χημική ένωση From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ισταμίνη είναι αζωτούχος οργανική ένωση που εμπλέκεται στην τοπική ανοσολογική απόκριση καθώς και στη ρύθμιση της λειτουργίας στα κοιλιακά σπλάχνα. Δρα, επίσης, ως νευροδιαβιβαστής.[1] Η ισταμίνη ξεκινάει την φλεγμονώδη αντίδραση. Ως μέρος της ανοσολογικής απάντησης σε ξένα παθογόνα, η ισταμίνη παράγεται από τα βασεόφιλα και τα μαστοκύτταρα, στα οποία είναι αποθηκευμένη, που βρίσκονται στον κοντινό συνδετικό ιστό. Συντίθεται από την αποκαρβοξυλίωση του αμινοξέος ιστιδίνη. Μετά την απελευθέρωσή της, η ισταμίνη επιδρά σε πολλούς ιστούς, προκαλώντας σύσπαση των λείων μυών στους πνεύμονες, την μήτρα και το στομάχι. Στο στομάχι επίσης αυξάνει την έκκριση γαστρικού οξέως και επιταχύνει τον καρδιακό παλμό. Η ισταμίνη αυξάνει επίσης την διαπερατότητα των τριχοειδών στα λευκά αιμοσφαίρια και κάποιες πρωτεΐνες ώστε να αντιμετωπίσουν τους παθογόνους μικροοργανισμούς στους μολυσμένους ιστούς.[2] Στην περίπτωση αλλεργίας ή αναφυλαξίας, η ισταμίνη παράγεται σε λάθος ποσότητες. Φάρμακα που εμποδίζουν τη δράση της ισταμίνης ονομάζονται αντιισταμινικά. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1910.[3]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.