Τα ανατολικά και νότια όρια της αναπαραγωγικής επικράτειας βρίσκονται στο ΝΔ. Αφγανιστάν και ΝΔ. Πακιστάν.
Οι θέσεις διαχείμασης του είδους βρίσκονται στην Ινδία και, συγκεκριμένα στις κεντρικές, δυτικοκεντρικές περιοχές της, που βλέπουν προς την Αραβική Θάλασσα, μέχρι τη Β. Καρνατάκα.
Ο αμπελουργός είναι πλήρως μεταναστευτικό πτηνό μεγάλων αποστάσεων, που σχηματίζει σμήνη, με τα αρσενικά να καταφθάνουν στις περιοχές διαχείμασης πριν από τα θηλυκά.[14] Εκεί, μπορεί να αναμιγνύεται με άτομα του είδους Petronia xanthocollis και κουρνιάζει σε αγκαθωτές ακακίες.[14] Ταξιδεύει κατά μικρά σμήνη των 10-50 ατόμων.[15]
Όλοι οι πληθυσμοί κατευθύνονται ΝΝΑ προς την Δ. και Κ. Ινδία. Περιστασιακά, αναφέρονται χειμερινοί επισκέπτες σε ενδιάμεσες περιοχές, π.χ. στο Ισραήλ. Την άνοιξη, καταφθάνει στην Τουρκία (σημαντικότατη επικράτεια αναπαραγωγής) ως επί το πλείστον από τα τέλη Απριλίου ενώ, μερικές φορές, έχει αναφερθεί στην Κύπρο ήδη από το Μάρτιο, αλλά συνήθως φθάνει στις αρχές ή τα μέσα Απριλίου, με το ταξίδι να συνεχίζεται έως τα μέσα Μαΐου. Φτάνει στα νησιά του Αιγαίου και την Βόρεια Μακεδονία στα τέλη Απριλίου και στις αρχές Μαΐου.[16]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Αυστρία, τη Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισλανδία, την Αλγερία και την Τυνησία, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Μαλαισία και το Λάος, αλλά και από τις ΗΠΑ και τα νησιά Παλάου.[17][18]
Από την Κρήτη αναφέρεται ως καλοκαιρινός επισκέπτης από την Δ. Ασία,[22] αλλά είναι σπάνιος.[23] Στην Κύπρο, είναι επίσης καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης.[24]
Το είδος αναπαράγεται στην Δ. Παλαιαρκτική σε θερμό εύκρατο, μεσογειακό κλίμα (ισοθερμικές Ιουλίου 23-32 °C), αποφεύγοντας όμως το πολύ ξηρό ή πολύ υγρό κλίμα. Οι αμπελουργοί αναπαράγονται σε ανοικτές θαμνώδεις -κυρίως με αγκαθωτά φυτά- εκτάσεις με διάσπαρτα δένδρα,[25] αλλά και σε καλλιεργημένη γη, παρυφές αγρών [26] και σπανιότερα σε δασικές εκτάσεις[27]. Ακόμη, σε περιβόλια, οπωρώνες, ελαιώνες και κατά μήκος δρόμων και ποταμών.[16] Γενικά, είναι είδος που απαντά σε μικρά υψόμετρα (<100), αν και στις ορεινές ασιατικές περιοχές μπορεί να ανέβει μέχρι και στα 1340 μέτρα.[26]
Τα διαχειμάζοντα πουλιά στην Ινδία τρέφονται κατά σμήνη σε καλλιεργημένα χωράφια, μερικές φορές προκαλώντας σοβαρές ζημιές, αλλά καταλαμβάνουν και θαμνότοπους στην ζούγκλα, κουρνιάζοντας σε μεγάλες συναθροίσεις μαζί με άλλα τσιχλόνια σε αγκαθωτούς θαμνώνες και αλσύλλια.[16]
Στους αμπελουργούς παρατηρείται, τόσο φυλετικός όσο και εποχικός διμορφισμός, με τα αρσενικά να είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα πτηνά κατά την αναπαραγωγική εποχή. Στην ουρά δεν υπάρχει λευκό χρώμα.[29]
Το αρσενικό έχει χαρακτηριστικό, φωτεινό καναρινί, κίτρινο χρώμα στην κάτω επιφάνεια του σώματος, από το σαγόνι, τα πλάγια του λαιμού και κάτω, χωρίς ραβδώσεις, ενώ ο τράχηλος, η ράχη και το ουροπύγιο έχουν χρώμα καφεκάστανο έως κοκκινοκάστανο. Το κεφάλι είναι μαύρο, δημιουργώντας αρμονική αντίθεση με το κίτρινο και καφέ του υπολοίπου σώματος. Οι πτέρυγες είναι σταχτί-καφέ, αλλά τα ερετικά πτερά φέρουν λευκή εξωτερική παρυφή, που δημιουργεί λεπτές ραβδώσεις. Η ουρά έχει το ίδιο χρώμα με τις πτέρυγες, αλλά δεν εμφανίζει κάπου λευκό χρώμα εκτός απο το εξωτερικό πηδαλιώδες. Το ράμφος είναι κωνικό, στιβαρό, σχετικά μακρύ και έχει γκρίζο χρώμα. Τα δάκτυλα των ποδιών είναι μεγάλα, μάλιστα το μεσαίο είναι ισόμηκες με τον ταρσό. Η ίριδα είναι μαύρη και οι ταρσοί σαρκόχρωμοι κοκκινωποί.
Από τον Ιούνιο-Ιούλιο αρχίζει μία ενδιάμεση αλλαγή στο πτέρωμα του αρσενικού και, κατά το φθινόπωρο αποκτά καφετί κεφάλι και μοιάζει με το θηλυκό. Πάντως, διατηρεί κάποια μαύρα πτερά στην περιοχή μεταξύ μετώπου και ράμφους που, δεν υπάρχουν στο θηλυκό. Αυτό διαρκεί μέχρι το Νοέμβριο-Δεκέμβριο, οπότε ολοκληρώνεται η έκδυση (full moult) και επανέρχεται το αρχικό πτέρωμα.
Το θηλυκό δεν διαθέτει την εντυπωσιακή κίτρινη και καφέ ενδυμασία του αρσενικού, ούτε το μαύρο κεφάλι του. Το κεφάλι και η άνω επιφάνεια είναι καφέ στο χρώμα της άμμου, με ένα σκοτεινό ραβδωτό μοτίβο, που συνεχίζεται και στις πλευρές. Η άνω επιφάνεια μπορεί να έχει μερικές φορές μία ελαφρώς καφεκόκκινη απόχρωση, η οποία είναι πιο έντονη στο ουροπύγιο. Η κάτω επιφάνεια δεν φέρει ραβδώσεις και ποικίλλει στο χρώμα μεταξύ λευκού, μπεζ και κίτρινου, με κίτρινη την περιοχή της αμάρας, ενώ ο λαιμός, το στήθος και η κοιλιά έχουν επίσης κίτρινο χρώμα.
Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τα θηλυκά, με μπεζ κορυφή κεφαλιού και, διαχύσεις σκοτεινών περιοχών στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο λαιμός, το ουροπύγιο και γλουτούς και η ράχη είναι χρυσομπέζ, με έντονες ραβδώσεις στο πάνω μέρος. Η κοιλιά και οι πλευρές είναι πιο ανοιχτόχρωμες, σε αντίθεση με το κίτρινο στην περιοχή της αμάρας. Τα αρσενικά του 1ου έτους έχουν γκρίζα κορυφή κεφαλιού και η ράχη έχει γκριζοκάστανα «μπαλώματα».
(Πηγές:[15][19][25][26][28][29][30][31][32][33][34][35][36])
Το είδος είναι φυτοφάγο, με τη διατροφή του να αποτελείται από σπέρματα, κυρίως σπόρους δημητριακών που τους αναζητά στα σταροχώραφα όπου συχνάζει. Ωστόσο, κατά την αναπαραγωγική περίοδο, στο διαιτολόγιο προστίθενται και ασπόνδυλα όπως, σκαθάρια, σφήκες, τριζόνια και κάμπιες εντόμων.[15][37]
Οι αμπελουργοί σχηματίζουν αρκετά μεγάλα σμήνη όταν αναζητούν την τροφή τους, ιδιαίτερα στα σταροχώραφα. Όταν πετούν, συχνά έχουν τα πόδια τους να αιωρούνται (dangling legs).[30]
Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει στα μέσα Μαΐου και διαρκεί μέχρι τα τέλη Ιουνίου, περίπου, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ. Στα οικοσυστήματα όπου αναπαράγονται (βλ. Βιότοπος), οι αμπελουργοί κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε πυκνές πόες, θάμνους, αγκαθωτούς θάμνους (κυρίως Onopordum spp.) ή αμπελώνες, χαμηλά από το έδαφος ή και πάνω σ’ αυτό, σπανιότερα σε δένδρα 2-3 μέτρα ψηλά. Η φωλιά είναι μια κυπελοειδής κατασκευή από γρασίδι, ξερά φύλλα και ανθικά κεφάλια, που επιστρώνεται με λεπτά χόρτα, μαλλί προβάτων και τρίχες στο εσωτερικό της. Στην κατασκευή της παίρνει μέρος μόνο το θηλυκό.[15][37][38]
Η γέννα αποτελείται από 4-5, σπανίως 6-7 αβγά, διαστάσεων 22,4×16 χιλιοστών. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 14 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται με υποτυπώδες τρίχωμα και έχουν ανάγκη από την άμεση προστασία των γονέων τους. Τη σίτισή τους, με έντομα (κυρίως τριζόνια και σκαθάρια),[15] αναλαμβάνει το θηλυκό, ενώ αποκτούν ικανότητα προς πτήση στις 10 ημέρες, περίπου.[27]
Οι πληθυσμοί του είδους παρουσιάζουν μείωση, λόγω της αλλαγής των γεωργικών πρακτικών και της αφαίρεσης των φρακτών και θάμνων από κάποιες περιοχές της γεωγραφικής του κατανομής. Επίσης, κινδυνεύει λόγω των ενδιαιτημάτων του, από τη χρήση φυτοφαρμάκων που τα καταναλώνει μαζί με την τροφή του. Στην Ευρώπη, οι τάσεις από το 1980 μέχρι το 2011 ήταν αβέβαιες, με βάση τα προσωρινά στοιχεία για 27 χώρες από την Πανευρωπαϊκή Προγράμματος Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών (EBCC / RSPB / BirdLife / Στατιστική Ολλανδία.[41]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς, διαθέτει η Τουρκία, με μεγάλη διαφορά από τις άλλες χώρες. Επίσης, ικανοποιητικοί αριθμοί απαντούν στη Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν, την Αρμενία και την Ελλάδα.[42] Η IUCN κατατάσσει το είδος στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[43]
Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.[28]
Ο αμπελουργός είναι κοινό πτηνό στις αγροτικές περιοχές της χώρας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τόσο στα ηπειρωτικά όσο και σε πολλά μεγάλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου αν και, στα μικρότερα νησιά, δεν απαντά, προφανώς λόγω έλλειψης κατάλληλων οικοτόπων.[23]
Την άνοιξη, καταφθάνουν πρώτα τα αρσενικά (κορύφωση τον Μάιο), με τα θηλυκά να ακολουθούν μερικές ημέρες αργότερα. Η φθινοπωρινή μετανάστευση ξεκινάει πολύ νωρίς, ήδη από τον Ιούλιο, με τα περισσότερα πτηνά να έχουν αναχωρήσει στα μέσα Αυγούστου.[23]
Παρόλο που υπάρχει μικρή μείωση των πληθυσμών του, παραμένει κοινό είδος στην χώρα. Οι κυριότερες απειλές είναι η υποβάθμιση και αλλαγή χρήσης των ενδιαιτημάτων του, κυρίως η αποψίλωση από δένδρα και φυσικούς φράκτες στις αγροτικές περιοχές. Επίσης, η χρήση εντομοκτόνων και, βέβαια, η παράνομη σύλληψή τους για πώληση ως πτηνού «κλουβιού».[23]
Στον ελλαδικό χώρο, ο Αμπελουργός απαντά και με τις ονομασίες Κρασοπούλι, Κρασόπουλο, Κρασοπούλος, Κρασούλα (Αττική), Χοντρομύτης, Μεθύστρα (Κυκλάδες), Τσιτσιρλής, Μπερβέ(ι)λι (Αττική),[44][45] Μελανοκεφαλοτσίχλονο,[45] Στρουθάηδονο και Τιριλίγκος ή Τιρίλινγκος (Κύπρος).[46][47]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.