Μουσική
μορφή τέχνης που χρησιμοποιεί ήχους From Wikipedia, the free encyclopedia
μορφή τέχνης που χρησιμοποιεί ήχους From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως μουσική ορίζεται η τέχνη που βασίζεται στην οργάνωση ήχων και σκοπός της είναι η σύνθεση, εκτέλεση και ακρόαση/λήψη ενός έργου. Με τον όρο μουσική εννοείται επίσης και το σύνολο ήχων από το οποίο απαρτίζεται ένα μουσικό κομμάτι. Το Καθολικό Λεξικό της Οξφόρδης (Oxford Universal Dictionary) δίνει τον παρακάτω ορισμό: «μία από τις καλές τέχνες που ασχολείται με το συνδυασμό ήχων με σκοπό την ομορφιά της μορφής και της έκφρασης της σκέψης ή συναισθήματος»." [1] Η παγκόσμια ημέρα μουσικής καθιερώθηκε το 1982 με πρωτοβουλία του τότε Γάλλου υπουργού πολιτισμού Τζακ Λανγκ και υπό την αιγίδα του δήμου του Παρισιού. Γιορτάζεται στις 21 Ιουνίου.
Γνωστή και ως Απολλώνια Τέχνη, η μουσική παίρνει το όνομά της από τις εννέα Μούσες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Καθ' αυτή την έννοια, η μουσική διέφερε σημασιολογικά της σημερινής χρήσης του όρου, και περιελάμβανε το σύνολο των τεχνών που βρίσκονταν υπό την προστασία των Μουσών. Στην Αρχαία Ελλάδα, ο όρος μουσική εννοούσε την Ποίηση, το Μέλος και τον Χορό ως μια αδιάσπαστη ενότητα τεχνών η οποία καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στο Θέατρο, ενώ τη θεωρία της Μουσικής εξέφραζε ο κλάδος της Αρμονικής. Ο διαχωρισμός αυτός υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Έτσι σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η μουσική ως τέχνη, έρχεται να καλύψει την ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει με τους ήχους, τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ψυχικές του καταστάσεις.
Τόσο ο ορισμός της μουσικής, όσο και σχετικά με τη μουσική θέματα όπως η εκτέλεση, η σύνθεση και η σπουδαιότητά της, διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό και ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο. Η ερώτηση 'τι είναι μουσική;' έχει γίνει θέμα συζητήσεων - μεταξύ λογίων και μη -, έχει δεχτεί πληθώρα απαντήσεων, όμως καμία δεν ερμηνεύει το φαινόμενο της εν λόγω τέχνης σε καθολικό, διαπολιτισμικό επίπεδο. Μεταξύ άλλων, λεξικοί ορισμοί ορίζουν τη μουσική ως 'τέχνη και επιστήμη των ήχων' ενώ το Βρετανικό Λεξικό της Οξφόρδης εξηγεί πως πρόκειται για "μια από τις καλές τέχνες που ασχολείται με το συνδυασμό ήχων με σκοπό την ομορφιά ως προς τη φόρμα και την έκφραση των σκέψεων και συναισθημάτων." [2] Ένας συχνόχρηστος ορισμός προέρχεται από τον μουσικοσυνθέτη Έντγκαρ Βαρές (Edgar Varese), ο οποίος χαρακτηρίζει τη μουσική ως 'οργανωμένο ήχο'.[3] Ωστόσο, ο Αμερικανός εθνομουσικολόγος Μπρούνο Νετλ αναφέρει πως "πολύ λίγοι λαοί έχουν έννοιες αντίστοιχες με αυτή της Ευρωπαϊκής 'μουσικής'.
Η μουσική χρονολογεί και εξελίσσει την ιστορία της ως παράλληλη μ' εκείνη της Γλώσσας, κατ' ουσίαν ως παράλληλη με την ανθρώπινη εξέλιξη. Καθώς ο έναρθρος λόγος ως ηχητικό μέσο δεν δύναται να αποδώσει το φάσμα των αποχρώσεων των κειμενικών, προσωπικών ανθρώπινων σκέψεων και συναισθημάτων ο άνθρωπος ανέπτυξε ένα νέο ηχητικό μέσο έκφρασης: τον Μουσικό Λόγο. Καθώς η Γλώσσα χρησιμοποιείται στην έκφραση παραστάσεων και εννοιών, στην ονομασία των πραγμάτων, έτσι, και η μουσική, αποδεικνύεται ως απαραίτητη ανάγκη της ζωής στη διερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης στο σύνολο των εκφάνσεων της.
Εικασίες για τη μουσική αυτής της εποχής βασίζονται σε ευρήματα που προέρχονται από διάφορους παλαιολιθικούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως οστά με επιμήκεις τρύπες - αυτά έχουν θεωρηθεί ως αυλοί που παίζονται με τρόπο παρόμοιο με αυτό του Ιαπωνικού οργάνου σακουχάτσι. Μουσικά όργανα, όπως αυλοί με επτά τρύπες και έγχορδα όργανα έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικούς χώρους του πολιτισμού της κοιλάδας Ίντους. Η Ινδία έχει μία από τις παλαιότερες μουσικές παραδόσεις του κόσμου - αναφορές στην ινδική κλασική μουσική (μάργκα) μπορούν να βρεθούν σε αρχαίες ιερές γραφές της Ινδουιστικής παράδοσης. Οι αρχαιότερες συλλογές προϊστορικών μουσικών οργάνων έχουν βρεθεί στην Κίνα και χρονολογούνται μεταξύ των 7000 και 6600 π.Χ.
Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή, ο όρος μουσική εννοούσε τον μουσικά προκαθορισμένο στίχο, όπως εμφανιζόταν στα διάφορα ποιητικά είδη και κυρίως στη λυρική ποίηση. Με τη σημερινή σημασία του όρου, η ενότητα μουσικής και λόγου άρχισε να κλονίζεται κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και σε αυτό συνέτειναν διάφοροι παράγοντες όπως η εισαγωγή καινοτομιών στη σύνθεση του μέλους, η εκτεταμένη ανάπτυξη της δεξιοτεχνικής οργανικής εκτέλεσης, οι μεταβολές στον τρόπο εκφοράς της γλώσσας και η μετέπειτα απώλεια της προσωδίας της.[4]
Η μουσική της Αρχαίας Ελλάδας ήταν ένα μείζον κομμάτι του αρχαιοελληνικού θεάτρου - μεικτές χορωδίες τραγουδούσαν για διασκεδαστικά, εορταστικά και πνευματικά δρώμενα. Χρησιμοποιούνταν μουσικά όργανα όπως, μεταξύ άλλων, ο αυλός, η λύρα, και ιδιαίτερα η κιθάρα. Η μουσική ήταν σημαντικό μέρος της αρχαιοελληνικής παιδείας, όπου τα αγόρια ξεκινούσαν μουσικές σπουδές από έξι χρονών. Η αρχαιοελληνική μουσική θεωρία περιελάμβανε τους τρόπους, οι οποίοι αποτέλεσαν βάση για τη δυτική θρησκευτική και κλασική μουσική, κι επίσης χρησιμοποιούνται εκτενώς στη τζαζ. Αργότερα, η αρχαιοελληνική μουσική δέχτηκε επιρροές από τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς και από τη μουσική της ανατολικής Ευρώπης.
Η Ινδική κλασική μουσική είναι μια από τις παλαιότερες μουσικές παραδόσεις του κόσμου. Από τον πολιτισμό της κοιλάδας του Ινδού ποταμού έχουν διασωθεί γλυπτά που αναδεικνύουν χορευτικές δραστηριότητες, καθώς και μουσικά όργανα όπως το φλάουτο με επτά τρύπες. Διαφόρων ειδών έγχορδα όργανα και τύμπανα έχουν βρεθεί σε ανασκαφές που έχουν γίνει στα Χαράπα και Μοχέντζο Ντάριο από τον Μόρτιμερ Ουίλερ. Το ιερό κείμενο Ριγκβέντα περιέχει στοιχεία που βρίσκονται στη σημερινή Ινδική μουσική, με μουσική σημειογραφία που υποδηλώνει το μέτρο και τον τρόπο της ψαλμωδίας. Η Ινδική κλασική μουσική (ή μάργκα) είναι μονοφωνική και βασίζεται σε μια μελωδική γραμμή - ή ράγκα - που οργανώνεται ρυθμικά μέσω των τάλα. Η ινδουιστική μουσική επηρεάστηκε από περσικές πρακτικές εκτέλεσης των Αφγανών της μογγολικής αυτοκρατορίας της Ινδίας.
Η Κινέζικη κλασική μουσική - η παραδοσιακή τέχνη ή αλλιώς αυλική μουσική της Κίνας - έχει ιστορία με εύρος περίπου τριών χιλιάδων χρόνων. Περιλαμβάνει αυτούσια συστήματα μουσικής σημειογραφίας, μουσικές τονικότητες και τονικά ύψη, όργανα, μουσικά είδη και στυλ. Η κινέζικη μουσική είναι πεντατονική-διατονική και έχει κλίμακες με δώδεκα φθόγγους, όπως οι αντίστοιχες του δυτικοευρωπαϊκού συστήματος.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (500 – 1400), το μοναδικό ευρωπαϊκό ρεπερτόριο που διασώζεται και χρονολογείται πριν τις αρχές του 8ου αιώνα είναι το μονοφωνικό λειτουργικό τραγούδι της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας, της οποίας η κύρια παράδοση ονομάζεται Γρηγοριανό Μέλος. Παράλληλα με τις εκκλησιαστικές και ιερές παραδόσεις, υπήρχε μια ζωντανή παράδοση λαϊκών τραγουδιών με μη-θρησκευτικού χαρακτήρα (αγγλ., secular song).
Κατά την Αναγεννησιακή περίοδο (1400 - 1600), ένα μεγάλο μέρος της διασωθείσας μουσικής της Ευρώπης του 14ου αιώνα είναι λαϊκά τραγούδια. Από τα μέσα του 15ου αιώνα, η πολυφωνία χρησιμοποιούταν από συνθέτες και τραγουδιστές σε θρησκευτικές συνθέσεις. Διακεκριμένοι συνθέτες της περιόδου θεωρούνται οι Παλεστρίνα, Τόμας Μόρλεϋ (Thomas Morley) και Ορλάντο ντι Λάσσο.
Τον ενδέκατο αιώνα, ο Βενεδικτίνος μοναχός Γκουίντο ντ' Αρέτσο,(Guido d'Arezzo,(995 - 1050) καθιέρωσε ένα σύστημα καταγραφής της μουσικής, βασιζόμενο σε οριζόντιες γραμμές και τετράγωνα σύμβολα τα οποία σημείωναν τη σχέση της εκάστοτε νότας με μια κεντρική. Το σύστημα αυτό θεωρείται ως ο πρόδρομος του πενταγράμμου που επικρατεί στη Δυτική μουσική σημειογραφία μέχρι σήμερα.
Η Βυζαντινή μουσική είναι η μουσική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που απαρτίζεται αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα ως μελωδία. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτές οι μελωδίες, οι εκκλησιαστικοί Ήχοι και γενικά το όλο σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα. Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο.
Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολό της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική.
Στη δυτική Ευρώπη, η μουσική εξελίχθηκε από τη μονοφωνία ως την πολυφωνία και την ομοφωνία, από την εξάρτησή της στο ποιητικό - κυρίως θρησκευτικού αρχικά περιεχομένου - κείμενο, έως την ανεξαρτητοποίηση της από τη γλώσσα μέσω της ενόργανης μουσικής, από τις πρώτες προσπάθειες για δημιουργία ενός ορθολογικού συστήματος σημειογραφίας από τον Βοήθιο κατά τον 5ο αιώνα, μέχρι την τονική μουσική και από εκεί στην ατονικότητα στις αρχές του 20ου αιώνα. Στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο επινοήθηκε επίσης και τελειοποιήθηκε σειρά από συστήματα Μουσικής Σύνθεσης, όπως η Αντίστιξη ή Κοντραπούντο, η Φούγκα, η Αρμονία, ο Δωδεκαφθογγισμός ή Σειραϊσμός.
Τα μουσικά όργανα είναι μηχανικές κατασκευές που αποσκοπούν πρωτίστως στη δημιουργία ήχων. Τα μουσικά όργανα κατηγοριοποιούνται με διάφορους τρόπους, όπως ανάλογα με τη μέθοδο παραγωγής ήχου (χορδόφωνα, μεμβρανόφωνα, αερόφωνα), είτε με τον τρόπο παιξίματος (κρουστά, πνευστά, νυκτά) είτε βάσει του υλικού κατασκευής (ξύλινα, χάλκινα κλπ). Υπάρχουν πολλές μέθοδοι κατηγοριοποίησης, με πιο διαδεδομένη αυτή των Χόρνμποστελ και Σακς (en:Hornbostel-Sachs) [5]. Κριτήρια της κατηγοριοποίησης των οργάνων με αυτή τη μέθοδο, είναι, πρωτίστως, ο τρόπος παραγωγής του ήχου και, δευτερευόντως, ο τρόπος παιξίματος και η κατασκευή του οργάνου.
Οι πέντε βασικές κατηγορίες οργάνων κατά Χόρνμποστελ και Σακς, είναι οι εξής:
Στα ιδιόφωνα (αυτόφωνα) (ομάδα κρουστών) ο ήχος παράγεται μέσω της δόνησης του ίδιου του σώματός τους π.χ. μεταλλόφωνο.
Τα μεμβρανόφωνα (ομάδα κρουστών) φέρουν στρογγυλές μεμβράνες προς κρούση π.χ. τύμπανο.
Στα χορδόφωνα ο ήχος δημιουργείται θέτοντας τεντωμένες χορδές σε ταλάντωση, π.χ. βιολοντσέλο Χωρίζονται σε τέσσερις επιμέρους κατηγορίες, βάση του τρόπου παιξίματος τους:
Στα αερόφωνα ο ήχος δημιουργείται από αέρα που ταξιδεύει μέσα σε όργανο με σωληνοειδές σχήμα, π.χ. κλαρινέτο.
Τα ηλεκτρόφωνα παράγουν ήχο μέσω ηλεκτρονικού κυκλώματος π.χ. συνθετητές.
Ο κλάδος της μουσικής επιστήμης που ασχολείται με τη μελέτη των μουσικών οργάνων ονομάζεται οργανολογία.
Υπό τις ως άνω θεωρήσεις, τα ηχητικά στοιχεία γίνονται μουσική μόνον χάρη στην οργάνωσή τους από κάποιον άνθρωπο να αποφασίσει ως προς την οργάνωση κάποιων συγκεκριμένων ή μη ήχων που θα επιλέξει, μέσα σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα.
Ο τρόπος με τον οποίον οργανώνει ο άνθρωπος το ηχητικό υλικό ούτως ώστε να παραγάγει μουσική, εξαρτάται από την αλληλεπίδρασή του με το φυσικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, από φυσικούς νόμους όπως η συμμετρία, η περιοδικότητα, η επανάληψη, η ταλάντευση, η ηχώ, και πιθανόν από ποικίλους άλλους αστάθμητους παράγοντες.
Η μουσική γίνεται αντιληπτή μέσω της ακοής, η οποία εκτείνεται στον άνθρωπο από τα 20 έως και 20.000 (Hertz). Αυτό σημαίνει πως ένας συνθέτης έχει στη διάθεσή του για τη σύνθεση ενός κομματιού, ήχους που ταλαντώνονται σε συχνότητες εντός αυτού του φάσματος.
Δεν λείπουν, ωστόσο, και κομμάτια μουσικής που χρησιμοποιούν υπέρηχους (άνω των 20 KHz) αλλά και υπόηχους (κάτω των 20 Hz) - ειδικά οι δε γίνονται αισθητοί με το σώμα του ακροατή και χρησιμοποιούνται πολύ συχνά σε σύγχρονα κομμάτια ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής.
Η στενή σχέση που είχε και διατηρεί ο άνθρωπος με τη μουσική επιβεβαιώνεται από το πλήθος καταγεγραμμένων ιστορικά συνθέσεων που εκφράζουν την κάθε περίσταση της ζωής: θρησκευτικοί ύμνοι, χοροί, τραγούδια φυσιολατρικού περιεχομένου, μοιρολόγια, νανουρίσματα, εμβατήρια, πολιτικά τραγούδια, τραγούδια της τάβλας, του γλεντιού, αναφερόμενα στις χαρές και στις λύπες από τη γέννηση ως το θάνατο του ανθρώπου, έως μνημειώδη παγκόσμια έργα υψηλής διανοητικής σύλληψης. Την αξία της Μουσικής αντελήφθησαν και εξύμνησαν μεγαλοφυΐες του πνεύματος όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Πυθαγόρας, ο Ρομαίν Ρολάν, ο Καρτέσιος, ο Γκαίτε, ο Μπετόβεν, ο Βάγκνερ, ο Στραβίνσκι κ.α., καθώς φυσικά και οι λαοί μέσω της παραδοσιακής τους τραγουδοποιίας. Ενώ προαπαιτείται η κατάκτηση ειδικών γνώσεων προκειμένου να μελετηθεί, να αναλυθεί και, κατ' επέκταση, να κατανοηθεί ένα μουσικό έργο, εντούτοις, το μόνο που χρειάζεται για την αισθητική απόλαυσή της είναι η διάθεση για ακρόασή του. Η τέρψη αυτή που εξάγει ο ακροατής από το μουσικό έργο εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τον μουσικό και ευρύτερο καλλιτεχνικό πολιτισμό της ιδιαίτερης καταγωγής και διαμονής του καθώς και από τα μουσικά ύφη και είδη με τα οποία είναι προσωπικά εξοικειωμένος. Δύο ακροατές με διαφορετικό μουσικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, επί παραδείγματι ένας Γερμανός και ένας Ινδός, θεωρείται δύσκολο να εξάγουν τα ίδια αισθητικά συμπεράσματα ακούγοντας την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν ή μια ινδική ράγκα.
Ως τέχνη, η μουσική δεν ανήκει πλέον μόνο σε υψηλά κοινωνικά στρώματα. Κάθε άνθρωπος μπορεί και δικαιούται να αναπτύξει το μουσικό του αισθητήριο αρκεί, να στρέψει το ενδιαφέρον του και να αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο και διάθεση να ακούσει συγκεντρωμένος μια απ' τις σπουδαιότερες κατακτήσεις της ανθρώπινης εξέλιξης, τη Μουσική.
Η μουσική εκπαίδευση, τόσο στο περιεχόμενό της όσο και στον τρόπο διδασκαλίας, ποικίλει ευρέως σε μορφή - από ιδιαίτερα μαθήματα, βιβλία και μεθόδους, μέχρι πανεπιστημιακές σπουδές και διαδικτυακά σεμινάρια, ο ενδιαφερόμενος έχει στη διάθεσή του μια πληθώρα επιλογών.
Ενδεικτικά, ορισμένοι πανεπιστημιακοί κλάδοι της μουσικής επιστήμης είναι :
Αναφέρεται στη σχέση που έχει η μουσική με ορισμένους τομείς της τεχνολογίας. Η πιο συνηθισμένη σχέση όταν μιλάμε για μουσική τεχνολογία είναι η χρήση των υπολογιστών. Από τις πολλές εφαρμογές των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη μουσική ξεχωρίζουν οι παρακάτω: σύνθεση έργων, δημιουργία καινούριων ηχοχρωμάτων, επεξεργασία πληροφοριών, επεξεργασία ηχητικού υλικού, επεξεργασία γραφών και εκτύπωση.
Ορισμένες υπολογιστικές εφαρμογές παρατίθενται παρακάτω με βάση τη λειτουργία τους:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.