μεσαιωνικό βυζαντινό κείμενο From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Χρονικό της Μονεμβασιάς (σπάνια αναφέρεται ως το Χρονικό της Πελοποννήσου) είναι μεσαιωνικό κείμενο του οποίου υπάρχουν τέσσερις εκδόσεις, όλες γραμμένες στα μεσαιωνικά ελληνικά. Ο συντάκτης (ή οι συντάκτες) του χρονικού είναι προς το παρόν άγνωστος. Το Χρονικό, συγκεκριμένα η εκδοχή από το μονή Ιβήρων, αφηγείται τα γεγονότα που σχετίζονται την κατάκτηση και τον αποικισμό των Αβάρων - Σλάβων της ηπειρωτικής Ελλάδας, καλύπτοντας την περίοδο από το 587 έως το 805 μ.Χ. Παρά τη συναρπαστική αφήγησή του, το Χρονικό δεν είναι πραγματικό χρονικό.[1] Το κείμενο αντιπροσωπεύει μια συλλογή πηγών που αφορούν τους Αβάρους και τους Σλάβους και εστιάζει στην ίδρυση της μητροπολιτικής έδρας της Πάτρας. Είναι πιθανό ότι το Χρονικό να χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα σε διαπραγματεύσεις με τον μητροπολίτη Κορίνθου για το καθεστώς του μητροπολίτη Πάτρας.
δεδομένα ( ) |
Το πρώτο χειρόγραφο του Χρονικού δημοσιεύθηκε το 1749 από τον Ιωσήφ Πασινό (ή τον Τζουζέπε Πασσίνι) και τους συναδέλφους του, Ριβαουτέλα και Μπέρτα, στη Βασιλική Βιβλιοθήκη του Τορίνο.[2] Το κείμενο επανεκδόθηκε το 1884 από τον Σπυρίδωνα Π. Λάμπρου, μαζί με άλλους δύο εκδόσεις, μία που ανήκει στο μοναστήρι Ιβήρων και το άλλο που ανήκει στην μονή Κουτλουμουσίου στο Άγιο Όρος. Μικρές διορθώσεις έγιναν και στις τρεις εκδόσεις του Χρονικού από τον Νίκο Βέη, ο οποίος αναδημοσίευσε τα κείμενα το 1909. Τρία χρόνια αργότερα (1912), δημοσιεύτηκε τέταρτη έκδοση από τον Λάμπρο που ανακάλυψε ένα άλλο κείμενο στο Ελληνικό Κολλέγιο στη Ρώμη.
Επί του παρόντος δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των σύγχρονων μελετητών σχετικά με τη χρονολογική σειρά των τεσσάρων χειρογράφων του Χρονικού. Ο Λάμπρος υποστηρίζει ότι το κείμενο που ανακαλύφθηκε στο μοναστήρι Ιβήρων είναι η παλαιότερη έκδοση.[2] Ο Νίκος Βέης, ωστόσο, διαφωνεί με τον Λάμπρο και θεωρεί ότι το χειρόγραφο των Ιβήρων είναι μια μεταγενέστερη παραλλαγή των εκδόσεων Τορίνου και Κουτλουμουσίου.[3] Ωστόσο, παρά την έλλειψη συναίνεσης, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι το κείμενο των Ιβηρών αποτελεί μεταγενέστερη έκδοση του Χρονικού μέσω της χρήσης του βυζαντινού συστήματος χρονολόγησης, ενώ τα κείμενα Κουτλουμουσίου και Τορίνο χρησιμοποιούν το παλαιότερο Αλεξανδρινό σύστημα χρονολόγησης.[1]
Ο συγγραφέας (ή συγγραφείς) του Χρονικού της Μονεμβασίας είναι άγνωστος. Μια υπόθεση του Τζ. Κόντερ αναφέρει ότι ο Αρέθας της Καισάρειας ήταν ο συντάκτης του κειμένου.[4] Ωστόσο, το επιχείρημα του Κόντερ απορρίφθηκε από τον Ι. Ντούτζεφ βάσει του υπαινιγμού του Χρονικού στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ (963–969), ο οποίος έζησε μετά τον Αρέθα. Αυτό που, εν τέλει, είναι γνωστό για τον συγγραφέα/εις είναι η άγνοια του(ς) για τη γεωγραφία των Βαλκανίων εκτός της Πελοποννήσου, παρά το γεγονός ότι η απεικόνιση των επιθέσεων των Αβάρων βασίζεται στην περιγραφή του Προκόπιου για τις επιθέσεις των Ούννων.[1]
Οι μελετητές διαφωνούν επίσης σχετικά με τις ακριβείς ημερομηνίες σύνθεσης των τεσσάρων χειρογράφων του Χρονικού. Ο Πωλ Λεμέρλ υποστηρίζει ότι το αρχικό κείμενο γράφτηκε για πρώτη φορά το 932 μ.Χ. όταν χρησιμοποιήθηκε στο Σχόλιο του Αρέθα.[4] Ωστόσο, ο Σπυρίδων Λάμπρος πιστεύει ότι το κείμενο του Ιβηρικού συντάχθηκε μεταξύ 806 και 1083, ενώ τα κείμενα του Τορίνου και του Κουλουμουσίου γράφτηκαν κάποτε στα τέλη του 13ου αιώνα.[3] Ο Νίκος Βέης αμφισβήτησε την εκτίμηση του Λάμπρου και πιστεύει ότι ολόκληρο το Χρονικό αναπτύχθηκε μεταξύ του 1340 και του 16ου αιώνα.[3] Ο Σ. Κουγέας χρονολόγησε τη σύνθεση του κειμένου μετά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά (963–969)[3] ενώ ο Μάικλ Γουίτμπι δήλωσε ότι το Χρονικό συντάχθηκε για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο περίπου το 1000 μ.Χ..[5] Ο Ντούτζεφ χρονολόγησε το Χρονικό στο 963–1018 μ.Χ., και ο Φλόριν Κούρτα χρονολόγησε τη σύνταξη του κειμένου είτε στα τέλη του 10ου αιώνα είτε στις αρχές του 11ου αιώνα.[1]
Σύμφωνα με το χειρόγραφο του Ιβηρικού του Χρονικού, οι Άβαροι / Σλάβοι κατέλαβαν τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αττική και το νησί της Εύβοιας.[3] Ως αποτέλεσμα, πολλοί Έλληνες υποχώρησαν σε άλλες περιοχές: οι κάτοικοι της Πάτρας κατέφυγαν στο Ρήγιο της Καλαβρίας, οι Αργείες κατέφυγαν στο νησί Ορόμβη, οι Κορίνθιοι κατέφυγαν στην Αίγινα και οι Λάκωνες κατέφυγαν στη Σικελία.[6] Η πόλη της Μονεμβασιάς, συγκεκριμένα, χτίστηκε εκείνη την εποχή στην ακτή σε μια δυσπρόσιτη περιοχή της Πελοποννήσου από ομάδες που αργότερα θα ήταν γνωστές συλλογικά ως Τσάκωνες. Λόγω του πιο άγριου εδάφους της ανατολικής Πελοποννήσου, οι περιοχές από την Κόρινθο έως το Ακρωτήριο Μαλέας παρέμειναν υπό «ρωμαϊκό» ( βυζαντινό ελληνικό ) έλεγχο. Ένας από τους κυβερνήτες της Πελοποννήσου, ντόπιος της Μικρής Αρμενίας, ήρθε σε σύγκρουση με σειρά σλαβικών φυλών και τους εξόντωσε με επιτυχία. Αυτό το ανώνυμο μέλος της οικογένειας των Σκληρών βοήθησε τους γηγενείς Έλληνες να ανακτήσουν τα εδάφη τους. Αφού άκουσε αυτά τα γεγονότα, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ (802-811) συνέβαλε στην αναζωογόνηση των πόλεων, την ανοικοδόμηση των εκκλησιών και τον εκχριστιανισμό των βαρβάρων.
Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης στο Χρονικό προέρχεται από έργα των Ευάγριου Σχολαστικού, Θεοφάνη του Ομολογητή, Μένανδρου του προτήκτορα και του Θεοφυλακτού Σιμοκάττη.[7] Οι συγγραφείς του Χρονικού, ωστόσο, χρησιμοποίησαν μια άλλη πηγή για να γράψουν για τους Αβάρους και τους Σλάβους που κυριαρχούσαν στην Πελοπόννησο για το 218 χρόνια.[8] Αυτό το άγνωστο κείμενο μπορεί να ήταν πλαστογραφία εκκλησιαστικής προέλευσης που χρησιμοποιήθηκε από ή για λογαριασμό του Επισκόπου Πατρών. Παρόλο που η πηγή ήταν άγνωστη, χρησιμοποιήθηκε τόσο στο Σχόλιο του Αρέθα όσο και σε επιστολή του Πατριάρχη Νικολάου Γ΄ προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (β. 1081–1118).
Η ιστορική εγκυρότητα του Χρονικού της Μονεμβασιάς εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο ακαδημαϊκής διαμάχης.[9] Ο Παναγιώτης Χαρανής, για παράδειγμα, περιγράφει το Χρονικό ως «απολύτως αξιόπιστο».[10] Ο Κέννεθ Σέττον, ωστόσο, διαφωνεί με τον Χαρανή και υποστηρίζει ότι το Χρονικό είναι ένα «συνονθύλευμα κάποιων γεγονότων και φαντασίας».[8] Ο Στίλπον Κυριακίδης θεωρεί ότι το Χρονικό περιέχει εκκλησιαστική προκατάληψη και ότι η κατάκτηση της Ελλάδας από τους Άβαρους / Σλάβους είναι μύθος.[11]
Υπάρχουν πολλά σφάλματα και υπερβολές στο Χρονικό της Μονεμβασιάς. Για παράδειγμα, η πόλη της Μονεμβασιάς δεν χτίστηκε μετά την εισβολή των βαρβάρων στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα, η πόλη κατασκευάστηκε τουλάχιστον τέσσερα έως πέντε χρόνια (περίπου 582-583) πριν από την έλευση των Αβάρων και των Σλάβων.[12] Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τη μετανάστευση των Κορινθίων στο νησί της Αίγινας στον Σαρωνικό κόλπο, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με μια αλληλογραφία (Φεβρουάριος 591 Μ.Χ.) ανάμεσα στον Πάπα Γρηγόριο τον Μέγα και τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο της Κορίνθου.[13] Άλλες πηγές που έρχονται σε αντίθεση με το Χρονικό περιλαμβάνουν κανόνες από την Έκτη Οικουμενική Σύνοδο (691-692) που πραγματοποιήθηκε στην Τρουλαία Αίθουσα του Μεγάλου Ανακτόρου της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα Τακτικά που συνέθεσε ο Αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (β. 717-741) μεταξύ 733-746. Και οι δύο πηγές αναφέρουν τη συνεχιζόμενη παρουσία Ελλήνων και εκκλησιαστικών διοικητικών ιδρυμάτων σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, χωρίς ένδειξη μακροχρόνιας σλαβικής δημογραφικής / πολιτικής υπεροχής.[14] Όσον αφορά την εκ νέου ανοικοδόμηση εκκλησιών στην Πελοπόννησο, δεν υπάρχει επαρκές αρχιτεκτονικό αρχείο που να επιβεβαιώνει το συγκεκριμένο γεγονός που αναφέρεται στο Χρονικό.[15]
Από αρχαιολογική άποψη, το Χρονικό της Μονεμβασιάς υπερεκτιμά τον αντίκτυπο των εισβολών Αβάρων-Σλάβων στην Ελλάδα.[16] Στα Μέθανα, δεν υπάρχουν ενδείξεις για γενικευμένη διαταραχή των οικισμών (αυτό συμβαίνει και αλλού στην Πελοπόννησο). Το νησί των Κυθήρων, από την άλλη πλευρά, εγκαταλείφθηκε μαζί με άλλους παράκτιους χώρους λόγω επιθέσεων που διεξήχθησαν από έναν ή περισσότερους σλαβικούς στόλους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.