πόλη της Γερμανίας, στην Βάδη-Βυρτεμβέργη From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Άαλεν (γερμανικά: Aalen) είναι πόλη της Γερμανίας, στο Ομόσπονδο Κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης (Baden-Württemberg) και στη διοικητική περιφέρεια Στουτγκάρδης, από την οποία απέχει 70 περίπου χμ. προς βορράν. Καταλαμβάνει έκταση 146,62 τ.χλμ. και έχει πληθυσμό 66.590 κατοίκους (7η πόλη σε έκταση και 15η σε πληθυσμό, στο Ομόσπονδο Κρατίδιο).
Άαλεν | |
---|---|
Βασικές πληροφορίες | |
Χώρα: | Γερμανία |
Δήμαρχος: | Τίλο Ρέντσλερ |
Πληθυσμός: | 68.816[1] |
Υψόμετρο: | 430 |
Τηλ. κωδικός: | 07361, 07366 και 07367 |
Ταχ. κώδικας: | 73430–73434 |
Πιν. κυκλοφορίας: | AA |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Όρια ευρύτερης διοικητικής οντότητας | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η προέλευση του ονόματος της πόλης είναι αβέβαιη. Ο Ελβετός χαράκτης Μέριαν (Matthäus Merian) (1593-1650) θεωρεί ότι το όνομα προέρχεται από τη θέση του στον ποταμό Κόχερ (Kocher), όπου «συχνά αλιεύονται χέλια», διότι η λέξη aal είναι το «χέλι» στα γερμανικά. Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι, η λέξη Άαλεν προέρχεται από το λατινικό ala «πτέρυγα», και σήμαινε τον συγκεκριμένο σχηματισμό του στρατού κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επίσης, μπορεί να οφείλεται σε παράφραση της λέξης Aquileia, πιθανή ονομασία του ρωμαϊκού φρουρίου της πόλης, ένα όνομα που αναφέρεται και στην κοντινή πόλη Χάινενχαϊμ αν ντερ Μπρεντς (Heidenheim an der Brenz). Τέλος, μπορεί να προέρχεται από την κελτική λέξη αα «νερό».[2]
Το Άαλεν βρίσκεται στον άνω ρου του ποταμού Κόχερ (Kocher), στους Β. ΒΔ. πρόποδες του Σουηβικού Ιούρα (Swabian Jura), και κοντά στα λοφώδη τοπία Ελβάνγκερ (Ellwanger) στα βόρεια και το Βέλαντ (Welland) στα βορειοδυτικά. Ο ποταμός Κόχερ μπαίνει στην πόλη από το Ομπερκόχεν (Oberkochen) στα νότια, διασχίζει την περιοχή της Ουντερκόχεν (Unterkochen) και, στη συνέχεια, εισέρχεται στο κέντρο της πόλης, όπου δέχεται τη συμβολή του Άαλ (Aal), ενός μικρού ποταμού που διαρρέει μόνο το Άαλεν και στη συνέχεια, ο Κόχερ διασχίζει την περιοχή Βασσεράλφινγκεν (Wasseralfingen).
Η πόλη εκτείνεται 18 χμ. κατά τη διεύθυνση Βορρά-Νότου και, 25 χμ. κατά τη διεύθυνση Ανατολής-Δύσης. Από τη συνολική της έκταση, 42,2% είναι αγροτική γη, 37,7% δάσος, 11,5% αστικός ιστός και 6,4% χρησιμοποιείται για συγκοινωνιακές υποδομές.[3]
Η επικράτεια του Άαλεν εκτείνεται πάνω από όλες τις λιθοστρωματογραφικές ομάδες της Νοτιογερμανικής Ιουρασικής περιόδου: η νότια πόλη και η οροσειρά του Φλέξνερ (Flexner) είναι στην κορυφή του Ανώτερου Ιουρασικού (Λευκού Ιούρα), το κέντρο της πόλης βρίσκεται στο Μέσο Ιουρασικό (Καστανός Ιούρας) και ένα μέρος της κοντινής περιοχής Βασσεράλφινγκεν, βρίσκεται στο Κατώτερο Ιουρασικό (Μαύρος Ιούρας). Γι’ αυτό και η πόλη διαφημίζεται ως η «Μέκκα της Γεωλογίας».[4]
Τα περισσότερα τμήματα του εδάφους ανήκουν στην περίφημη Ααλένια υποβαθμίδα (Aalenian subdivision) του Κατώτερου Ιουρασικού, που ονομάστηκε έτσι από τη στρωματογραφία της πόλης. Στα δυτικά της πόλης αναδύονται στην επιφάνεια σχηματισμοί αμμοσιδήρου (Iron Sandstone), ενώ στους γύρω λόφους υπάρχει αμμώδες και χαλικώδες υπόστρωμα. Το ιστορικό κέντρο του Άαλεν και των γύρω περιοχών στην κοιλάδα του ποταμού Κόχερ, στηρίζονται πλήρως σε μάργες της Ολοκαίνου Εποχής (Auelehm ) και χαλικώδες υλικό της κοίτης του ποταμού.
Επειδή το Άαλεν εκτείνεται από τα απόκρημνα του Σουηβικού Ιούρα, μέχρι τα ομαλά πεδία του Άλμπουχ και του Χέρτσφελντ, με υψομετρικές διαφορές που αγγίζουν τα 355 μέτρα, το κλίμα ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή .
Η διάρκεια της ηλιοφάνειας είναι περίπου 1800 ώρες ανά έτος, κατά μέσο όρο 4,93 ώρες την ημέρα. Έτσι, το Άαλεν είναι πάνω από τον μέσο όρο της Γερμανίας (1550 ώρες ανά έτος). Ωστόσο, με 167 ημέρες κατακρημνισμάτων, η περιοχή κατατάσσεται, επίσης πάνω από τον μέσο όρο της Γερμανίας (138). Η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι 807 μμ., η οποία τοποθετεί την πόλη στο μέσον περίπου του Ομόσπονδου Κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης.[5] Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 9,9 °C. Εδώ το Άαλεν κατατάσσεται πάνω από τον μέσο όρο της Γερμανίας των 8,2 °C και τον μέσο όρο του Κρατιδίου των 8,1 °C.
Πολλά λείψανα πρώιμου πολιτισμού έχουν βρεθεί στην περιοχή. Εργαλεία από πυριτόλιθο και ίχνη από Μεσολιθικό ανθρώπινο οικισμό χρονολογούνται μεταξύ της 8ης και 5ης χιλιετίας π.Χ., που βρέθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες στις παρυφές των κοιλάδων των ποταμών Κόχερ και Γιαγκστ (Jagst). Στο οροπέδιο Σλοσμπάουφελντ (Schloßbaufeld) (περίπου 650 Χ 350 μέτρα), που βρίσκεται πίσω από το κάστρο Κόχερμπουργκ (Kocherburg), βρέθηκε οικισμός στην κορυφή λόφου, με τον πυρήνα του να χρονολογείται από την Εποχή του Χαλκού. Στο δάσος Άπενβανγκ (Appenwang), στο Γκολντσχέφε (Goldshöfe) και στο Έμπνατ (Ebnat), βρέθηκαν τύμβοι του πολιτισμού Χάλστατ (Hallstatt). Επίσης, χρυσά και ασημένια νομίσματα που άφησαν οι Κέλτες, στην περιοχή του Άαλεν και του Βασεράλφινγκεν (Wasseralfingen). Οι Κέλτες ήσαν υπεύθυνοι για την οχύρωση του οικισμού Σλοσμπάουφελντ, που αποτελείται από τμηματικά αναχώματα και ένα πέτρινο τείχος. Επίσης, κοντά στο Χάιζενμπεργκ (Heisenberg), έχει βρεθεί ένας λατρευτικός χώρος (nemeton) των Κελτών.[2]
Μετά την εγκατάλειψη του Alblimes, δηλαδή της συνοριακής οχυρής θέσης (limes) της περιοχής γύρω στο 150 μ.Χ., το έδαφος του Άαλεν έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι ανήγειραν ένα φρούριο (castrum) για να στεγάσουν τη μονάδα ιππικού Ala II Flavia milliaria, του οποίου απομεινάρια είναι γνωστά σήμερα ως Kastell Aalen δυτικά του κέντρου της πόλης. Με περίπου 1.000 ιππείς και σχεδόν ισάριθμους ιπποκόμους, ήταν το μεγαλύτερο βοηθητικό φρούριο ιππικού κατά μήκος της Γερμανικής οχυρής γραμμής (Rhaetian Limes). Ωστόσο, υπήρχαν και αστικοί οικισμοί κατά μήκος της νότιας και της ανατολικής πλευράς του φρουρίου. Γύρω στο 260 μ.Χ., οι Ρωμαίοι άφησαν το φρούριο, καθώς αποσύρθηκαν προς τις περιοχές του Ρήνου και του Δούναβη, και οι Αλεμάνοι κατέλαβαν την περιοχή.[6] Με βάση νομίσματα από τους 3ο και 4ο αιώνες, που βρέθηκαν, η περιοχή εξακολούθησε να υφίσταται προς το παρόν. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία απόδειξη της συνεχιζόμενης κατοίκησης μεταξύ της Ρωμαϊκής εποχής και του Μεσαίωνα.[2]
Με βάση την ανακάλυψη κάποιων αλεμανικών τάφων, οι αρχαιολόγοι έχουν καθιερώσει τον 7ο αιώνα ως την απαρχή της ίδρυσης του Άαλεν. Στις βόρειες και δυτικές πλευρές των τοίχων της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη, η οποία βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με την ανατολική πύλη του ρωμαϊκού φρουρίου, έχουν ενσωματωθεί ρωμαϊκές πέτρες. Το κτήριο που υπάρχει σήμερα χρονολογείται πιθανότατα από τον 9ο αιώνα.
Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά της πόλης χρονολογείται από το 839 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος ο Ευσεβής, επέτρεψε στο μοναστήρι Φούλντα (Fulda) να ανταλλάξει γη με το χωριό Χάμερσταντ (Hammerstadt), γνωστό τότε ως Χάμαρστατ (Hamarstat).[6] Η πόλη αναφέρεται σε μια απογραφή του Αββαείου Ελβάνγκεν (Ellwangen Abbey), με ημερομηνία 1136, ως χωριό Αλόν (Alon), μαζί με έναν κατώτερο ευγενή με όνομα Κόνραντ του Άαλεν (Conrad του Aalen). Αυτός ο ευγενής είχε πιθανώς το προγονικό κάστρο του σε μια περιοχή νότια του κέντρου της πόλης σήμερα, το οποίο ανήκε αρχικά στο Αββαείο, αργότερα στον Οίκο των Χοενστάουφεν (Hohenstaufen) και, τέλος, στον Οίκο των Έτινγκεν (Oettingen). Το 1426 ήταν η τελευταία φορά που ένα μέλος του εν λόγω Οίκου αναφέρεται σε σχέση με το Άαλεν. Μεσαιωνικά έγγραφα, δείχνουν ότι η πόλη ιδρύθηκε από τους Χοενστάουφεν, κάποια στιγμή μεταξύ 1241 και 1246, αλλά σε διαφορετική θέση από την προηγούμενη, η οποία υποτίθεται ότι καταστράφηκε το 1388 κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ της Σουηβικής Συμμαχίας και των Δουκών της Βαυαρίας. Αργότερα, είναι τεκμηριωμένο ότι οι Κόμητες του Έτινγκεν κυβέρνησαν την πόλη το 1340 . Έχει αναφερθεί ότι έδωσαν ως ενέχυρο την πόλη στον Κόμη Έμπερχαρντ Β’ (Eberhard ΙΙ) και στη συνέχεια στον Οίκο της Βυρτεμβέργης το 1358 ή το 1359 σε αντάλλαγμα για ένα χρηματικό ποσό.[7]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον του Οίκου της Βυρτεμβέργης, ο αυτοκράτορας Κάρολος ο Δ’ (Charles IV) κατέλαβε την πόλη χωρίς μάχη μετά από πολιορκία. Στις 3 Δεκεμβρίου 1360, ανακήρυξε το Άαλεν ως Αυτοκρατορική πόλη, δηλαδή μια πόλη υπεύθυνη μόνο στον αυτοκράτορα, κάτι που την κατέστησε κυρίαρχη πόλη-κράτος μέχρι το 1803. Το 1377, το Άαλεν έγινε μέλος της Συμμαχίας της Σουαβίας και το 1385, ο όρος CIVITAS εμφανίζεται στην σφραγίδα της πόλης για πρώτη φορά. Το 1398, η πόλη απέκτησε το δικαίωμα να διατηρεί Αγορά και το 1401 Δικαστική δικαιοδοσία.
Η παλαιότερη καλλιτεχνική αναπαράσταση του Άαλεν έγινε το 1528 και δείχνει την πόλη να περιβάλλεται από τείχη, πύργους και διπλές τάφρους. Η διάταξη των τάφρων, που είχαν κατασκευαστεί με ανάχωμα μεταξύ τους, είναι αναγνωρίσιμη ακόμη και σήμερα στις οδούς Nördlicher, Östlicher, Südlicher και Westlicher Stadtgraben (Βόρεια, Ανατολική, Νότια και Δυτική Τάφρος, αντίστοιχα). Το τείχος ήταν περίπου 6 μέτρα ψηλό, 1518 βήματα (990 μέτρα) μακρύ και περιέκλειε μια έκταση 5,3 εκταρίων (13 στρεμμάτων). Κατά τα πρώτα χρόνια της, η πόλη είχε δύο πύλες: την Άνω Πύλη (Ellwangen) στα ανατολικά και την Πύλη του Αγίου Μαρτίνου στο νότο. Ωστόσο, λόγω των συχνών πλημμυρών, η Πύλη του Αγίου Μαρτίνου κλείστηκε με τούβλα τον 14ο αιώνα και αντικαταστάθηκε ως είσοδος από την Κάτω Πύλη (Gmünd) η οποία είχε κτιστεί στα δυτικά πριν από το 1400. Αργότερα, προστέθηκαν διάφορες δευτερεύουσες πλευρικές πύλες.
Εξουσιοδοτημένος από το Δούκα της Βυρτεμβέργης Λουδοβίκο Γ’ (Louis ΙΙΙ), στις 28 Ιουνίου 1575, σχεδόν 30 χρόνια μετά το θάνατο του Λούθηρου, ο Γιάκομπ Αντρέε (Jakob Andreae), καθηγητής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Τύμπινγκεν (Tübingen), έφτασε στο Άαλεν. Το κήρυγμα που έδωσε την επομένη, έπεισε τον δήμαρχο, το συμβούλιο, και τους πολίτες να υιοθετήσουν την Μεταρρύθμιση, ενώ ο Αντρέε, έμεινε στην πόλη για τέσσερις εβδομάδες για να βοηθήσει.[7] Αυτό, όμως, έφερε μαζί τεράστιες αλλαγές, όπως λ.χ., το συμβούλιο απαγόρευσε στους Ρωμαιοκαθολικούς ιερείς να λειτουργούν και να δίνουν κηρύγματα. Μετά τις νίκες των αυτοκρατορικών στρατευμάτων κατά την έναρξη του Τριακονταετούς Πολέμου, ο καθολικισμός επανήλθε προσωρινά στο Άαλεν, για να καταργηθεί ξανά μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες της Προτεσταντικής Ένωσης.
Τη νύχτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1634,[9] δύο σημαιοφόροι του στρατού του Βερνάρδου της Σαξονίας-Βαϊμάρης που πολεμούσαν με τους Σουηδούς και υποχωρούσαν, έβαλαν φωτιά σε δύο άμαξες με πυρίτιδα, για να μή πέσει στα χέρια των Κροατών. Το αποτέλεσμα ήταν μια πυρκαγιά, που κάποιοι λένε ότι κατέστρεψε ολόκληρα τμήματα της πόλης. Υπάρχουν διαφορετικές ιστορίες για τη φωτιά. Σύμφωνα με μαρτυρίες του 17ου αιώνα, η εκκλησία και όλα τα κτήρια, εκτός από τον πύργο Σβέρτουρμ (Schwörturm), κάηκαν ολοσχερώς, και μόνο εννέα οικογένειες επέζησαν. Έρευνα, όμως, του 19ου αιώνα, έδειξε ότι οι υπολογισμοί αυτοί ήσαν υπερβολικοί, αν και συμφώνησε ότι η εκκλησία της πόλης και τα κτίρια σε ένα αρκετά μεγάλο ημικύκλιο γύρω της, καταστράφηκαν. Η φωτιά κατέστρεψε επίσης το αρχείο της πόλης, που στεγαζόταν κοντά στην εκκλησία.[7] Μετά την πυρκαγιά, ακολούθησαν λεηλασίες και, χρειάστηκαν σχεδόν 100 χρόνια στην πόλη για να φτάσει τον πληθυσμό των 2000 κατοίκων, που είχε τότε.[10]
Τα γαλλικά στρατεύματα που πέρασαν μέσα από την πόλη το 1688, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Εννέα Ετών, σε αντίθεση με άλλα μέρη δεν άφησαν σοβαρές ζημιές. Οι γάλλοι επανήλθαν το 1702 κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής και το 1741 κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Αυστριακής διαδοχής [7] Ο πύργος της εκκλησίας της πόλης κατέρρευσε το 1765, προφανώς επειδή οι κατάλληλες οικοδομικές τεχνικές δεν χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανοικοδόμησης μετά την πυρκαγιά του 1634. Πάντως, η επισκευή ξεκίνησε το ίδιο έτος, δημιουργώντας το κτήριο που υπάρχει σήμερα.
Στις 22 Νοεμβρίου 1749, το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Άαλεν που ρύθμιζε τη συνύπαρξη Λουθηρανών και Ρωμαιοκαθολικών υπεγράφη στην πόλη από το Δουκάτο της Βυρτεμβέργης και τον Πρίγκιπα του Ελβάνγκεν, με την πόλη να είχε επιλεγεί λόγω της ουδετερότητάς της, ως ελεύθερη Αυτοκρατορική Πόλη.
Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Πρώτου Συνασπισμού (1796), το Άαλεν λεηλατήθηκε. Ο Πόλεμος του Δεύτερου Συνασπισμού που έληξε το 1801, ενσωμάτωσε τις περισσότερες Αυτοκρατορικές Πόλεις σε γειτονικές ηγεμονίες. Έτσι, το Άαλεν ενσωματώθηκε στο Εκλεκτοράτο της Βυρτεμβέργης, το οποίο αργότερα έγινε το Βασίλειο της Βυρτεμβέργης. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Τρίτου Συνασπισμού, στις 6 Οκτωβρίου 1805, ο Ναπολέων Βοναπάρτης έφτασε στο Άαλεν, με ένα στρατό 40.000 ανδρών. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τα βαυαρικά και αυστριακά στρατεύματα που κατέφθασαν μερικές ημέρες αργότερα, προκάλεσε αθλιότητες που, σύμφωνα με κάποιον υπάλληλο της πόλης «κανένα φτερό δεν θα μπορούσε να περιγράψει».[7]
Στην εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων, τα τείχη της πόλης δεν ήσαν πλέον σε χρήση και, στον 18ο αιώνα, με τη συντήρηση μόνο των τειχών, οι πύλες και οι πύργοι παρέμειναν αφημένα στην τύχη τους. Τέλος, λόγω της έλλειψης κονδυλίων και, αρχής γενομένης από το 1800, οι περισσότεροι πύργοι κατεδαφίστηκαν ενώ και τα άλλα κτήρια ακολούθησαν σύντομα.[7]
Πριν από τη Βιομηχανική επανάσταση, η οικονομία του Άαλεν είχε διαμορφωθεί από το αγροτικό περιβάλλον. Πολλοί πολίτες ασκούσαν τη γεωργία, εκτός από την κύρια τέχνη τους, την βυρσοδεψία. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχαν 12 βυρσοδεψεία στην πόλη λόγω της γειτνίασης με το Ουλμ (Ulm), μια σημαντική αγορά. Άλλες τέχνες που συνεισέφεραν στην οικονομία ήταν η υφαντουργία για λινά και μάλλινα είδη, και η ζαχαροπλαστική με την παραγωγή γλυκών και κέικ με τζίντζερ (gingerbread).[11] Στo Άαλεν, η εκβιομηχάνιση υπήρξε αργή διαδικασία, αλλά η σύνδεση με το σιδηροδρομικό δίκτυο, το 1861, έφερε πιο βαριά βιομηχανία στην πόλη, κυρίως τη χαλυβουργία στην περιοχή του Βασεράλφινγκεν. Το 1866, το Άαλεν έγινε σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος με πολλές νέες θέσεις εργασίας γύρω από τον συγκεκριμένο τομέα. Μάλιστα, η σχέση της πόλης με το τρένο συνεχίστηκε και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τότε μέχρι σήμερα, έτσι ώστε το Άαλεν να αποκαλείται η «πόλη του σιδηροδρομικού».[12]
Ξεκινώντας από το 1866, όλα άλλαξαν στην πόλη, με τα εργοστάσια γκαζιού και το φωτισμό γκαζιού. Στη συνέχεια, το 1870, ένα σύγχρονο σύστημα ύδρευσης ξεκίνησε, ενώ το 1912 η πόλη ηλεκτροδοτήθηκε, με τους πρώτους ηλεκτρικούς λαμπτήρες να φωταγωγούν τους δρόμους από το 1935 και μετά.
Στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1932, το ναζιστικό κόμμα συγκέντρωσε το 25,8% των ψήφων, σε σύγκριση με το 33,1 % σε εθνικό επίπεδο, αλλά τον Μάρτιο του 1933, οι ομοσπονδιακές εκλογές έδειξαν ότι το συναίσθημα είχε αλλάξει, διότι το ναζιστικό κόμμα έλαβε το 34,1% (43,9% σε εθνικό επίπεδο). Ο δημοκρατικά εκλεγμένος δήμαρχος παρέμεινε στην εξουσία μέχρι που οι Ναζί τον απομάκρυναν το 1934, και τον αντικατέστησε ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου του Ναζιστικού Κόμματος και ιδιοκτήτης ζυθοποιίας, Καρλ Μπαρτ, ο οποίος ήταν προσωρινός δήμαρχος μέχρι την μόνιμη λύση του Καρλ Σχύμπελ.[13]
Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας στη Γερμανία, υπήρχαν πολλές στρατιωτικές υπηρεσίες στο Άαλεν, μια στρατιωτική περιοχή ιππασίας και σχολή οδήγησης, ενώ έγιναν και συγχωνεύσεις γειτονικών πόλεων. Τον Σεπτέμβριο του 1944, το στρατόπεδο συγκέντρωσης Βίζεντορφ (Wiesendorf) κατασκευάστηκε κοντά στην πόλη. Είχε προοριστεί για 200 μέχρι 300 κρατουμένους που είχαν χρησιμοποιηθεί για την καταναγκαστική εργασία σε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Μέχρι τη διάλυσή του τον Φεβρουάριο του 1945, 60 κρατούμενοι έχασαν τη ζωή τους και,[14] μεταξύ 1946 και 1957 τα κτήρια του στρατοπέδου κατεδαφίστηκαν. Επίσης, υπήρχαν πολλά άλλα στρατόπεδα εργασίας, όπου αιχμάλωτοι πολέμου, μαζί με γυναίκες και άνδρες από τις κατεχόμενες χώρες, έπρεπε να εργαστούν για τη βιομηχανία όπλων σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Στο νοσοκομείο της πόλης, η ναζιστική ευγονική οδήγησε στην υποχρεωτική στείρωση 200 περίπου ατόμων που οδηγήθηκαν εκεί.[15] Το Άαλεν απέφυγε το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων του πολέμου, έγινε στόχος αεροπορικών επιδρομών που οδήγησαν στην καταστροφή τμημάτων της πόλης, του σιδηροδρομικού σταθμού και άλλων σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων. Μια σειρά από αεροπορικές επιθέσεις που διήρκεσαν περισσότερο από τρεις εβδομάδες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στις 17 Απριλίου 1945, όταν η Αμερικανική Αεροπορία βομβάρδισε την πόλη. Κατά τη διάρκεια αυτής της επιδρομής, 59 άνθρωποι σκοτώθηκαν, περισσότεροι από τους μισούς από αυτούς θάφτηκαν κάτω από τα συντρίμμια και, πάνω από 500 έχασαν τα σπίτια τους.[16] Πέντε ημέρες αργότερα, οι ηγέτες των Ναζί είχαν ανατραπεί από τις δυνάμεις των ΗΠΑ .
Στο τέλος του 2008, 51,1% των κατοίκων του Άαλεν ήσαν μέλη της Καθολικής Εκκλησίας, 23,9% της Ευαγγελικής-Λουθηρανικής Εκκλησίας, ενώ περίπου το 25% ανήκουν σε άλλο θρησκευτικό χώρο ή δεν έδωσαν καμία πληροφορία.[17] Η περιοχή του Βαλντχάουζεν (Waldhausen) ήταν η περιοχή με το υψηλότερο ποσοστό των Ρωμαιοκαθολικών (75,6%) και η κεντρική περιοχή ήταν εκείνη με το υψηλότερο ποσοστό των Ευαγγελικών-Λουθηρανών (25,6%).[3]
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της πρώιμης σύγχρονης περιόδου, το Άαλεν ήταν απλά μια μικρή πόλη με μερικές εκατοντάδες κατοίκους. Ο πληθυσμός αυξανόταν αργά, λόγω των πολλών πολέμων, λιμών και επιδημιών. Ήταν η αρχή της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα, όταν η αύξηση του πληθυσμού επιταχύνθηκε. Το 1803, μόνο 1.932 άνθρωποι κατοικούσαν στην πόλη, αλλά το 1905 ο πληθυσμός είχε ήδη αυξηθεί σε 10.442 κατοίκους. Ο αριθμός συνέχισε να αυξάνεται και έφθασε τους 15.890, το 1939.
Η εισροή προσφύγων και Γερμανών από τις πρώην ανατολικές περιοχές της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ώθησε τον πληθυσμό σε 31.814 το 1961. Η συγχώνευση με το Βασεράλφινγκεν το 1975, προσέθεσε 14.597 άτομα και είχε ως αποτέλεσμα ένα συνολικό πληθυσμό 65.165 ατόμων. Στις 30 Ιουνίου 2005, ο πληθυσμός καθορίστηκε επίσημα από τη Στατιστική Υπηρεσία της Βάδης-Βυρτεμβέργης, σε 67.125 κατοίκους.
Ο θυρεός του Άαλεν απεικονίζει ένα μαύρο αετό με κόκκινη γλώσσα σε χρυσό φόντο, και μια κόκκινη ασπίδα στο στήθος του, η οποία φέρει ένα ασημένιο χέλι στο κέντρο της. Ο αετός και το χέλι, για πρώτη φορά αναγνωρίζονται ως εραλδικά ζώα της πόλης στη σφραγίδα του 1385, με τον αετό να συμβολίζει την αυτοκρατορική ιδιότητα της πόλης.[7]
Στο Άαλεν, η μεταλλουργία είναι η κυρίαρχη βιομηχανία, μαζί με την κατασκευή μηχανών. Άλλες βιομηχανίες κατασκευάζουν οπτικά προϊόντα (ένας κλάδος της περίφημης Carl Zeiss εδρεύει στην πόλη), χαρτί, χημικά προϊόντα, ιατρικά εργαλεία, φάρμακα και τρόφιμα, ενώ ανθίζει η κλωστοϋφαντουργία και η τεχνολογία πληροφορικής.
Το 1705, για την υδροδότηση της πόλης δημιουργήθηκε μια κρήνη στο βόρειο σημείο της πλατείας, μπροστά από το ιστορικό Δημαρχείο, δώρο του δούκα της Βυρτεμβέργης. Η κρήνη έφερε ένα άγαλμα του αυτοκράτορα Ιωσήφ Α’ (Joseph I), ο οποίος ενθρονίστηκε το 1705 και, το 1707 ανανέωσε τα αυτοκρατορικά προνόμια του Άαλεν. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1870 κατασκευάστηκε το δίκτυο ύδρευσης, η κρήνη αντικαταστάθηκε από ένα συντριβάνι, περίπου 100 μέτρα πιο μακριά. Το 1975, η παλιά βρύση της αγοράς ξανακατασκευάστηκε σε στιλ μπαρόκ. Φέρει ένα αντίγραφο του αγάλματος του αυτοκράτορα, ενώ το αυθεντικό εκτίθεται στο φουαγιέ του νέου δημαρχείου.
Το 1958 ιδρύθηκε η «Μουσική Σχολή της Πόλης του Άαλεν», που σήμερα έχει περίπου 1.500 φοιτητές που διδάσκονται από 27 εκπαιδευτές μουσικής σε 30 θέματα.[18] Το 1977, μια συμφωνική ορχήστρα ιδρύθηκε στην πόλη, η οποία σήμερα ονομάζεται Aalener Sinfonieorchester και αποτελείται κυρίως από εκπαιδευτικούς και μαθητές του μουσικού σχολείου. Εκτελεί τρεις δημόσιες συναυλίες ετησίως: τη «Συναυλία της Πρωτοχρονιάς» τον Ιανουάριο, το «Συμφωνικό Κοντσέρτο», τον Ιούλιο και μια «Χριστουγεννιάτικη Συναυλία» το Δεκέμβριο. Επίσης, μουσικά φεστιβάλς πραγματοποιούνται σε τακτική βάση στο Άαλεν, όπως το Φεστιβάλ Τζαζ (Aalen Jazzfest).
Το Άαλεν έχει θεσμοθετήσει το «Βραβείο Λογοτεχνίας Σούμπαρτ» (Schubart-Literaturpreis), προς τιμήν του Γερμανού ποιητή και συνθέτη Κρίστιαν Σούμπαρτ, ο οποίος έζησε στην πόλη σε νεαρή ηλικία. Είναι από τις πρώτες λογοτεχνικές θεσμοθετήσεις στο Κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης και απονέμεται κάθε δύο χρόνια.[19]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.