Γκάνα
χώρα της δυτικής Αφρικής From Wikipedia, the free encyclopedia
χώρα της δυτικής Αφρικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Δημοκρατία της Γκάνας (αγγλικά: Republic of Ghana) είναι μια χώρα με έκταση 239.032 τ.χλμ. και πληθυσμό 33.007.618[3], σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024. Συνορεύει δυτικά με την Ακτή Ελεφαντοστού, βορειοανατολικά με την Μπουρκίνα Φάσο, ανατολικά με το Τόγκο, και νότια βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Πρωτεύουσα είναι η Άκκρα, ενώ μεγαλύτερη πόλη είναι το Κουμάσι.
Δημοκρατία της Γκάνας
Republic of Ghana | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Freedom and Justice (Ελευθερία και Δικαιοσύνη) | |||
Η θέση της Γκάνας (πράσινο) | |||
Άκκρα 5°30′0″N 0°10′0″W | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Κουμάσι | ||
Αγγλικά | |||
Προεδρική Δημοκρατία | |||
Πρόεδρος Αντιπρόεδρος | Νάνα Ακούφο-Άντο Μαχαμάντου Μπαούμια | ||
Ανεξαρτησία Κήρυξη Δημοκρατία Ισχύον Σύνταγμα | 6 Μαρτίου 1957 1η Ιουλίου 1960 28 Απριλίου 1992 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 239.032[2] km2 (82η) 3,5 2.094 km 539 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2024 • Απογραφή 2020 • Πυκνότητα | 33.007.618[3] (46η) 30.832.019[4] 138,1 κατ./km2 (89η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 121,652 δισ. $[5] 4.411 $[5] | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 43,264 δισ. $[5] 1.569 $[5] | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,632[6] (133η) – μεσαίος | ||
Νόμισμα | Σέντι της Γκάνας (GHS) | ||
GMT (UTC +0) | |||
Internet TLD | .gh | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +233 |
Το όνομα της χώρας πρέπει να προέρχεται από την Αυτοκρατορία της Γκάνας, την πρώτη μεγάλη αυτοκρατορία της Δυτικής Αφρικής. Για μεγάλο διάστημα του 19ου και 20ου αιώνα η Γκάνα υπήρξε βρετανική αποικία, ενώ ήταν η πρώτη χώρα της Αφρικής που κέρδισε την ανεξαρτησία της από την αποικιοκρατία, το 1957.[7] Ακολούθησε μια ταραχώδης περίοδος στρατιωτικών πραξικοπημάτων και δικτατοριών, που όμως έληξε το 1992, με την οριστική αποκατάσταση της δημοκρατίας. Σήμερα είναι ανάμεσα στις πιο δημοκρατικές χώρες της Αφρικής.[8]
Η τεχνητή λίμνη Βόλτα, που βρίσκεται στην ανατολική Γκάνα, είναι η μεγαλύτερη λίμνη της χώρας και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη σε έκταση τεχνητή λίμνη στον κόσμο. Στον τομέα των εξορύξεων η Γκάνα εκμεταλλεύεται τα μεγάλα αποθέματα χρυσού που διαθέτει. Υπολογίζεται ότι πάνω από το 90% των εξαγωγών της είναι χρυσός.
Υπολογίζεται ότι ο Άνθρωπος κατοίκησε για πρώτη φορά την περιοχή της σημερινής Γκάνας 20.000 χρόνια πριν. Αρχαιολογικά ευρήματα στην παράλια ζώνη δείχνουν ότι είχε κατοικηθεί μόνιμα από φυλές ανθρώπων κατά την Εποχή του Χαλκού. Οι αρχαίες κοινωνίες βασίζονταν κυρίως στο ψάρεμα και στο κυνήγι. Αντίστοιχα, οι εσωτερικές δασικές περιοχές της Γκάνας κατοικήθηκαν 3.000 με 4.000 χρόνια πριν.[9]
Οι περισσότερες πληροφορίες για την Γκάνα αυτή την περίοδο προέρχονται από Άραβες συγγραφείς. Ο Άραβας συγγραφέας του 9ου αιώνα, Al Yaqubi, περιέγραψε την αυτοκρατορία της Γκάνας ως ένα από τα τρία πιο οργανωμένα κράτη της περιοχής (τα άλλα είναι στο κεντρικό Σουδάν). Η δύναμη του βασιλείου πήγαζε από τα μεγάλα αποθέματα χρυσού της περιοχής. Η αυτοκρατορία της Γκάνας κατέρρευσε τον 11ο αιώνα από επιθέσεις γειτονικών κρατών και φυλών. Παρόλα αυτά η αυτοκρατορία της Γκάνας δεν έχει καμία ουσιαστική σχέση με το σημερινό συνονόματο κράτος. Τα εδάφη στα οποία αναπτύχθηκε η αυτοκρατορία ήταν μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα βορειοδυτικότερα από τη σημερινή χώρα. Το όνομα επιλέχθηκε όταν ανεξαρτητοποιήθηκε η χώρα, το 1957, λόγω των μεγάλων αποθεμάτων χρυσού που διέθετε όπως και η αυτοκρατορία της Γκάνας.[9]
Στην περιοχή της σημερινής Γκάνας κυριάρχησαν διάφορα μικρά βασίλεια λόγω των πολλών φυλών που κατοικούσαν. Ωστόσο η φυλετική σύνθεση της περιοχής άρχισε να αλλάζει Κατά τον 10ο αιώνα και μετά, όταν αρχίζει μία μετανάστευση διάφορων φυλών που εισέρχονται στην περιοχή της σημερινής Γκάνας, οι οποίες αποτελούν και σήμερα τις κύριες φυλές της χώρας.[9]
Ευρωπαίοι έμποροι, με πρώτους τους Πορτογάλους τον 15ο αιώνα, ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τους κατοίκους της σημερινής Γκάνας. Εμπορεύονταν κυρίως χρυσό και δούλους. Από εκείνη την εποχή οι Ευρωπαίοι άρχισαν να ονομάζουν την Γκάνα με το όνομα «Χρυσή Ακτή».[10] Σύντομα όμως κι άλλοι Ευρωπαίοι θέλησαν να διεκδικήσουν την περιοχή. Μετά από μία μακροχρόνια διαμάχη με Πορτογάλων-Ολλανδών, οι τελευταίοι κατάφεραν στα μέσα του 17ου αιώνα να περιορίσουν την επιρροή της Πορτογαλίας και να ελέγξουν το εμπόριο της περιοχής. Οι Ολλανδοί ίδρυσαν εταιρίες, ενώ στις ακτές άρχισαν να χτίζονται καταυλισμοί εμπόρων. Όλη η δυτική ακτή της Αφρικής συμπεριλαμβανομένης της Γκάνας έγινε κέντρο εμπορίου σκλάβων για την Αμερική. Σιγά σιγά άρχισαν να μπλέκονται στο εμπόριο και στην εκμετάλλευση της περιοχής και των κατοίκων οι περισσότεροι Ευρωπαίοι έμποροι: Βρετανοί, Σουηδοί, Δανέζοι και Γερμανοί. Η επέλαση των Ευρωπαίων εμπόρων περιθωριοποίησε τους τοπικούς άρχοντες καθώς και τους Άραβες εμπόρους, οι οποίοι μέχρι τότε ήλεγχαν την οικονομία.[11]
Οι Βρετανοί το 1821 πήραν τον έλεγχο των περισσότερων παραλιακών οχυρών της περιοχής. Από εκεί και έπειτα άρχισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και στο εσωτερικό της Γκάνας, που όμως γνώρισαν μεγάλη αντίσταση από τους τοπικούς πληθυσμούς, ιδιαίτερα από τους Ασάντε. Το 1844, έπειτα από μία συμφωνία με κάποιους τοπικούς άρχοντες, δόθηκε στην περιοχή και επίσημα το στάτους της Αποικίας του Βρετανικού Στέμματος, με το όνομα «Βρετανική Χρυσή Ακτή» (στα αγγλικά: British Gold Coast). Τελικά το 1902, μετά από δεκαετίες μαχών, οι Βρετανοί κατάφεραν να κατακτήσουν και τα βορειότερα μέρη της σημερινής Γκάνας, νικώντας οριστικά το βασίλειο των Ασάντε.[12]
Τον Αύγουστο του 1947 ιδρύθηκε το Συνέδριο για την Ηνωμένη Χρυσή Ακτή (UGCC), το πρώτο εθνικό κίνημα της Γκάνας, με μέλη μορφωμένους Αφρικανούς της περιοχής. Αποσκοπούσε στην απόκτηση αυτοδιοίκησης για τη Χρυσή Ακτή (δηλαδή την Γκάνα). Αν και ήταν αυστηρά αντίθετοι με την ιδέα της αποικίας, το κίνημα θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς συντηρητικό, αφού δεν συμμεριζόταν τις επαναστατικές ιδέες άλλων αντίστοιχων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Αφρική. Τον Ιούνιο του 1949, ο Κβάμε Νκρούμαχ, μέλος του UGCC αποσχίστηκε από αυτό και ίδρυσε το Συνέδριο του Λαϊκού Κόμματος (CPP), επιδιώκοντας μεγαλύτερες παραχωρήσεις από την Αγγλική διοίκηση. Ο Νκρούμαχ κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να συσπειρώσει γύρω του μεγάλη υποστήριξη προερχόμενη από πολλές ομάδες του πληθυσμού: εργάτες, αγρότες, νέοι, κλπ.[13]
Με την αυξανόμενη υποστήριξη από τον πληθυσμό, το CPP διοργάνωσε απεργίες και ειρηνικές διαδηλώσεις. Οι βρετανικές αρχές απάντησαν συλλαμβάνοντας μέλη του κινήματος, συμπεριλαμβανομένου του Κβάμε Νκρούμαχ. Η πίεση όμως συνεχίστηκε και τελικά το 1951 δόθηκε σύνταγμα στη Χρυσή Ακτή και διοργανώθηκαν εκλογές για ένα τοπικό κοινοβούλιο. Στις εκλογές αυτές, το Συνέδριο Λαϊκού Κόμματος με μία εντυπωσιακή νίκη, νίκησε τα δύο τρίτα των εδρών του κοινοβουλίου. Ως συνέπεια αυτού, ο Νκρούμαχ αφέθηκε ελεύθερος και σχημάτισε κυβέρνηση.[13] Το 1954 ψηφίστηκε ένα νέο σύνταγμα με το οποίο επεκτεινόταν η αυτονομία της περιοχής. Στις εκλογές που ακολούθησαν, το CPP ξανακέρδισε την πλειοψηφία των εδρών. Ήταν πλέον φανερό ότι όλα οδηγούσαν στην ανεξαρτησία. Τον Μάιο του 1956 ο Νκρούμαχ, ως πρωθυπουργός της τοπικής κυβέρνησης, κατέθεσε πρόταση για την ανεξαρτησία της Χρυσής Ακτής. Η Βρετανική κυβέρνηση συμφώνησε να ορίσει ημερομηνία για την ανεξαρτησία, αν πρώτα γίνονταν γενικές εκλογές και εξασφαλιζόταν μία αυξημένη πλειοψηφία από τους υποστηρικτές της ανεξαρτησίας στο νέο κοινοβούλιο. Στις εκλογές του 1956 το CPP κέρδισε 71 από τις 104 έδρες του κοινοβουλίου. Έπειτα από αυτήν τη νίκη, το Ηνωμένο Βασίλειο παραχώρησε ανεξαρτησία στη Χρυσή Ακτή στις 6 Μαρτίου 1957.[12] Το νέο ανεξάρτητο κράτος ονομάστηκε Δημοκρατία της Γκάνας. Ήταν από τις πρώτες χώρες που πέτυχε ανεξαρτησία από την αποικιοκρατία στην Αφρική.
Μετά την ανεξαρτησία, η χώρα μετονομάστηκε από Χρυσή Ακτή, που ήταν το αποικιακό της όνομα, σε Γκάνα. Πρώτος πρωθυπουργός της ελεύθερης Γκάνας υπήρξε ο Κβάμε Νκρούμαχ. Η κυβέρνησή του στόχευε στη σταδιακή μετατροπή της οικονομίας της Γκάνας σε μία ημι-βιομηχανική σοσιαλιστική οικονομία. Πράγματι προχώρησε αμέσως σε μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, διάφορες επιλογές της κυβέρνησης δέχθηκαν σφοδρή κριτική, ιδίως όταν πέρασε διάφορα αντιδημοκρατικά μέτρα, όπως τη δυνατότητα του να συλλαμβάνεται κάποιος και να φυλακίζεται για έως και 5 χρόνια χωρίς δίκη. Τον Ιούλιο του 1960 ψηφίστηκε ένα νέο σύνταγμα, με το οποίο το πολίτευμα της Γκάνας μετατράπηκε από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό. Πρόεδρος ορκίστηκε ο Κβάμε Νκρούμαχ. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε ένα νόμο που επέτρεπε στον πρόεδρο να ελέγχει τα άρθρα που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες.[14] Ο Νκρούμαχ, θέλοντας να επιταχύνει την ανάπτυξη της οικονομίας, άρχισε την κατασκευή διάφορων έργων υποδομής, με κυριότερο το φράγμα στον ποταμό Βόλτα, το οποίο δημιούργησε τη μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη στον κόσμο. Παράλληλα όμως, αύξησε τους φόρους, για να χρηματοδοτήσει τα έργα, κάτι που δυσαρέστησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, προώθησε άλλη μία συνταγματική αναθεώρηση, η οποία τέθηκε σε ισχύ μετά από ένα δημοψήφισμα, το 1964. Σύμφωνα με την αναθεώρηση αυτή, το κράτος μετατρεπόταν σε μονοκομματικό.[15] Ωστόσο, η αντιπολίτευση που ζητούσε αλλαγή μεγάλωνε και έβρισκε υποστήριξη τόσο στον λαό, όσο και σε αξιωματούχους του κράτους. Ως αποτέλεσμα, τον Φεβρουάριο του 1966 οργανώθηκε ένα πραξικόπημα από στρατιωτικούς, οι οποίοι πέτυχαν να ανατρέψουν την κυβέρνησή του. Ο Νκρούμαχ όταν συνέβη αυτό βρισκόταν σε αποστολή στο εξωτερικό και δεν ξαναγύρισε ποτέ στην Γκάνα.[14][15]
Από την αρχή οι στρατιωτικοί πραξικοπηματίες ξεκαθάρισαν ότι η διακυβέρνησή τους θα ήταν προσωρινή και ότι στόχευαν στην αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης το συντομότερο δυνατό. Από τα αξιοσημείωτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση των στρατιωτικών ήταν η απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων αντιπάλων του Νκρούμαχ, η άρση της απαγόρευσης των πολιτικών κομμάτων το 1968, και η ψήφιση νέου συντάγματος. Το νέο σύνταγμα επανέφερε το κοινοβουλευτικό σύστημα, αφαιρώντας από τη θέση του πρόεδρο τις περισσότερες εξουσίες που του είχε παραχωρήσει ο Νκρούμαχ με το σύνταγμα του 1960. Τελικά, έπειτα από μία σχετική καθυστέρηση οι στρατιωτικοί επέτρεψαν τον Οκτώβριο του 1969 τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών. Στις εκλογές αυτές αναδείχθηκε μία νέα πολιτική δύναμη, το Κόμμα Προόδου. Το κόμμα αυτό νίκησε στις εκλογές, και ο αρχηγός του, ο Κόφι Αμπρέφα Μπουσία ορκίστηκε πρωθυπουργός. Η κυβέρνηση του Κόφι Α. Μπουσία, στόχευε κυρίως στην αντιμετώπιση της κακής οικονομικής κατάστασης της χώρας. Τα μέτρα που πήρε, ωστόσο (λιτότητα, υποτίμηση του νομίσματος κλπ), δυσαρέστησαν τον λαό, και επιπλέον δεν έφεραν αμέσως τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο Μπουσία, στην εξωτερική πολιτική, προώθησε την ιδέα μιας οικονομικής κοινότητας της Δυτικής Αφρικής, και γενικότερα τη συνεργασία των αφρικανικών χωρών με στόχο την οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, η κυβέρνησή του δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο της. Τον Ιανουάριο του 1972, ένα νέο πραξικόπημα, μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, συνέβη.[16][17]
Ηγέτης του πραξικοπήματος ήταν ο Ιγνάτιος Κούτου Ατσεαμπόνγκ. Το πρώτο πράγμα που έκανε η κυβέρνηση ήταν να αποσύρει όλα τα μετρα που είχε λάβει η κυβέρνηση του Μπουσία για την οικονομία. Σταμάτησε τη λιτότητα, μείωσε τους φόρους, αντέστρεψε την υποτίμηση του νομίσματος κλπ. Τα μέτρα αυτά αύξησαν τη δημοφιλία του Ατσεαμπόνγκ παρότι είχε καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Ωστόσο μετά την προσωρινή ανακούφιση του λαού από τα οικονομικά δεινά, άρχισε να φαίνεται το άσχημο αποτύπωμα που είχαν αυτές οι πολιτικές στο κράτος: ο πληθωρισμός έφτασε έως και το 50% τα πρώτα χρόνια, το χρέος αυξήθηκε και τα κρατικά έσοδα μειώθηκαν.[16][18]
Σε αντίθεση με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1966, οι στρατιωτικοί με τον Ατσεαμπόνγκ δεν ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν την εξουσία και να αποκαταστήσουν τη δημοκρατική τάξη. Οργανώθηκαν γύρω από ένα Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, και κατέστειλαν οποιαδήποτε αντιπολίτευση, ιδιαίτερα όταν ο Ατσεαμπόνγκ άρχισε να χάνει την υποστήριξη του λαού. Παρόλη την καταστολή η πίεση προς τη στρατιωτική ηγεσία αυξήθηκε για αποκατάσταση της δημοκρατίας. Τελικά ο Ατσεαμπόνγκ πρότεινε ένα συμβιβασμό: την Κυβέρνηση Ένωσης, μία κυβέρνηση δηλαδή που κάποια στελέχη της θα διορίζονται από τον στρατό ενώ τα υπόλοιπα από ένα εκλεγμένο κοινοβούλιο. Η πρόταση εγκρίθηκε από ένα δημοψίφησμα το 1978 και άρχισαν να οργανώνονται εκλογές για το επόμενο έτος. Ωστόσο λίγο αργότερα, ο Ατσεαμπόνγκ ανατράπηκε και την εξουσία στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο την ανέλαβε ο Φεντερίκ Ακούφο. Ο Ακούφο, υπό την πίεση που δεχόταν από τον πληθυσμό δέχθηκε να πραγματοποιήσει κάποιες δημοκρατικές αλλαγές, όπως να επιτρέψει τη συμμετοχή πολιτικών κομμάτων στις επερχόμενες εκλογές.[16][18]
Πριν όμως πραγματοποιηθούν οι εκλογές ένα άλλο πραξικόπημα ανέτρεψε την ηγεσία των στρατιωτικών και έφερε στο προσκήνιο τον νεαρό τότε Τζέρι Ρόουλινγκς, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία. Η νέα στρατιωτική ηγεσία δεν επέβαλε νέο γύρο δικτατορικής εξουσίας, αλλά απρόσμενα, επίσπευσε τη δημοκρατική μετάβαση μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 1979.[19] Στις εκλογές εκλέχτηκε πρόεδρος ο Ντρ. Χίλλα Λίμαν (με το νέο σύνταγμα εγκαταλειπόταν το κοινοβουλευτικό σύστημα και γινόταν προεδρικό). Ο νέος πρόεδρος ακολούθησε μετριοπαθή οικονομική πολιτική, ενώ υποστήριξε τις δημοκρατικές αξίες και τον Πανανφρικανισμό. Παρόλα αυτά δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη διαφθορά, ενώ οι οικονομικές του επιλογές δεν πρόλαβαν να φέρουν αποτελέσματα: στις 31 Δεκεμβρίου του 1981 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα με επικεφαλής ξανά τον Ρόουλινγκς.[20][21]
Τα χρόνια μετά τον πρόωρο τερματισμό της Τρίτης Δημοκρατίας, χαρακτηρίζονται από τα κοινωνικοοικονομικά «πειράματα» του αντιφατικού Τζέρι Ρόουλινγκς. Ο τελευταίος, ως ηγέτης του πραξικοπήματος οργάνωσε το Προσωρινό Εθνικό Αμυντικό Συμβούλιο (PNDC) που στην ουσία αυτό κυβέρνησε την Γκάνα από το 1982 έως και το 1992. Λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα ο Ρόουλινγκς δήλωσε ότι σκοπός του ήταν να «αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια των ανθρώπων» της χώρας. Οι πολιτικές του είχαν εμφανείς σοσιαλιστικές επιρροές με λαϊκιστικές εξάρσεις. Στο πολιτικό κομμάτι ο Ρόουλινγκς συγκρότησε σε όλη τη χώρα κοινοτικά συμβούλια όλων των ειδών: εργατικά, αγροτικά, φοιτητικά κλπ. Σε συνδυασμό με την κρατική αποκέντρωση που προσπάθησε να επιτύχει, ο Ρόουλινγκς στόχευε στο να διασφαλίσει ότι όλοι οι άνθρωποι της κοινωνίας θα είχαν πρόσβαση τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ακόμα, ο Τζ. Τζ. Ρόουλινγκς μετέτρεψε σε δημόσια τα δικαστήρια, δοκιμάζοντας να δώσει στον λαό και μέρος της δικαστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως, η κυβέρνησή του επέβαλε αυστηρότατους περιορισμούς στον τύπο και στην ελευθερία του λόγου, καταπνίγοντας ουσιαστικά κάθε αντίθετη άποψη. Επίσης, η χρήση βίας εναντίον αντιφρονούντων ήταν συχνή, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που εκτελέστηκαν άνθρωποι με κατηγορία ότι οργάνωναν ανατροπή της "επανάστασης" ή κάτι ανάλογο.[22][23]
Στον οικονομικό τομέα, ο Ρόουλινγκς προσπάθησε να ανορθώσει την οικονομία της Γκάνας, χωρίς όμως να λάβει αυστηρά μέτρα λιτότητας, που θα του στερούσαν τη λαϊκή υποστήριξη. Προσέγγισε τα δυτικά κεφάλαια, παρά την ιδεολογική του απόσταση με τη δύση. Σήμερα πάντως, θεωρείται ότι ήταν αυτός έβαλε την οικονομία της Γκάνας στη σωστή κατεύθυνση.[23]
Περί τα τέλη της δεκαετίας του 80' ο Ρόουλινγκς δέχθηκε ισχυρές πιέσεις τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό να μία μετάβαση της χώρας στη δημοκρατία.[22] Η κυβέρνηση υποχώρησε τελικά από την αρνητική της στάση και άρχισε σιγά σιγά να διερευνά το ενδεχόμενο της δημοκρατίας. Ένα δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 1992 ενέκρινε ένα προτεινόμενο σύνταγμα και άρχισαν να οργανώνονται εκλογές. Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν τον Νοέμβρη του ίδιου έτους και αυτές σήμαναν το τέλος της απόλυτης κυριαρχίας του Τζέρι Ρόουλινγκς και την έναρξη της Τέταρτης Δημοκρατίας της Γκάνας.[23]
Αν και η ηγεσία με τον Τζέρι Ρόουλινγκς δέχτηκαν μία μετάβαση στη δημοκρατία δεν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν και την εξουσία με αυτή τη μετάβαση. ο Ρόουλινγκς ίδρυσε ένα νέο κόμμα, το Εθνικό Δημοκρατικό Κογκρέσο (National Democratic Congress - NDC) το οποίο συμμετείχε στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Η αντιπολίτευση σε μεγάλο μέρος της μποϊκόταρε τις εκλογές, θεωρώντας τις ως ένα ακόμα παιχνίδι του Ρόουλινγκς. Έτσι στο νέο κοινοβούλιο, από τις 200 συνολικά έδρες μόνο 17 κατέλαβε η αντιπολίτευση και άλλες δύο ανεξάρτητοι. Επίσης ο ίδιος ο Ρόουλινγκς έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Τέταρτης Δημοκρατίας, κερδίζοντας τις προεδρικές εκλογές.[24] Στη συνέχεια, αν και τις εκλογές του 1996 ο Τζέρι Ρόουλινγκς ξανακέρδισε τις προεδρικές εκλογές, η αντιπολίτευση συμμετείχε, ενώ οι εκλογές χαρακτηρίστηκαν ως δίκαιες από διεθνείς παρατηρητές. Με την ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας του Ρόουλινγκς ως προέδρου, το σύνταγμα προέβλεπε ότι δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει ξανά σε προεδρικές εκλογές. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αυτονόητο, αν σκεφτεί κανείς τις πάμπολλες περιπτώσεις στις οποίες ηγέτες άλλαξαν ακόμα και το σύνταγμα για να διατηρηθούν στην εξουσία. Επομένως, η ανακοίνωση του Ρόουλινγκς ότι δεν θα διεκδικήσει τρίτη θητεία, έφερε ελπίδες ουσιαστικής εμβάθυνσης της δημοκρατίας στην Γκάνα. Αυτές επιβεβαιώθηκαν όταν στις εκλογές του 2000 το αντιπολιτευόμενο Νέο Πατριωτικό Κόμμα (New Patriotic Party - NPP) κέρδισε κάνοντας πραγματικότητα την πρώτη ειρηνική μετάβαση της εξουσίας στην ιστορία της χώρας.[24][25]
Σήμερα η Γκάνα είναι μία από τις λίγες χώρες της Αφρικής που έχει καταφέρει να εγκαθιδρύσει ένα υγιές δημοκρατικό σύστημα.[8][26] Μετά από τις εκλογές του 2000 κι άλλες φορές έχει πραγματοποιηθεί μετάβαση της εξουσίας στην αντιπολίτευση με ειρηνικό τρόπο, όπως το 2008 και το 2016. Από οικονομικής άποψης, η Γκάνα τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα μετά την έναρξη της Τέταρτης Δημοκρατίας, έχει ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, αν και τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη φαίνεται να επιβραδύνεται.[27]
Η οικονομία της Γκάνας όπως και των περισσοτέρων αφρικανικών χωρών στηρίζεται στη γεωργία η οποία καθιστά το 50% του ΑΕΠ και απασχολεί το 85% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Επίσης είναι βασικός εξαγωγός μετάλλων και αγαθών όπως ξύλο, χρυσό, βωξίτη, μαγγάνιο, κακάο κ.ά.
Η Γκάνα από την ανεξαρτησία της και μετά προέβη σε τρεις νομισματικές μεταρρυθμίσεις [28] όμως το νόμισμά της συνεχίζει να ονομάζεται σέντι από το 1965 οπότε και αντικατέστησε τη λίρα.
Οι εκλογές γίνονται ανά τετραετία. Η θητεία του προέδρου είναι τετραετής και μπορεί να ανανεωθεί συνεχόμενα για το ίδιο πρόσωπο μόνο μία φορά. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[29] Στις γενικές εκλογές του 2008, Πρόεδρος είχε εκλεγεί ο Άτα Μιλς. Μετά τον αδόκητο θάνατο του Προέδρου Τζον Άτα Μιλς, στις 24 Ιουλίου 2012, προσωρινός Πρόεδρος ανέλαβε ο Αντιπρόεδρος Τζον Ντραμάνι Μαχάμα, μέχρι το Δεκέμβριο του 2012, οπότε έγιναν εκλογές. Στις 6 Αυγούστου 2012 ανέλαβε Αντιπρόεδρος ο Κουέζι Μπέκοε Αμισάχ-Άρθουρ. Στις τελευταίες εκλογές, το 2020, πρόεδρος επανεξελέγη ο Νάνα Ακούφο-Άντο.
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 66,3 χρόνια (63,7 χρόνια οι άνδρες και 69,2 οι γυναίκες).[30]
Εθνικές ομάδες στην Γκάνα | ||||
---|---|---|---|---|
Εθνικές ομάδες | Ποσοστό | |||
Ακάν | 47.5% | |||
Μολνταγκμπάνι | 16.6% | |||
Έουε | 13.9% | |||
Γκα-ντάγκμε | 7.4% | |||
Γκούρμα | 5.7% | |||
Γκουάν | 3.7% | |||
Γκρούσι | 2.5% | |||
Μάντε | 1.1% | |||
Άλλοι | 1.4% |
Η μεγαλύτερη φυλή στην Γκάνα είναι οι Ακάν. Οι Ακάν περιλαμβάνουν διάφορες τοπικές φυλές, η πιο δυνατή από τις οποίες
είναι οι Ασάντε. Η πρωτεύουσά τους είναι η Κουμάσι, στο κέντρο της Γκάνας. Οι Ασάντε νίκησαν τον βρετανικό στρατό στα 1873. Ο βασιλιάς των Ασάντε είναι ο Ασανταχένε.
Επικρατούσα θρησκεία είναι ο χριστιανισμός (με μεγαλύτερο δόγμα τους πεντηκοστιανους χριστιανούς) τον οποίο ασπάζεται το 71,2% του πληθυσμού. Το Ισλάμ είναι η θρησκεία του 17,6% του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι οι ασπάζονται είτε τις
παραδοσιακές ανιμιστικές θρησκείες είτε δεν ακολουθούν καμία θρησκεία. Τέλος υπάρχουν μικρές μειονότητες Μπαχαιστων,Ινδουϊστών και άλλων θρησκειών.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά. Το σιδηροδρομικό δίκτυο καλύπτει γύρω στα 950 χλμ. και η χώρα διαθέτει 10 αεροδρόμια. Τα σημαντικότερα λιμάνια είναι τα Τακοράντι και Τέμα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.