σοβαρή αλλεργική αντίδραση που μπορεί να προκαλέσει θάνατο From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αναφυλαξία είναι μια σοβαρή αλλεργική αντίδραση που αρχίζει αιφνίδια και μπορεί να προκαλέσει θάνατο.[1] Η αναφυλαξία συνήθως παρουσιάζει διάφορα συμπτώματα που συμπεριλαμβάνουν εξανθήματα με κνησμό, οίδημα του λαιμού και χαμηλή αρτηριακή πίεση. Τα συνήθη αίτια περιλαμβάνουν δαγκώματα από έντομα, κατανάλωση τροφίμων και λήψη φαρμάκων.
Αναφυλαξία | |
---|---|
Αγγειοοίδημα του προσώπου τόσο έντονο ώστε το αγόρι ουδόλως μπορεί να ανοίξει τα μάτια του. Αυτή η αντίδραση οφείλεται σε έκθεση σε αλλεργιογόνο. | |
Ειδικότητα | επείγουσα ιατρική και ανοσολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | T78.2 |
ICD-9 | 995.0 |
DiseasesDB | 29153 |
MedlinePlus | 000844 |
eMedicine | med/ |
MeSH | D000707 |
Την αναφυλαξία προκαλεί η απελευθέρωση πρωτεϊνών από ορισμένων ειδών λευκά αιμοσφαίρια. Οι πρωτεΐνες αυτές είναι ουσίες που μπορούν να ξεκινήσουν μια αλλεργική αντίδραση ή να την οξύνουν. Η απελευθέρωσή τους μπορεί να προκληθεί είτε από αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος ή από κάποια άλλη αιτία που δεν σχετίζεται με το ανοσοποιητικό σύστημα. Η διάγνωση της αναφυλαξίας γίνεται βάσει των συμπτωμάτων και των ευρημάτων του ατόμου. Πρωταρχική θεραπεία είναι η ένεση επινεφρίνης, η οποία μερικές φορές συνδυάζεται με άλλες φαρμακευτικές αγωγές.
Περίπου το 0,05–2% του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζουν περιστατικό αναφυλαξίας κάποια στιγμή της ζωής του. Το ποσοστό αυτό φαίνεται να παρουσιάζει αύξηση. Ο όρος προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «ἀνά» και «φύλαξις».
Η αναφυλαξία συνήθως παρουσιάζει πολλά διαφορετικά συμπτώματα σε διάστημα λεπτών ή ωρών.[2][3] Τα συμπτώματα εμφανίζονται κατά μέσο όρο σε διάστημα 5 με 30 λεπτών αν η αιτία πρόκλησής τους είναι κάποια ουσία που εισέρχεται στο σώμα απευθείας από την κυκλοφορία του αίματος (ενδοφλέβια). Αν η αιτία είναι η κατανάλωση κάποιου φαγητού, το μέσο διάστημα είναι 2 ώρες.[4] Οι συχνότερες περιοχές που προσβάλλονται είναι: το δέρμα (80–90%), οι πνεύμονες και οι αναπνευστικοί οδοί (70%), το στομάχι και τα έντερα (30–45%), η καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία (10–45%), και το κεντρικό νευρικό σύστημα (10–15%).[3] Συνήθως συμμετέχουν δύο ή περισσότερα από αυτά τα συστήματα.[5]
Τα συμπτώματα συνήθως περιλαμβάνουν έπαρση του δέρματος σε μορφή εξογκωμάτων (κνίδωση), κνησμό, κοκκίνισμα στο πρόσωπο ή το δέρμα (ερύθημα) ή πρησμένα χείλη.[6] Όσα άτομα εκδηλώνουν οίδημα κάτω από το δέρμα (αγγειοοίδημα) ενδέχεται να νιώσουν στο δέρμα τους κάψιμο αντί για κνησμό.[4] Η γλώσσα ή ο λαιμός μπορεί να παρουσιάσουν οίδημα μέχρι και στο 20% των περιπτώσεων.[7] Άλλα χαρακτηριστικά μπορεί να περιλαμβάνουν καταρροή και οίδημα του βλεννογόνου υμένα στην επιφάνεια του ματιού και του βλεφάρου (επιπεφυκώς υμένας).[8] Το δέρμα μπορεί επίσης να παρουσιάσει ένα μπλε χρωμάτισμα (κυάνωση) λόγω της έλλειψης οξυγόνου.[8]
Τα συμπτώματα και τα ευρήματα στο αναπνευστικό σύστημα περιλαμβάνουν δύσπνοια, δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται από οξύ ήχο (εκπνευστικοί συριγμοί) ή δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται από οξύ αμβλύ (εισπνευστικοί συριγμοί) ήχο.[6] Η αναπνοή που παράγει αμβλύ ήχο οφείλεται, συνήθως, σε μυϊκούς σπασμούς των κατώτερων αεραγωγών (βρογχικοί μύες).[9] Η αναπνοή που παράγει οξύ ήχο οφείλεται σε οίδημα των ανώτερου αεραγωγού, το οποίο προκαλεί στένωση των αναπνευστικών οδών.[8] Μπορεί επίσης να παρουσιαστεί βραχνάδα, πόνος κατά την κατάποση ή βήχας.[4]
Τα αιμοφόρα αγγεία της καρδιάς ενδέχεται να συσταλούν ξαφνικά (σπασμός στεφανιαίων αρτηριών) λόγω της απελευθέρωσης ισταμίνης από ορισμένα κύτταρα στην καρδιά.[9] Αυτό προκαλεί διακοπή της ροής του αίματος προς την καρδιά (έμφραγμα του μυοκαρδίου), που με τη σειρά της μπορεί να προκαλέσει το θάνατο κυττάρων της καρδιάς, μια υπερβολικά αυξημένη ή μειωμένη συχνότητα χτύπων της καρδιάς (καρδιακή δυσρυθμία), ή την πλήρη διακοπή της λειτουργίας της (ανακοπή καρδιάς).[3][5] Τα άτομα που πάσχουν από στεφανιαία νόσο αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιακές επιπτώσεις από την αναφυλαξία.[9] Αν και ο υψηλός καρδιακός ρυθμός που προκαλεί η χαμηλή αρτηριακή πίεση είναι συχνότερο φαινόμενο,[8] το 10% των ανθρώπων που προσβάλλονται από αναφυλαξία είναι πιθανό να παρουσιάσει χαμηλό καρδιακό ρυθμό (βραδυκαρδία) σε συνδυασμό με χαμηλή αρτηριακή πίεση. (Ο συνδυασμός χαμηλού καρδιακού ρυθμού και χαμηλής αρτηριακής πίεσης είναι γνωστός ως αντανακλαστικό Bezold–Jarisch).[10] Το άτομο ενδέχεται να νιώσει ζαλάδα ή να χάσει τις αισθήσεις του λόγω πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Η χαμηλή πίεση μπορεί να προκληθεί από τη διεύρυνση των αιμοφόρων αγγείων (κυκλοφορική καταπληξία) ή την ανεπάρκεια των κοιλιών της καρδιάς (καρδιογενής καταπληξία).[9] Σε σπάνιες περιπτώσεις, η υπερβολικά χαμηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να είναι το μοναδικό εύρημα αναφυλαξίας.[7]
Πιθανά συμπτώματα στο στομάχι και τα έντερα είναι: πόνος κράμπας στην κοιλιά, διάρροια και εμετός.[6] Το άτομο μπορεί να αντιμετωπίσει σύγχυση στη σκέψη, να χάσει τον έλεγχο της ουροδόχου κύστης του και να παρουσιάσει πόνο στη λεκάνη παρόμοιο με αυτών της κράμπας στη μήτρα.[6][8] Η διεύρυνση των αιμοφόρων αγγείων γύρω από τον εγκέφαλο μπορεί να προκαλέσει πονοκεφάλους.[4] Το άτομο μπορεί επίσης να νιώσει ανησυχία ή να έχει την αίσθηση ότι θα πεθάνει.[5]
Η αναφυλαξία μπορεί να προκληθεί από την αντίδραση του σώματος σε σχεδόν οποιαδήποτε ξένη ουσία.[11] Τα συνήθη ερεθίσματα είναι δαγκώματα ή τσιμπήματα από έντομα, φαγητά και φάρμακα.[10][12] Τα φαγητά αποτελούν τις συχνότερες αιτίες πρόκλησης στα παιδιά και τους νεαρούς ενήλικες. Στους μεγαλύτερους σε ηλικία ενήλικες οι πιο συχνές αιτίες είναι τα φάρμακα και τα δαγκώματα και.[5] Λιγότερο συχνές αιτίες πρόκλησης περιλαμβάνουν φυσικούς παράγοντες, βιολογικούς παράγοντας (όπως το σπέρμα), το λατέξ, τις ορμονικές μεταβολές, τα πρόσθετα τροφίμων (όπως το γλουταμινικό μονονάτριο και οι χρωστικές ουσίες) και φάρμακα που χορηγούνται στο δέρμα (τοπικά).[8] Η σωματική άσκηση και οι ακραίες θερμοκρασίες (είτε η ζέστη είτε το κρύο) μπορούν επίσης να επιφέρουν αναφυλαξία, προκαλώντας την απελευθέρωση χημικών ουσιών από ορισμένα κύτταρα ιστών (μαστοκύτταρα), οι οποίες ξεκινούν την αλλεργική αντίδραση.[5][13] Η αναφυλαξία που προκαλείται από την άσκηση συνδέεται συχνά με την κατανάλωση ορισμένων φαγητών.[4] Αν η αναφυλαξία επέλθει ενώ το άτομο βρίσκεται υπό την επήρεια αναισθησίας, οι συχνότερες αιτίες οφείλονται σε ορισμένα φάρμακα που χορηγούνται για να επιφέρουν παράλυση (παράγοντες νευρομυϊκού αποκλεισμού), αντιβιοτικά και λατέξ.[14] Στο 32-50% των περιπτώσεων, η αιτία δεν είναι γνωστή (ιδιοπαθής αναφυλαξία).[15]
Πολλά τρόφιμα είναι ικανά να προκαλέσουν αναφυλαξία, ακόμα και όταν ένα τρόφιμο καταναλώνεται για πρώτη φορά.[10] Σε Δυτικές κοινωνίες, οι πιο συχνές αιτίες είναι η κατανάλωση ή η επαφή με φιστίκια, σιτάρι, ξηρούς καρπούς, οστρακόδερμα, ψάρια, γάλα και αυγά.[3][5] Στη Μέση Ανατολή, το σουσάμι είναι φαγητό που συχνά προκαλεί αναφυλαξία. Στην Ασία, το ρόλο αυτό παίζουν το ρύζι και τα ρεβίθια.[5] Οι σοβαρές περιπτώσεις συνήθως προκαλούνται από την κατανάλωση του τροφίμου,[10] ενώ πολλοί άνθρωποι παρουσιάζουν έντονη αντίδραση όταν το τρόφιμο που ευθύνεται για την αντίδραση έρχεται σε επαφή με κάποιο μέρος του σώματος. Τα παιδιά μπορεί να ξεπεράσουν κάποιες αλλεργίες. Μέχρι την ηλικία των 16, το 80% των παιδιών που παρουσιάζουν αναφυλαξία στο γάλα ή τα αυγά και το 20% που παρουσιάζουν ένα μεμονωμένο περιστατικό αναφυλαξίας στα φιστίκια καταφέρνουν να καταναλώσουν αυτά τα φαγητά χωρίς προβλήματα.[11]
Οποιοδήποτε φάρμακο μπορεί να προκαλέσει αναφυλαξία. Συχνότερη περίπτωση αποτελούν τα αντιβιοτικά β-λακτάμες (όπως η πενικιλίνη), ακολουθούμενα από την ασπιρίνη και τα ΜΣΑΦ (Μη Στεροειδή Αντιφλεγμονώδη).[3][16] Αν ένα άτομο είναι αλλεργικό σε κάποιο ΜΣΑΦ, συνήθως μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιο διαφορετικό, χωρίς να προκληθεί αναφυλαξία.[16] Άλλες συνήθεις αιτίες αναφυλαξίας είναι η χημειοθεραπεία, τα εμβόλια, η πρωταμίνη (που βρίσκεται στο σπέρμα) και φάρμακα που παρασκευάζονται από βότανα.[5][16] Μερικά φάρμακα, όπως η βανκομυκίνη, η μορφίνη και κάποιες ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση ποιότητας εικόνων που προκύπτουν από ακτίνες Χ (σκιαγραφικοί παράγοντες) προκαλούν αναφυλαξία μέσα από τη φθορά ορισμένων κυττάρων στους ιστούς, που με τη σειρά τους απελευθερώνουν ισταμίνη (αποκοκκίωση).[10]
Η συχνότητα μιας τέτοιας αντίδρασης σε κάποιο φάρμακο εξαρτάται εν μέρει στο πόσο συχνά χορηγείται και εν μέρει στον τρόπο λειτουργίας του φαρμάκου μέσα στο σώμα.[17] Αναφυλαξία στις πενικιλίνες ή στις κεφαλοσπορίνες επέρχεται μόνο αφού δεσμευτούν σε πρωτεΐνες στο εσωτερικό του σώματος, ενώ μερικές δεσμεύονται πιο εύκολα από άλλες.[4] Αναφυλαξία στην πενικιλίνη εμφανίζεται μία φορά στις 2,000 με 10,000 περιπτώσεις ατόμων στα οποία χορηγείται. Το πολύ ένας στους 50,000 ανθρώπους που λαμβάνουν πενικιλίνη ως θεραπευτική αγωγή πεθαίνει.[4] Αναφυλαξία στην ασπιρίνη και τα ΜΣΑΦ παρουσιάζει ένας στους 50,000 ανθρώπους.[4] Αν κάποιος παρουσιάσει αντίδραση στις πενικιλίνες, ο κίνδυνος να παρουσιάσει αντίδραση στις κεφαλοσπορίνες είναι μεγαλύτερος, αλλά παραμένει μικρότερος του ένα στα 1000.[4] Παλαιότερα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση των εικόνων που προκύπτουν από τις ακτίνες Χ (σκιαγραφικοί παράγοντες) προκαλούσαν αντιδράσεις στο 1% των περιπτώσεων. Οι νεότεροι σκιαγραφικοί παράγοντες χαμηλότερης πυκνότητας προκαλούν αντιδράσεις στο 0,04% των περιπτώσεων.[17]
Το δηλητήριο από έντομα που τσιμπούν ή δαγκώνουν, όπως είναι οι μέλισσες και οι σφήκες (τάξη υμενόπτερων) ή τα ημίπτερα δολοφόνοι (υποοικογένεια Triatominae) μπορεί να προκαλέσει αναφυλαξία.[3][18] Αν ένα άτομο έχει παρουσιάσει αντίδραση στο δηλητήριο στο παρελθόν και η αντίδραση εκτεινόταν πέρα της περιοχής του τσιμπήματος, διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο να παρουσιάσει αναφυλαξία στο μέλλον.[19][20] Ωστόσο, οι μισοί άνθρωποι που πεθαίνουν από αναφυλαξία δεν έχουν παρουσιάσει προηγούμενη συστημική αντίδραση.[21]
Είναι η αναφυλαξία που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κανένα αλλεργικό παράγοντα. Προσβάλλονται περισσότερο τα κορίτσια [22].
Οι άνθρωποι με ατοπικές ασθένειες όπως είναι το άσθμα, η δερματίτιδα ή η αλλεργική ρινίτιδα διατρέχουν υψηλό κίνδυνο αναφυλαξίας λόγω τροφίμων, λατέξ και σκιαγραφικών παραγόντων. Αυτοί οι άνθρωποι, ωστόσο, δε διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από την ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκων ή τα τσιμπήματα.[5][10] Μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε παιδιά με αναφυλαξία ανακάλυψε ότι το 60% είχε ιστορικό προηγούμενων ατοπικών ασθενειών. Πάνω από το 90% των παιδιών που πεθαίνουν από αναφυλαξία πάσχουν από άσθμα.[10] Όσοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν διαταραχές που προκαλούνται από τον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό μαστοκυττάρων στους ιστούς τους (μαστοκυττάρωση), όπως και εκείνοι που ανήκουν σε υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο.[5][10] Όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα περάσει από την προηγούμενη έκθεση στον παράγοντα που προκαλεί την αναφυλαξία, τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος κάποιας νέας αντίδρασης.[4]
Η αναφυλαξία είναι μια οξεία αλλεργική αντίδραση που ξεκινάει ξαφνικά και επηρεάζει πολλά συστήματα του σώματος.[1][23] Προκαλείται από την απελευθέρωση φλεγμονωδών μεσολαβητών και κυτοκινών από μαστοκύτταρα και βασεόφιλα. Η απελευθέρωσή τους, συνήθως, προκαλείται από την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, ωστόσο μπορεί να προκληθεί και από τη φθορά αυτών των κυττάρων που δε σχετίζεται με κάποια ανοσολογική αντίδραση.[23]
Όταν η αναφυλαξία προκαλείται από ανοσολογική αντίδραση, η ανοσοσφαιρίνη Ε (IgE) δεσμεύεται στην ξένη ουσία και ξεκινάει την αλλεργική αντίδραση (αντιγόνο). Ο συνδυασμός της δεσμευμένης στο αντιγόνο IgE ενεργοποιεί τους FcεRI υποδοχείς στα μαστοκύτταρα και τα βασεόφιλα. Τα μαστοκύτταρα αντιδρούν απελευθερώνοντας φλεγμονώδεις μεσολαβητές, όπως είναι η ισταμίνη. Αυτοί οι μεσολαβητές αυξάνουν τη συστολή των λείων μυών των βρόγχων, προκαλούν την διεύρυνση των αιμοφόρων αγγείων (αγγειοδιαστολή), αυξάνουν τη διαρροή υγρών από τα αιμοφόρα αγγεία και καταστέλλουν τη δράση του μυοκαρδίου.[4][23] Υπάρχει, επίσης, ένας ανοσολογικός μηχανισμός που δεν εξαρτάται από την IgE, ωστόσο δεν είναι γνωστό αν λειτουργεί στον άνθρωπο.[23]
Όταν η αναφυλαξία δεν προκαλείται από ανοσολογική αντίδραση, τότε την προκαλεί ένας παράγοντας που φθείρει άμεσα τα μαστοκύτταρα και τα βασεόφιλα, κάνοντάς τα να απελευθερώσουν ισταμίνη και άλλες ουσίες, οι οποίες προκαλούν, συνήθως, αλλεργικές αντιδράσεις (αποκοκκίωση). Οι παράγοντες που μπορούν να φθείρουν αυτά τα κύτταρα περιλαμβάνουν τα μέσα σκιαγράφησης για ακτίνες Χ, τα οπιοειδή, την ακραία θερμοκρασία (ζέστη ή κρύο) και τις δονήσεις.[13][23]
Η διάγνωση της αναφυλαξίας γίνεται με βάση κλινικά στοιχεία.[5] Όταν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα τρία παρατηρηθεί εντός λίγων λεπτών/ωρών από την έκθεση σε κάποιο αλλεργιογόνο, είναι πολύ πιθανό ότι το άτομο έχει αναφυλαξία:[5]
Εάν ένα άτομο έχει κακή αντίδραση σε τσίμπημα εντόμου ή σε φαρμακευτική αγωγή, ενδεχομένως να ενδείκνυνται αιματολογικές εξετάσεις για τρυπτάση ή ισταμίνη (απελευθερώνεται από τα μαστοκύτταρα) για την διάγνωση της αναφυλαξίας. Ωστόσο, αυτές οι εξετάσεις δεν είναι πολύ κατατοπιστικές εάν το αίτιο έγκειται σε τρόφιμο ή εάν το άτομο έχει φυσιολογική αρτηριακή πίεση,[5] και δεν μπορεί να αποκλειστεί η διάγνωση της αναφυλαξίας.[11]
Υπάρχουν τρεις κύριες κατηγορίες αναφυλαξίας. Το αναφυλακτικό σοκ εμφανίζεται όταν τα αιμοφόρα αγγεία διευρυνθούν στο μεγαλύτερο μέρος του σώματος (συστηματική αγγειοδιαστολή), η οποία προκαλεί χαμηλή αρτηριακή πίεση που είναι τουλάχιστον 30% χαμηλότερη από την κανονική πίεση του αίματος του ατόμου ή κάτω από το 30% των φυσιολογικών τιμών.[7] Η διφασική αναφυλαξία διαγιγνώσκεται όταν τα συμπτώματα επιστρέψουν μέσα σε 1 έως 72 ώρες, ακόμα κι εάν το άτομο δεν είχε νέα επαφή με το αλλεργιογόνο που προκάλεσε την πρώτη αντίδραση.[5] Ορισμένες μελέτες υποστηρίζουν ότι το 20% των περιπτώσεων αναφυλαξίας είναι διφασικές.[24] Τα συμπτώματα συνήθως επιστρέφουν εντός 8 ωρών.[10] Η δεύτερη αντίδραση αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η πρώτη αναφυλαξία.[3] Ψευδοαναφυλαξία ή αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις είναι οι παλαιότερες ονομασίες για την αναφυλαξία που δεν οφείλεται σε αλλεργική αντίδραση, αλλά οφείλεται σε άμεση ζημιά των σιτευτικών κυττάρων (αποκοκκίωση μαστοκυττάρων).[10][25] Το σημερινό όνομα που χρησιμοποιείται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Αλλεργιολογίας είναι “non-immune anaphylaxis” (μη ανοσολογική αναφυλαξία)[25], ενώ υποστηρίζεται πως παλαιότεροι όροι δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται πλέον.[10]
Τα αλλεργικά τεστ μπορούν να βοηθήσουν να προσδιοριστεί το αίτιο της αναφυλακτικής αντίδρασης ενός ατόμου. Δερματικά τεστ αλλεργίας (όπως τα δερματικά τεστ επικόλλησης)είναι διαθέσιμα για ορισμένες τροφές και δηλητηριώδεις ουσίες.[11] Οι αιματολογικές εξετάσεις για συγκεκριμένα αντισώματα μπορεί να είναι χρήσιμες για να επιβεβαιωθεί αλλεργία σε γάλα, αυγά, φιστίκια, καρπούς δέντρων και ψάρια.[11] Τα δερματικά τεστ μπορούν να επιβεβαιώσουν αλλεργία στην πενικιλίνη, αλλά δεν υπάρχουν δερματικά τεστ για άλλες φαρμακευτικές ουσίες.[11] Μη ανοσολογικές μορφές αναφυλαξίας μπορούν να διαγνωστούν μόνο με τον έλεγχο του ιατρικού ιστορικού του ατόμου ή εκθέτοντας το άτομο σε αλλεργιογόνο που μπορεί να είχε προκαλέσει αντίδραση στο παρελθόν. Δεν υπάρχουν δερματικά ή αιματολογικά τεστ για μη ανοσολογική αναφυλαξία.[25]
Ορισμένες φορές, μπορεί να είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε την αναφυλαξία από το άσθμα, τη λιποθυμία λόγω έλλειψης οξυγόνου (συγκοπή) και τις κρίσεις πανικού.[5] Οι άνθρωποι με άσθμα συνήθως δεν παρουσιάζουν κνησμό, στομαχικά ή εντερικά συμπτώματα. Όταν ένα άτομο λιποθυμά, το δέρμα είναι χλωμό και δεν έχει εξάνθημα. Ένα άτομο που παθαίνει κρίση πανικού μπορεί να έχει ερεθισμένο δέρμα, αλλά δεν έχει κνιδώσεις.[5] Άλλες παθήσεις που μπορεί να παρουσιάσουν παρόμοια συμπτώματα περιλαμβάνουν την τροφική δηλητηρίαση από χαλασμένο ψάρι (σκοµβροείδωση) και τη μόλυνση από συγκεκριμένα παράσιτα (ανισακίαση).[10]
Ο συνιστώμενος τρόπος για την πρόληψη της αναφυλαξίας είναι να αποφευχθεί οτιδήποτε προκάλεσε την αντίδραση στο παρελθόν. Όταν αυτό δεν είναι δυνατό, ενδέχεται να υπάρχουν θεραπείες ώστε να βοηθήσουν το σώμα να σταματήσει να αντιδρά σε ένα γνωστό αλλεργιογόνο (απευαισθητοποίηση). Η θεραπεία του ανοσοποιητικού συστήματος (ανοσοθεραπεία) με δηλητηριώδεις ουσίες υμενόπτερων είναι αποτελεσματική για την απευαισθητοποίηση του 80-90% των ενηλίκων και του 98% των παιδιών κατά των αλλεργιών που οφείλονται σε μέλισσες, σφήκες, αγριομέλισσες, κηφήνες και κόκκινα μυρμήγκια Η ανοσοθεραπεία από το στόμα μπορεί να είναι αποτελεσματική για την απευαισθητοποίηση ορισμένων ατόμων σε ορισμένα τρόφιμα όπως γάλα, αυγά, ξηρούς καρπούς και φιστίκια. Ωστόσο, αυτές οι θεραπείες έχουν συχνά παρενέργειες. Η απευαισθητοποίηση είναι επίσης εφικτή για πολλές φαρμακευτικές ουσίες, ωστόσο οι περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει απλώς να αποφεύγουν το φάρμακο που τους προκαλεί το πρόβλημα. Σε όσους που παρουσιάζουν αντίδραση στο λατέξ, μπορεί να είναι σημαντικό να αποφεύγουν τα τρόφιμα που περιέχουν ουσίες παρόμοιες με εκείνη που προκάλεσε την αντίδραση του ανοσοποιητικού (συσχετιζόμενες τροφές), όπως μεταξύ άλλων αβοκάντο, μπανάνες και πατάτες .[5]
Η αναφυλαξία είναι ένα επείγον ιατρικό περιστατικό όπου μπορεί να απαιτηθεί η λήψη μέτρων διάσωσης, όπως διάνοιξη αποφραγμένων αεραγωγών, χορήγηση συμπληρωματικού οξυγόνου, χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων ενδοφλέβιων υγρών και στενή παρακολούθηση.[3] Η επινεφρίνη είναι η θεραπεία επιλογής. Τα αντιισταμινικά και τα κορτικοστεροειδή συχνά χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με την επινεφρίνη.[5] Μόλις ένα άτομο επιστρέψει σε φυσιολογική κατάσταση, θα πρέπει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για παρακολούθηση από 2 έως 24 ώρες ώστε να επιβεβαιωθεί ότι δεν επιστρέφουν τα συμπτώματα, όπως θα μπορούσαν στην περίπτωση διφασικής αναφυλαξίας.[4][10][24][26]
Η επινεφρίνη (αδρεναλίνη) είναι η κύρια θεραπεία για την αναφυλαξία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να χρησιμοποιείται (δεν υπάρχει απόλυτη αντένδειξη).[3] Συνιστάται, η χορήγηση της επινεφρίνης ενδομυϊκά στον προσθιοπλάγιο μηρό, όσο το δυνατόν συντομότερα από την στιγμή που η παρουσιαστεί υποψία αναφυλαξίας.[5] Η ένεση μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 5 έως 15 λεπτά, εάν το άτομο δεν ανταποκρίνεται καλά στη θεραπεία.[5] Σε ποσοστό 16 έως 35% των περιπτώσεων είναι απαραίτητη δεύτερη δόση.[10] Σπάνια απαιτούνται περισσότερες από δύο δόσεις.[5] Η ένεση σε μύα (ενδομυϊκή χορήγηση) είναι προτιμότερη από την ένεση κάτω από το δέρμα (υποδόρια χορήγηση), όπου το φάρμακο απορροφάται πολύ αργά.[27] Μικρά προβλήματα από την επινεφρίνη περιλαμβάνουν τρέμουλο, άγχος, πονοκεφάλους και ταχυπαλμία.[5]
Η επινεφρίνη δεν επιδρά σε άτομα που λαμβάνουν αγωγή με β-αναστολείς.[10] Σε αυτή την περίπτωση, αν η επινεφρίνη δεν είναι αποτελεσματική, μπορεί να δοθεί ενδοφλέβια χορήγηση γλυκαγόνης. Η γλυκαγόνη έχει ένα μηχανισμό δράσης που δεν περιλαμβάνει β-υποδοχείς.[10]
Εάν είναι απαραίτητο, η επινεφρίνη μπορεί επίσης να χορηγηθεί με ενδοφλέβια ένεση (ενδοφλέβια έγχυση) χρησιμοποιώντας αραιό διάλυμα. Η ενδοφλέβια επινεφρίνη, ωστόσο, έχει συνδεθεί με τις καρδιακές αρρυθμίες (δυσρυθμία) και τα καρδιακά επεισόδια (έμφραγμα του μυοκαρδίου).[28] Οι προγεμισμένες ενέσεις επινεφρίνης, οι οποίες επιτρέπουν στα άτομα με αναφυλαξία να χορηγήσουν οι ίδιοι την ένεση επινεφρίνης σε ένα μυ τους, είναι συνήθως διαθέσιμες σε δύο δόσεις, μία για ενήλικες ή παιδιά που ζυγίζουν περισσότερο από 25 kg και μία για τα παιδιά που ζυγίζουν από 10 έως 25 kg.[29]
Τα αντιισταμινικά συνήθως χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά μαζί με την επινεφρίνη. Στη θεωρία είχε θεωρηθεί ότι θα ήταν αποτελεσματικά, αλλά υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πράγματι τα αντιισταμινικά είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της αναφυλαξίας. Η ανασκόπηση Cochrane 2007 δεν βρήκε καλής ποιότητας μελέτες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να στηρίξει τη χρήση τους.[30] Τα αντιισταμινικά δεν θεωρείται ότι έχουν κάποια επίδραση στη συσσώρευση υγρού ή στους σπασμούς των αεραγωγών.[10] Τα κορτικοστεροειδή είναι απίθανο να κάνουν διαφορά εάν ένα άτομο παρουσιάζει επεισόδιο αναφυλαξίας. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν με την ελπίδα μείωσης του κινδύνου διφασικής αναφυλαξίας, αλλά η αποτελεσματικότητά τους στην πρόληψη της μελλοντικής αναφυλαξίας είναι επισφαλής.[24] Η σαλβουταμόλη που δίνεται μέσω μιας αναπνευστικής συσκευής (νεφελοποιητής) μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν η επινεφρίνη δεν ανακουφίζει τα συμπτώματα βρογχόσπασμου.[10] Το κυανό του μεθυλενίου έχει χρησιμοποιηθεί σε εκείνους που δεν ανταποκρίνονται σε άλλα μέτρα, επειδή μπορεί να χαλαρώσει λείες μυϊκές ίνες.[10]
Τα άτομα που κινδυνεύουν από αναφυλαξία συνιστάται να έχουν ένα "σχέδιο δράσης". Οι γονείς θα πρέπει να ενημερώσουν τα σχολεία για τις αλλεργίες των παιδιών τους καθώς και για τις ενέργειες που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν σε περίπτωση επείγοντος περιστατικού αναφυλακτικής αντίδρασης.[31] Το σχέδιο δράσης περιλαμβάνει συνήθως τη χρήση ενέσεων εφόδου επινεφρίνης, τη σύσταση να φορούν ένα βραχιόλι ιατρικής προειδοποίησης και τη παροχή συμβουλών για την αποφυγή πιθανής πρόκλησης.[31] Είναι διαθέσιμες θεραπείες ώστε να καταστεί το σώμα λιγότερο ευαίσθητο στην ουσία που προκαλεί την αλλεργική αντίδραση (ανοσοθεραπεία αλλεργιογόνου). Αυτός ο τύπος της θεραπείας μπορεί να αποτρέψει μελλοντικά επεισόδια αναφυλαξίας. Ένας πολυετής κύκλος υποδόριας απευαισθητοποίησης έχει αποδειχθεί αποτελεσματικός κατά των εντόμων, ενώ η από του στόματος απευαισθητοποίηση είναι αποτελεσματική για πολλά τρόφιμα.[3]
Υπάρχει μια καλή πιθανότητα αποκατάστασης όταν η αιτία είναι γνωστή και το άτομο λαμβάνει άμεση θεραπεία.[32] Ακόμη κι εάν η αιτία είναι άγνωστη, εφόσον το φάρμακο είναι διαθέσιμο για να σταματήσει την αντίδραση, το άτομο συνήθως αναρρώνει.[4] Σε περιπτώσεις θανάτου, το γεγονός αυτό συνήθως οφείλεται είτε σε μια αναπνευστική αιτία (κατά κύριο λόγο η απόφραξη των αεραγωγών) ή σε καρδιαγγειακή αιτία (σοκ).[10][23] Η αναφυλαξία προκαλεί το θάνατο από το 0,7 έως το 20% των περιπτώσεων.[4][9] Ορισμένοι θάνατοι έχουν σημειωθεί μέσα σε λίγα λεπτά.[5] Οι άνθρωποι που έχουν ήδη περάσει αναφυλαξία συνήθως έχουν καλά αποτελέσματα, με μικρότερου αριθμού και λιγότερο σοβαρά επεισόδια καθώς μεγαλώνουν.[15]
Η συχνότητα εμφάνισης της αναφυλαξίας είναι 4 με 5 φορές ανά 100.000 άτομα ετησίωςς,[10] με κίνδυνο ζωής της τάξης του 0,5% έως 2%.[5] Τα ποσοστά φαίνεται να αυξάνονται. Ο αριθμός των ανθρώπων με αναφυλαξία στη δεκαετία του 1980 ήταν περίπου 20 ανά 100.000 ετησίως, ενώ στη δεκαετία του 1990 ήταν 50 ανά 100.000 ανά έτος.[3] Η αύξηση φαίνεται να αφορά κατά κύριο λόγο στην αναφυλαξία που προκαλείται από τη λήψη τροφής.[33] Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος στους νέους και στις γυναίκες.[3][10]
Επί του παρόντος, η αναφυλαξία προκαλεί 500-1.000 θανάτους ανά έτος (2,4 ανά εκατομμύριο) στις Ηνωμένες Πολιτείες, 20 θανάτους ανά έτος στο Ηνωμένο Βασίλειο (0,33 ανά εκατομμύριο) και 15 θανάτους ανά έτος στην Αυστραλία (0,64 ανά εκατομμύριο).[10] Τα ποσοστά θνησιμότητας μειώθηκαν μεταξύ των ετών 1970 και 2000.[34] Στην Αυστραλία, οι θάνατοι από αναφυλαξία που οφείλεται στα τρόφιμα αφορά κυρίως γυναίκες, ενώ οι θάνατοι που οφείλονται σε τσιμπήματα εντόμων αφορούν κυρίως άνδρες.[10] Οι θάνατοι από αναφυλαξία οφείλονται συχνότερα σε φάρμακα.[10]
Ο όρος "aphylaxis" (αφυλαξία) επινοήθηκε από τον Charles Richet το 1902 και αργότερα άλλαξε σε "αναφυλαξία" επειδή ακουγόταν καλύτερα.[11] Το 1913, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής και Φυσιολογίας για το έργο του σε ό,τι αφορά την αναφυλαξία.[4] Ωστόσο, η ίδια η αντίδραση έχει αναφερθεί από την αρχαιότητα.[25] Ο όρος προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και τις λέξεις «ἀνά» δηλ. «κατά» και «φύλαξις» δηλ. «προστασία».[35]
Σε εξέλιξη βρίσκονται προσπάθειες για την ανάπτυξη επινεφρίνης, η οποία θα μπορεί να χορηγηθεί υπογλώσσια (υπογλώσσια επινεφρίνη) για την αντιμετώπιση της αναφυλαξίας.[10] Η υποδόρια ένεση του αντι-IgE αντισώματος omalizumab (ομαλιζουμάμπη) μελετάται ως μέθοδος για την πρόληψη υποτροπής, ωστόσο δε συνιστάται ακόμη η χρήση της.[5][36]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.