μοντέλο αυτοκινήτου From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Citroën XM ήταν ένα μεσαίο πολυτελές αυτοκίνητο της κατηγορίας Ε, που παρήχθη από τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία Citroën, από την 1η Μαρτίου 1989 έως τον Ιούνιο του 2000. Η Citroën κατασκεύασε συνολικά 333.405 αυτοκίνητα σειράς XM, κατά τη διάρκεια των 11 ετών παραγωγής του. Στο χρονικό αυτό διάστημα ήταν το μεγαλύτερο και ακριβότερο μοντέλο στην παλέτα της Citroën και, επίσης, κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία τον τίτλο του Ευρωπαϊκού Αυτοκινήτου της Χρονιάς για το 1990. Αντικατέστησε το Citroën CX και αντικαταστάθηκε αρχικά εν μέρει από το Citroën C5 πρώτης γενιάς στις αρχές του 2001 και εμφανέστερα το 2005, από το ακόμα μεγαλύτερων διαστάσεων Citroën C6 πρώτης γενιάς, που βασίστηκε στην πλατφόρμα του C5 πρώτης γενιάς.
Citroën XM | |
---|---|
Citroën XM 2.0 injection Σειράς 1 στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας Μια σειρά Citroën XM στο μουσείο της Citroën | |
Σύνοψη | |
Κατασκευαστής | Citroën |
Μητρική εταιρεία | Όμιλος PSA |
Εναλλακτική ονομασία | Fengshen Xietuolong XM (Κίνα, 1996 και 1997) |
Παραγωγή | Μάρτιος 1989 — Ιούνιος 2000 |
Συναρμολόγηση | Ρεν, Γαλλία Cerizay, Γαλλία (το XM Break, από τον οίκο Heuliez) Huizhou, Γκουανγκντόνγκ, Κίνα (1996 και 1997) |
Σχεδιαστής | Οίκος Bertone (1986) Marc Deschamps (εξωτερικό) Bob Matthews (σαλόνι) |
Αμάξωμα και σασί | |
Κατηγορία | Μεσαίο πολυτελές αυτοκίνητο |
Αμάξωμα | 1989 — 2000 : 5-πορτο liftback (Berline) 1991 — 1999 : 5-πορτο station wagon (Break) |
Διαμόρφωση | Κινητήρας μπροστά, εμπρόσθια κίνηση |
Σχετική εξέλιξη | Peugeot 605 |
Σύστημα κίνησης | |
Κινητήρας | Βενζίνη: 2.0 λίτρα 4-κύλινδρος σε σειρά (I4) 8-βάλβιδος 2.0 λίτρα I4 16-βάλβιδος 2.0 λίτρα turbo I4 8-βάλβιδος 3.0 λίτρα V6 12-βάλβιδος PRV 3.0 λίτρα V6 24-βάλβιδος PRV 3.0 λίτρα V6 24-βάλβιδος ES9 Όλοι με injection, εκτός ελάχιστων 2.0 λίτρων 8V του 1989 - 1992 Ντίζελ: 2.1 λίτρα I4 12-βάλβιδος (injection) 2.1 λίτρα TDi (turbodiesel injection) I4 12-βάλβιδος 2.5 λίτρα TDi (turbodiesel injection) Ι4 12-βάλβιδος |
Μετάδοση | 5-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο |
Χωρητικότητα καυσίμου | 80 λίτρα |
Διαστάσεις | |
Μεταξόνιο | 2.850 χιλιοστά |
Μήκος | Liftback : 4.708 χιλιοστά Station wagon : 4.963 χιλιοστά Station wagon του 1998 - 1999 : 4.950 χιλιοστά |
Πλάτος | Liftback : 1.793 χιλιοστά Station wagon : 1.794 χιλιοστά |
Ύψος | Liftback : 1.392 χιλιοστά (κάποια 2.0 Turbo : 1.385 χιλιοστά) Station wagon 3.0 V6 του 1998 - 1999 : 1.466 χιλιοστά |
Κενό Βάρος | 1.310 - 1.550 κιλά |
Χρονολόγιο | |
Προηγούμενο μοντέλο | Citroën CX |
Επόμενο μοντέλο | Citroën C6 |
Η εξέλιξη του μοντέλου ξεκίνησε στα τέλη του 1984, με σκοπό τη δημιουργία του αντικαταστάτη του Citroën CX, το οποίο μάλιστα είχε ήδη φτάσει τα 10 χρόνια στην αγορά, και διήρκησε συνολικά 55 μήνες. Έως τον Μάιο του 1986, ο τότε Όμιλος PSA είχε επικεντρώσει πλέον την επιλογές του στους σχεδιαστικούς οίκους Bertone και Vélizy, οι οποίοι και είχαν ήδη διαμορφώσει το «πρότζεκτ Y30» και το «πρότζεκτ V80», αντίστοιχα, και τα δύο εν έτει 1985. Το σχέδιο που επελέγη για το μοντέλο παραγωγής, που θύμιζε εμφανώς το Citroën SM του 1970 - 1975, βασίστηκε κυρίως στις προτάσεις του Bertone και ειδικότερα στην εκδοχή του σχεδιαστή Marc Deschamps,[1] μολονότι αξίζει να σημειωθεί ότι και οι σχεδιαστικές προτάσεις του εσωτερικού (εντός της PSA) οίκου Vélizy, είχαν όλες επίσης σφηνοειδή ντιζάιν, ανάλογης φιλοσοφίας.[2]
Μέσα στο 1985 είχε υποβληθεί και μια τρίτη πιθανή εκδοχή από τον σχεδιαστή Daniel Abramson του Style Centre Citroën, ο οποίος μεταγενέστερα σχεδίασε και τα πρωτότυπα Citroën Activa και Activa 2 του 1988 και του 1990 αντίστοιχα. Η πρόταση του Daniel Abramson, ωστόσο, απορρίφθηκε ρητώς από τον πρόεδρο της Ομίλου PSA κατά το διάστημα 1982 - 1997, Xavier Karcher, καθώς την θεώρησε υπερβολικά παρόμοια με το ντιζάιν του Citroën CX, ενώ είχε δώσει σαφείς οδηγίες ότι επιθυμούσε το νέο μοντέλο να μην θυμίζει σε κανένα σημείο τον προκάτοχό του, επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός «αντι-CX» που θα είχε μια έντονα σφηνοειδή εμφάνιση, η οποία θα φαινόταν σαν μια πιο σύγχρονη μετεξέλιξη του λίγο μικρότερου Citroën BX. Σημειωτέον ότι και ο σχεδιαστής του BX (το οποίο είχε εισαχθεί και κυκλοφορήσει το 1982) Μαρτσέλλο Γκαντίνι είχε επίσης προτείνει μια εκδοχή τέτοιας σφηνοειδούς αισθητικής για τον διάδοχο του CX, που όμως δεν έγινε δεκτή, καθώς θεωρήθηκε ότι έμοιαζε με κάποια μοντέλα της Opel.[3] Οι εξωτερικοί προβολείς του νέου αυτοκινήτου σχεδιάστηκαν έντονα μακρόστενοι, ώστε να ταιριάζουν με τη συνολική σφηνοειδή αισθητική, και σε όλα τα έτη παραγωγής του μοντέλου κατασκευάζονταν από την προμηθεύτρια εταιρεία Valeo.
Το σαλόνι του αυτοκινήτου σχεδιάστηκε από τον Bob Matthews και η αισθητική του επελέγη ανάμεσα σε 4 διαφορετικές προτάσεις, καθώς θεωρήθηκε ως η πιο πρακτική και εύκολη στην εξοικείωση από τον οδηγό και τους επιβάτες. Μια προσωπική ιδέα του, που εφήρμοσε στο νέο μοντέλο, ήταν η τοποθέτηση των πίσω καθισμάτων σε λίγο υψηλότερο επίπεδο από τα μπροστινά, επιτρέποντας έτσι πανοραμική θέα προς τα έξω και στους στους πίσω επιβάτες. Επίσης, διαμόρφωσε ένα ταμπλό που είχε στην πλευρά του συνοδηγού ένα ασυνήθιστο σχέδιο «σαν νερό που γλιστράει σε ομαλή κατηφόρα», με το ντουλαπάκι να ανοίγει προς τα πάνω. Ο πίνακας οργάνων ήταν αναλογικός, μεγάλων διαστάσεων για να είναι ευανάγνωστος και είχε τρία μεγάλα κυκλικά στοιχεία, με το στροφόμετρο, το ταχύμετρο και τον τρίτο κύκλο να εσωκλείει τους δείκτες για το θερμόμετρο νερού, τη στάθμη καυσίμου και τη στάθμη λαδιού. Αρχικά, είχαν υπάρξει και προτάσεις για ψηφιακές ενδείξεις σε ξεχωριστές οθόνες στο πάνω μέρος του ταμπλό, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν λόγω ενός φόβου που επικράτησε τότε στα αρμόδια στελέχη της εταιρείας ότι θα ήταν δύσκολη η προσαρμογή των οδηγών σε αυτές.
Μετά την τελική επιλογή της εξωτερικής αισθητικής του μοντέλου, που διαμορφώθηκε οριστικά από τον Νούτσιο Μπερτόνε (Nuccio Bertone), έγιναν και οι πρώτες δοκιμές σε αεροδυναμική σήραγγα και μέτρησαν αεροδυναμικό συντελεστή Cd μόλις 0,28. Το πρώτο, χρονολογικά, πρωτότυπο κατασκευάστηκε στις αρχές του 1987 και στα τέλη του έτους είχαν παραχθεί 40 πρωτότυπα για δοκιμές. Τον Ιούνιο του 1988, κατασκευάστηκαν τα πρώτα 22 πλήρη αντίτυπα προ-παραγωγής και τον Οκτώβριο επιπλέον 42, ενώ μια τρίτη προ-σειράς 160 αντιτύπων παρήχθησαν τον Δεκέμβριο του 1988 και τον Ιανουάριο του 1989. Όλα υπεβλήθησαν σε δοκιμές αντοχής και αξιοπιστίας, διανύοντας συνολικά 30.000 χιλιόμετρα. Λίγο πριν την ολοκλήρωση της εξέλιξης του πρότζεκτ Y30, επελέγη και το εμπορικό όνομα «XM», ως ομόηχο με αυτό του Citroën SM, προκειμένου να τονιστεί η αισθητική ομοιότητα του νέου μοντέλου με το SM και, παράλληλα, να διατηρηθεί η τότε παράδοση της Citroën να δίνει στα μοντέλα της ονόματα με δύο γράμματα και το ένα να είναι X πάντα.
Η επίσημη παρουσίαση του XM έγινε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Γενεύης τον Μάρτιο του 1989.[4] Παράλληλα, την 1η Μαρτίου ξεκίνησε η μαζική παραγωγή του, αποκλειστικά στο εργοστάσιο στη Ρεν της Βρετάνης, στη Γαλλία. Τελικώς κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην εγχώρια αγορά στις 23 Μαΐου 1989, πρώτα στη Λυών και 1 ημέρα μετά στο Παρίσι. Στη Γερμανία και σε μερικές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες άρχισε να εξάγεται τον Σεπτέμβριο του 1989, στο Ηνωμένο Βασίλειο η πρώτη χρονολογικά δεξιοτίμονη εκδοχή του XM κυκλοφόρησε επίσημα τον Οκτώβριο, ενώ στην Ιταλία και την Ελλάδα το μοντέλο έφτασε τον Νοέμβριο.
Αξιοσημείωτο ιστορικά είναι ότι από τις 23 Μαΐου 1989 έως την 1η Ιουνίου 1989, η έκθεση «XM'Art - Art et Automobile», αφιερωμένη αποκλειστικά στο ΧΜ, πραγματοποιήθηκε στο Quai Branly στο 7ο Δημοτικό Διαμέρισμα του Παρισιού. Σε έκταση σχεδόν 500 m² συγκεντρώθηκαν επίσης ανταλλακτικά αυτοκινήτων και έργα τέχνης (γλυπτά, πίνακες ζωγραφικής, κολλάζ και φωτογραφίες) από 18 καλλιτέχνες. Στη συνέχεια, η έκθεση αυτή έκανε περιοδεία σε όλη τη Δυτική Ευρώπη.
Κατά την εισαγωγή του, το Citroën XM απέσπασε άκρως θετικά σχόλια από τον Τύπο αυτοκινήτου και το κοινό, ενώ θεωρήθηκε και ως μια σύγχρονη επανάληψη ενός μεγάλου Citroën, ως ιδεολογικός απόγονος του Citroën DS, του γνωστού στην Ελλάδα και ως «βάτραχος». Τον Ιανουάριο του 1990 κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία τον τίτλο του Ευρωπαϊκού Αυτοκινήτου της Χρονιάς για το 1990 (και μάλιστα τα 40 από τα 57 μέλη της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής του έδωσαν τον μέγιστο δυνατό αριθμό πόντων) και με συνολικά 390 πόντους, σχεδόν τους διπλάσιους από τα δύο αμέσως επόμενα μοντέλα,[5] και στη συνέχεια άλλα 14 επιπλέον βραβεία εντός του ίδιου έτους, εθνικά και διεθνή, μεταξύ των οποίων και του «Ομορφότερου Αυτοκινήτου της Χρονιάς» (ένας θεσμός που ξεκίνησε το 1987 και το XM ήταν το τρίτο, χρονολογικώς, μοντέλο που κέρδισε τον τίτλο, μετά τις BMW Σειρά 7 E32 και Alfa Romeo 164). Σημειωτέον ότι τον τίτλο του Ευρωπαϊκού Αυτοκινήτου της Χρονιάς τον είχε κερδίσει ακριβώς 15 χρόνια νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 1975, και ο προκάτοχός του, το Citroën CX. Επιπρόσθετα, τα έτη 1991 και 1992, οι αναγνώστες του γερμανικού περιοδικού Auto Motor und Sport ψήφισαν το XM ως «το καλύτερο εισαγόμενο αυτοκίνητο στην κατηγορία του».
Το αμάξωμά του είχε μια άκρως σφηνοειδή εμφάνιση, έντονα αντισυμβατική, με αεροδυναμικό συντελεστή Cd μόλις 0,28 (εκτός από τις εκδόσεις 3.0 λίτρων V6, που είχαν Cd 0,30 λόγω των φαρδύτερων ελαστικών τους) και παρέπεμπε άμεσα στο Citroën SM του 1970 - 1975, ενώ και οι εσωτερικοί χώροι του XM ήταν ιδιαίτερα μεγάλοι, ακόμα και σε σύγκριση με τα γενικώς ευρύχωρα ανταγωνιστικά μοντέλα στην κατηγορία Ε. Βασίστηκε σε ένα εντελώς νέο σασί, εξ ολοκλήρου από χάλυβα και εξαιρετικά ισχυρό, αποσκοπώντας στην καλύτερη δυνατή παθητική ασφάλεια, έχοντας μάλιστα ακαμψία στρέψης ίση με 1,3 χιλιοστά του rad στα 1.000 N·m ασκούμενης ροπής. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, το αμάξωμα υποβαλλόταν σε πλήρη γαλβανισμό, για προστασία από τη σκουριά, εκτός φυσικά από τους προφυλακτήρες, τη γρίλια μεταξύ των προβολέων και την πίσω αεροτομή, καθώς αυτά ήταν από πλαστικό.
Παράλληλα, διέθετε στάνταρ την εξελιγμένη υδροπνευματική ανάρτηση Hydractive, η οποία και εντυπωσίασε ιδιαίτερα με την οδική συμπεριφορά της και την άνεσή της, σε βαθμό που είχε περιγραφεί από τον Τύπο και το κοινό της εποχής ως «μαγικό χαλί» και «η πλέον προηγμένη σήμερα»,[6] με οδική συμπεριφορά που θεωρήθηκε τότε ως «η καλύτερη παγκοσμίως».[7] Από την άλλη βέβαια, το XM απαιτούσε συχνή συντήρηση της υδροπνευματικής ανάρτησης, γεγονός που καθιστά τη συνήθη συντήρηση πιο δαπανηρή. Για την ακρίβεια, κάθε 60 χιλιάδες χιλιόμετρα είναι απαραίτητο γίνει αλλαγή στο ειδικό υδραυλικό λάδι LHM της ανάρτησης και κάθε 15 - 20 χιλιάδες χιλιόμετρα να λαμβάνει χώρα επιθεώρηση και διάγνωση στο συνολικό υδραυλικό σύστημα.
Επιπλέον, μία ακόμα καινοτομία του μοντέλου ήταν ότι έφερε για πρώτη φορά σε αυτοκίνητο παραγωγής ένα διπλό πίσω παρμπρίζ, το εξωτερικό της πέμπτης πίσω πόρτας και ένα εσωτερικό ανακλινόμενο παράθυρο, γνωστό επίσημα ως «το 13ο παράθυρο», για την προστασία των επιβατών από τις υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες και τον άνεμο όταν η 5-η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή (αν και η εκδοχή στέισον βάγκον δεν έφερε αυτό το πρόσθετο παράθυρο).[8][9] Τα πίσω καθίσματα του XM, επίσης, ήταν σε λίγο υψηλότερο επίπεδο από τα μπροστινά, όπως προαναφέρθηκε, επιτρέποντας έτσι στους πίσω επιβάτες πανοραμική θέα προς τα έξω, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για ένα αυτοκίνητο που είχε σχεδιαστεί και με σκοπό να προσφέρει επίσημη υπηρεσία και στην κυβέρνηση της Γαλλίας.[10] Μοιραζόταν το πλαίσιο και τους κινητήρες με το Peugeot 605, αν και αντίθετα με το 605 που ήταν ένα τυπικό 4-πορτο σεντάν τριών όγκων, το XM ήταν ένα 5-πορτο liftback δύο όγκων - ένα χαρακτηριστικό που θεωρήθηκε ότι θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητό σε ορισμένες ευρωπαϊκές αγορές. Ακόμα και έτσι πάντως, ο χώρος αποσκευών του XM είχε έναν φυσιολογικό για την κατηγορία E όγκο στα 455 λίτρα, έναντι 500 λίτρων του Peugeot 605.
Για πρώτη φορά μετά τη λήξη της παραγωγής του Citroën SM τον Μάιο του 1975, η Citroën άρχισε να προσφέρει και πάλι 6-κύλινδρους κινητήρες, σε αντίθεση με το Citroën CX που προσέφερε μόνο 4-κύλινδρα μηχανικά σύνολα. Συγκεκριμένα, κατά την άφιξη στην αγορά τον Μάιο του 1989, η ισχυρότερη έκδοση του XM έφερε τον V6 12-βάλβιδο βενζινοκινητήρα PRV, κυβισμού 3.0 λίτρων και ισχύος 170 hp στις 5.600 στροφές το λεπτό, που είχε αναπτυχθεί από μια συνεργασία των Peugeot, Renault και Volvo, ενώ από τα αρχικά των 3 αυτών εταιρειών είχε προέλθει το ακρωνύμιο PRV. Τον Ιούνιο του 1990, προστέθηκε στην παλέτα του Citroën XM μία επιπλέον 24-βάλβιδη εκδοχή του ιδίου κινητήρα, ισχύος 200 hp στις 6.000 στροφές το λεπτό, ιπποδύναμη ιδιαίτερα υψηλή για τα στάνταρ της τότε εποχής, αν και ειδικότερα η 24-βάλβιδη εκδοχή του κινητήρα PRV δεν συνδυάστηκε ποτέ με το 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο, παρά μόνο με το 5-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο.
Σε αντίθεση με άλλα πολυτελή μοντέλα άλλων εταιρειών, τα XM με τους κινητήρες V6 δεν είχαν καμία διαφορά στην εξωτερική τους αισθητική από τις άλλες εκδόσεις του XM και ξεχώριζαν στον εξωτερικό παρατηρητή μόνο από την ένδειξη «V6» στα μπροστινά φτερά. Όπως τόνισε το 1989 ο τότε Γενικός Διευθυντής της Citroën, Xavier Karcher: «Το νέο μοντέλο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Είναι αποδεκτό ως όχημα κορυφαίας κατηγορίας» και ερωτηθείς αν οι εκδόσεις με κινητήρα V6 θα διαφοροποιούνται από τα τετρακύλινδρα μοντέλα απάντησε: «Βλέπουμε το XM ως ένα πολυτελές αυτοκίνητο. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να τονίσουμε οπτικά τον κινητήρα V6».
Τον Σεπτέμβριο του 1991, στο Διεθνές Σαλόνι Αυτοκινήτου της Φρανκφούρτης, η Citroën παρουσίασε και εισήγαγε και την εκδοχή XM Break, δηλαδή station wagon, το οποίο είχε μήκος 4,96 μέτρα και ήταν τότε από τα μεγαλύτερα και πλέον ευρύχωρα στέισον βάγκον αυτοκίνητα στην ευρωπαϊκή αγορά.
Το XM κληρονόμησε μια πιστή και φανατική πελατειακή βάση μεταξύ των αγοραστών πολυτελών μοντέλων και ένα έντονο φουτουριστικό ίματζ της εταιρείας, αλλά δεν γνώρισε την εμπορική επιτυχία και την εκθαμβωτική απήχηση των προκατόχων του, DS και CX, το οποία είχαν ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη για τους άλλους κατασκευαστές των αντίστοιχων αυτοκινήτων. Αν και ξεκίνησε με καλές πωλήσεις τα 2 πρώτα χρόνια,[11] και μάλιστα παρά το γεγονός ότι η φθηνότερη έκδοση του XM τότε ήταν σχεδόν 50% ακριβότερη από το αντίστοιχο Citroën CX στη βασική του έκδοση εξοπλισμού, ταυτοχρόνως υπέφερε από ελαττωματικούς ηλεκτρικούς συνδέσμους (connectors) τα 2 πρώτα έτη παραγωγής του, 1989 και 1990, που του προκάλεσαν αρκετές δυσλειτουργίες. Το φαινόμενο αυτό συνέβη λόγω μιας υπερβολικής οικονομίας στα βασικά συστατικά στοιχεία, εξαιτίας του ότι ο μητρικός Όμιλος PSA αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες κατά την εποχή του σχεδιασμού και της εξέλιξης του XM[12] - σημειωτέον ότι το ίδιο ακριβώς φαινόμενο συνέβη και στο δίδυμο μοντέλο Peugeot 605. Μόλις οι ζημιές αυτές έγιναν ευρύτερα γνωστές στο κοινό, οι πωλήσεις άρχισαν να πέφτουν.
Τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν οριστικά στο XM στις αρχές του 1991, με ολική αντικατάσταση των αρχικών συνδέσμων χαμηλής ποιότητας που είχαν την τάση να οξειδώνονται, με αποτέλεσμα την αποστολή εσφαλμένων πληροφοριών, ιδίως σχετικά με την κατάσταση της ανάρτησης Hydractive, αλλά ακόμα και κρούσματα πολλαπλών διακοπών ρεύματος (αν και στην πράξη τα φαινόμενα αυτά δεν συνέβησαν πάντα και υπήρξαν, επίσης, αρκετά αντίτυπα των 2 πρώτων ετών που δεν εμφάνισαν ζημιές). Μάλιστα η αξιοπιστία τους βελτιώθηκε δύο φορές, στις οποίες η εταιρεία καθιέρωσε εντελώς νέα είδη συνδέσμων: μία την άνοιξη του 1991 και μεταγενέστερα πάλι τον Ιανουάριο του 1994, όταν μάλιστα έγινε το πρώτο στην ιστορία αυτοκίνητο μαζικής παραγωγής με στάνταρ, σε όλες τις εκδόσεις, σύστημα πολλαπλής ηλεκτρονικής διασύνδεσης και ανταλλαγής πληροφοριών (πολυπλεξία / multiplex), με το οποίο επιτυγχάνεται δραστική μείωση πολυπλοκότητας διασυνδέσεων και καλωδιώσεων, συν βελτίωση της αξιοπιστίας τους. Η ιστορική ειρωνεία είναι ότι έως την ανανέωσή του, το 1994, είχε γίνει ένα πολύ ώριμο και αξιόπιστο μοντέλο. Ωστόσο, είχε πλέον θεωρηθεί από την κοινή γνώμη προβληματικό και, ως αποτέλεσμα, είχε αρχίσει ήδη από το 1993 να γίνεται αντιεμπορικό, με ταχείς ρυθμούς τιμολογιακής απαξίωσης ως μεταχειρισμένο, με συνέπεια οι υποψήφιοι αγοραστές καινούριων πολυτελών μοντέλων να το αποφεύγουν ολοένα και περισσότερο ως επιλογή, προκαλώντας έτσι περαιτέρω πτώση στις πωλήσεις του. Παρά τις προσπάθειες της Citroën, δεν κατάφερε ποτέ να αποκαταστήσει το όνομά του και ήδη από τις αρχές του 1993 είχε πέσει εμπορικά πολύ χαμηλότερα από τους αρχικούς στόχους του.[13]
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την άστοχη επιλογή των ηλεκτρικών συνδέσμων, γενικώς οι αναμενόμενες πωλήσεις που είχαν υπολογιστεί για το πρώτο πλήρες έτος παραγωγής, το 1990, και μετά, που ήταν 450 αυτοκίνητα την ημέρα, 160.000 αντίτυπα ετησίως και 800.000 αντίτυπα σε 5 χρόνια,[14] εξ αρχής δεν πλησίασαν καν αυτούς τους στόχους. Αυτό συνέβη και για πλήθος άλλων λόγων και διεθνών συγκυριών, για τις οποίες δεν έφερε καμία ευθύνη ο τότε Όμιλος PSA:
Τον Ιούνιο του 1994, το ΧΜ υπέστη κάποιες σημαντικές κοσμητικές και βελτιωτικές αλλαγές, και όλα τα μετέπειτα αντίτυπα έγιναν γνωστά ως η Σειρά 2, ενώ τα παλαιότερα αναφέρονται από τότε ως η Σειρά 1. Ειδικότερα στην εξωτερική εμφάνιση, οι πιο εμφανείς αλλαγές ήταν ο επανασχεδιασμός στους καθρέφτες, στη γρίλια μεταξύ των μπροστινών προβολέων και στην πίσω αεροτομή, ενώ το σήμα της Citroën μετακόμισε στο κέντρο της γρίλιας. Επίσης, το λογότυπο «XM» στο πίσω μέρος δεν ήταν πλέον σε έντυπη μορφή, αλλά με πλάγιους καλλιγραφικούς χαρακτήρες, αντίστοιχους με το λογότυπο στο πίσω μέρος του λίγο μικρότερου Citroën Xantia, και μετακόμισε στη δεξιά άκρη του πίσω μέρους του αυτοκινήτου. Ταυτόχρονα, ο αερόσακος οδηγού έγινε στάνταρ σε όλες τις εκδόσεις και όλα τα κράτη, ακόμα και στα δεξιοτίμονα, καθιερώνοντας έτσι ένα ογκώδες τιμόνι 4 ακτίνων. Από την άλλη όμως, ως αποτέλεσμα της στάνταρ καθιέρωσής του, η νέα τότε Σειρά 2 δεν είδε ποτέ το παραδοσιακό τιμόνι της Citroën με την μία ακτίνα, το οποίο είχε αρχίσει ήδη από τη σεζόν (model year) του 1993 σταδιακά να χάνεται (σε κάποια κράτη, μεταξύ αυτών και στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχε τοποθετηθεί στο μεσοδιάστημα αυτό ένα άλλο τιμόνι 2 ακτίνων). Επιπλέον, υπήρξαν πολλές αναβαθμίσεις στον εξοπλισμό, καθιερώθηκαν ακόμα καλύτερης ποιότητας δερμάτινες επενδύσεις από τις αρχικές δερμάτινες, τοποθετήθηκε σύστημα τετραδιεύθυνσης, αντίστοιχο με αυτό του Citroën Xantia, ενώ εμφανίστηκε ακόμα και προαιρετικό σύστημα δορυφορικής πλοήγησης και μάλιστα ως στάνταρ στην κορυφαία έκδοση Pallas, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για τα τότε δεδομένα. Το ταμπλό του, επίσης, επανασχεδιάστηκε και έγινε πιο καμπυλωτό, έτσι ώστε να προσαρμοστεί σε αυτό και προαιρετικός αερόσακος συνοδηγού, ο οποίος από τον Δεκέμβριο του 1995 έγινε οριστικά στάνταρ σε όλες τις εκδόσεις και όλα τα κράτη, ακόμα και τα δεξιοτίμονα, ενώ τον Απρίλιο του 1997 προστέθηκαν και πλευρικοί αερόσακοι.
Το ανανεωμένο ΧΜ κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1994 και απέσπασε τότε θετικά σχόλια από τον Τύπο αυτοκινήτου.[15] Από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, όμως, εισέπραξε έντονα αρνητικά σχόλια ότι έχασε την ξεχωριστή προσωπικότητα της Σειράς 1 και άρχισε να μοιάζει υπερβολικά στο Citroën Xantia, ιδίως στο μπροστινό μέρος του αμαξώματος, στο ταμπλό και στα γραφικά του πίνακα οργάνων, ενώ και το τιμόνι (που είχε πλέον στάνταρ αερόσακο οδηγού και στα δύο μοντέλα) έγινε τότε κοινό και στα δύο μοντέλα, και μετά από όλα αυτά η αγορά αντέδρασε με φρίκη. Ακόμα και πολλοί φανατικοί οπαδοί της Citroën, το θεώρησαν τότε υπερβολικά παρόμοιο στην εξωτερική και εσωτερική αισθητική με το λίγο μικρότερο σε διαστάσεις Xantia για να δικαιολογεί την αυξημένη τιμή του και, ως αποτέλεσμα, οι πωλήσεις του ΧΜ κατέρρευσαν ολοκληρωτικά. Τελικώς, η Citroen το 1998 ανακοίνωσε επίσημα τη διακοπή του, αν και όχι άμεσα, αλλά για μετά τη λήξη της σεζόν του 2000, όπως και έγινε. Η παραγωγή του ΧΜ διακόπηκε τον Ιούνιο του 2000 και αντικαταστάθηκε αρχικά εν μέρει από το αντίστοιχων διαστάσεων, κυβισμών και εξοπλισμού Citroën C5 πρώτης γενιάς, που αποκαλύφθηκε τον Οκτώβριο του 2000[16] και κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2001, ενώ ο εμφανέστερος διάδοχος έφτασε τον Νοέμβριο του 2005, όταν εισήχθη στην αγορά το ακόμα μεγαλύτερων διαστάσεων Citroën C6 πρώτης γενιάς, που βασίστηκε στην πλατφόρμα του C5 πρώτης γενιάς. Ωστόσο, με συνολική παραγωγή στα 333.405 αντίτυπα, το ΧΜ κατάφερε λίγο μεγαλύτερη εμπορική απήχηση από τα ομοεθνή της δεκαετίας του 1990 μοντέλα αντίστοιχου μεγέθους Peugeot 605 που κατασκευάστηκε σε 254.505 αντίτυπα και το Renault Safrane που κατασκευάστηκε σε 312.779 αντίτυπα.
Από την άλλη, παρά τις μέτριες συνολικά πωλήσεις του, το ΧΜ διατηρεί σταθερά ένα φανατικό κοινό, ενώ στα νεότερα χρόνια έχει γίνει το αντικείμενο της προσοχής και πολλών ακόμα οπαδών της αυτοκίνησης, που το έχουν επανεκτιμήσει θετικά ως ένα πρωτοποριακό τεχνολογικά και ελκυστικό αισθητικά μοντέλο που αδικήθηκε εμπορικά, και ήδη πριν τη λήξη της παραγωγής του είχε ιδρυθεί μεγάλος αριθμός συλλόγων αποκλειστικά για το ΧΜ. Σήμερα υπάρχουν πολυάριθμες σχετικές λέσχες στη Γαλλία και σε πολλές ακόμα χώρες, με αρκετούς οπαδούς του να έχουν προχωρήσει ακόμα και σε συλλογή μεγάλου αριθμού αντιτύπων και εκδόσεων του ΧΜ. Μολονότι έφερε πλαστικά εξωτερικά διακοσμητικά, αντί των μεταλλικών στα παλαιότερα κλασικά αυτοκίνητα, και παρά το γεγονός ότι δεν εξελίχθηκε αποκλειστικά από τη Citroën, όπως οι προκάτοχοί του, αλλά μοιραζόταν το τεχνολογικό του υπόβαθρο με το Peugeot 605, αναμένεται στο μέλλον να γίνει επίσης συλλεκτικό, όπως έχει ήδη συμβεί με τους προκατόχους του, τα Citroën DS και Citroën CX.[17] Σημειωτέον ότι τα XM Σειράς 1 (δηλαδή από το 1989 έως το πρώτο εξάμηνο του 1994) έχουν ήδη φτάσει ή ξεπεράσει το επίσημο όριο ηλικίας των 30 ετών που απαιτείται για να θεωρηθεί και επίσης (αν το επιθυμήσει ο ιδιοκτήτης του) να ταξινομηθεί ως ιστορικό όχημα, ενώ ήδη οι τιμές όλων των αντιτύπων του XM, ακόμα και όσων δεν έχουν φτάσει ακόμα τα 30 χρόνια, έχουν αρχίσει να ανεβαίνουν σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Τον Απρίλιο του 2013, το βρετανικό περιοδικό Car κατέταξε το Citroën XM ως ένα από τα 7 σημαντικότερα ντιζάιν του Bertone.[18]
Τον Νοέμβριο του 2021, η Citroën συμφώνησε επίσημα να παραχωρήσει την ονομασία «XM» στη BMW, που τη χρησιμοποίησε στο SUV BMW XM, το οποίο μπήκε στην παραγωγή τον Δεκέμβριο του 2022.[19] Η κίνηση αυτή πυροδότησε τότε έντονα σχόλια στον Τύπο αυτοκινήτου ότι προφανώς σημαίνει ότι η Citroën δεν σκοπεύει να ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ μελλοντικώς το όνομα «XM».
Το επίπεδο εξοπλισμού του Citroën XM ήταν εξαιρετικά υψηλό για την εποχή του. Ήδη από την έναρξη των πωλήσεων, το 1989, διέθετε ως στάνταρ βασικό εξοπλισμό στα περισσότερα κράτη:
και στάνταρ ή προαιρετικά, ανάλογα με την έκδοση, την χώρα και τα έτη παραγωγής:
Σταδιακά προστέθηκαν και αερόσακοι οδηγού, συνοδηγού και πλευρικοί (δείτε την ενότητα: Πλήρες χρονοδιάγραμμα). Τον Ιούνιο του 1993, τοποθετήθηκε η ακόμα πιο εξελιγμένη υδροπνευματική ανάρτηση Hydractive 2, που είχε και ένα ταχύτερο σύστημα υπολογιστή ελέγχου της λειτουργίας της, για ακόμα ταχύτερη αυτόματη προσαρμογή της οδικής συμπεριφοράς, ανάλογα με τον τρόπο οδήγησης, καθώς και της σκληρότητας και της απόσβεσης.
Με την εισαγωγή της Σειράς 2, τον Ιούνιο του 1994, τοποθετήθηκε και σύστημα τετραδιεύθυνσης, ενώ τότε αρκετές εκδόσεις απέκτησαν το βελτιωμένο αυτόματο κιβώτιο «Auto Adaptive» / αυτοπροσαρμοζόμενο, αναλόγως με τον τρόπο οδήγησης του οδηγού, και έχοντας την ιδιότητα της αυτόματης επιλογής ανάμεσα σε 6 διαφορετικά προγράμματα. Το νέο αυτό κιβώτιο είχε και την επιλογή «Sport», η οποία μείωνε δραστικά τον χρόνο αλλαγής των σχέσεων, για πιο σπορ οδήγηση. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκε και προαιρετικό σύστημα δορυφορικής πλοήγησης της Philips και μάλιστα ως στάνταρ στην κορυφαία έκδοση Pallas,[21] κάτι εξαιρετικά σπάνιο την τότε εποχή. Επίσης, τον Ιούνιο του 1996 προστέθηκε μνήμη για τη θέση του καθίσματος του οδηγού, με αυτόματη ρύθμιση σε 4 κατευθύνσεις, καθώς και αυτόματη λειτουργία των υαλοκαθαριστήρων, με αισθητήρα βροχής και συνυπολογισμό της ταχύτητας του οχήματος, επιτυγχάνοντας έτσι και αυτορύθμιση της ταχύτητας των υαλοκαθαριστήρων ανάλογα με τις δύο αυτές παραμέτρους.
Το 1998, εισήχθη ένα ακόμα πιο εξελιγμένο σύστημα δορυφορικής πλοήγησης, το «Route Planner» από την Magneti Marelli, εταιρεία κατασκευής εξαρτημάτων υψηλής τεχνολογίας για οχήματα.
Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, διέθετε στάνταρ από την έναρξη των πωλήσεων τα εξής στοιχεία εξοπλισμού ενεργητικής ασφάλειας:
Επίσης και η παθητική ασφάλεια του ΧΜ ήταν αξιοσημείωτη, καθώς για την σχεδίαση του αμαξώματός του είχε γίνει, για πρώτη φορά σε μοντέλο της Citroën, εκτεταμένη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (Computer Aided Design), με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης στρεπτικής ακαμψίας και την αύξηση της παθητικής ασφάλειας. Ιδιαίτερα, η έμφαση που δόθηκε στην τελευταία ήταν πολύ μεγάλη, καθώς διέθετε:
Το Citroën XM προσφερόταν με μια μεγάλη ποικιλία κινητήρων:
Μοντέλο | Χρονική περίοδος παραγωγής | Κυβισμός | Ισχύς | Επιτάχυνση 0–100 km/h (sec) |
Μέγιστη ταχύτητα (km/h) |
Κιβώτιο ταχυτήτων |
---|---|---|---|---|---|---|
2.0 I4 | Μάιος 1989 - Μάιος 1992 | 1.998 cm³ | 115 hp / 5.800 rpm | 12,1 | 193 | 5ΜΤ |
2.0i I4 | Μάρτιος 1989 - Μάιος 1994 | 1.998 cm³ | 130 hp / 5.600 rpm | 11,2 (14,0) | 205 (202) | 5ΜΤ ή 4ΑΤ |
2.0i 16V I4 | Ιούνιος 1994 - Ιούνιος 2000 | 1.998 cm³ | 135 hp / 5.500 rpm | 10,8 (14,2) | 205 (203) | 5ΜΤ ή 4ΑΤ |
2.0 Turbo CT I4 | Σεπτέμβριος 1992 - Μάιος 1994 | 1.998 cm³ | 147 hp / 4.400 rpm έως τις 6.200 rpm | 9,3 (11,2) | 215 (208) | 5ΜΤ ή 4ΑΤ |
2.0 Turbo CT I4 | Ιούνιος 1994 - Ιούνιος 2000 | 1.998 cm³ | 150 hp / 5.300 rpm | 9,3 (11,2) | 215 (208) | 5ΜΤ ή 4ΑΤ |
3.0 V6-12V PRV | Μάρτιος 1989 - Μάιος 1994 | 2.975 cm³ | 170 hp / 5.600 rpm | 8,9 (9,9) | 222 (220) | 5ΜΤ ή 4ΑΤ |
3.0 V6-12V PRV | Ιούνιος 1994 - Δεκέμβριος 1996 | 2.963 cm³ | 167 hp / 5.600 rpm | 9,7 (10,9) | 222 (220) | 5ΜΤ ή 4ΑΤ |
3.0 V6-24V PRV | Ιούνιος 1990 - Μάιος 1994 | 2.975 cm³ | 200 hp / 6.000 rpm | 8,6 | 235 | 5ΜΤ |
3.0 V6-24V PRV | Ιούνιος 1994 - Μάρτιος 1997 | 2.963 cm³ | 200 hp / 6.000 rpm | 8,6 | 235 | 5ΜΤ |
3.0 V6-24V ES9 | Απρίλιος 1997 - Ιούνιος 2000 | 2.946 cm³ | 190 hp / 5.500 rpm | 8,4 (9,3) | 233 (230) | 4ΑΤ Σπάνια: 5ΜΤ |
2.1 Di 12V I4 | Σεπτέμβριος 1989 - Ιούνιος 1996 | 2.138 cm³ | 83 hp / 4.600 rpm | 17,6 | 173 | 5ΜΤ |
2.1 TDi 12V I4 | Οκτώβριος 1989 - Μάιος 1994 | 2.088 cm³ | 110 hp / 4.300 rpm | 12,9 (15,1) | 192 (190) | 5ΜΤ ή 4ΑΤ |
2.1 TDi 12V I4 | Ιούνιος 1994 - Ιούνιος 2000 | 2.088 cm³ | 109 hp / 4.300 rpm | 12,9 (15,1) | 192 (190) | 5ΜΤ ή 4ΑΤ |
2.5 TDi 12V I4 | Ιούνιος 1994 - Ιούνιος 2000 | 2.446 cm³ | 129 hp / 4.300 rpm | 12,1 | 201 | 5ΜΤ |
Σημείωση: Όπου 5ΜΤ: 5-τάχυτη χειροκίνητη μετάδοση (Μanual Τransmission) και όπου 4ΑΤ: 4-τάχυτη αυτόματη μετάδοση (Αutomatic Τransmission). Επιπρόσθετα, οι τιμές σε παρένθεση για την επιτάχυνση και την τελική ταχύτητα, αναφέρονται στα μοντέλα με το 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων. Η έκδοση 2.0 Turbo CT είχε την ξεχωριστή ιδιότητα της σταθερής ροπής σε ολόκληρο το εύρος των στροφών του κινητήρα και αυτό υποδήλωνε και η ονομασία της (CT: Constant Torque / Σταθερή Ροπή).
Από τις εκδόσεις αυτές, η σπανιότερη όλων ήταν η βασική των 2.0 λίτρων βενζίνης με τους 115 hp (παραγωγή: 1989 - 1992), η οποία ήταν η μοναδική με καρμπυρατέρ αντί για ηλεκτρονική έγχυση / ψεκασμό καυσίμου (fuel injection), καθώς και η μοναδική με μια παλαιότερη εκδοχή της υδροπνευματικής ανάρτησης, που ήταν μάλιστα παρόμοια με αυτήν του μικρότερου Citroën BX. Εξωτερικά ξεχωρίζει εύκολα, καθώς ήταν και η μοναδική χωρίς πίσω αεροτομή και χωρίς στροφόμετρο στον πίνακα οργάνων, καθώς στη θέση του στροφομέτρου υπήρχε ένα αναλογικό ρολόι με δείκτες (αντί για το ψηφιακό ρολόι μέσα σε ξεχωριστή οθόνη σε όλες τις άλλες εκδόσεις). Πρακτικώς όμως, κυκλοφόρησε μόνο στη Γαλλία και σε πολύ λίγα γειτονικά της κράτη, όλα της ηπειρωτικής Ευρώπης, ενώ δεν γνώρισε καμία απολύτως απήχηση στο κοινό και ελάχιστα αντίτυπα κυκλοφόρησαν, και σήμερα είναι πρακτικώς και στατιστικώς αδύνατον να βρεθεί. Επίσης, η έκδοση 2.1 Diesel χωρίς turbo, ισχύος μόλις 83 hp (παραγωγή: 1989 - 1996), εισέπραξε άκρως αρνητικά σχόλια για εντελώς ανεπαρκή ισχύ ως προς το βάρος του αυτοκινήτου και δεν είχε αξιόλογη εμπορική πορεία. Μάλιστα σε πολλές αγορές, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία και την Ελλάδα, οι δύο προαναφερθείσες εκδόσεις δεν κυκλοφόρησαν ποτέ επίσημα.
Γενικότερα, ωστόσο, όλοι οι κινητήρες ντίζελ του Citroën ΧΜ απεδείχθησαν οι πλέον αξιόπιστοι και ανθεκτικοί σε βάθος χρόνου, με διάρκεια ζωής πάνω από 500.000 χιλιόμετρα σε ορισμένα αντίτυπα, υπό λογική και οικονομική οδήγηση όμως, καθώς δεν θεωρούνται κατάλληλοι για οδήγηση «στο όριο». Επίσης, καταφέρνουν κατανάλωση καυσίμου που δεν ξεπερνάει τα 7 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα, η οποία είναι σαφώς μικρότερη από αυτή των τετρακύλινδρων βενζινοκινητήρων, που κυμαίνεται από 9,5 έως 10 λίτρα ανά 100 χιλιόμετρα.
Στατιστικώς, ωστόσο, οι δημοφιλέστερες επιλογές ήταν οι βενζινοκινητήρες 2.0 λίτρων, οι οποίοι και αποδείχθηκαν επίσης ανθεκτικοί σε βάθος χρόνου. Αντιθέτως, οι αρχικοί 3.0 λίτρων V6 βενζινοκινητήρες, γνωστοί και ως «PRV V6», που παρήχθησαν από το 1990 έως το 1996, είχαν συνεχή προβλήματα αναξιοπιστίας, ιδίως πιο συχνά στην κορυφαία 24-βάλβιδη έκδοση (λόγω εντονότερης φθοράς, ως αποτέλεσμα της σημαντικά υψηλότερης ιπποδύναμης, που έφτασε τον κινητήρα «στα όρια αντοχής του») και λιγότερο συχνά στη 12-βάλβιδη έκδοση, και μάλιστα αυτοί οι κινητήρες φθείρουν πολύ τα αυτόματα κιβώτια ταχυτήτων, ενώ αντιθέτως τα χειροκίνητα κιβώτια ταχυτήτων διήρκεσαν πολύ περισσότερο. Επίσης, οι αρχικοί 3.0 λίτρων V6 βενζινοκινητήρες δέχτηκαν επικρίσεις για κακή οικονομία καυσίμου όταν συνδυάστηκαν με το 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων. Με την εισαγωγή της Σειράς 2 τον Ιούνιο του 1994, όλοι οι κινητήρες «PRV V6» έχασαν 12 cm³ κυβισμού κινητήρα, πέφτοντας ελαφρά από τα 2.975 cm³ στα 2.963 cm³, προκειμένου να «χωρέσουν» σε χαμηλότερη φορολογική κατηγορία στην Ελβετία.
Τον Απρίλιο του 1997, και οι δύο αυτοί βενζινοκινητήρες 3.0 λίτρων αντικαταστάθηκαν από έναν πολύ πιο αξιόπιστο βενζινοκινητήρα 3.0 λίτρων με παρόμοια διάταξη V6 και επίσης 24-βάλβιδο. Συνολικά, από τα 333.405 αντίτυπα όλων των XM, τα 50.579 παρήχθησαν με κινητήρες V6, τόσο στην εκδοχή Berline, όσο και στην εκδοχή Break (station wagon), και από αυτά, τα 47.502 ήταν Berline V6 και τα 3.077 ήταν Break V6.[26]
Εκτός από κάποιες πολύ σπάνιες ειδικές εκδόσεις, όπως η XM Multimedia, η πιο συλλεκτική XM μαζικής παραγωγής σήμερα είναι η σχετικά δυσεύρετη 3.0 λίτρων V6 στην 24-βάλβιδη εκδοχή του κινητήρα PRV (που ήταν ο αρχικός 3.0 λίτρων V6) και, λόγω παλαιότητας, ιδιαίτερα η 3.0 λίτρων V6 24-βάλβιδη της Σειράς 1.
Η στάνταρ εκδοχή του Citroën ΧΜ ήταν 5-πορτο και 2 όγκων liftback, γνωστή επίσημα ως ΧΜ Berline. Από τον Οκτώβριο του 1991 διατέθηκε επίσης και ως ΧΜ Break, δηλαδή 5-πορτο station wagon, από το οποίο παρήχθησαν συνολικά 31.035 αντίτυπα έως τον Ιούνιο του 1999, δηλαδή το 9,3% όλων των ΧΜ.[26] Σε αντίθεση με τις εκδόσεις station wagon του προκατόχου Citroën CX, που έφεραν μακρύτερο μεταξόνιο από την στάνταρ εκδοχή αμαξώματος, το ΧΜ Break είχε κοινό μεταξόνιο με το ΧΜ Berline και η επιμήκυνση είχε γίνει μόνο στο πίσω μέρος, ενώ είχε και εντελώς διαφορετικά πίσω φώτα από το ΧΜ Berline. Ο αεροδυναμικός συντελεστής Cd του ΧΜ Break ήταν 0,33 ή 0,34 ανάλογα με την έκδοση και τα ελαστικά της, ενώ ο όγκος του χώρου αποσκευών ήταν 720 λίτρα ή 1.960 λίτρα με αναδίπλωση των πίσω καθισμάτων, έναντι 455 και 1.460 λίτρων αντίστοιχα του ΧΜ Berline.
Η εκδοχή ΧΜ Break γνώρισε τότε απήχηση σε κάποιες χώρες της Ευρώπης και ως ταξί. Αντιθέτως, στην Ελλάδα μόλις 3 αντίτυπα του ΧΜ Break είχαν τότε πωληθεί ως καινούρια,[27] καθώς μέχρι και τη δεκαετία του 1990 τα station wagon στη χώρα είχαν ελάχιστη απήχηση στο κοινό και ειδικότερα στους μεγάλους κυβισμούς εντελώς μηδενική έως καμία απολύτως, με επιπρόσθετο αποτέλεσμα για την εκδοχή αυτή να μην προσελκύσει το ενδιαφέρον των αγοραστών ούτε ακόμα και ως μεταχειρισμένη στα μετέπειτα χρόνια.
Ειδικότερα στη Γαλλία, ο βελτιωτικός οίκος Tissier παρήγαγε, όπως είχε κάνει και με τα DS και CX, και ορισμένες ειδικές εκδόσεις, σε λίγα αντίτυπα και διαθέσιμα κατόπιν ειδικής παραγγελίας:
Γενικώς, τα ΧΜ με μακρύτερα μεταξόνια από το κανονικό ονομάζονταν επίσημα XM Altesse («Υψηλότητα»), ανεξάρτητα από τον αριθμό των επιπλέον εκατοστών στο μήκος του μεταξονίου.
Κατ' εξαίρεση πάντως, η κορυφαία σε μήκος και εξοπλισμό έκδοση λιμουζίνας του ΧΜ έφερε το όνομα XM Majésté («Μεγαλειότητα»). Παρουσιάστηκε το 1991 από τον ίδιο βελτιωτικό οίκο και είχε αποκλειστικά τον κινητήρα βενζίνης 3.0 λίτρων V6 στη 12-βάλβιδη εκδοχή, αμάξωμα 4-πορτο σεντάν 3 όγκων, συνολικό μήκος 6,25 μέτρα και βάρος 1.800 κιλά. Διατέθηκε αποκλειστικά σε πράσινο χρώμα «vert véga» και με τις ζάντες αλουμινίου της έκδοσης XM Exclusive. Το σαλόνι ήταν στάνταρ δερμάτινο, με ηλεκτρικά ρυθμιζόμενο διαχωριστικό μεταξύ εμπρός και πίσω μέρους. Στο πίσω μέρος έφερε μπαρ, video-player, τηλεόραση και CD-player.[28]
Υπήρξαν επίσης και πολυτελείς μετατροπές από την εταιρεία EMΕ Engineering στη Σλοβενία. Από το 1989 έως το 1998, η ΕΜΕ προσέφερε τρεις ειδικές εκδόσεις λιμουζίνας του XM:[29]
Ένα μειονέκτημα των ΧΜ Σειράς 1 που κυκλοφορούν ακόμα, είναι ότι οι προβολείς στη χαμηλή σκάλα (κοινώς φώτα διασταύρωσης) δεν είναι πλέον επαρκώς ισχυροί, αν και από την άλλη, οι προβολείς στην υψηλή σκάλα (κοινώς μακρινά φώτα) είναι άριστοι. Αυτό προκλήθηκε λόγω της ύπαρξης ενός διάφανου πλαστικού φίλτρου, ανάμεσα στη λάμπα της χαμηλής σκάλας και το εξωτερικό κάλυπτρο, που κιτρίνιζε με το πέρασμα των χρόνων. Για την ιστορία, το ίδιο επίσης πρόβλημα είχαν και οι πρώτες Citroën Xantia, των σεζόν του 1993 και του 1994, καθώς και τα Ford Mondeo πρώτης γενιάς,[30] δηλαδή των ετών 1993 - 1996 (παραγωγής από τις 23 Νοεμβρίου 1992 έως τις 31 Αυγούστου 1996). Με την εισαγωγή της ΧΜ Σειράς 2, τον Ιούνιο του 1994, τοποθετήθηκαν νέοι βελτιωμένοι προβολείς, χωρίς το πλαστικό φίλτρο, πλην όμως οι φθίνουσες πλέον τότε πωλήσεις σε αγορές όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, είχαν ως αποτέλεσμα να μην τοποθετηθούν ποτέ στα δεξιοτίμονα ΧΜ.
Στα αριστεροτίμονα κράτη, πολλοί ιδιοκτήτες ΧΜ Σειράς 1 έχουν αντικαταστήσει τους προβολείς με αυτούς της Σειράς 2, καθώς οι εξωτερικές διαστάσεις και το σχήμα τους είναι κοινά και ταιριάζουν ακριβώς στο αμάξωμα. Μια εναλλακτική λύση για τα δεξιοτίμονα κράτη (επειδή σε αυτά δεν μπορούν να τοποθετηθούν οι προβολείς των αριστεροτίμονων ΧΜ λόγω των ασύμμετρων φώτων), είναι να τοποθετηθούν λάμπες υψηλής έντασης HID, με φώτα Xenon.[31] Επίσης, κάποιες ανεξάρτητες εταιρείες προσφέρουν aftermarket δίδυμους ή και τρίδυμους κυκλικούς προβολείς, αλλά η τοποθέτησή τους αλλάζει εντελώς την αισθητική εμφάνιση του αυτοκινήτου και επιδράει αρνητικά στην αεροδυναμική του.
Το Citroën ΧΜ εισήχθη επίσημα στις Ηνωμένες Πολιτείες από την CX Auto, μια ολλανδική εταιρεία που είχε προηγουμένως εισάγει αρκετές εκατοντάδες Citroën CX, εκδόσεων CX25 GTi και CX Prestige, για τους φανατικούς οπαδούς της Citroën στη Βόρεια Αμερική. Εξωτερικά, τα XM αμερικανικών προδιαγραφών ξεχωρίζουν εύκολα από τα λίγο στενότερου πλάτους μπροστινά φώτα (μία επιπρόσθετη στενή λωρίδα από κάθε πλευρά εκατέρωθεν της μπροστινής γρίλιας, τους μείωνε το πλάτος), καθώς η CX Auto τους είχε τοποθετήσει την στενότερου πλάτους μονάδα φώτων από το Pontiac Grand Prix των ετών 1988 - 1993 για λόγους εκπλήρωσης των αμερικανικών προδιαγραφών στους μπροστινούς προβολείς, καθώς και από τα επιπλέον πλαϊνά πορτοκαλί φωτάκια στα εμπρός και πίσω φτερά, τα οποία επιβάλλονται υποχρεωτικά από την αμερικανική νομοθεσία από την 1η Ιανουαρίου 1968 και μετά.
Η εταιρεία CX Auto παρουσίασε το XM στο Σαλόνι Αυτοκινήτου της Νέας Υόρκης τον Απρίλιο του 1991, αρχικά σε δύο εκδόσεις: το XM Pallas 2.0 injection και το XM Vitesse 3.0 V6. Το 1993, προσέθεσε και το ακόμα πολυτελέστερο XM Exclusive 3.0 V6.[20] Στην πράξη όμως, όλα κυκλοφόρησαν αποκλειστικά με τον κινητήρα βενζίνης 3.0 λίτρων V6. Επίσημα, συνδυάστηκε με το 4-τάχυτο αυτόματο κιβώτιο, αν και μπορούσε προαιρετικά να παραγγελθεί με το 5-τάχυτο μηχανικό. Ωστόσο, η εμπορική αξία του XM αμερικανικών προδιαγραφών ήταν κατά 40% υψηλότερη από αυτήν του CX Prestige, ξεπερνώντας μάλιστα τα 50.000 δολάρια, τιμή εξαιρετικά υψηλή για την τότε εποχή και ισοτιμία, και μόλις 20 αντίτυπα πωλήθηκαν από την CX Auto, από τα οποία το 1 ήταν station wagon. Τελικώς, η εξαγωγή σταμάτησε το 1997, λόγω των νέων και ακόμα αυστηρότερων προδιαγραφών καυσαερίων για τα μοντέλα αμερικανικής κυκλοφορίας.[32]
Η ίδια η Citroën αρχικά προγραμμάτισε την επιστροφή της στη Βόρεια Αμερική με το XM, το οποίο κατά την εξέλιξή του στη δεκαετία του 1980 είχε κατασκευαστεί και με σκοπό να πληροί όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές ασφαλείας των ΗΠΑ.[33] Τα σχέδια προέβλεπαν κοινή διάθεσή του από το δίκτυο πωλήσεων της Peugeot, για λόγους αποφυγής του κόστους δημιουργίας «από το μηδέν» νέων εγκαταστάσεων, αλλά τελικώς η αποχώρηση της Peugeot από την αμερικανική αγορά τον Ιούλιο του 1991, τίναξε στον αέρα κάθε πιθανότητα επιστροφής της Citroën.
Ως αποτέλεσμα, λόγω της σπανιότητάς του στη Βόρεια Αμερική, τα ανταλλακτικά του XM πρέπει να στέλνονται απευθείας από την Ευρώπη.
Ειδικότερα στην Ιαπωνία, το Citroën XM μεταξύ του 1991 και του 1996 διατέθηκε και από το δίκτυο αντιπροσωπειών της Eunos (η πολυτελής θυγατρική εταιρεία της Mazda που παρήχθη από το 1989 έως το 1996),[34] αν και παράλληλα προσφέρθηκε και από την παραδοσιακή εταιρεία εισαγωγής της Citroën στη χώρα, την Seibu Motor, η οποία συνέχισε να εισάγει κανονικά το XM και μετά τη διακοπή της μάρκας Eunos το 1996 έως και τη λήξη της παραγωγής του.
Το Citroën XM, μαζί με το λίγο μικρότερο Citroën Xantia, κατασκευάστηκαν επίσης και στο Huizhou, της επαρχίας Γκουανγκντόνγκ, στην Κίνα, από την τοπική κοινοπραξία Fengshen-Citroën. Η παραγωγή κράτησε μόνο 2 έτη, το 1996 και το 1997, και τα παραχθέντα αντίτυπα ήταν τελικώς πολύ λίγα, ενώ ο ακριβής αριθμός των αντιτύπων δεν είναι γνωστός. Για την ακρίβεια, δεν υπήρξε πλήρης συναρμολόγηση, αλλά τα μοντέλα εισάγονταν στην Κίνα ως μισο-έτοιμα αμαξώματα και το τοπικό εργοστάσιο προσέθετε μόνο ελάχιστα δομικά στοιχεία και ανταλλακτικά (συναρμολόγηση από αντίτυπα CKD), προκειμένου να αποφύγει τους υψηλούς φόρους εισαγωγής της τότε εποχής στην Κίνα.[35] Παραδόξως όμως, ενώ η τοπική αυτή κοινοπραξία πήρε την άδεια από τις τοπικές αρχές για να χρησιμοποιήσει την ονομασία «XM», για άγνωστους λόγους δεν κατάφερε να λάβει αντίστοιχη άδεια και για χρήση του ονόματος «Xantia» και, ως αποτέλεσμα, προκειμένου να παραχθούν αμφότερα τα αυτοκίνητα στη χώρα, και τα δύο αυτά μοντέλα, XM και Xantia, παρήχθησαν και κυκλοφόρησαν ως «XM» και ακριβέστερα ως Fengshen Xietuolong XM.[36]
Όπως είχε συμβεί και με τα παλαιότερα Citroën Traction Avant, Citroën DS, Citroën SM και Citroën CX, το Citroën ΧΜ συνέχισε μια μακροχρόνια παράδοση επιλογής των μεγάλων μοντέλων της εταιρείας για επίσημα οχήματα του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων μελών της κυβέρνησης της Γαλλίας.
Αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τον Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος αν και στη δεκαετία του 1980 προτιμούσε περισσότερο το Renault 25, ωστόσο χρησιμοποίησε και ένα Citroën CX και από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στράφηκε προς το Citroën ΧΜ και το Renault Safrane (το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1992).[37] Τελικώς, το Citroën XM έμελλε να είναι το μοντέλο με το οποίο αποχαιρέτησε τα Ηλύσια Πεδία στις 17 Μαΐου 1995.[38] Ο διάδοχός του, ο Ζακ Σιράκ, επίσης χρησιμοποίησε διάφορα αντίτυπα του XM, μεταξύ των οποίων και μία ειδική σεντάν εκδοχή 3 όγκων, την XM Présidentielle, που κατασκευάστηκε από τον βελτιωτικό οίκο Heuliez και προσφέρθηκε στον Σιράκ το 1996,[39] όπως και το Citroën C6 πρώτης γενιάς, που το χρησιμοποίησε μεταξύ του 2005 και του 2007, όταν και παρέδωσε την σκυτάλη της προεδρίας στον Νικολά Σαρκοζί.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.