Ιταλός ποδοσφαιριστής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αντόνιο Καμπρίνι (ιταλικά: Antonio Cabrini, γεννήθηκε 8 Οκτωβρίου 1957) είναι Ιταλός προπονητής ποδοσφαίρου και πρώην ποδοσφαιριστής. Αγωνιζόταν ως αριστερός πλάγιος αμυντικός, στη μεγαλύτερη διάρκεια της καριέρας του με τη Γιουβέντους. Κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 με την Εθνική Ιταλίας. Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους αμυντικούς της Ιταλίας όλων των εποχών[1] και μνημονεύεται ιδιαίτερα για τη δημιουργία μιας από τις καλύτερες αμυντικές γραμμές της ιστορίας με την Ιταλία και τη Γιουβέντους, μαζί με τον τερματοφύλακα Ντίνο Τζοφ, καθώς και τους αμυντικούς Κλαούντιο Τζεντίλε και Γκαετάνο Σιρέα.[2]
2008 | ||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 8 Αυγούστου 1957 | |||||||||
Τόπος γέννησης | Κρεμόνα, Ιταλία | |||||||||
Ύψος | 1,77 μ. | |||||||||
Θέση | Αμυντικός | |||||||||
Ομάδες νέων | ||||||||||
ΟΣ Κρεμονέζε | ||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||
1973–1975 | ΟΣ Κρεμονέζε | 29 | (2) | |||||||
1975–1976 | Αταλάντα ΜΚ | 35 | (1) | |||||||
1976–1989 | Γιουβέντους ΦΚ | 297 | (33) | |||||||
1989–1991 | Μπολόνια ΦΚ 1909 | 55 | (2) | |||||||
Σύνολο | 416 | (38) | ||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||
1978–1987 | Ιταλία | 73 | (9) | |||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||
2000–2001 | ΣΣ Αρέτσο | |||||||||
2001 | ΦΚ Κροτόνε | |||||||||
2004–2005 | ΑΚ Πίζα 2009 | |||||||||
2005–2006 | Νοβάρα Κάλτσιο | |||||||||
2012–2017 | Ιταλία γυναικών | |||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Κέρδισε το Βραβείο του Καλύτερου Νέου Ποδοσφαιριστή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978,[3] αφού βοήθησε την Ιταλία να τερματίσει στην τέταρτη θέση και εκπροσώπησε επίσης την Ιταλία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, τερματίζοντας για άλλη μια φορά στην τέταρτη θέση. Είναι ένας από τους λίγους παίκτες που έχουν κερδίσει όλες τις διοργανώσεις συλλόγων της UEFA, ένα επίτευγμα που κατάφερε με τη Γιουβέντους.[4] Το 2021 εισήχθη στο Hall of Fame του Ιταλικού Ποδοσφαίρου.[5] Είχε το παρατσούκλι Bell'Antonio («Όμορφος Αντόνιο»),[2] λόγω της δημοτικότητάς του ως χαρισματικού και εμφανίσιμου ποδοσφαιριστή.
Ο Καμπρίνι γεννήθηκε στην Κρεμόνα της Λομβαρδίας. Έκανε το ντεμπούτο του στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο με την τοπική ΟΣ Κρεμονέζε στη Σέριε Γ τη σεζόν 1973–74, κάνοντας τρεις εμφανίσεις και κέρδισε θέση βασικού την επόμενη σεζόν 1974–75. Τη σεζόν 1975–76 έπαιξε στη Σέριε Β για την Αταλάντα και το καλοκαίρι του 1976 αποκτήθηκε από τη Γιουβέντους, την ομάδα στην οποία επρόκειτο να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του.[4]
Με τη Γιουβέντους, κέρδισε τη Σέριε Α έξι φορές, το Κύπελλο Ιταλίας δύο φορές, ένα ΟΥΕΦΑ Σούπερ Καπ, ένα ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ, ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο στην καλύτερη περίοδο της ιστορίας της.[6] Στην τελευταία του σεζόν με τη Γιουβέντους, ήταν επίσης αρχηγός της ομάδας, αφού διαδέχθηκε τον Σιρέα. Το 1989, μετά από 13 επιτυχημένες σεζόν με τον σύλλογο του Τορίνο, μετακόμισε στη Μπολόνια ΦΚ για άλλα δύο χρόνια, πριν αποσυρθεί ως παίκτης. Έπαιξε συνολικά 352 αγώνες στη Σέριεα Α (297 από αυτούς με τη Γιουβέντους), σημειώνοντας 35 γκολ (33 από αυτούς με τη Γιουβέντους).[4][7]
Ο Καμπρίνι κλήθηκε στην Εθνική Ιταλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, παρόλο που δεν είχε προηγούμενη συμμετοχή (είχε ωστόσο 23 συμμετοχές για ομάδες νέων). Είχε την πρώτη του συμμετοχή στις 2 Ιουνίου 1978, στον εναρκτήριο αγώνα της Ιταλίας με αντίπαλο τη Γαλλία, που έληξε με νίκη με 2–1 για τους «Ατζούρι». Η Ιταλία τερμάτισε στην τέταρτη θέση και ο Καμπρίνι αναδείχθηκε ο Καλύτερος Νεαρός Παίκτης της διοργάνωσης. Σύντομα έγινε τακτικός παίκτης για τα επόμενα εννέα χρόνια. Συμμετείχε ως βασικός σε όλα τα παιχνίδια της Ιταλίας σε τρία συνεχόμενα Παγκόσμια Κύπελλα: το 1978, το 1982 και το 1986. Συνολικά, ο Καμπρίνι έπαιξε 18 παιχνίδια κατά τη διάρκεια των τελικών φάσεων του Παγκοσμίου Κυπέλλου, κατακτώντας τη διοργάνωση του 1982, παρόλο που έχασε ένα πέναλτι στον τελικό εναντίον της Δυτικής Γερμανίας, το πρώτο στην ιστορία των τελικών της διοργάνωσης.[8] Εκπροσώπησε επίσης την Ιταλία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 ως βασικός, ολοκληρώνοντας τη διοργάνωση στην τέταρτη θέση, αφού η ομάδα έφτασε στα ημιτελικά.
Ο Καμπρίνι ήταν μέλος της ομάδας που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, η οποία περιελάμβανε τον τερματοφύλακα Ντίνο Τζοφ, τον Γκαετάνο Σιρέα, τον Κλαούντιο Τζεντίλε στην άμυνα, τους Μάρκο Ταρντέλι και Μπρούνο Κόντι στη μεσαία γραμμή και τον συμπαίκτη του Καμπρίνι στη Γιουβέντους Πάολο Ρόσι στην επίθεση. Ο Καμπρίνι είχε πολύ καλή απόδοση σε όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης, βοήθησε τη χώρα του στην κατάκτηση του τίτλου, κρατώντας δύο ανέπαφες εστίες σε όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης, αλλά και σημειώνοντας το κρίσιμο νικητήριο γκολ στη νίκη της Ιταλίας στον δεύτερο γύρο με 2–1 επί της υπερασπίστριας του τίτλου, Αργεντινής.[9]
Συνολικά, έκανε 73 συμμετοχές για τη χώρα του και σημείωσε 9 γκολ (ρεκόρ Ιταλίας για αμυντικό παίκτη),[10] τερματίζοντας την καριέρα του στους Azzurri τον Οκτώβριο του 1987, κάνοντας την τελευταία του εμφάνιση στις 17 Οκτωβρίου 1987, στην ισοπαλία με 0-0 με αντίπαλο την Ελβετία. Επίσης, ήταν αρχηγός της εθνικής ομάδας 10 φορές.[11]
Ο Καμπρίνι ήταν γρήγορος και δυνατός επιθετικός αριστερός πλάγιος αμυντικός, ο οποίος θεωρείται από τους καλύτερους της γενιάς του και όλων των εποχών, καθώς και ως ένας από τους καλύτερους αμυντικούς στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου.[2][1][4][12][13] Αρχικά αγωνιζόταν ως αριστερός πλάγιος μέσος αλλά μετατράπηκε σε αριστερό μπακ κατά τη διάρκεια της θητείας του στην ομάδα νέων της Κρεμονέζε.[2][4] Η επιθετική ικανότητα, η ευφυΐα, η ικανότητα στις σέντρες μαζί με τις πάσες, το ταλέντο και την τεχνική του ικανότητα, του επέτρεψαν να φέρει επανάσταση στον ρόλο του σύγχρονου μπακ στο ιταλικό ποδόσφαιρο και πρόσθεσε μια νέα επιθετική διάσταση στο θέση: ήταν γνωστός για την παραγωγικότητα του μπροστά από το τέρμα, παρά τον αμυντικό του ρόλο, την ικανότητα του να σουτάρει από απόσταση και την ικανότητά του να κάνει επιθετικά τρεξίματα στα πλάγια. Λόγω του χρονισμού και του άλματός του, ήταν επίσης δυνατός στον αέρα και ήταν αποτελεσματικός εκτελεστής των ελεύθερων λακτισμάτων και των πέναλτι.[2][4][12][13] Συνδύαζε επίσης ευφυΐα, συνέπεια στην αμυντική του ικανότητα, καθώς και εξαιρετικές αθλητικές ιδιότητες.[2][1][4][12][14] Παρά τη δημοτικότητά του εκτός γηπέδου και τον ανοιχτό χαρακτήρα του, ήταν γνωστός ως ολιγόλογος άνθρωπος σε όλη την καριέρα του.[2]
Ο Καμπρίνι ξεκίνησε την προπονητική σταδιοδρομία του το 2000 με την ΣΣ Αρέτσο της Σέριε Γ αλλά έχασε την άνοδο στα πλέι οφ. Στη συνέχεια έγινε προπονητής της ΦΚ Κροτόνε της Σέριε Β και αργότερα υπηρέτησε ως προπονητής για των συλλόγων της Σέριε Γ ΑΚ Πίζα 2009 και Νοβάρα Κάλτσιο, με τις οποίες είχε φτωχά αποτελέσματα.
Στις 14 Μαΐου 2012, διορίστηκε προπονητής της Εθνικής Ιταλίας γυναικών.[15] Στις 4 Αυγούστου 2017, μετά από πέντε χρόνια ως προπονητής, αντικαταστάθηκε από τη Μιλένα Μπερτολίνι.[16]
Τον Ιούνιο του 2009 μπήκε στην πολιτική με την ένταξή του στην Ιταλία των Αξιών, ως υπεύθυνος για αθλητικά θέματα στην περιοχή του Λάτιο.[17]
Γιουβέντους[4]
Ιταλία[18]
Ατομικές
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.