Φλαμανδός ζωγράφος, ποιητής, ιστορικός τέχνης και θεωρητικός της αισθητικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κάρελ φαν Μάντερ (Ι) (Karel van Mander (I) συναντάται και Carel van Mander[10] Carel van Mandere, Karel Van Mander, Carel Van Mander)[11], Μάιος 1548 - 2 Σεπτεμβρίου 1606) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος, ποιητής, ιστορικός τέχνης και θεωρητικός της αισθητικής, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία κατά το τελευταίο τμήμα της ζωής του. Είναι κυρίως γνωστός ως βιογράφος των πρώιμων Φλαμανδών ζωγράφων, πληροφορίες για τους οποίους παρέχει στο βιβλίο του Het Schilder-boeck (χετ Σχίλντερμπουκ = το βιβλίο των ζωγράφων). Ως καλλιτέχνης και θεωρητικός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εξέλιξη του μανιερισμού στη βόρεια Ευρώπη και την Ολλανδική Δημοκρατία.[12]
Κάρελ φαν Μάντερ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Carel van Mander (Ολλανδικά) |
Γέννηση | Μαΐου 1548[1][2][3] Μέλμπεκε |
Θάνατος | 11 Σεπτεμβρίου 1606[4][5] Άμστερνταμ[6] |
Τόπος ταφής | Oude Kerk |
Χώρα πολιτογράφησης | Κάτω Χώρες των Αψβούργων Ολλανδική Δημοκρατία |
Ιδιότητα | ιστορικός της τέχνης[7], ζωγράφος[5], συγγραφέας[5], ποιητής[5], βιογράφος και εικαστικός καλλιτέχνης[8] |
Τέκνα | Κάρελ φαν Μάντερ νεότερος[9] |
Αδέλφια | Adam van Mander |
Συγγενείς | Jan van der Mander (ανιψιός) |
Κίνημα | Μανιερισμός |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Μανιερισμός |
Σημαντικά έργα | The Flood, d:Q17524340, The Adoration of the Shepherds και The Continence of Scipio |
Σχετικά πολυμέσα | |
Οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Κάρελ φαν Μάντερ προέρχονται από ένα σύντομο και ανώνυμο βιογραφικό σκαρίφημα, το οποίο περιλήφθηκε στη δεύτερη, μεταθανάτια έκδοση του Het Schilder-boeck, έκδοση του Γιάκομπ Πίτερς Βάχτερ (Jacob Pietersz Wachter) χρονολογούμενη το 1618. Δεν είναι βέβαιο ποιος συνέγραψε αυτό το σύντομο βιογραφικό και έχουν προταθεί πολλοί ως δημιουργοί του. Πιο πρόσφατα προτάθηκε ως συγγραφέας του ο γιος του φαν Μάντερ, Κάρελ φαν Μάντερ ο νεότερος, ο οποίος πρέπει να βασίστηκε σε πληροφορίες που είχε γράψει ο ίδιος ο πατέρας του αλλά και στη δική του συλλογή στοιχείων και σημειώσεων. Οι πληροφορίες που περιέχει δεν είναι απολύτως αξιόπιστες, αλλά και πάλι θεωρείται ως η καλύτερη πηγή πληροφοριών για τον βίο του φαν Μάντερ.[13]
Ο φαν Μάντερ γεννήθηκε από οικογένεια ευγενών στο Μέλμπεκε (Meulebeke) στην Κομητεία της Φλάνδρας, αν και άλλες πηγές αναφέρουν ως τόπο γέννησης το Κόρτραϊκ.[14] Αρχικά πήγαν με τον αδελφό του Κορνέλις στο "Λατινικό Σχολείο" του Τίελτ (Tielt)[15] και στη συνέχεια σπούδασε με τον Λούκας ντε Χέερε (Lucas de Heere) στη Γάνδη και, κατά την περίοδο 1568 -1569 με τον Πήτερ Φλέρικ (Pieter Vlerick) στο Κόρτρεϊκ και στην Τουρναί (Ντόορνικ).[10] Τα επόμενα πέντε χρόνια τα αφιέρωσε στη συγγραφή θρησκευτικών θεατρικών έργων, για τα οποία ζωγράφιζε επίσης τα σκηνικά. Κατά την περίοδο 1573 - 1577 μετέβη στην Ιταλία, για σύντομο χρονικό διάστημα στη Φλωρεντία και στο Τέρνι και στη συνέχεια μετέβη στη Ρώμη.[15] Το βιογραφικό σημείωμα αναφέρει ότι ήταν αυτός που ανακάλυψε "τις σπηλιές" της Ρώμης. Αυτό μπορεί να αποτελεί αναφορά στις ρωμαϊκές κατακόμβες, αν και η ακριβής σημασία αυτής της αναφοράς παραμένει ασαφής. Στην Ιταλία γνώρισε το βιογραφικό βιβλίο του Τζόρτζιο Βαζάρι και εντυπωσιάστηκε τόσο από αυτό όσο και από τις μανιεριστικές δημιουργίες του Βαζάρι.[16] Στη Ρώμη είναι επίσης πιθανό να ήρθε σε επαφή με τον συμπατριώτη του Μπαρτολομέους Σπράνγκερ (Bartholomeus Spranger), ο οποίος το 1575 εγκατέλειψε τη Ρώμη για να μεταβεί στη Βιέννη, προκειμένου να μπει στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Στο ταξίδι της επιστροφής του ο φαν Μάντερ πέρασε από τη Βιέννη, όπου μαζί με τον Σπράνγκερ και τον γλύπτη Χανς Μοντ (Hans Mont) κατασκεύασαν την αψίδα για τη θριαμβευτική είσοδο του Αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄ στην πόλη.[15]
Όταν η εργασία του εκεί τελείωσε, ο φαν Μάντερ εγκαταστάθηκε στο Μέλμπεκε, όπου δραστηριοποιήθηκε ως ζωγράφος και συγγραφέας. Νυμφεύτηκε μια δεκαοκτάχρονη κοπέλα από την πόλη, με την οποία απέκτησαν ένα γιο. Το 1580 έφυγε από την πόλη για το Κόρτραϊκ, λόγω των θρησκευτικών διαφορών που προκάλεσαν οι Καθολικοί φανατικοί της Μέλμπεκε.[13] Ο φαν Μάντερ σε κάποια φάση του βίου του είχε γίνει Μεννονίτης (τμήμα του θρησκευτικού κινήματος των Αναβαπτιστών και αποτελούσε πιθανό στόχο των φανατικών.[17] Στο Κόρτραϊκ έλαβε παραγγελία να ζωγραφίσει ένα τρίπτυχο, ενώ παράλληλα απέκτησε και δεύτερο γιο. Εγκατέλειψε, όμως, και το Κόρτραϊκ το 1582 λόγω επιδημίας πανώλους και για άλλους λόγους και εγκαταστάθηκε στη Μπρυζ. Εκεί συνεργάστηκε με τον ζωγράφο Πάουλ Βάιτς (Paul Weyts). Λόγω της απειλής των θρησκευτικών ταραχών αλλά και της πανώλους, ο φαν Μάντερ έφυγε με πλοίο με όλη του την οικογένεια και την πεθερά του και εγκαταστάθηκε στο Χάαρλεμ το 1583.[13]
Εκεί εργάστηκε επί είκοσι έτη ύστερα από ανάθεση των πατέρων της πόλης του Χάαρλεμ στην καταγραφή των "δικών τους" έργων τέχνης. Η πόλη του Χάαρλεμ είχε κατασχέσει όλα τα καθολικά έργα τέχνης ύστερα από την satisfactie van Haarlem (Συνθήκη του Χάαρλεμ), που έδινε στους Καθολικούς ίδια δικαιώματα με τους Διαμαρτυρομένους και ανατράπηκε το 1578. ο φαν Μάντερ χρησιμοποίησε την εργασία που του είχαν αναθέσει για τη σύνθεση του Schilder-boeck. Ενώ βρισκόταν στο Χάαρλεμ συνέχισε να ζωγραφίζει, επικεντρώνοντας την ενέργειά του στο αγαπημένο του θέμα: τις ιστορικές αλληγορίες και, παράλληλα, διατηρούσε το δικό του εργαστήριο με πολλούς μαθητές, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο γιος του Κάρελ φαν Μάντερ ο νεότερος και ο Φρανς Χαλς.[18] Το 1603 αποσύρθηκε στο κάστρο του Σεφενμπέρχεν (Sevenbergen) στο Χέεμσκερκ (Heemskerk) για να επιμεληθεί το βιβλίο του, το οποίο εκδόθηκε το 1604. Απεβίωσε σύντομα μετά την έκδοσή του στο Άμστερνταμ σε ηλικία 58 ετών.
Ο Κάρελ φαν Μάντερ, μαζί με τους Χέντρικ Χόλτσιους και Κορνέλις φαν Χάαρλεμ (Cornelis van Haarlem) ήταν οι ιδρυτές μιας "ακαδημίας μελέτης της μεταθανάτιας ζωής". Δεν είναι απολύτως σαφής η ενασχόληση της ακαδημίας αυτής, αλλά πιστεύεται ότι την αποτελούσε μια ανεπίσημη ομάδα συζητητών, που μπορεί να οργάνωναν μαθήματα σχεδίασης με ζωντανά μοντέλα. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι η ακαδημία ήταν κυρίως λογοτεχνικής φύσεως.[13]
Ο φαν Μάντερ επέφερε πολύ μεγάλη αλλαγή στην τέχνη της Ολλανδικής Δημοκρατίας όταν, το 1585, έδειξε στον φίλο του Χόλτσιους σχέδια του Μπαρτολομέους Σπράνγκερ, ο οποίος, εκείνη την εποχή, ήταν ο ηγέτης του μανιερισμού στον Βορρά. Βρισκόταν στην Πράγα, ως ζωγράφος της Αυλής του Αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄. Τα σχέδια αυτά είχαν αποφασιστική επίδραση στον Χόλτσιους, του οποίου το στυλ επηρεάστηκε έντονα από αυτά. Ο Χόλτσιους δημιούργησε χαρακτικά και σχέδια, τα οποία ήταν σημαντικά για τη διασπορά του στυλ του μανιερισμού. Η τριάδα Χόλτσιους - φαν Χάαρλεμ - φαν Μάντερ έγινε γνωστή ως "οι μανιεριστές του Χάαρλεμ" και καλλιτέχνες από άλλες πόλεις προσχώρησαν στο κίνημα. Η εικονογραφική τους γλώσσα χαρακτηριζόταν από ισχυρή επίγνωση του στυλ και η καλλιεργημένη κομψότητα. Προσέδιδαν στα έργα τους μια περίτεχνη αγχίνοια παρά νατουραλισμό. Είχαν, επίσης, προτίμηση απεικόνισης ρωμαλέων μυωδών ανδρών, βιαίου δράματος, αχαλίνωτης φαντασίας και ιδιαίτερο πλούτο στις λεπτομέρειες. Η διασπορά των χαρακτικών του Χόλτσιους πήγαινε χέρι με χέρι με τη νέα πρακτική της θεωρητικοποίησης της τέχνης, κάτι που ήταν καινούργιο κατά τον 16ο αιώνα μαι στην οποία ο Κάρελ φαν Μάντερ διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο.[19]
Στο σπίτι του τα βράδια δεχόταν εκκολαπτόμενους καλλιτέχνες για από κοινού δημιουργία σχεδίων και μελέτη της κλασικής μυθολογίας. Μετά το εικονοκλαστικό κίνημα των Καλβινιστών, τα θρησκευτικά θέματα είχαν ξεπεραστεί και τα μυθολογικά έγιναν δημοφιλή. Ωστόσο, λίγοι καλλιτέχνες ήταν σε θέση, από οικονομικής άποψης, να ταξιδέψουν στην Ιταλία, όπως είχε κάνει ο φαν Μάντερ. Σκοπός του, λοιπόν, ήταν να εκπαιδεύσει τους νέους ζωγράφους στις κατάλληλες καλλιτεχνικές τεχνικές. Ήταν σταθερός θιασώτης της ιεραρχίας των θεμάτων. Ήταν ακλόνητη η πεποίθησή του ότι μόνο μέσω κατάλληλης μελέτης των υπαρχόντων έργων ήταν δυνατή η κατανόηση οι αληθοφανείς, ως προς την πραγματική ζωή, της ιστορικής αλληγορίας.
Οι δικές του εργασίες περιλάμβαναν μανιεριστικά μυθολογικά θέματα, αλλά επίσης πορτρέτα και σκηνές της καθημερινότητας, επηρεασμένα από τις εργασίες του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου, όπως η φιλανθρωπική αγορά (σήμερα στο μουσείο Ερμιτάζ. Δυστυχώς σχετικά λίγα έργα του έχουν διασωθεί.
Ως συγγραφέας ο φαν Μάντερ εργάστηκε σε διάφορους τομείς: Δράμα, ποίηση, άσματα, βιογραφίες και θεωρία της τέχνης. Μετέφρασε, επίσης, κλασική λογοτεχνία. Η λογοτεχνική του παραγωγή ανακλά τις δύο πλευρές των πνευματικών του ενδιαφερόντων: Τον ανθρωπισμό της Αναγέννησης και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός ευσεβούς μενοννίτη..[20] Οι πρώιμες εργασίες του ήταν βιβλικά έργα, τα οποία συνέγραψε ενώ βρισκόταν ακόμη στη Φλάνδρα. Αυτά δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί. Τα πρώτα πνευματικά του έργα περιέχονται στο βιβλίο De Gulden Harpe, το οποίο εκδόθηκε το 1597. Αυτός ο τόμος ποίησης συνίσταται από μια μάλλον απεραντολόγο στιχουργία βιβλικών ιστοριών, που σκοπό είχαν να εξοικειώσουν τους αναγνώστες με τη βιβλική ορολογία. Το ύφος του διαμόρφωσε υπό την επίδραση της μετάφρασης (από τα γαλλικά) της κλασικής λογοτεχνίας, όπως η Ιλιάδα και, ιδιαίτερα, τα Βουκολικά και τα Γεωργικά του Βιργίλιου. Εγκατέλειψε το βαρύ ύφος των ρητόρων για χάρη των λεκτικών σχημάτων του Βιργίλιου στη συλλογή θρησκευτικών ασμάτων που εκδόθηκε το 1613, ύστερα από τον θάνατό του,, με τίτλο Bethlehem dat is het Broodhuys.[21]
Το Schilder-boeck του Κάρελ φαν Μάντερ γράφτηκε τον 17ο αιώνα στην ολλανδική γλώσσα και εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Χάαρλεμ το 1604 από τον Πάσχιερ φαν Βέσμπουσχ (Passchier van Wesbusch). Περιγράφει τον βίο και το έργο περισσότερων από 250 ζωγράφων, τόσο του παρελθόντος όσο και συγχρόνων του, και εξηγεί τη θεωρία της (τότε) σύγχρονης τέχνης για να εμπνεύσει νέους ζωγράφους. Κατά τα ταξίδια και την παραμονή του στην Ιταλία, ο φαν Μάντερ διάβασε το διάσημο βιβλίο Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων (κοινώς σήμερα αναφερόμενο ως Vite) του Τζόρτζιο Βαζάρι, το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1550 και ανατυπώθηκε το 1568 με ξυλόγλυπτα, που πρέπει να είναι η έκδοση που μελέτησε ο φαν Μάντερ. Βάλθηκε να το μεταφράσει στα ολλανδικά και κατά τη διάρκεια αυτής του της προσπάθειας είναι που επιφορτίστηκε με την ταξινόμηση των έργων τέχνης στο Χάαρλεμ, εργασία που είχε ως αποτέλεσμα τη συγγραφή των κεφαλαίων σχετικά με τους πρώιμους Φλαμανδούς ζωγράφους. Και στα δύο αυτά βιβλία, οι βίοι των ζωγράφων επιγράφονται με την τυποποιημένη επικεφαλίδα "Βίος του...", όπως επέβαλαν οι βιογραφίες των καθολικών Αγίων, εκθειάζοντας τις αρετές των ζωγράφων, μία προς μία. Στο βιβλίο του φαν Μάντερ πολλές βιογραφίες Ιταλών ζωγράφων είναι απλώς μεταφράσεις ή διασκευές από το αντίστοιχο ιταλικό, αλλά οι βιογραφικές πληροφορίες για τους πρώιμους Φλαμανδούς ζωγράφους και, ιδιαίτερα, για τους ζωγράφους από το Χάαρλεμ, είναι μοναδικες και συλλέχθηκαν κατά την εκπλήρωση της εργασίας που του είχε ανατεθεί.
Το βιβλίο του φαν Μάντερ περιέχει, επίσης, μια ερμηνεία των ιστοριών των "Μεταμορφώσεων" του Οβίδιου. Αυτό ο φαν Μάντερ ήθελε να χρησιμοποιηθεί ως βοήθημα σε καλλιτέχνες που ήθελαν να ζωγραφίσουν μυθολογικά θέματα και όχι θρησκευτικά. Ο συμβολισμός ήταν πολύ σημαντικός στη ζωγραφική εκείνης της εποχής και η χρήση των χαρακτήρων του Οβίδιου, σε συνδυασμό με τον κατάλληλο συμβολισμό, επέτρεπε στον μέλλοντα ζωγράφο να αφηγηθεί μια συγκεκριμένη ιστορία. Το τελευταίο κεφάλαιο του Schilder-boeck περιγράφει τη σημασία των ζώων και άλλων μορφών.
Το βιβλίο αυτό παραμένει η κύρια πηγή πληροφοριών για τους βορειοευρωπαίους ζωγράφους του 1400 και του 1500 και περιέχει πολύτιμες πληροφορίες και για τους Ιταλούς ζωγράφους της εποχής. Ο φαν Μάντερ ήταν ο πρώτος δυτικοευρωπαίος συγγραφέας που ανέφερε τις καινοτομίες του Καραβάτζιο, ενώ έγραψε εκτενώς για τον (τότε) σύγχρονο τρόπο απεικόνισης σκηνών από τοπία.[16]
Ο φαν Μάντερ, όπως προαναφέρθηκε ήταν ο δάσκαλος του Φρανς Χαλς. Ο Χαλς δεν φαίνεται, ωστόσο, ότι συμμερίστηκε την άποψη του δασκάλου του ότι η υψηλότερη θέση στην ιεραρχία της θεματολογίας ήταν η απεικόνιση της ιστορίας, καθώς δημιούργησε, σχεδόν αποκλειστικά, μόνο πορτρέτα.
Το Schilder-Boeck εισήγαγε τους Ολλανδούς καλλιτέχνες στην ιταλική τέχνη και τους παρότρυνε να ταξιδεύουν, αν όχι να ακολουθούν τις οδηγίες που παρείχε το βιβλίο σχετικά με τις μεθόδους ζωγραφικής των Ιταλών καλλιτεχνών. Εκτός από τον γιο του και τον Χαλς, καταγεγραμμένοι μαθητές του ήταν οι Κορνέλις Ένγκελς (Cornelis Engelsz), Έφεραρντ Κράινς φαν ντερ Μάες (Everard Crynsz van der Maes), Γιάκομπ φαν Μούσχερ (Jacob van Musscher) ή Γιάκομπους Μάρτενς (ζωγράφος τοπίων και πατέρας του ζωγράφου Γιαν Μάρτσεν ντε Γιόνγκε (Jan Martszen de Jonge), ο Γιάκομπ Μάρτσεν (Jacob Martsen) (ζωγράφος καθημερινών σκηνών), ο Χέντρικ Χέρριτς Ποτ (Hendrik Gerritsz Pot) και ο Φροανσουά Βενάν (François Venant).[11]
Ο φαν Μάντερ επηρέσε, επίσης, την περί τέχνης βιβλιογραφία του 17ου και 18ου αιώνα. Οι Κορνέλις ντε Μπίι (Cornelis de Bie Gulden Cabinet, 1662), Γιοάχιμ φον Σάντραρτ (Joachim von Sandrart, Teutsche Akademie, 1675), Φιλίππο Μπαλντινούτσι (Filippo Baldinucci, Notizie de' Professori, 1681) και Άρνολντ Χαουμπράκεν (Arnold Houbraken Schouburg, 1720) είναι ορισμένοι από τους πρώιμους βιογράφους που χρησιμοποίησαν στο έργο τους υλικό από το Schilder-boeck για τα βιογραφικά σημειώματα των Ολλανδών ζωγράφων. Το βιβλίο αυτό είναι το πλέον χρησιμοποιούμενο ως παράθεμα πρωτογενούς πηγής σχετικά με τις βιογραφίες των καλλιτεχνών που περιέχει. Μεγάλο ενδιαφέρον για τους ιστορικούς τέχνης παρουσιάζει όχι τόσο η κριτική των έργων αυτών των καλλιτεχνών, όσο η περιγραφή της θέσης και του κατόχου κάθε έργου, πολύτιμη πηγή για την προέλευση του έργου τέχνης. Το Schilder-boeck αποτελεί τμήμα της Βασικής Βιβλιοθήκης του DBNL (Κανόνας της Ολλανδικής Λογοτεχνίας) από τον Μεσαίωνα ως σήμερα. [22]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.