Αμπντάλα Α΄ της Ιορδανίας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αμπντάλα Α΄ μπιν αλ-Χουσεΐν (αραβικά: عبد الله الأول بن الحسين, εκλατινισμένο: ʿAbd Allāh al-Awwal bin al-Ḥusayn, 2 Φεβρουαρίου 1882 – 20 Ιουλίου 1951) ήταν ηγεμόνας της Ιορδανίας από τις 11 Απριλίου 1921 μέχρι τη δολοφονία του το 1951. Ήταν Εμίρης της Υπεριορδανίας, ενός βρετανικού προτεκτοράτου, μέχρι τις 25 Μαΐου 1946,[5][6] μετά την οποία ήταν βασιλιάς μιας ανεξάρτητης Ιορδανίας. Ήταν μέλος της δυναστείας των Χασεμιτών.
Γεννημένος στη Μέκκα της Χετζάζης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Αμπντάλα ήταν ο δεύτερος από τους τέσσερις γιους του Χουσεΐν μπιν Αλή, Σαρίφ της Μέκκας, και της πρώτης συζύγου του, Αμπντίγια μπιντ Αμπντουλάχ. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στη Χετζάζη. Από το 1909 έως το 1914, ο Αμπντάλα είχε έδρα στο οθωμανικό νομοθετικό σώμα, ως εκπρόσωπος για τη Μέκκα, αλλά συμμάχησε με τη Βρετανία κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία που ηγήθηκε ο πατέρας του Σαρίφ Χουσεΐν.[7] Ο Αμπντάλα οδήγησε προσωπικά τις επιδρομές των ανταρτών σε φρουρές.[8]
Ο Αμπντάλα έγινε εμίρης της Υπερορδανίας τον Απρίλιο του 1921. Υποστήριξε τη συμμαχία του με τους Βρετανούς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και έγινε βασιλιάς μετά την ανεξαρτησία της Υπεριορδανίας από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1946.[7] Το 1949, η Ιορδανία προσάρτησε τη Δυτική Όχθη,[7] γεγονός που εξόργισε αραβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας, της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου, οι οποίες υπερασπίστηκαν τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους.[7]
Δολοφονήθηκε στην Ιερουσαλήμ ενώ παρακολουθούσε την προσευχή της Παρασκευής στην είσοδο του τεμένους Αλ-Άκσα από έναν εθνικιστή Παλαιστίνιο το 1951.[7] Τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Ταλάλ .