From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Όσκαρ Εμάνιουελ Πίτερσον (15 Αυγούστου 1925 – 23 Δεκεμβρίου 2007)[33] ήταν Καναδός πιανίστας και συνθέτης της τζαζ που θεωρούνταν βιρτουόζος και ένας από τους μεγαλύτερους τζαζ πιανίστες όλων των εποχών. Κυκλοφόρησε περισσότερες από 200 ηχογραφήσεις, κέρδισε οκτώ βραβεία Γκράμι, καθώς και ένα βραβείο συνολικής προσφοράς από την Recording Academy και έλαβε πολλά άλλα βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Έπαιξε σε χιλιάδες συναυλίες σε όλο τον κόσμο σε μια καριέρα που κράτησε περισσότερα από 60 χρόνια. Ο Ντιουκ Έλινγκτον τον αποκαλούσς «Μαχαραγιά των πλήκτρων», οι φίλοι του απλώς «Ο.Π.» και ήταν ανεπίσημα γνωστός στην τζαζ κοινότητα ως «ο βασιλιάς του inside swing».
Ο Πίτερσον δούλεψε σε ντουέτα με τους Σαμ Τζόουνς, Νιλς-Χένινγκ Έρστεντ Πέτερσεν, Τζο Πας, Ίρβινγκ Άσμπι,[34] Κάουντ Μπέιζι[35] και Χέρμπι Χάνκοκ.[36] Θεώρησε το τρίο με τον Ρέι Μπράουν και τον Χερμπ Έλις "το πιο συναρπαστικό" και παραγωγικό σκηνικό για λάιβ ερμηνείες και ηχογραφήσεις στο στούντιο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισε να παίζει με τον Μπράουν και τον ντράμερ Τσάρλι Σμιθ ως Oscar Peterson Trio. Λίγο αργότερα ο Σμιθ αντικαταστάθηκε από τον κιθαρίστα Ίρβινγκ Άσμπι, ο οποίος ήταν μέλος του Nat King Cole Trio. Ο Άσμπι, ο οποίος ήταν κιθαρίστας σουίνγκ, αντικαταστάθηκε σύντομα από τον Κέσελ.[37] Η τελευταία τους ηχογράφηση, το On the Town with the Oscar Peterson Trio, ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Town Tavern στο Τορόντο.[38]
Ο Πίτερσον κέρδισε οκτώ βραβεία Γκράμι μεταξύ 1975 και 1997. Θεωρείται από τους καλύτερους τζαζ πιανίστες και αυτοσχεδιαστές του 2ού αι.
Ο Πίτερσον γεννήθηκε στο Μόντρεαλ του Κεμπέκ από μετανάστες από τις Δυτικές Ινδίες (Άγιος Χριστόφορος και Νέβις και Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι).[39] Η μητέρα του, Καθλίν, ήταν οικιακή βοηθός. Ο πατέρας του, Ντάνιελ, εργαζόταν ως αχθοφόρος για τη σιδηροδρομική εταιρεία Canadian Pacific Railway και ήταν ερασιτέχνης μουσικός που έμαθε να παίζει εκκλησιαστικό όργανο, τρομπέτα και πιάνο.[40][41][42] Ο Πίτερσον μεγάλωσε σε μια κυρίως μαύρη γειτονιά του Μόντρεαλ, όπου γνώρισε την τζαζ κουλτούρα.[43] Σε ηλικία πέντε ετών, άρχισε να εξασκεί τις δεξιότητές του στην τρομπέτα και στο πιάνο, αλλά μια περίοδος φυματίωσης στα επτά του τον εμπόδισε να ξαναπαίξει τρομπέτα, έτσι έστρεψε όλη του την προσοχή στο πιάνο.[44] Ο πατέρας του ήταν από τους πρώτους του δασκάλους μουσικής και η αδερφή του, Νταίζη, του έμαθε κλασικό πιάνο. Ο Πίτερσον ήταν επιμελής στην εξάσκηση στις κλίμακες.
Ως παιδί, ο Πίτερσον σπούδασε με τον ουγγρικής καταγωγής πιανίστα Πολ ντε Μάρκι, μαθητή του Ιστβάν Τομάν, ο οποίος ήταν μαθητής του Φραντς Λιστ, οπότε η τότε εκπαίδευσή του βασίστηκε κυρίως στο κλασικό πιάνο. Όμως τον συνεπήρε η παραδοσιακή τζαζ και μπούγκι και έμαθε αρκετά κομμάτια ράγκταιμ. Τον αποκαλούσαν «Τζόε Λούις του μπούγκι».[45]
Σε ηλικία εννέα ετών, ο Πίτερσον έπαιζε πιάνο σε επίπεδο που εντυπωσίαζε επαγγελματίες μουσικούς. Για πολλά χρόνια οι σπουδές του στο πιάνο περιλάμβαναν τέσσερις έως έξι ώρες καθημερινής εξάσκησης. Μόνο στα τελευταία του χρόνια μείωσε την πρακτική του σε μία ή δύο ώρες την ημέρα. Το 1940, σε ηλικία 14 ετών, κέρδισε τον εθνικό μουσικό διαγωνισμό που διοργάνωσε η Canadian Broadcasting Corporation. Μετά από αυτήν τη νίκη, εγκατέλειψε το Γυμνάσιο του Μόντρεαλ, για να παίξει σε ένα συγκρότημα με τον Μέιναρντ Φέργκιουσον.[46] Έγινε επαγγελματίας πιανίστας, πρωταγωνιστώντας σε εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή και παίζοντας σε ξενοδοχεία και αίθουσες μουσικής. Στην εφηβεία του ήταν μέλος της ορχήστρας του Τζόνι Χολμς. Από το 1945 έως το 1949 εργάστηκε σε τρίο και έκανε ηχογραφήσεις για τη Victor Records. Αγκάλιασε το μπούγκι και το σουίνγκ με ιδιαίτερη αγάπη για τους Νατ Κινγκ Κόουλ και Τέντι Γουίλσον.[47] Μέχρι τα 20 του, είχε αποκτήσει φήμη ως τεχνικά άψογος και μελωδικά εφευρετικός πιανίστας.[48]
Σύμφωνα με μια συνέντευξη του Νόρμαν Γκραντς, άκουσε τον Πίτερσον σε μια ραδιοφωνική εκπομπή από ένα τοπικό κλαμπ ενώ ήταν σε ένα ταξί για το αεροδρόμιο του Μόντρεαλ. Εντυπωσιάστηκε τόσο, που είπε στον οδηγό να τον πάει στο κλαμπ για να γνωρίσει τον πιανίστα. Το 1949, ο Νόρμαν Γκραντς παρουσίασε τον Πίτερσον στην πόλη της Νέας Υόρκης σε μια συναυλία στο Carnegie Hall.[45] Παρέμεινε ατζέντης του Πίτερσον για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Αυτό ήταν κάτι περισσότερο από μια επαγγελματική σχέση. Ο Γκραντς υπερασπίστηκε τόσο τον Πίτερσον όσο και άλλους μαύρους τζαζ μουσικούς στον ρατσιστικό αμερικανικό Νότο των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Στο βίντεο ντοκιμαντέρ Music in the Key of Oscar, ο Πίτερσον αφηγείται πώς ο Γκραντς αντιστάθηκε σε έναν ένοπλο Νότιο αστυνομικό, ο οποίος ήθελε να εμποδίσει το τρίο να χρησιμοποιήσει ένα ταξί "μόνο για λευκούς".[49]
Το 1950, ο Πίτερσον δούλεψε ως ντουέτο με τον κοντραμπασίστα Ρέι Μπράουν. Δύο χρόνια αργότερα πρόσθεσαν τον κιθαρίστα Μπάρνεϊ Κέσελ. Στη συνέχεια, προστέθηκε ο Χερμπ Έλις, όταν ο Κέσελ κουράστηκε από τις περιοδείες. Το τρίο παρέμεινε μαζί από το 1953 έως το 1958, κάνοντας συχνά περιοδείες.[47] Μέχρι το 1956, οι συναυλίες του Πίτερσον προβλήθηκαν στα εθνικά ραδιοφωνικά δίκτυα.[50]
Όταν ο Έλις έφυγε το 1958, προσέλαβαν τον ντράμερ Εντ Θίγκπεν, επειδή ένιωθαν ότι κανένας κιθαρίστας δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Έλις.[47] Ο Μπράουν και ο Θίγκπεν συνεργάστηκαν με τον Πίτερσον στα άλμπουμ του Night Train και Canadiana Suite. Και οι δύο έφυγαν το 1965 και αντικαταστάθηκαν από τον μπασίστα Σαμ Τζόουνς και τον ντράμερ Λούις Χέιζ (και αργότερα τον ντράμερ Μπόμπι Ντάραμ). Το τρίο έπαιξε μαζί μέχρι το 1970. Το 1969 ο Πίτερσον ηχογράφησε το Motions and Emotions με ορχηστρικές διασκευές των "Yesterday" και "Eleanor Rigby" των Beatles. Το φθινόπωρο του 1970, το τρίο του Πίτερσον κυκλοφόρησε το άλμπουμ Tristeza on Piano. Ο Τζόουνς και ο Ντάραμ αποχώρησαν το 1970.
Στη δεκαετία του 1970 ο Πίτερσον σχημάτισε ένα τρίο με τον κιθαρίστα Joe Pass και τον μπασίστα Νιλς-Χένινγκ Έρστεντ Πέτερσεν. Αυτό το τρίο μιμήθηκε την επιτυχία της τριάδας της δεκαετίας του 1950 με τους Μπράουν και Έλις και έδωσε αναγνωρισμένες συναυλίες σε φεστιβάλ. Το άλμπουμ τους The Trio κέρδισε το 1974 βραβείο Γκράμι για την καλύτερη τζαζ ερμηνεία από γκρουπ. Στις 22 Απριλίου 1978, ο Πίτερσον έπαιξε στο διάλειμμα του Διαγωνισμού Τραγουδιού Eurovision 1978 που μεταδόθηκε ζωντανά από το Παλάτι Συνεδριών του Παρισιού. Το 1974 πρόσθεσε στο συγκρότημα τον Βρετανό ντράμερ Μάρτιν Ντρου. Αυτό το κουαρτέτο περιόδευσε και ηχογράφησε εκτενώς σε όλο τον κόσμο.
Ο Πίτερσον ήταν ανοιχτός σε πειραματικές συνεργασίες με τζαζ μουσικούς όπως ο σαξοφωνίστας Μπεν Γουέμπστερ, ο τρομπετίστας Κλαρκ Τέρι και ο βιμπραφωνίστας Μιλτ Τζάκσον. Το 1961, το Oscar Peterson Trio με τον Τζάκσον ηχογράφησε το άλμπουμ Very Tall. Οι σόλο ηχογραφήσεις του Πίτερσον ήταν σπάνιες μέχρι το Exclusively for My Friends (MPS), μια σειρά άλμπουμ που ήταν η απάντησή του σε πιανίστες όπως οι Μπιλ Έβανς και Μακόι Τάινερ. Ηχογράφησε διάφορα έργα για την εταιρεία Pablo, με επικεφαλής τον Νόρμαν Γκραντς, μετά την ίδρυση της δισκογραφικής το 1973, μεταξύ των οποίων το σάουντρακ για το θρίλερ του 1978 Σιωπηλός δολοφόνος.[51] Τη δεκαετία του 1980 έπαιξε ντουέτο με τον πιανίστα Χέρμπι Χάνκοκ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και της δεκαετίας του 1990, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, έκανε συναυλίες και ηχογραφήσεις με τον προστατευόμενό του Μπένι Γκριν. Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 ηχογράφησε πολλά άλμπουμ για την Telarc.
Ο Πίτερσον είχε αρθρίτιδα από τα νιάτα του και τα επόμενα χρόνια δυσκολευόταν να κουμπώσει το πουκάμισό του. Ενώ ποτέ δεν ήταν λεπτός, το βάρος του έφτασε τα 125 κιλά, εμποδίζοντας την κινητικότητά του. Έκανε επέμβαση αντικατάστασης ισχίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990.[52] Αν και η χειρουργική επέμβαση ήταν επιτυχής, η κινητικότητά του παρέμενε προβληματική.
Έγινε μέντορας του τζαζ προγράμματος του Πανεπιστημίου του Γιορκ και πρύτανης του πανεπιστημίου για αρκετά χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του 1990.[53][54] Δημοσίευσε σπουδές τζαζ πιάνο για εξάσκηση.
Το 1993, ένα εγκεφαλικό εξασθένησε την αριστερή του πλευρά και τον απομάκρυνε από τη δουλειά για δύο χρόνια. Την ίδια χρονιά, ο νέος πρωθυπουργός Ζαν Κρετιάν, φίλος και θαυμαστής του, του πρόσφερε τη θέση του Αντικυβερνήτη του Οντάριο. Σύμφωνα με τον Κρετιάν, ο Πίτερσον αρνήθηκε τη θέση λόγω κακής υγείας.[55]
Αν και ανέκτησε κάποια επιδεξιότητα στο αριστερό του χέρι, το παίξιμό του μειώθηκε και το στιλ του βασιζόταν κυρίως στο δεξί του χέρι. Το 1995 επέστρεψε περιστασιακά στις συναυλίες και τις ηχογραφήσεις για την Telarc. Το 1997 έλαβε το Βραβείο Γκράμι Συνολικής Προσφοράς και Βραβείο International Jazz Hall of Fame. Ο φίλος του, ο Καναδός πολιτικός και ερασιτέχνης πιανίστας Μπομπ Ρέι, είπε: «ένας Όσκαρ με ένα χέρι ήταν καλύτερος από οποιονδήποτε με δύο χέρια».[56]
Το 2003, ο Πίτερσον ηχογράφησε το DVD A Night in Vienna για τη Verve. Συνέχισε τις περιοδείες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά για έναν μήνα το χρόνο το πολύ, με ανάπαυση μεταξύ εμφανίσεων. Το 2007 η υγεία του επιδεινώθηκε. Ακύρωσε τα σχέδιά του να εμφανιστεί στο Φεστιβάλ Τζαζ του Τορόντο και σε μια συναυλία all-star στο Carnegie Hall που επρόκειτο να δοθεί προς τιμήν του. Ο Πίτερσον πέθανε στις 23 Δεκεμβρίου 2007, από νεφρική ανεπάρκεια στο σπίτι του στη Μισισάγκα του Οντάριο.[57][58]
Ο Πίτερσον παντρεύτηκε τέσσερις φορές. Απέκτησε επτά παιδιά με τρεις από τις συζύγους του.[59] Κάπνιζε τσιγάρα και πίπα και συχνά προσπαθούσε να το κόψει, αλλά κάθε φορά που σταματούσε έπαιρνε βάρος. Του άρεσε να μαγειρεύει και παρέμεινε υπέρβαρος σε όλη του τη ζωή.[60]
Ο Πίτερσον δίδαξε πιάνο και αυτοσχεδιασμό στον Καναδά, κυρίως στο Τορόντο. Μαζί με συνεργάτες, ίδρυσε και διηύθυνε το Advanced School of Contemporary Music στο Τορόντο επί πέντε χρόνια τη δεκαετία του 1960, αλλά η σχολή έκλεισε επειδή οι περιοδείες απομάκρυναν τον ίδιο και τους συνεργάτες του και δεν είχε κρατική χρηματοδότηση.[61]
Ο Πίτερσον επηρεάστηκε από τους Τέντι Γουίλσον, Νατ Κινγκ Κόουλ, Τζέιμς Π. Τζόνσον και Αρτ Τέιτουμ, με τον οποίο πολλοί συνέκριναν τον Πίτερσον τα επόμενα χρόνια.[62] Όταν ο πατέρας του του έβαλε να ακούσει τον δίσκο του "Tiger Rag" του Τέιτουμ, ο Πίτερσον τρομοκρατήθηκε και απογοητεύτηκε, εγκαταλείποντας το πιάνο για αρκετές εβδομάδες. «Ο Τέιτουμ με τρόμαξε μέχρι θανάτου», είπε ο Πίτερσον, προσθέτοντας ότι «δεν ήταν ποτέ ξανά αλαζονικός» σχετικά με την ικανότητά του στο πιάνο.[63] Ο Τέιτουμ ήταν πρότυπο για τη μουσική του Πίτερσον τις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Ο Τέιτουμ και ο Πίτερσον έγιναν καλοί φίλοι, αν και ο Πίτερσον πάντα ντρεπόταν να συγκρίνεται με τον Τέιτουμ και σπάνια έπαιζε πιάνο παρουσία του.
Ο Πίτερσον αναφερόταν επίσης στην αδερφή του — δασκάλα πιάνου στο Μόντρεαλ που δίδαξε και αρκετούς άλλους Καναδούς τζαζ μουσικούς — ως σημαντική δασκάλα και επιρροή στην καριέρα του. Υπό την επίβελεψη της αδερφής του, ο Πίτερσον εκπαιδεύτηκε στο κλασικό πιάνο και διεύρυνε τη γκάμα του, παίζοντας από κλίμακες έως πρελούδια και φούγκες του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.[64] Ζητούσε από τους μαθητές του να μελετούν τη μουσική του Μπαχ, ειδικά το Καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο, τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ και την Τέχνη της φούγκας, θεωρώντας αυτά τα κομμάτια απαραίτητα για κάθε σοβαρό πιανίστα. Μεταξύ των μαθητών του ήταν οι πιανίστες Μπένι Γκριν και Όλιβερ Τζόουνς.[65]
Ο Πίτερσον απορρόφησε και τις μουσικές επιρροές του Τέιτουμ, κυρίως αυτές που προέρχονταν από κοντσέρτα για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ο Πίτερσον έκανε πολυάριθμες ηχογραφήσεις με τρίο τονίζοντας τις ερμηνείες του στο πιάνο, αποκαλύπτοντας περισσότερο το εκλεκτικό του στιλ και απορροφώντας επιρροές από διάφορα είδη τζαζ, ποπ και κλασικής μουσικής.
Σύμφωνα με τον πιανίστα και παιδαγωγό Μαρκ Άιζενμαν, μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες του Πίτερσον ήταν ως συνοδός της τραγουδίστριας Έλλα Φιτζέραλντ και του τρομπετίστα Ρόι Έλντριτζ.[66]
Ο Πίτερσον θεωρείται από τους σπουδαίους πιανίστες της ιστορίας της τζαζ.[67]
Το 2021, Μπάρι Άβριτς έκανε την παραγωγή ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Πίτερσον με τίτλο Oscar Peterson: Black + White που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο.[68]
Ο Όσκαρ Πίτερσον απεικονίστηκε σε ένα αναμνηστικό κέρμα 1 καναδικού δολαρίου που κυκλοφορούσε το 2022.[69]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.